Θανάσης Μπούνταλης, Χημικός, Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου
Ή «Μεταναστευτική πολιτική για θεατρόφιλους»
Η καλοσύνη και η ελεημοσύνη είναι ένα τόσο φυσικό αντανακλαστικό του ανθρώπου, που έγιναν ηθική επιταγή θρησκειών και πολιτικών θεωριών. Το ίδιο φυσικό αντανακλαστικό όμως είναι και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Όταν τα δύο συγκρούονται, πόση καλοσύνη είναι δυνατή, και ποιοι μπορούν να είναι κατά προτεραιότητα οι αποδέκτες της;
Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια είχε τύχει να δω την παράσταση ενός έργου του Μπέρτολντ Μπρεχτ, τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν», που διερευνούσε αυτό ακριβώς το ερώτημα. Εν συντομία, η ιστορία μιλάει για μια πόρνη, την Σεν Τε, που μια νύχτα φιλοξενεί στο σπίτι της τρεις θεούς που φτάνουν κουρασμένοι στην πόλη της, το Σετσουάν. Οι θεοί βρίσκονταν στην αναζήτηση ενός καλού ανθρώπου ώστε να συνεχίσει ο κόσμος να υπάρχει. Οι πλούσιοι της πόλης αρνήθηκαν να τους φιλοξενήσουν και η Σεν Τε τελικά συμφωνεί να διώξει έναν πελάτη της για να τους φιλοξενήσει εκείνη, παρότι δεν έχει λεφτά να πληρώσει το νοίκι της. Αναρωτιέται: «Πώς να είμαι καλή όταν δεν έχω να πληρώσω το νοίκι; Πώς να είμαι καλή όταν είναι όλα τόσο ακριβά;»
Τελικά οι θεοί πληρώνουν την διαμονή τους ώστε να της δώσουν την οικονομική δυνατότητα να είναι καλή. Και τα λεφτά είναι τόσα που με αυτά η Σεν Τε αγοράζει ένα καπνοπωλείο, ελπίζοντας ότι με τα κέρδη θα κάνει καλό. Πράγματι, με το που ανοίγει τα αιτήματα για χάρες πέφτουν βροχή, παρότι η Σεν Τε δεν έχει πουλήσει τίποτα. Ρύζι στην φτωχή γριά, στέγη στην ξεσπιτωμένη οικογένεια, δωρεάν τσιγάρα στον άνεργο. Μέχρι και ξένα χρέη. Όλοι εφορμούν να επωφεληθούν από την καλοσύνη της και η Σεν Τε θέλει να βοηθήσει: «Είναι φτωχοί. Δεν έχουν καταφύγιο. Δεν έχουν φίλους. Χρειάζονται κάποιον. Πώς να τους αρνηθείς;»
Είναι όμως ολομόναχη, απελπισμένη και ξαφνικά όλος ο κόσμος κάτι της ζητά. Και στην απελπισία της επινοεί έναν ανύπαρκτο ξάδερφο, τον Σούι Τα, αρχικά για εγγυητή στο μισθωτήριο του καταστήματός της. Αλλά όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, ξαφνικά ο Σούι Τα χτυπάει την πόρτα. Είναι η ίδια η Σεν Τε που ντύνεται με ανδρικά ρούχα! Το alter ego της διώχνει τους μουσαφίρηδες που έχουν στρογγυλοκάτσει στο μαγαζί της: «Η εξαδέλφη μου βεβαίως λυπάται που δεν μπορεί να κάνει απεριόριστες παραχωρήσεις στο όνομα των νόμων της φιλοξενίας. Φοβούμαι όμως ότι είστε πάρα πολλοί». Αντιλαμβανόμενος ότι η καλοσύνη μπορεί να θεωρηθεί αδυναμία, παίρνει τις σκληρές και δυσάρεστες αποφάσεις για λογαριασμό της. Κάνει σκληρά παζάρια με τον ξυλουργό, γίνεται φίλος της αστυνομίας, δίνει πόδι στον νεαρό προικοθήρα που θέλει να της φάει τα λεφτά. Και μετά εξαφανίζεται προσωρινά.
Όμως οι παραχωρήσεις της Σεν Τε την έχουν ήδη οδηγήσει στα όρια της χρεωκοπίας, και όσοι βασίζονταν στην καλοσύνη της ξαφνικά αποζητούν τον σκληρό της ξάδερφο: «Είναι κακός, τουλάχιστον όμως θα σώσει την επιχείρησή της και μετά θα είναι γενναιόδωρη». Και η αφορμή για την επιστροφή του θα δοθεί: η Σεν Τε είναι έγκυος. Βλέποντας ένα παιδί να ψάχνει στα σκουπίδια παίρνει την απόφαση: «Από δω και πέρα θα παλέψω τουλάχιστον για τους δικούς μου, θα πρέπει να γίνω άγρια σαν τίγρις… Θα ξεκόψω από όλους μέχρι τουλάχιστον να έχω σώσει τον γιό μου». Ο Σούι Τα επιστρέφει, και εκμεταλλευόμενος σκληρά τους πάντες μετατρέπει το μικρό κατάστημα σε εργοστάσιο. Η Σεν Τε πλέον εξαφανίζεται, δίνοντας την θέση της στην περσόνα του εξαδέλφου της.
Στο τέλος ο Σούι Τα κατηγορείται ότι σκότωσε την Σεν Τε, την οποία κανείς δεν είχε δει για μήνες. Στο δικαστήριο, δικαστές είναι οι τρεις θεοί. Τελικά ο Σούι Τα ζητά να εκκενωθεί η αίθουσα, κάνει την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας κεκλεισμένων των θυρών, και εξηγεί την απάτη: «Το να είμαι καλή και μαζί να επιβιώνω με έσκισε σαν κεραυνός σε δύο ανθρώπους. Δεν ξέρω τι συνέβη: η καλοσύνη προς τους άλλους και προς τον εαυτό μου δεν μπορεί να επιτευχθεί». Ή όπως θα έλεγε και η Ρίτα Σακελλαρίου: «Μια ζωή πληρώνω αμαρτίες αλλονών, τέρμα ως εδώ, άλλο δεν μπορώ».
Τελικά οι θεοί φεύγουν επιβεβαιώνοντας την επιλογή τους: η Σεν Τε είναι ο καλός άνθρωπος και πρέπει να παραμείνει έτσι. Αλλά της επιτρέπουν να επαναφέρει τον Σούι Τα μια φορά τον μήνα για να διατηρεί την ισορροπία (αν και η ίδια ζητούσε μια φορά την εβδομάδα).
Ο Μπρέχτ έκανε μια κριτική στην οργάνωση της κοινωνίας, και συγκεκριμένα στο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, το οποίο τιμωρεί την καλοσύνη. Έτσι έχει ερμηνευθεί το έργο αυτό συμβατικά, ως ένα αποκλειστικά κοινωνικό σχόλιο. Τι γίνεται όμως όταν δεν μιλάμε πλέον για την κοινωνία στην στενή της έννοια, αλλά για την παγκόσμια κοινωνία των εθνών; Τι γίνεται όταν η Σεν Τε είναι μια χώρα ολόκληρη; Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι που ζητούν την καλοσύνη αυτής της χώρας είναι τόσοι πολλοί που η χώρα αυτή πρέπει να διαλέξει μεταξύ καλοσύνης και επιβίωσης; Τι να κάνει η Ελλάδα ως άλλη Σεν Τε με όσους ζητούν την φιλοξενία της;
Το να αναδιατυπωθεί έτσι το ερώτημα είναι ίσως αυτονόητο αλλά όχι σε όλους. Η κρίσιμη διαφορά είναι ότι η Σεν Τε ήταν ένα μεμονωμένο άτομο που διχαζόταν από τις αντιφατικές απαιτήσεις που της έθεταν θεοί και κοινωνία: καλοσύνη στους ξένους αφενός, επιβίωση δική της και του παιδιού της αφετέρου. Ως άτομο, η Σεν Τε είχε απόλυτη συναίσθηση ότι η καλοσύνη έχει και όρια και σειρά προτεραιότητας, και ότι είχε ανάγκη τον Σούι Τα για να περιφρουρεί την τήρησή τους.
Όταν όμως η έκταση της κοινωνίας μεγαλώνει, και μαζί της η απόσταση από τον αναξιοπαθούντα, η αγάπη συσκευάζεται σε προϊόν και διανέμεται δι’ αντιπροσώπου. Από τις «καρτούλες της Unesco» που τραγούδησε και ο Γιάννης Κούτρας στο «Τσικαμπούμ», μέχρι τις ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Μόρια, η καλοσύνη έχει τους εμπόρους της, που αναλαμβάνουν τον ρόλο του «καλού ανθρώπου» ως επαγγελματίες πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, απελευθερωμένοι από τον εσωτερικό διχασμό της Σεν Τε. Απόλυτοι, σχεδόν φανατικοί στην «καλοσύνη» τους, χωρίς ευθύνη σε παιδιά, οικογένειες και πατρίδες, με την αυταπάτη ότι δεν χρειάζονται τον Σούι Τα. Και οι οποίοι δεν σκέπτονται ποιο είναι το κόστος της «καλοσύνης» που πωλούν, και ποιος το πληρώνει αφού ούτως ή άλλως τους ίδιους ωφελεί. Υπό το βάρος των ενοχών που τέτοιοι επαγγελματίες αναλαμβάνουν να κατασκευάσουν, η Σεν Τε γιγαντώνεται και ο Σούι Τα εκμηδενίζεται.
Συχνά οι ενοχές είναι ενδεικτικές κακής πράξης, άλλοτε όμως ενός προσεκτικά καλλιεργημένου ενοχικού συνδρόμου, ή (αν πιστεύουμε στην Φροϋδική ψυχανάλυση) ενός υπερτροφικού Υπερεγώ. Έχουμε λοιπόν λόγους να αισθανόμαστε ενοχές ως λαός; Ενθυμούμενοι τις αντιδράσεις μας σε κρίσιμες στιγμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε δείξει φιλόξενα αντανακλαστικά και το 1990-91 βλέποντας τους πρώτους εξαθλιωμένους να καταφτάνουν από την Αλβανία, και το 2015 βλέποντας να φτάνουν οι πρώτες βάρκες (βλ. τις γιαγιάδες της Λέσβου), ακόμη κατά την πρόσφατη απόπειρα εισβολής στον Έβρο όταν Φεραίοι συμπατριώτες προσέφεραν φροντίδα σε παιδάκια, παρότι εκείνη την στιγμή φυλούσαν σύνορα. Από την άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Αλβανοί (και οι Βορειοηπειρώτες) όντως υπέστησαν διακρίσεις, τόσο σε διαπροσωπικό, όσο και επίσημο επίπεδο, και οι οποίες πήραν χρόνια να ξεπεραστούν. Όμως τα προβλήματα σταδιακά ξεπεράστηκαν. Με εκατέρωθεν στραβοπατήματα, αλλά χωρίς να καταλήξουμε σε γαλλικού τύπου banlieues-γκέτο, κάτι για το οποίο πρέπει να πιστώσουμε τόσο τους ίδιους τους Αλβανούς, όσο και τους Έλληνες, ως λαό και κράτος. Πολλώ δε μάλλον αντιπαραβάλλοντας την αυστηρότητα άλλων ευρωπαϊκών χωρών απέναντι σε ξένους υπηκόους (βλ. π.χ. τους γκασταρμπάιτερ στην Δυτ. Γερμανία, ή στην Ελβετία μέχρι και σήμερα), και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ελλάδα δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη για την κατάρρευση ή υπανάπτυξη των πατρίδων τους (όπως π.χ. η Γαλλία για τις αποικίες της, οι ΗΠΑ για το Ιράκ, την Συρία, το Αφγανιστάν κλπ).
Όποιο όμως κι αν είναι το «ισοζύγιο ενοχών», πόσο θα πρέπει να… τιμωρηθούμε για τυχόν σφάλματα; Έχουμε απεμπολήσει το δικαίωμα στην επιβίωση; Θα πρέπει να αφήσουμε το Υπερεγώ να μας συνθλίψει; Το ’91 η κατάσταση ήταν ασυγκρίτως ευνοϊκότερη για την Σεν Τε: Πόντιοι και Βορειοηπειρώτες ήταν ούτως ή άλλως Έλληνες που απλώς βρίσκονταν εκτός συνόρων, και με οικογενειακούς δεσμούς στην Ελλάδα που τους βοήθησαν να εγκατασταθούν· οι δε Αλβανοί ήταν σχετικά λίγοι και αποτελούσαν έναν ομοιογενή πληθυσμό, πράγμα που διευκόλυνε την διαχείρισή τους. Πολιτισμικά συναφείς, προερχόμενοι από καθεστώς επίσημης αθεΐας, πολλοί βαπτίσθηκαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Ήθελαν να αφομοιωθούν στην Ελλάδα. Ήρθαν για δουλειά, όχι ως περαστικοί ή για επιδόματα.
Τώρα όμως, οι συνέπειες για την Ελλάδα μπορεί να είναι υπαρξιακού χαρακτήρα. Το φαινόμενο βιομηχανοποιήθηκε και πήρε δραστικά διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Οι αριθμοί είναι δυνητικά τεράστιοι, οι άνθρωποι προέρχονται από ποικίλους πολιτισμούς (υποσαχάρια Αφρική, Πακιστάν, Ιράκ, Αφγανιστάν), καθένας εκ των οποίων απαιτεί ξεχωριστή μεταχείριση. Προέρχονται από χώρες επίσημου Ισλάμ που θέτει ερωτηματικά στην αφομοίωσή τους σε μια Χριστιανική, ή ακόμη και κοσμική, κοινωνία. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους Αλβανούς, βλέπουν την Ελλάδα ως σκαλοπάτι για την πλούσια Δυτική Ευρώπη. Προφανώς λίγο ενδιαφέρονται να ενσωματωθούν ή να ενστερνισθούν τα ελληνικά ήθη, ιδίως όταν με τα μεγέθη τους θα μπορούν να συστήσουν παράλληλες κοινωνίες αν τελικώς εγκλωβισθούν στην Ελλάδα. Τόσο στον Άγιο Παντελεήμονα όσο και στην Μόρια, η Σεν Τε θα είχε πολύ μεγαλύτερη ανάγκη τον Σούι Τα.
Υπάρχουν λοιπόν κίνδυνοι, αλλά η αντίληψη κινδύνου είναι συνάρτηση και του πόσο κανείς απειλείται άμεσα. Π.χ., οι απόλυτα «καλοί άνθρωποι» των Εξαρχείων και των ΜΚΟ, βασίζουν την καλοσύνη τους στο ότι άλλοι θα κληθούν να την πληρώσουν. Κατά μείζονα λόγο, το κόστος θα επωμισθεί το κράτος, δηλ. όλοι μας, και όχι μόνον οι «καλοί άνθρωποι». Με τους νέους φιλοξενούμενους θα συμβιώσουν τοπικές κοινωνίες, εκτός Κολωνακίου, Εκάλης και Πανοράματος. Από την υπερπροσφορά εργατικού δυναμικού θα συμπιεσθούν οι μισθοί των ανειδίκευτων και χειρωνάκτων, όχι των Καθηγητών Πανεπιστημίου. Οι «καλοί άνθρωποι» θα διατηρήσουν την ηθική τους ανωτερότητα, στις πλάτες όλων των υπολοίπων (no skin in the game, που λέει και ο Νασίμ Ταλέμπ), αν δεν δρέψουν και υλικά οφέλη ως επαγγελματίες διανομείς καλοσύνης.
Υποψιαζόταν άραγε ο Μπρεχτ ότι το ηθικό δίλημμα έθεσε πριν 80 χρόνια θα μπορούσε να έχει τόσο διαφορετικό πεδίο εφαρμογής; Άλλωστε, σαν τους χαρακτήρες του έργου του που είναι εγωιστές, συμφεροντολόγοι και αναξιόπιστοι, έτσι και τα κράτη «δεν έχουν μόνιμους φίλους αλλά μόνιμα συμφέροντα» (Λόρδος Πάλμερστον), και το διεθνές δίκαιο ορίζεται από συσχετισμούς ισχύος (Θουκυδίδης). Θέτοντας όμως το δίλημμα υπό μορφή θεατρικού έργου και όχι στεγνού δοκιμίου, το κατέστησε προσβάσιμο σε ένα κοινό με συγκεκριμένη «προκατάληψη» στην απάντηση. Σε «ευαίσθητους» ανθρώπους με έφεση να βλέπουν την κοινωνική/ταξική διαλεκτική παρά την εθνική. Την «ανθρώπινη πλευρά», ωσάν τα έθνη να μην αποτελούνται από ανθρώπους. Δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση που κανείς «ειδικός» της θεατρικής τέχνης δεν έχει επισημάνει το επίκαιρο αυτού του έργου στο μεταναστευτικό και τον παραλληλισμό Ελλάδας-Σεν Τε.
Ίσως να τους είναι αδιανόητο να ερμηνεύσουν με αντι-διεθνιστικούς όρους το έργο ενός θεατρικού συγγραφέα Μαρξιστικών καταβολών, εχθρού του ναζισμού, εξορίστου (βλ. ποίημα «Για τον όρο ‘μετανάστες’», 1937) και τον οποίο οικειοποιείται μέχρι και ο Αλέξης Τσίπρας. Ότι το έργο του θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως κριτική των ανοιχτών συνόρων, όταν μάλιστα η τέχνη είναι γλώσσα διεθνής, και η Μπερλινάλε και οι Κάνες χώροι προσκυνήματος. Ο Μπρεχτ κατά της λαθρομετανάστευσης; Ιεροσυλία!
Στον πραγματικό κόσμο όμως το ζήτημα τίθεται επιτακτικά: πόσο «καλή» αντέχει να είναι η Ελλάδα; Πόσους (και ποιους) μπορεί να υποδεχθεί; Έχει τους πόρους να επιμείνει στην απόλυτη «καλοσύνη»; Αλλά κι αν έχει, θα μπορέσει να διατηρήσει την ιδιοπροσωπεία της, δηλαδή οτιδήποτε την κάνει «Ελλάδα»; Δεν έχει δικαίωμα να πει «ΌΧΙ», όταν μάλιστα ποσώς δεν ευθύνεται για τους λόγους που ώθησαν όλους αυτούς τους ανθρώπους στα σύνορά της; Από ποιο σημείο η επιθυμία για καλοσύνη μετατρέπεται σε επικίνδυνη αφέλεια, λαμβάνοντας υπόψη τα γεωπολιτικά διακυβεύματα; Όταν π.χ. οι «μετανάστες» δεν είναι αθώοι αναξιοπαθούντες αλλά άνεργοι τζιχαντιστές του Ερντογάν από το Συριακό μέτωπο;
Αν οι «καλοί άνθρωποι» θεωρούν τον Σούι Τα αποκρουστικό, και τα σύνορα «χαρακιές στο σώμα του πλανήτη», θα άνοιγαν το σπίτι τους για να στεγάσουν οικογένειες μεταναστών, όπως έκανε η Σεν Τε πριν το μετανοιώσει; Θα τους παραχωρούσαν μια κλίνη ΜΕΘ και αναπνευστήρα αν την χρειαζόταν η ίδια τους η μάνα, ή το παιδί τους;
Κατά τον Μπρεχτ, το δίπολο καλοσύνης-επιβίωσης δεν συνιστά πρόβλημα που έχει λύση, αλλά διαρκές δίλημμα που απαντούμε κατά περίπτωση, αποζητώντας κάποια ισορροπία, κάποιο μέτρο. Στην επιβίωση όλοι έχουν δικαίωμα, άτομα και έθνη. Το ίδιο και η Ελλάδα. Χωρίς ενοχές. Το είπε κι ο Μπρεχτ, το είπε κι η Ρίτα.
Σε αυτό το πνεύμα ισορροπίας, ούτε ο Σούι Τα πρέπει να εκμηδενίσει την Σεν Τε αλλά ούτε και το αντίστροφο. Ακόμη και αν επιλέξουμε την καλοσύνη στο μέτρο που μας αναλογεί και σε αυτούς που πραγματικά την δικαιούνται, θα πρέπει πρώτα να φροντίσουμε να είμαστε ζωντανοί και δυνατοί για να την μοιράσουμε.
Τα πτώματα δεν κάνουν καλές πράξεις.
Συλλεκτικό κομμάτι: ένα κείμενο που καταφέρνει να διαβάσει στον Μπρεχτ την αναγκαιότητα να υπάρχουν νεοναζί ή κρυπτονεοναζί τάγματα προστασίας στον Αγ.Παντελεήμονα και τη Μόρια. Φοβερά τα λέει ο φωστήρας.