Η κλιματική αλλαγή που πλέον δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, οι πυρκαγιές στην Ελλάδα, αλλά και η μειωμένη ανοχή των Τούρκων απέναντι στους ξένους στο γερμανικό Τύπο.
H Zeit αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή και κάνει λόγο για μια νέα πραγματικότητα: «Έτσι φαίνεται ο κόσμος με μια μικρή μόνο κλιματική κρίση: Στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και τη Ρηνανία-Παλατινάτο, 170 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τις πλημμύρες, οι κάτοικοι περιμένουν τη βοήθεια που τους υποσχέθηκαν για την ανοικοδόμηση των χωριών τους και διερωτώνται ταυτόχρονα τι νόημα έχει όλο αυτό. Λόγω της κλιματικής αλλαγής, ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως οι έντονες βροχοπτώσεις, γίνονται πιο συχνά και ακόμη και αν η Γερμανική Μετεωρολογική Υπηρεσία δεν θέλει να μιλήσει για μια τάση, καταγράφει αύξηση αυτών των φαινομένων εδώ και είκοσι χρόνια. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα υποφέρει από κύμα καύσωνα, το θερμόμετρο εκεί δείχνει περισσότερους από 40 βαθμούς Κελσίου κατά τη διάρκεια της ημέρας, θερμοκρασίες που είναι πολύ υψηλές για το ανθρώπινο σώμα».
Και το δημοσίευμα συνεχίζει: «Εν τω μεταξύ, μαζικές δασικές πυρκαγιές μαίνονται στην Τουρκία, εκατοντάδες άνθρωποι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και ολόκληρα χωριά μετατρέπονται σε στάχτη. Και στις ΗΠΑ, τα δάση καίγονται, πάλι, στην Καλιφόρνια και το Όρεγκον (…) Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τη νέα κανονικότητα. Να το αναγνωρίσει κανείς αυτό είναι το λιγότερο που μπορεί να ζητηθεί από αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Η αρχή θα γινόταν εάν οι πλημμύρες, οι πυρκαγιές και τα κύματα καύσωνα δεν αναφέρονταν πλέον ως φυσικές καταστροφές. Συμβαίνουν εδώ και χιλιετίες. Αλλά αυτό που βιώνει ο κόσμος τώρα, δεν ξεπερνάει την ανθρωπότητα, είναι έργο της».
Οι πυρκαγιές στην Ελλάδα
Στις πυρκαγιές στην Ελλάδα αναφέρεται σήμερα η Bild η οποία έχει τίτλο «Η Αθήνα πνίγεται στον καπνό» και σημειώνει πως στην Πελοπόννησο, τη Ρόδο, την Κω και την Ευβοια μαίνονται μεγάλες πυρκαγιές. Οι πυροσβέστες έχουν να αντιμετωπίσουν συνολικά 40 μεγάλες φωτιές. Μεγάλη ανακούφιση επικρατεί για το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας νεκρός. Σε πυρκαγιές στην Τουρκία τουλάχιστον 8 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους».
«H κατάσταση στη νότια Ευρώπη δεν ησυχάζει!» γράφει η Berliner Kurier και σημειώνει πως «μετά τις δασικές πυρκαγιές την περασμένη εβδομάδα κυρίως στην Τουρκία και την Ιταλία τώρα είναι η Ελλάδα. Εκεί, οι πυροσβέστες μάχονται εδώ και μέρες με μια μεγάλη πυρκαγιά στα βόρεια προάστια της Αθήνας… εκτός αυτού η επιβάρυνση από τα μικροσωματίδα ανήλθε στα 465 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο ενώ ο ετήσιος μέσος όρος κυμαίνεται από 10 έως 15!».
Στις πυρκαγιές στη νοτιανατολική Μεσόγειο αναφέρεται και η FAZ με τίτλο «η κόλαση είναι πίσω μας» και γράφει: «Η πυροσβεστική στην Ελλάδα κάνει λόγο για φαύλο κύκλο: Ο άνεμος έπεσε στα βόρεια της Αθήνας έτσι ώστε η φωτιά να περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Ολόκληρη η πόλη βρίσκεται τώρα κάτω από ένα τεράστιο συνέφο καπνού που δεν διαλύεται λόγω της έλλειψης ανέμου. Αν πάει κανείς στο μπαλκόνι, θα το νιώσει αμέσως: τα μάτια καίνε, ο αέρας ξεραίνει το λαιμό, είναι δύσκολο να αναπνεύσεις. Μόνο ένα φρέσκος άνεμος θα βοηθούσε, αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τη φωτιά. Έτσι, η προσωρινή ηρεμία δεν είναι παρά αυτό ακριβώς: προσωρινή».
Η φτώχεια των Τούρκων και η ξενοφοβία τους
Κλείνοντας, ένα διαφορετικό θέμα που αναδεικνύει η Süddeutsche Zeitung. H ανοχή των Τούρκων μειώνεται απέναντι στους ξένους και εξηγεί το γιατί: «Περισσότεροι από 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη γειτονική Συρία ζουν στην Τουρκία. Επιπλέον, εκτιμάται ότι υπάρχουν μισό εκατομμύριο Αφγανοί και έως και ενάμισι εκατομμύριο άλλοι παράτυποι μετανάστες και εποχικοί εργαζόμενοι από άλλες χώρες. Οι περισσότεροι Σύροι έχουν ενσωματωθεί σχετικά καλά και έχουν βρει δουλειά. Επίσης, προστατεύονται καλύτερα από άλλους μετανάστες χάρη στη συμφωνία για τους πρόσφυγες με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά πλέον η ανοχή των Τούρκων έχει μειωθεί. Λόγω της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας του κορωνοϊού, πολλοί Τούρκοι δύσκολα μπορούν να επιβιώσουν οικονομικά. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, δέκα από τα 85 εκατομμύρια Τούρκων ζουν σε απόλυτη φτώχεια».
Μαρία Ρηγούτσου
DW