Από τον Erim στον Davutoglu

- Advertisement -

01.03.2023

του Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη, Ηλεκτρολόγου-Μηχανικού Ηλεκτρονικών Υπολογιστών ΑΠΘ

Προσφάτως απέκτησα το εμβληματικό έργο του αειμνήστου Νεοκλέους Σαρρή “Η άλλη πλευρά“, που μελετά την εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος μέσα από τουρκικές πηγές.

Μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες συνεισφορές του πονήματος στην ιστορία και την πολιτική είναι η μετάφραση και παρουσίαση για πρώτη φορά στο ελληνόφωνο κοινό των περιβοήτων εκθέσεων του Τούρκου καθηγητή Nihat Erim [1], για την στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Τουρκία όσον αφορά την Κύπρο.

Οι εκθέσεις αυτές, τόσο λόγω του περιεχομένου τους, όσο και του τρόπου που συνετάχθησαν, καθώς και της απηχήσεως που απέκτησαν στην τουρκική πολιτική είναι αποκαλυπτικές για τον τρόπο που σκέπτεται και ενεργεί η “άλλη πλευρά”. Και αν επιθυμούμε να έχουμε πιθανότητες επιτυχούς αντιμετωπίσεως της τουρκικής απειλής, επιβάλλεται πρωτίστως να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τον τρόπο διαμορφώσεως στρατηγικής της Τουρκίας και τις πρακτικές της.

Κάποιες ειδικές παρατηρήσεις:

  • Ο καθηγητής Erim προερχόταν από την αντιπολιτευόμενη στον πρωθυπουργό Menderes παράταξη. Αυτό δεν εμπόδισε κανέναν τους να συνεργαστούν επ’ ωφελεία της Τουρκίας, ούτε στάθηκε ανασταλτικός παράγων στο να αναχθούν οι προτάσεις του Erim στον βασικό άξονα πολιτικής της Τουρκίας επί του κυπριακού, πολιτική η οποία ουδόλως επηρεάστηκε από τις μεταβολές κυβερνήσεων.
  • Από το περιεχόμενο των εκθέσεων, αλλά και από την προσήλωση της τουρκικής πολιτικής σε αυτές επί μακρόν, συνάγεται ότι η Τουρκία αντιμετώπισε το πρόβλημα της Κύπρου ως ζήτημα στρατηγικής. Αντιθέτως, η Ελλάδα επηρεαζόταν πολύ από το συναισθηματικό/παρορμητικό στοιχείο (πόθος της εθνικής ολοκληρώσεως και της ενσωματώσεως των εκτός Ελλάδος ελληνικών πληθυσμών, προσωπικές φιλοδοξίες ηγετών, κλπ), που περιόριζε ή δυσχέραινε τις πολιτικές της επιλογές [2].
  • Άλλη μία ανάλογη ειδοποιός διαφορά Ελλάδος και Τουρκίας είναι η στάση έναντι του διεθνούς δικαίου. Ο Erim προτάσσει το συμφέρον της Τουρκίας, κάνοντας επιλεκτική εργαλειακή χρήση των νομικών εκείνων πτυχών που το εξυπηρετούν καλύτερα. Αφ’ ετέρου, η Ελλάδα δείχνει διαχρονικώς μια απόλυτη (έως “μεταφυσική”!) πίστη στους διεθνείς κανόνες, παρότι έχει ζημιωθεί πολλάκις από την επιλογή της αυτή. Και στο κυπριακό, η στρατηγική διεθνοποιήσεως, μέσω των Ηνωμένων Εθνών, μάλλον περιέπλεξε το πρόβλημα, παρά προώθησε τα συμφέροντά μας [3].
  • Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εμμονή του Erim σε πληθυσμιακές παραμέτρους του προβλήματος και σε τακτικές εποικισμού ή αλλοιώσεως της τότε υφισταμένης αναλογίας. Αυτό θα πρέπει να μας απασχολήσει δεόντως ως προς την συσχέτιση των σημερινών μεταναστευτικών ροών μουσουλμανικού στοιχείου, που καταλήγουν στην Ελλάδα (και δη σε ευαίσθητες, ακριτικές περιοχές [4]) με τις επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής.
  • Ο Erim προτείνει να χρησιμοποιηθούν με εκβιαστικό τρόπο τα ζητήματα Ελλήνων της Κων/πόλεως και Πατριαρχείου, νήσων Αιγαίου και Δ. Θράκης, σε αντιστάθμισμα των ελληνικών επιδιώξεων ανατροπής του status quo στην Κύπρο. Η ίδια τακτική, της διευρύνσεως των θεμάτων προς διμερή διαπραγμάτευση, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα τουρκικά οφέλη, ακολουθείται έως σήμερα!
  • Είναι σαφές από τις απόψεις Erim ότι πρόθεση της Τουρκίας στην Κύπρο δεν ήταν η διασφάλιση της τουρκικής/τουρκόφωνης μειονότητος, αλλά ο σταδιακός έλεγχος ολόκληρης της μεγαλονήσου, για την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας [5].

Ανάλογο ρόλο με του Erim, κατά τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, φαίνεται να διαδραματίζει σήμερα ο Ahmet Davutoglu. Η ομοιότητα των περιπτώσεων δεν έγκειται στο ότι αμφότεροι ανεμείχθησαν με την πολιτική (διετέλεσαν μάλιστα και πρωθυπουργοί) προερχόμενοι από τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά ότι οι απόψεις τους σε ζητήματα υψηλής στρατηγικής έτυχαν ευρείας αποδοχής και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά του τουρκικού πολιτικού/διπλωματικού κατεστημένου.

Ο δε Davutoglu διεύρυνε έτι περαιτέρω τον ορίζοντα της Τουρκίας. Ενώ ο Erim είχε περιοριστεί στην αντιμετώπιση του κυπριακού, ο Davutoglu έθεσε ένα μεγαλεπήβολο στόχο/όραμα: την μετεξέλιξη της Τουρκίας από ένα απλό “πιόνι” στην διεθνή “σκακιέρα” σε περιφερειακό “παίκτη” [6].

Στο πλέον αντιπροσωπευτικό βιβλίο του, “Στρατηγικό Βάθος” (την ελληνική έκδοση επιμελήθηκε πάλι ο Ν. Σαρρής), αποτυπώνονται οι σκέψεις του για την ισχυροποίηση της Τουρκίας.

Δεν θα σταθώ στις επί μέρους λεπτομέρειες για την στρατηγική που πρέπει – κατά τον Davutoglu – να ακολουθήσει η Τουρκία στις περιοχές ενδιαφέροντος (Βαλκάνια, Κ. Ασία, Μ. Ανατολή, Β. Αφρική) και στις σχέσεις της με τους διεθνείς πόλους ισχύος (NATO, ΕΕ, G20), αλλά στην εισαγωγική παρουσίαση της θεωρίας της ισχύος [7], που είναι το θεμέλιο όπου βασίζονται οι ειδικότερες αναλύσεις του βιβλίου.

Ο Davutoglu εξετάζει τους παράγοντες εκείνους που συνιστούν την ισχύ μιας χώρας. Και κάνει μια πρωταρχική διάκριση αυτών σε σταθερούς (αμετάβλητα γνωρίσματα μιας χώρας) και μεταβλητούς (δηλαδή εξελίξιμους). Συν τοις άλλοις, η επίδραση αυτών των παραγόντων εκτιμά πως μπορεί να πολλαπλασιαστεί από συγκεκριμένες ενέργειες.

Σε πιο παραστατική (μαθηματικοποιημένη) μορφή, η ισχύς μιας χώρας είναι δυνατόν να εκφρασθεί ως γινόμενο δεδομένων (σταθερών και δυναμικών) επί ενεργειών. Ήτοι:

Ι = (ΣΔ + ΔΔ) x (ΣΝ + ΣΣ + ΠΒ)

Όπου:

  • Ι = Ισχύς χώρας (συνολική)
  • ΣΔ = Σταθερά Δεδομένα χώρας:
    • Ιστορία
    • Γεωγραφία
    • Πληθυσμός
    • Πολιτισμός
  • ΔΔ = Δυναμικά Δεδομένα χώρας:
    • Οικονομική Ικανότητα
    • Τεχνολογική Ικανότητα
    • Στρατιωτική Ικανότητα
  • ΣΝ Στρατηγική Νοοτροπία
  • ΣΣ Στρατηγικός Σχεδιασμός
  • ΠΒ = Πολιτική Βούληση

Ακριβώς επειδή υπεισέρχονται μεταβλητές στην εξίσωση, ο Davutoglu θεωρεί πως μια χώρα μπορεί να αναβαθμιστεί, αν επικεντρωθεί σε αυτές με πρόγραμμα και σχέδιο. Αυτό είναι και το πλέον σημαντικό στην προσέγγισή του, η παραδοχή, δηλαδή, πως η θέση μιας χώρας στο διεθνές στερέωμα δεν είναι απολύτως προδιαγεγραμμένη από τα εξωτερικά της γνωρίσματα (γεωγραφία, πληθυσμός, κλπ), αλλά επηρεάζεται από την βούληση της ηγεσίας της να αναπτύξει πολλαπλασιαστικούς παράγοντες των σταθερών της.

Τα δε δυναμικά χαρακτηριστικά μιας χώρας (οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική ικανότητα), θα προσέθετα, είναι αλληλένδετα μεταξύ τους:

  • Η οικονομία συντελεί – με τις κατάλληλες επενδύσεις – στην τεχνολογική και στρατιωτική ανάπτυξη.
  • Η τεχνολογία επιδρά στην οικονομική άνθηση και στην επαύξηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων.
  • Οι επιβεβλημένες στρατιωτικές ανάγκες (λ.χ. η υποχρέωση διατηρήσεως ενόπλων δυνάμεων συγκεκριμένου μεγέθους και αποστολής, λόγω επισφαλούς/κρίσιμης γεωγραφικής θέσεως) εξυπηρετούνται πολύ καλύτερα και ευκολότερα από μια ακμάζουσα οικονομία, εντάσεως έρευνας [8].

Ενώ και τα τρία εξαρτώνται από το επίπεδο της παιδείας. Αλλά και η ποιότητα των ηγετικών ομάδων, που επιφορτίζονται με την επιβολή βουλήσεως και την χάραξη στρατηγικής, συναρτάται με την παιδεία που αυτές λαμβάνουν.

Πέρα από το στενό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον των διαπιστώσεων και εισηγήσεων του Davutoglu, οφείλει να μας απασχολήσει η πρακτική εφαρμογή τους. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως η Τουρκία έχει ενστερνισθεί και ακολουθεί τα τελευταία έτη μια συνεπή πολιτική ισχυροποιήσεως, με κύρια γνωρίσματά της:

  • Έναν σταθερό πόλο εξουσίας, με σαφή πολιτική βούληση. Δεν αναφέρομαι μόνο στους επί κεφαλής του κυβερνώντος AKP, αλλά σε ένα ευρύτερο ρεύμα υπέρ της τουρκικής ενδυναμώσεως και αυτονομήσεως από την “Δύση” (που ενίοτε υποκρύπτει την τάση του ευρασιανισμού). Εξ ου και είναι άτοπο να τρέφουμε φρούδες ελπίδες για αλλαγή ουσιαστικού προσανατολισμού της Τουρκίας, μετά την ενδεχόμενη αποχώρηση Erdogan από το προσκήνιο [9].
  • Έμφαση στην γιγάντωση (ποσοτική και ποιοτική) της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικότερα της πολεμικής βιομηχανίας (σε συνεργασία με εγχώρια πανεπιστημιακά ιδρύματα), που αποσκοπεί στην παράλληλη στήριξη των ενόπλων δυνάμεών της και την τόνωση της εισροής συναλλάγματος από εξαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων [10].

Η κατεύθυνση αυτή της Τουρκίας μάς αφορά για δύο λόγους:

  1. Ενδυνάμωση της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο συνεπάγεται δορυφοροποίησή μας. Δεν είναι δυνατόν να αναχθεί η Τουρκία σε περιφερειακό παράγοντα αν στην ίδια γεωγραφική περιοχή συνυπάρχει έτερος πόλος συγκρίσιμης ισχύος. Επομένως, η πολιτική της Τουρκίας είναι ευθέως ανταγωνιστική της Ελλάδος και πρέπει αυτό να γίνει κτήμα μας, ώστε να αναπτυχθούν εγκαίρως (πριν η διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού [11] γίνει αγεφύρωτη) τα κατάλληλα αντίμετρα. Αν κρίνουμε από το προηγούμενο του Erim, η τουρκική συνέπεια σε συγκεκριμένη υψηλή στρατηγική πρέπει να θεωρείται δεδομένη – ανεξαρτήτως κομματικών ισορροπιών στο εσωτερικό της – και δεν αντιμετωπίζεται με ημέτερες αναλαμπές και σπασμωδικές κινήσεις [12].
  2. Η προσπάθεια της Τουρκίας θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τις δικές μας ηγέτιδες τάξεις, που – σχεδόν από ιδρύσεως του ελλαδικού κράτους – έχουν συμβιβασθεί με τον ρόλο του τοπικού αντιπροσώπου ξένων συμφερόντων. Η αναζήτηση (αστείων) προφάσεων εν απραξίαις και εν υποχωρήσεσι πρέπει κάποτε να παύσει και να αρχίσουμε να συζητούμε για την ανάπτυξη των δυναμικών παραγόντων ισχύος μας [13] (προϋποτίθεται βεβαίως πολιτική βούληση…), προκειμένου να εξελιχθούμε από παρία/επαίτη του διεθνούς συστήματος σε σταθερό εταίρο (όχι απλώς συγκυριακό). Ίσως τότε εξαλειφθεί και η εμμονική μας επίκληση στο διεθνές δίκαιο…

Το απαισιόδοξο για την περίπτωσή μας, ωστόσο, είναι ότι ποτέ δεν αξιοποιήσαμε τους δικούς μας Erim και Davutoglu. Όχι επειδή μας έλειπαν (ο Παναγιώτης Κονδύλης είναι ενδεικτικό παράδειγμα προσωπικότητος παγκοσμίου βεληνεκούς, χωρίς να είναι το μοναδικό), αλλά επειδή οι ηγεσίες μας περί άλλα τυρβάζουν… [14]

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Το κείμενο των εκθέσεων, όπως παρατίθεται μεταφρασμένο στον Β΄ τόμο του έργου του Σαρρή (σελ. 274-301), ψηφιοποιήθηκε. Η πρωτογενής πηγή του Σαρρή είναι το βιβλίο του Erim με τίτλο “Το πρόβλημα της Κύπρου εξ όσων γνωρίζω και έχω δει” (“Bildiğim ve gördüğüm ölçüler içinde Kibris” στο πρωτότυπο), που εξεδόθη το 1975.
  2. Ο Σπύρος Μαρκεζίνης (ίσως ο ευφυέστερος σύγχρονος Έλληνας πολιτικός μετά τον Καποδίστρια) φαίνεται να ήταν εκ των ελαχίστων παραγόντων της πλευράς μας που είχε συλλάβει το κυπριακό ζήτημα στις καθολικές διεθνοπολιτικές του διαστάσεις. Στην κατάθεση της οπτικής του επ’ αυτού (“Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος”, Τόμος Γ΄, 1952-1975, σελ. 46-56), διατυπώνει την διαφωνία του με τον Παπάγο (στον οποίον διέκρινε μια μύχια πρόθεση αυτοπροβολής, μέσω της ευοδώσεως του κυπριακού) τόσο για τον (βεβιασμένο) χρόνο όσο και για τον τρόπο ανακινήσεως του θέματος. Δυστυχώς, αυτή η διαφωνία του τον έθεσε στο περιθώριο των πολιτικών διεργασιών, ενώ η επάνοδός του, το 1973, ανεκόπη από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Πιθανότατα και η Κύπρος, αλλά και η μεταπολιτευτική Ελλάδα θα ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα, αν η προσπάθεια πολιτικοποιήσεως που ανέλαβε το καλοκαίρι του 1973 είχε στεφθεί με επιτυχία…
  3. Από τα γραφόμενα του Μαρκεζίνη (ο.π. σελ. 54) εικάζεται πως ήταν περισσότερο προσανατολισμένος σε μια αυστηρώς διμερή και διπλωματική ελληνοαγγλική διευθέτηση σε βάθος χρόνου, αφού και ο ίδιος επικαλείται το παράδειγμα της Μάλτας, που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1964. Μια άλλη πολύ σημαντική καταγραφή του (ο.π. σελ. 51), ενδεικτική της ελληνικής επιπολαιότητος, είναι η προειδοποίηση του Άγγλου πρέσβη στην Αθήνα, Charles Peak, την άνοιξη του 1954, πως θα αναγκάζονταν να εμπλέξουν τους Τούρκους αν η Ελλάδα γινόταν πιεστική, η οποία αγνοήθηκε από μέρους μας, αλλά επαληθεύθηκε!
  4. Η συμφωνία του 2016 Τουρκίας-ΕΕ για το μεταναστευτικό περιείχε έναν πολύ ευνοϊκό όρο για την πρώτη (και ύπουλο για εμάς): ότι θα δέχεται επιστροφή λαθρομεταναστών, που δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις ασύλου, μόνον από τις ελληνικές νήσους του Α. Αιγαίου. Αυτή η πρόνοια δημιούργησε μια “win-win” κατάσταση για την Τουρκία, διότι είτε η Ελλάδα θα αποσυμφορούσε τα νησιά, θυσιάζοντας την δυνατότητα επιστροφής λαθρομεταναστών στην Τουρκία και οξύνοντας το πρόβλημα στα ηπειρωτικά αστικά κέντρα, είτε θα έπρεπε να φροντίσει για την προσωρινή κράτηση αυτών εκεί όπου αφίχθησαν, με κίνδυνο δημιουργίας μη φιλικών θυλάκων σε συνοριακές περιοχές. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία και ελέγχει την διακίνηση λαθρομεταναστών και κωλυσιεργεί στην επανεισδοχή τους, διογκώνοντας το πρόβλημά μας.
  5. Αναλυτικότερη παρουσίαση των απωτάτων στόχων της Τουρκίας για τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου, επί τη βάσει και άλλων πηγών (εκτός των εκθέσεων Erim), έχει κάνει ο επίλαρχος Γ. Μπίτσης, σε άρθρο του στο ελληνικό “Foreign Affairs”.
  6. Αυτή η διεύρυνση της στοχοθεσίας των Τούρκων στρατηγιστών, αφ’ εαυτής, ίσως είναι και μία ένδειξη της μεγεθύνσεως του αποτυπώματος της Τουρκίας στην διεθνή σκηνή.
  7. Στο 1ο κεφάλαιο του εν λόγω βιβλίου, με τίτλο “Οι παράμετροι της ισχύος και ο στρατηγικός σχεδιασμός”, σελ. 45-87.
  8. Αξίζει να μνημονεύσουμε και μια σχετική αναφορά του Παναγιώτη Κονδύλη, ο οποίος, στο πολύκροτο “Επίμετρο” [για τα ελληνοτουρκικά] της “Θεωρίας του Πολέμου“, σημείωνε (σελ. 34 του αρχείου PDF): “Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί δείκτες: το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία.
  9. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Davutoglu, όσο και ο Babacan, πρώην στενότατοι συνεργάτες του Erdogan, ηγούνται πλέον κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, σε αγαστή διαλεκτική σχέση με τους παραδοσιακούς κεμαλιστές.
  10. Χαρακτηριστικό του ειδικού βάρους στην οικονομία που έχουν αποκτήσει τουρκικές πολεμικές βιομηχανίες είναι πως δύο εξ αυτών (Aselsan και Turkish Aerospace Industries, TAI) βρίσκονται μεταξύ των 100 βιομηχανιών του κλάδου, παγκοσμίως, με τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών (στοιχεία του SIPRI για το 2021). Η Aselsan εισήλθε στην ομάδα των 100 κορυφαίων βιομηχανιών το 2010, ενώ η TAI το 2014 και έκτοτε παραμένουν εκεί και μάλιστα με ανοδική πορεία (στοιχεία του SIPRI για την περίοδο 2002-2018).
  11. Κατά Κονδύλη ορίζεται ως: “ιστορικο-κοινωνική παρουσία ενός συλλογικού υποκειμένου που με την πολιτική και λοιπή δυναμική του γεμίζει ορισμένο γεωγραφικό χώρο“.
  12. Ο Σπ. Μαρκεζίνης, κατά την επίσκεψή του στην Τουρκία, το 1971 καταγράφει μια ενδιαφέρουσα αποστροφή του Fahrettin Altay (διοικητής του τουρκικού ιππικού, το 1922), σε κατ’ ιδίαν συνομιλία τους (ο.π. σελ. 163): “Η Τουρκία, φίλε μου, η Ελλάς και το Ιράν, σε στενή συνεργασία, δεν έχουν να λογαριάσουν κανέναν.” Πέρα από την ενδιαφέρουσα οπτική της γεωπολιτικής ενότητος του ελληνοτουρκικού χώρου, που αποτυπώνει η άποψη αυτή, είναι άλλη μια ένδειξη της στρατηγικής κουλτούρας των Τούρκων και τους διακούς πόθου των ηγετικών της τάξεων να μην συμβιβαστούν με τον ρόλο του κομπάρσου στο διεθνές σύστημα, αλλά να διεκδικήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό.
  13. Επί παραδείγματι, η (ανέξοδη σε χρήμα, αλλά πιθανώς δαπανηρή σε… “πολιτικό κόστος”) απελευθέρωση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων μας από τις περιθωριακές, ιδεοληπτικές και παρακρατικές ομάδες που τα λυμαίνονται και ο προσανατολισμός τους στην έρευνα (χωρίς να δαιμονοποιείται η συνεργασία με παραγωγικούς φορείς) θα δημιουργούσε έναν πόλο ήπιας ισχύος στην χερσόνησο του Αίμου (προσελκύοντας αλλοδαπούς για σπουδές υψηλού επιπέδου) και έναν βατήρα οικονομικής αναπτύξεως στο πεδίο της τεχνολογίας.
  14. Ακόμη και όταν επιζητούμε την συνδρομή προσώπων εγνωσμένου κύρους και υπεράνω κομμάτων και αυτά ανταποκρίνονται, δεν είναι σίγουρο ότι οι εισηγήσεις τους θα εκτελεσθούν από τον κρατικό μηχανισμό. Πρόσφατη και χαρακτηριστική περίπτωση η – εν αναμονή εφαρμογής – έκθεση Πισσαρίδη για την οικονομία.
spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Να συμπληρώσω πως το κείμενο ολοκληρώθηκε την 1η Μαρτίου, μετά από την μελέτη αποσπασμάτων του τριτόμου έργου του Σαρρή, που μνημονεύεται.

    Αλλά τώρα καθίσταται πιο επίκαιρο, όχι μόνο λόγω της θλιβερής επετείου της τουρκικής εισβολής (*) στην Κύπρο, αλλά και εξ αιτίας της άρτι καλλιεργούμενης υπεραισιοδοξίας για προσέγγιση με την Τουρκία. Στάση που υποδηλοί, κατά την γνώμη μου, άγνοια του τρόπου σκέπτεσθαι της “άλλης πλευράς”, βουλησιαρχική προσέγγιση της πολιτικής πραγματικότητος και αδυναμία μακροπνόου στρατηγικού σχεδιασμού από μέρους μας.

    Ειδικότερα οι (μεταφρασμένες από τον Σαρρή) εκθέσεις του Nihat Erim για την Κύπρο (υποσημείωση #1 του άρθρου) θα έπρεπε να είναι γνωστικό προαπαιτούμενο για οποιονδήποτε πολιτικό ή διπλωματικό υπάλληλο ασχολείται με τα ελληνοτουρκικά, καθώς παρέχουν μια διαυγέστατη εικόνα του τρόπου σκέψεως, σχεδιασμού και δράσεως της “άλλης πλευράς”.

    (*)
    Ο Σημίτης υπήρξε ο πρώτος πολιτικός του ελληνικού κόσμου (Ελλάς+Κύπρος) που άλλαξε την πάγια ελληνική διατύπωση για το κυπριακό από “πρόβλημα εισβολής και κατοχής” σε “πολιτικό πρόβλημα”. Λίγα χρόνια αργότερα ενεφανίσθη το σχέδιο Αννάν! Και παρά την πανηγυρική απόρριψή του, ουδέποτε επανήλθαμε στην προγενέστερη θέση.
    Εύχομαι τα (ανεπίτρεπτα για πρωθυπουργό) λεκτικά ολισθήματα Μητσοτάκη, κατά τις δηλώσεις του στην Λιθουανία, να μην προοιωνίζονται ανάλογες εξελίξεις…
    https://www.ertnews.gr/roi-idiseon/k-mitsotakis-meta-ti-synantisi-me-erntogan-epivevaiosame-ti-diathesi-gia-mia-nea-epanekkinisi-ton-ellinotourkikon-sxeseon/

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
38,300ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα