του Αθανάσιου Μπούνταλη, Χημικού-Ερευνητή
«Το υπουργείο Παιδείας έχει μια γραφειοκρατία [η οποία] θυμίζει Βυζαντινή Αυτοκρατορία κάτι ανάμεσα στην αυτοκρατορία των Κομνηνών ή των Ισαύρων. Η γραφειοκρατία είναι τερατώδης…»
Κυριάκος Πιερρακάκης, Υπουργός Παιδείας (CNN Insights, 12/10/2023)
Η παραπάνω αποστροφή του κου Πιερρακάκη, συμπυκνώνει θαυμαστά την κρατούσα ιστορική αντίληψη των πολιτικών ελίτ μας. Τον τοποθετεί δε σε μια εκλεκτή συντροφιά πολιτικών στοχαστών που πέτυχαν αντίστοιχο θρίαμβο λακωνικότητας, μαζί με τον Θεόδωρο Πάγκαλο (μαζί τα φάγαμε) και τον Γιώργο Βουλγαράκη (νόμιμο και ηθικό). Ο ιστορικός του μέλλοντος τους οφείλει χρέος για την καταγραφή των τρεχουσών απόψεων μιας συγκεκριμένης κάστας.
Η σύντομη φράση αποδίδει τέλεια την βαθειά ιστορική ημιμάθεια των σύγχρονων «τεχνοκρατών» πολιτικών. Πράγματι, είναι ακατανόητη η άμεση συσχέτιση μιας δυναστείας που κυβέρνησε μεταξύ 1081-1185 (Κομνηνοί) με μια άλλη που προηγήθηκε κατά δύο αιώνες (Ίσαυροι, 717-802), πέραν του ότι η ονομαστική τους επίκληση επιτρέπει ένα εντυπωσιακό name-dropping… Μάλλον αυτές ήταν οι μόνες δυναστείες που θυμόταν από το σχολείο ο κ. Υπουργός.
Επιπλέον, καταγράφει τον βαθμό επικράτησης της Λατινογενούς προπαγάνδας, η οποία ξεκίνησε από τον Αναστάσιο Βιβλιοθηκάριο (π. 810 – π. 878), γραμματέα του πάπα Νικόλαου Α’, και που υπέθαλψαν η διαχρονική εχθρότητα της Εκκλησίας της Ρώμης προς εκείνη της Κωνσταντινούπολης, αλλά και οι κατακτητικές βλέψεις των Δυτικών βασιλείων.
Αν αυτή η προπαγάνδα δεν προϋπήρχε, η Δ’ Σταυροφορία και η Φραγκοκρατία θα έπρεπε να την εφεύρουν. Και επιβίωσε στον Διαφωτισμό μέσω του Βολταίρου, του Μοντεσκιέ, του Γκίμπον και του Χέγκελ, για να φτάσει μέχρι τις μέρες μας.
Πράγματι, στο Δυτικό συλλογικό ασυνείδητο, «βυζαντινός» σημαίνει περίπλοκος, λαβυρινθώδης, δυσνόητος, και κατ’ επέκταση πονηρός, ύπουλος ή διπρόσωπος. Η δε χρήση του όρου με αυτήν ακριβώς την έννοια από έναν Υπουργό Παιδείας (!) δείχνει τον βαθμό στον οποίο οι πολιτικές μας ελίτ είναι διαμορφωμένες σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο – ή παραμορφωμένες από αυτό.
Το ευτυχές είναι ότι η σύγχρονη ιστοριογραφία αρχίζει να ανατρέπει αυτήν την ανάγνωση, με σειρά έργων από καθαρώς ιστορικά μέχρι και εικονογραφημένες ιστορίες να επανεξετάζουν την «Βυζαντινή» ιστορία εκτός του πρίσματος της προαναφερθείσας προπαγάνδας.
Ο Anthony Kaldellis είναι Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, Βυζαντινολόγος με μακρά σειρά βιβλίων στο ενεργητικό του. Το πιο πρόσφατο, με τίτλο «The New Roman Empire», είναι αξιοσημείωτο για μια σειρά λόγων.
Πρώτον, είναι η πρώτη μονογραφία μετά από αρκετά χρόνια (π.χ. από του Warren Treadgold του 1997) που εξετάζει λεπτομερώς όλη την περίοδο από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (324) μέχρι την Άλωση της Πόλης (1453) και την πτώση της Τραπεζούντας (1461). Η έκταση των περίπου 915 σελίδων (χωρίς βιβλιογραφία) είναι αντίστοιχη του εύρους του θέματος και του βάθους διερεύνησης.
Δεύτερον, χρησιμοποιεί σύγχρονη βιβλιογραφία, συμπεριλαμβανομένων προσφάτων αρχαιολογικών ανακαλύψεων και πρόσφατης επεξεργασίας διοικητικών αρχείων της εποχής, που ρίχνουν άλλο φως σε διάφορες πλευρές του θέματος και που αλλάζουν άρδην κάποια παγιωμένα συμπεράσματα της ιστοριογραφίας.
Τρίτον, παίρνει σαφή θέση ως προς την ταυτότητα των υπηκόων της Αυτοκρατορίας, θεωρώντας ότι οι ίδιοι θα θεωρούσαν εαυτούς Ρωμαίους. Υιοθετεί δε τον όρο «Ρωμανία» («Romanía» στο αγγλικό κείμενο) για την ονομασία του κράτους.
Τέταρτον, ανασκευάζει την εξ Εσπερίας συκοφάντηση του Βυζαντίου που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Κάποιες βασικές γραμμές ανάλυσης
Ο συγγραφέας θεωρεί αυτονόητη την επίδραση της ελληνικής παιδείας και πολιτισμού στην διαμόρφωση της ταυτότητάς τους. Μάλιστα, δεν θεωρεί την Ρωμανία ως μια απλή κιβωτό των κλασικών γραμμάτων, που τα διατήρησε «στην κατάψυξη» για να τα «ξεπαγώσουν» οι Δυτικοί στην Αναγέννηση. Αντιθέτως, την θεωρεί μήτρα του κλασικού κανόνα:
οι Ρωμαίοι αποφάσισαν τι θα επιβιώσει μέχρις εμάς, επιλέγοντας ποιους συγγραφείς και ποια λογοτεχνικά είδη θα αντιγράψουν και θα διασώσουν με τα διαθέσιμα μέσα, και ποιους δεν θα γνωρίσουμε ποτέ.
Πάντως παρά την ελληνική τους γλώσσα και τον αδιαμφισβήτητο ρόλο της στην διαμόρφωση των κλασικών γραμμάτων, θεωρεί ως πλέον έγκυρη την Ρωμαϊκή εθνική ταυτότητα στο συλλογικό τους ασυνείδητο.
Π.χ., τις αναφορές του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη σε ελληνική εθνική ταυτότητα τις θεωρεί εξαιρέσεις χωρίς γενικότερη απήχηση.
Αυτή η ρωμαϊκότητα είναι σε πείσμα των Λατίνων της εποχής και των Δυτικών μετά τον Διαφωτισμό.
Κατά τον Kaldellis είναι ξεκάθαρο ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν «έπεσε» το 476 μ.Χ. αλλά ότι απλώς υπέστη απώλεια μιας από τις πόλεις της. Το κράτος εξακολουθούσε να λειτουργεί με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η πρακτική των δύο πρωτευουσών είχε μακρά ιστορία, και ανάγεται στην τετραρχία του Διοκλητιανού, κατά την οποία δύο Αύγουστοι και δύο Καίσαρες αναλάμβαναν την διοίκηση ενός ενιαίου κράτους με Ανατολική και Δυτική πτέρυγα.
Ο Ρωμαϊκός χαρακτήρας του Ανατολικού τμήματος ουδέποτε αμφισβητήθηκε από τους ίδιους τους κατοίκους του. Αυτό ήταν μια σταδιακή εφεύρεση του Δυτικού τμήματος που για πολιτικούς λόγους επιχειρούσε να τους αρνηθεί αυτήν την ταυτότητα (π.χ. αποκαλώντας τους αργότερα «Βασίλειο των Γραικών»).
Επίσης, η «Βυζαντινή αυτοκρατορία» δεν συνιστά «Αυτοκρατορία» με την ύστερη έννοια του όρου, δηλαδή μια μητρόπολη που απομυζεί τις αποικίες της, αλλά ένα κράτος πολιτών με ενιαία εθνική συνείδηση, το οποίο συλλέγει μόνον όσους φόρους χρειάζεται για να τους υπερασπίζεται, είτε στρατιωτικά από ξένους εισβολείς, είτε νομικά από τις αδικίες των ισχυρών.
Ο ίδιος ο βασιλέας φρόντιζε να εκπέμπει συνεχώς το ότι ξαγρυπνούσε για την φροντίδα αυτή, μια εικόνα που είχε ρίζες στην πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα που μας δίνει ο Kaldellis για τον Ιουστινιανό, ως τον εργασιομανή αυτοκράτορα που κρατούσε επί ποδός τους συμβούλους του, ανά πάσα στιγμή διαθέσιμους για νυχτερινές συναντήσεις, μεταβαίνοντας από στρατιωτικά σε φορολογικά ζητήματα, και από θεολογικά σε διπλωματικά.
Η μακροζωία της Ρωμανίας αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για αυτό το «σύμφωνο» εξουσίας και λαού, το οποίο ο λαός ποτέ δεν διανοήθηκε να ανατρέψει, ακόμη κι αν ένας Βασιλέας ήταν άδικος ή ανίκανος. Σε τέτοιες περιπτώσεις το σύστημα προσέφερε δικλείδες ασφαλείας. Ελλείψει κληρονομικού δικαιώματος στον θρόνο, ο οποιοσδήποτε μπορούσε να ανέβει βάσει των ικανοτήτων του, ή να εκπέσει εξαιτίας των ελαττωμάτων του. Και στην ανάδειξή του έπρεπε να συμμετάσχει ο λαός, όπως συμμετείχε και στην ανατροπή του. Οι μεγάλοι χώροι συνάθροισης της Κωνσταντινούπολης, όπως ο ιππόδρομος, αυτόν ακριβώς τον σκοπό είχαν. Έτσι ποτέ η Ρωμανία δεν περιέπεσε στην φεουδαρχία, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της αποτελούσε μια κεντρική κρατική οργάνωση, χωρίς αυτόνομους γαιοκτήμονες-βαρώνους που τυπικώς μόνον δήλωναν υποτέλεια σε έναν αδύναμο βασιλέα. Πλούσιοι γαιοκτήμονες υπήρχαν, αλλά ο πλούτος τους προερχόταν από την υπηρεσία τους στην κρατική μηχανή και δεν στρεφόταν εναντίον αυτής.
Ένα άλλο συστατικό στοιχείο της σταθερότητας της Ρωμανίας ήταν η επαγγελματική της γραφειοκρατία. Βάρβαροι επιδρομείς και εχθρικά βασίλεια ήλθαν και παρήλθαν, κατήγαγαν νίκες εναντίον της, αλλά στο τέλος εξαφανιζόντουσαν ενώ η ίδια προσαρμοζόταν και επιβίωνε: Γότθοι, Λομβαρδοί, Σαρακηνοί, Ούνοι, Κουμάνοι, περσική αυτοκρατορία, βασίλειο του Καρλομάγνου, αραβικό χαλιφάτο, βουλγαρικό βασίλειο. Μαζί με το προαναφερθέν «κοινωνικό συμβόλαιο», η οργανωμένη επαγγελματική διοίκηση αποτέλεσε έτερο πυλώνα σταθερότητας. Ακόμα και η Α’ Σταυροφορία, που πέρασε μέσα από τα εδάφη της Ρωμανίας, αποτελούσε κατά τον Kaldellis μια «τεράστια επιχείρηση επιμελητείας που μόνον η Ρωμανία μπορούσε να εκτελέσει» (σελ. 652) – με την βοήθεια της γραφειοκρατίας των Κομνηνών που ειρωνεύθηκε ο κ. Πιερρακάκης. Αντιθέτως, για την πανωλεθρία της Β’ Σταυροφορίας ο Kaldellis μας λέει ότι «ο γαλλικός στρατός υπέκυψε στον “κακό συγχρονισμό, λανθασμένη στρατηγική, ελαττωματική διπλωματία και καταστροφική επιμελητεία”, εν ολίγοις στην έλλειψη όλων όσων οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν να προσφέρουν αν οι σταυροφόροι είχαν δεχθεί την προσφορά ηγεσίας του Μανουήλ (Κομνηνού). Αυτό ήταν λίγο-πολύ ό,τι είχε προσφέρει ο Αλέξιος (Κομνηνός) στην Α’ Σταυροφορία. Η αλαζονεία είχε κόστος» (σελ. 681).
Για τον Kaldellis, η θρησκεία και η ευλάβεια ήταν απαραίτητες στους ρωμαϊκούς θεσμούς ακόμη και πριν την έλευση του Χριστιανισμoύ. Με τον Κωνσταντίνο, η Εκκλησία έγινε θεσμός του κράτους, απαραίτητος για την σταθερότητά του, αλλά εντεταγμένος στο πλαίσιο των άλλων θεσμών. Ο Αυτοκράτορας ήταν που σχεδίαζε και συγκαλούσε Οικουμενικές Συνόδους, με μεγάλο λέγειν σε διορισμούς και καθαιρέσεις Πατριαρχών, που αποφάσιζε δωρεές και φοροαπαλλαγές σε ναούς και μονές κλπ. Βεβαίως η Εκκλησία δεν ήταν πάντοτε πειθήνιο κρατικό όργανο – πολλοί Αυτοκράτορες αντιμετώπισαν επιτίμια για ηθικές παραβάσεις τους – αλλά στο τέλος η πολιτική εξουσία έπαιρνε συνήθως αυτό που ήθελε. Χαρακτηριστικά ο συγγραφέας περιγράφει αποφάσεις διαδοχικών Συνόδων που αναιρούν προηγούμενες, και στις οποίες πολλοί Επίσκοποι αλλάζουν άρδην θέσεις αναλόγως των τρεχουσών πολιτικών πιέσεων.
Παρότι ο Kaldellis δέχεται την κοινή πίστη ως βασικό πυλώνα της εντυπωσιακής σταθερότητας της Αυτοκρατορίας, δεν αποδίδει ιδιαίτερη σημασία σε δογματικά ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζει ως δευτερεύοντα ως προς την ουσία τους και σημαντικά μόνον στο μέτρο που έφερναν αναταραχές στην συνοχή και διοίκηση του κράτους. Οι ίδιοι οι Αυτοκράτορες κατά κανόνα επιθυμούσαν την επίλυση δογματικών διαφορών συμβιβαστικά, κάτι στο οποίο ο κλήρος συχνά αντιδρούσε, εμμένοντας πεισματικά στην καθαρότητα των σχετικών θέσεων. Π.χ. η εικονομαχία, κατά τον συγγραφέα, ιδίως η πρώτη, είναι μια θύελλα στο φλιτζάνι, που αφορούσε λίγους ανώτατους αξιωματούχους, και αποφάσεις που ποτέ δεν είχαν σκοπό να επιβληθούν δια της πυγμής σε όλο το βασίλειο. Οι συγκρούσεις εφευρέθηκαν από κατοπινούς χρονικογράφους με πολιτικά κίνητρα, ιδίως ενόψει της δεύτερης εικονομαχίας. Στην καθημερινότητα, ελάχιστα έγιναν αντιληπτά από τον λαό, ο οποίος ακολουθούσε να κοσμεί (ή όχι) τις εκκλησίες του βάσει των τοπικών παραδόσεων και να ανέχεται τις αλλαγές πολιτικής χωρίς κάποια αντίδραση. Κάτι αντίστοιχο μεταφέρει και σχετικά με τον Γρηγόριο Παλαμά και την διαμάχη των Ησυχαστών, καθώς ο λαός είχε να ανησυχεί για την Μαύρη Πανώλη του 1347.
Παρομοίως, θεωρεί ότι το σχίσμα των εκκλησιών ήταν αρχικώς ένα ζήτημα περιορισμένο εντός εκκλησιαστικών κύκλων που για αιώνες σοβούσε απαρατήρητο από τον λαό. Ακόμη και τα γεγονότα του 1054 πέρασαν σχετικά απαρατήρητα. Μόνον πολύ αργότερα το ζήτημα διαπότισε τις λαϊκές συνειδήσεις, αρχικώς στην λατινόφωνη Δύση που προπαγάνδιζε το ζήτημα των «σχισματικών Ελλήνων» για πολιτική εργαλειοποίηση, και αρκετά μετά στην ελληνόφωνη Ανατολή, ιδίως όταν υπέστη τα επίχειρα του 1204 και της Φραγκοκρατίας.
Είναι προφανές ότι σε ένα σύντομο άρθρο όπως αυτό δεν μπορεί να γίνει σύνοψη ενός έργου άνω των 900 σελίδων που διηγείται πάνω από μια χιλιετία ιστορίας. Ελπίζω μόνον ότι οι παραπάνω αδρές γραμμές έδωσαν μια μικρή ιδέα.
Βρίσκω όμως χρησιμο να κλείσω με ένα ζήτημα κάποιας επικαιρότητας. Ο Kaldellis θέτει το ερώτημα «Γιατί η Ρωμανία άρχισε να διασπάται;», αναφερόμενος στην προ του 1204 περίοδο, κατά την οποία τοπικοί άρχοντες στασίαζαν, αλλά όχι για να ανέβουν οι ίδιοι στον θρόνο κατά τα ρωμαϊκά ειωθότα, αλλά για να ανεξαρτητοποιηθούν από την Αυτοκρατορία.
Πρώτο στοιχείο απάντησης είναι ότι: «Οι Κομνηνοί είχαν περισσότερους απογόνους από κάθε άλλη Ρωμαϊκή δυναστεία. Οι πρίγκιπες, τα πριγκιπόπουλα, οι πριγκίπισσες και συμπέθεροι γέμιζαν την Αυλή, παίρνοντας τις ανώτερες θέσεις και συνιστώντας μια αριστοκρατία που περιόριζε τις ευκαιρίες των επαρχιακών ελίτ» (σελ. 664). Αυτά αποτελούσαν προϋποθέσεις για ανάπτυξη φυγοκέντρων δυνάμεων στην περιφέρεια:
«Οι επιλογές των επαρχιωτών περιορίζονταν από τους Κομνηνούς και τους συμπεθέρους τους, που μονοπωλούσαν τις πιο ισχυρές και επικερδείς θέσεις… Αντί να παντρεύονται Ρωμαίες νύφες, που ενίσχυαν την συνοχή της πολιτείας, οι Κομνηνοί επέλεγαν νύφες από το εξωτερικό ή από την εκτεταμένη τους φατρία… Οι επαρχιώτες έχαιραν λιγότερων τιμών και φροντίδων από τους Κομνηνούς» (σελ. 727).
Και τελειώνει: «Η φορολογική γραφειοκρατία δεν κατέρρεε, αντιθέτως δούλευε υπερβολικά καλά… Πολλοί επαρχιώτες αποξενώνονταν από τους Κομνηνούς [καθώς] οι φορολογικές τους υποχρεώσεις μεταφέρονταν σε τρίτα μέρη, τους προνοιάριους που ευνοούσε η Αυλή. … Αυτό μπορεί να συνέβαλε στην αποξένωση από την Κωνσταντινούπολη και να αραίωσε τον κοινό σκοπό στον οποίο οι κρατικοί θεσμοί είχαν προσδέσει τους επαρχιώτες. Στο πλαίσιο αυτό, προσφερόμενοι όροι από ένα γειτονικό εμίρη μπορεί να φάνταζαν ελκυστικότεροι, ενώ στο παρελθόν θα ήταν ξένοι και αδιανόητοι» (σελ. 728).
Οικογενειοκρατία, πρωτευουσιάνικος ελιτισμός, περιφρόνηση της επαρχίας, ξενομανία, περιγράφουν με σχεδόν προκλητική ακρίβεια γνωρίσματα σύγχρονων πολιτικών ελίτ.
Επιπλέον, οι συνέπειες του υδροκεφαλισμού της πρωτεύουσας και της οιονεί αποικιακής αφαίμαξης που επιβάλλει στην περιφέρεια εξηγεί το γιατί οι νησιώτες εποφθαλμιούν τον τουρκικό τουρισμό δημιουργώντας οικονομική εξάρτηση όχι από έναν «γειτονικό εμίρη» αλλά από έναν επίδοξο σουλτάνο.
Τελικά ίσως αδικώ τον κ. Πιερρακάκη. Περιέγραψε εξαιρετικά εύστοχα την σημερινή πραγματικότητα. Απλώς όχι όπως το εννοούσε.
Μια προσωπική εντύπωση
Ο Kaldellis κάνει ιδιαίτερο κόπο να μην επικεντρωθεί μόνον σε διηγήσεις για τους ισχυρούς και διάσημους, αλλά και να ανασυνθέσει την καθημερινή ζωή και σκέψη των ανώνυμων Ρωμαίων με όση λεπτομέρεια του επιτρέπουν οι πηγές του. Οι εικόνες που ανασυνθέτει είναι αξιοσημείωτα ζωντανές. Στην αρχή του βιβλίου ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί την Κωνσταντινούπολη ως λαμπρή πρωτεύουσα με εντυπωσιακά μνημεία, να τροφοδοτείται από δεκάδες φορτηγών πλοίων κάθε μέρα με σιτάρι της Αιγύπτου. Προς το τέλος του βιβλίου, μπορεί να την φανταστεί σκιά του εαυτού της, με εγκαταλελειμμένα κτήρια και με τα δύο τρίτα του αστικού ιστού της να έχουν μετατραπεί σε μποστάνια, για να θρέψουν ό,τι πληθυσμό έχει απομείνει.
Και ταυτοχρόνως η περιγραφή είναι ανατριχιαστικά γνώριμη…
Τα μικρά ονόματα (Κωνσταντίνος, Δημήτριος, Βασίλειος, Μανουήλ, Άννα, Ελένη) καθώς και τα επώνυμα (Δούκας, Κομνηνός, Λάσκαρις, Αργυρόπουλος, Χαλκοκονδύλης, Γαβράς, Παλαμάς, Βάρδας, Στρατηγόπουλος) τα βρίσκουμε σε κάθε τηλεφωνικό κατάλογο. Τα τοπωνύμια (Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Κύπρος, Κρήτη) είναι στο στόμα όλων μας και οι θρησκευτικές γιορτές είναι οι ίδιες που γιορτάζουμε και σήμερα.
Η διήγηση γεννά μια νοσταλγία για κάτι που δεν γνωρίσαμε ποτέ, για κάτι που χάθηκε πριν αιώνες αλλά που ζει ακόμα. Αυτό που έκανε τον Γέρο του Μωριά να πει στον Χάμιλτον ότι «ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε», τον Αθανάσιο Διάκο να πει «εγώ Ρωμιός γεννήθηκα», και τον Γιάννη Ρίτσο να πει «την Ρωμιοσύνη μη την κλαις».
Έτσι, τίθενται υπό άλλο φως ερωτήματα για την σύγχρονη ταυτότητά μας. Είμαστε απόγονοι εκρωμαϊσμένων Ελλήνων, ή ελληνόφωνων Ρωμαίων; Είναι ο ελληνισμός ή η ρωμιοσύνη πυρήνας της ταυτότητάς μας; Μπορούν πλέον αυτά να διαχωρισθούν;
Σημεία που θα συζητηθούν
Τα τελευταία χρόνια έχουν δει μια άνθιση στην βιβλιογραφία που εξετάζει την διαχρονία του ελληνισμού από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι την Τουρκοκρατία, περνώντας μέσα από το Βυζάντιο. Ιδίως δε το πώς οι ταυτότητες διαμορφώθηκαν μετά το 1204, εν προκειμένω η νεοελληνική. Οι περίοδοι αυτές δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο της έρευνας του Kaldellis, οπότε αυτά είναι ζητήματα που δεν καλείται να εξετάσει. Ακόμη κι έτσι όμως, από τα συμφραζόμενα συνάγεται ότι δεν υιοθετεί την γραμμή της αδιάσπαστης ελληνικότητας, καθώς θέτει την Ρωμαϊκότητα ως επίκεντρο της εθνικής ταυτότητας της Ρωμανίας.
Δέχεται βεβαίως ότι το ελληνικό πνεύμα παίζει έναν δεσπόζοντα ρόλο, αλλά μάλλον ως παιδείας παρά ως εθνικής ταυτότητας.
Κάτι που δεν προκύπτει από το βιβλίο του αλλά από άλλες συνεντεύξεις του συγγραφέα είναι ότι θεωρεί την ελληνική ταυτότητα μανδύα που περιενδύθηκαν οι τουρκοκρατούμενοι Ρωμιοί κατά την προετοιμασία της Επανάστασης ώστε να προσεταιρισθούν την φιλελληνική υποστήριξη των Ευρωπαίων, ενώ την ελληνικότητα του Βυζαντίου ως αντίδραση στην ρατσιστική επίθεση του Φαλμεράυερ.
Ο Kaldellis δηλαδή αναγνωρίζει έναν μηχανισμό κρατικής δημιουργίας εθνικής ταυτότητας μετά το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.), το οποίο έδινε την ρωμαϊκή υπηκοότητα σε κάθε ελεύθερο πολίτη της Αυτοκρατορίας. Δηλαδή ο μηχανισμός δημιουργίας εθνικής ταυτότητας περιλαμβάνει μεν κοινή γλώσσα και θρησκεία και δευτερευόντως, στην καλύτερη περίπτωση, εθνοτική καταγωγή.
Η εθνική ταυτότητα πρωτίστως σφυρηλατείται από την πίστη σε κοινούς θεσμούς, κάτι που παραπέμπει περισσότερο στο γαλλικό ή στο τουρκικό κράτος.
Άλλο σημείο που θα συζητηθεί είναι η αντίληψή του για την θρησκεία στο ιστορικό γίγνεσθαι της Ρωμανίας. Για τον ίδιο, η Εκκλησία φαίνεται να είναι απλώς άλλη μια κρατική υπηρεσία. Προφανώς απαραίτητη στην λειτουργία του κράτους, αλλά όχι στις λεπτομέρειές της. Αν και φαίνεται γνώστης των δογματικών ζητημάτων, καταφέρνοντας μάλιστα να τα συμπυκνώσει με θαυμαστή διαύγεια, δεν τους αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ως προς την ουσία τους. Αφήνει μάλιστα να διαφανεί μια ανυπομονησία, τόσο ως προς τα ζητήματα αυτά, όσο και ως προς τους φορείς τους, τους οποίους απομυθοποιεί πλήρως. Π.χ. διατυπώνει την άποψη ότι ο κλήρος θεωρούσε τον Μέγα Αθανάσιο «τραμπούκο» (thug, σελ. 100).
Η οπτική του μάλιστα είναι τέτοια που αφήνει ανοιχτή την υπόθεση στον αναγνώστη ότι οποιαδήποτε άλλη θρησκεία κι αν είχε επιλέξει ο Κωνσταντίνος, θα είχε λίγο-πολύ το ίδιο αποτέλεσμα στην ανάπτυξη και εξέλιξη της Ρωμανίας. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, αυτό είναι κάτι που ούτε καν υπαινίσσεται ο συγγραφέας, αλλά που θα μπορούσε να συναχθεί επεκτείνοντας τους συλλογισμούς του στα άκρα τους.
Σε κάθε περίπτωση, είτε συμφωνεί κανείς με τον συγγραφέα, είτε όχι, ο Kaldellis προσφέρει μια πολύ σημαντική υπηρεσία στην ιστορική αλήθεια: αποκαθιστά το όνομα και την φήμη του «Βυζαντίου» στα μάτια της Δυτικής ιστοριογραφίας, ανασκευάζοντας τις Δυτικές παραμορφώσεις.
Μοναδική ευχή η μετάφρασή του έργου στα ελληνικά για την ανατροπή αυτών των παραμορφώσεων και εντός Ελλάδος, ιδίως δε εντός των ελληνικών ελίτ.
Αν βάλεις και την εκκλησία μαζί με τις Ελληνόφωνες αλήτ που σπουδάζουν σε δυτικά πανεπιστήμια και παίρνουν ανώτατες θέσεις, έδεσε το γλυκό
[…] Πηγή […]