της Δρ Άννας Κωνσταντινίδου
Ιστορικός- Διεθνολόγος[1]
Η «ψυχογραφία», δηλαδή κάτω από ποιο πρίσμα ενεργεί ένα κράτος απέναντι στα υπόλοιπα κράτη, έγκειται σε «πολυμορφικά» δεδομένα και παράγοντες. Από την στιγμή ανάληψης των θεσμικών καθηκόντων του, παρατηρείται ότι ο σημερινός Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ενεργεί όχι στη βάση τού ρόλου του, αλλά υπό το πλαίσιο των πολιτικών της χώρας καταγωγής του, δηλαδή της Νορβηγίας.
Ανατρέχοντας στο πολύ πρόσφατο διπλωματικό παρελθόν της Ελλάδας, μπορούμε να θυμηθούμε έναν ακόμη Νορβηγό, τον Έσπεν Μπάρθ Άιντε, που αντιμετώπιζε τα ελληνοτουρκικά ζητήματα με την παρόμοια προβληματική του Στόλτενμπεργκ. Ο Άιντε, επί μακρό χρονικό διάστημα, διετέλεσε διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το Κυπριακό Ζήτημα, ο οποίος το 2017 αναγκάστηκε σε παραίτηση, εξαιτίας των φιλοτουρκικών θέσεων που προωθούσε στην επίλυση τού Κυπριακού.
Έχουμε αναρωτηθεί, γιατί, άραγε η Νορβηγία ενεργεί κάτω από το συγκεκριμένο πλαίσιο απέναντι στις ελληνικές θέσεις; Άραγε η πολιτική της Νορβηγίας είναι εξαιτίας ανθελληνισμού; Το νορβηγικό κράτος δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, άλλο είναι η ευρωπαϊκή ήπειρος και άλλο οι θεσμοί που οργανώθηκαν μέσα σε αυτήν. Η Νορβηγία μέσα από την στάση της στα ελληνοτουρκικά θέλει, ίσως κυρίως και μοναδικά, να στηλιτεύσει την ίδια την Ένωση, ότι δηλαδή ως θεσμός έχει αποτύχει, είτε μη μπορώντας να διασφαλίσει τη ζωτικότητα των μελών της είτε οι χώρες που αποτελούν την Ένωση, επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης «επιβίωσης» αναγκάστηκαν να εναρμονιστούν με τις «επιταγές» ενός θεσμού, που και πάλι αφορούσαν συγκεκριμένα κράτη (και κυρίως τα δυνατά, που μέσω της Ένωσης θα ανέπτυσσαν ένα «μοντέλο αποικιοκρατικού προστατευτισμού»).
Γιατί άραγε, η Νορβηγία δεν θέλησε να υπαχθεί στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και πώς μπορεί να ερμηνευτεί από μέρους της η αποδοχή τού προκλητικού τρόπου που αντιδρά το τουρκικό κράτος; Η βορειοευρωπαϊκή χώρα, στα δύο δημοψηφίσματα που έγιναν για την ενταξιακή της πορεία, ψήφισε αρνητικά, καθώς η υπαγωγή της σε ένα ενωσιακό περιβάλλον, εκτός από τα δικαιώματα που έχει, επιβάλλει την εναρμόνιση με μία σειρά πολιτικών που ενδεχομένως κάποια κράτη να θεωρούν, ότι εκχωρούν μέρος της εθνικής «κυριαρχίας» τους. Διάφοροι κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι διατείνονται, ότι οι Νορβηγοί δεν ήθελαν να «παραχωρήσουν» στις Βρυξέλλες μέρους του ζωτικού, εθνικού τους παράγοντα που είναι ο πρωτογενής τομέας (η αλιεία και η γεωργία και πολύ τελευταία χρονικά, το πετρέλαιο). Με λίγα λόγια, δεν ήταν σε θέση να εναρμονιστούν με τις θεσμικές αποφάσεις που ισχύουν απαρέγκλιτα για όλα τα κράτη- μέλη, ακόμα και για αυτά που οι συγκεκριμένοι τομείς ανάπτυξης έχουν δευτερεύουσα σημασία.
Σε αυτό που οφείλουμε να εστιάσουμε και ερμηνεύει εν πολλοίς γιατί η Νορβηγία διάκειται ευμενώς απέναντι στην Τουρκία, είναι ότι η πρώτη, σε καμία περίπτωση, δεν κρίνει ως παραβατικό τον τρόπο που αντιμετωπίζει η δεύτερη τη σχέση της με την υπόλοιπη Διεθνή Κοινότητα, αλλά αντίθετα θεωρεί ότι αυτά που πράττει, είναι μέσα στα πλαίσια διασφάλισης τού εθνικού συμφέροντός της με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο και εκτός από την επήρεια κάποιου θεσμικού οργάνου. Δηλαδή ότι το τουρκικό κράτος είναι σε θέση να προστατέψει τις εθνικές θέσεις του με ίδια μέσα. Οι δύο χώρες διάγουν «βίους παράλληλους» για τον τρόπο που ερμηνεύουν το «ζωτικό χώρο» όσον αφορά τη συμπλεκτική σχέση που αναπτύσσουν με τα υπόλοιπα κράτη. Και αυτό φαίνεται και από το γεγονός, εκτός των άλλων, ότι ενώ η Νορβηγία δεν επιδιώκει τη θεσμική ένταξή τη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα οφέλη από την εσωτερική οικονομική αγορά. Μήπως αυτό θυμίζει τον τρόπο στην βάση του οποίου ενεργεί το τουρκικό κράτος, «το δικό μου, δικό μου, και το δικό σου, πάλι δικό μου»;
[1] Η Δρ Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ερευνήτρια της Νομικής Σχολής ΑΠΘ και εξωτερική συνεργάτιδα της Ανώτερης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ).