Η έρευνα για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα φέρνει διαρκώς άγνωστες πτυχές στο φως. Ένα τέτοιο κεφάλαιο είναι ο μηχανισμός καταναγκαστικής εργασίας.
«Carya era el inferno sovre la tierra/
H Kαρυά ήταν η επίγεια κόλαση»
Αυτό έγραφε σε ένα σημείωμά του το 1954 στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα Λαντίνο ο Ισαάκ Μόισε Κονένκα, ο οποίος την περίοδο της ναζιστικής κατοχής στην Ελλάδα βρέθηκε εργάτης στα βάναυσα κάτεργα της Καρυάς Φθιώτιδας για τη συντήρηση του σιδηροδρομικού δικτύου – απαραίτητου για τον ανεφοδιασμό της Βέρμαχτ και την αποστολή πρώτων υλών στη ναζιστική Γερμανία. Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες σχετικές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί, όπως φαίνεται από το σύντομο φιλμ «Καρυά 1943 – Θανάσιμη καταναγκαστική εργασία στην κατεχόμενη Ελλάδα», μια πρωτοβουλία του Κέντρου Τεκμηρίωσης του Εθνικοσιαλισμού και της Καταναγκαστικής Εργασίας στο Βερολίνο.
Το θέμα της καταναγκαστικής εργασίας την περίοδο της κατοχής απασχόλησε πρόσφατα εκδήλωση του γερμανικού κέντρου με τον ιστορικό Ιάσονα Χανδρινό, ιδρυτικό μέλος του Εργαστηρίου Μελέτης των Εβραίων Ελλάδας και επιστημονικό συνεργάτη του Πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ, ο οποίος εκπονεί υφηγεσία πάνω στην άγνωστη εν πολλοίς ιστορία των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, ομήρων και καταναγκαστικών εργατών στο Τρίτο Ράιχ. «Αν και στη Γερμανία υπάρχει εδώ και χρόνια πλούσια βιβλιογραφία για το κεφάλαιο της καταναγκαστικής εργασίας, από αυτή απουσιάζουν ηχηρά οι Έλληνες ως εθνική ομάδα», παρατηρεί ο Ιάσονας Χανδρινός.
«Μηχανή» άντλησης εργατικών χεριών
Τι εννοούμε όμως με τον όρο καταναγκαστική εργασία και πώς οργανώθηκε από το ναζιστικό μηχανισμό στην κατοχική Ελλάδα (1941-1944); «Το ναζιστικό καθεστώς ήταν αμιγώς στρατιωτικό, χρησιμοποίησε την Ελλάδα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές αποκλειστικά και μόνο για τον εφοδιασμό των στρατευμάτων του, για απόκτηση πρώτων υλών, αγροτικών προϊόντων, εργατικών χεριών» σημειώνει ο ιστορικός. Το σχέδιο άντλησης εργατικών χεριών από την υποταγμένη Ελλάδα λειτουργούσε, όπως τα πάντα στη ναζιστική μηχανή, με κεντρικό σχεδιασμό, γραφειοκρατική ακρίβεια και εκτέλεση.
«Η Ελλάδα εντάχθηκε σε μια πολιτική εργατικής εκμετάλλευσης μέσα από την επιστράτευση. Από το 1943 και μετά έχουμε μια πιο αυστηρή πολιτική επιστράτευσης, ενώ υπήρξαν τεράστιες αντιδράσεις τόσο από την αντίσταση αλλά κι ένα μεγάλο κίνημα λαϊκής διαμαρτυρίας. Εν τέλει δεν εφαρμόστηκε γενικευμένη επιστράτευση εργατών, παρά μόνο για όσους κατάφεραν οι Γερμανοί να αιχμαλωτίσουν σε διάφορες επιχειρήσεις στρατιωτικού χαρακτήρα» εξηγεί ο Χανδρινός. Απώτερος στόχος ήταν η αποστολή τους στη Γερμανία για καταναγκαστική εργασία.
Οι εκτοπισμοί μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες: των Εβραίων, οι οποίοι στη συνέχεια εξοντώθηκαν σχεδόν κατά 80%, και των κρατουμένων, οι οποίοι εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως το Νταχάου, Μαουτχάουζεν, Ζαξενχάουζεν. «Είτε επειδή ήταν αντιστασιακοί είτε επειδή αρπάχτηκαν μέσα από τα σπίτια τους σε συλλήψεις μέσα στις πόλεις, κυρίως στην τελευταία φάση της κατοχής. Ένα μεγάλο ποσοστό προερχόταν από τις ‘κόκκινες’ συνοικίες της Αθήνας, όπως το Δουργούτι – σημερινός Νέος Κόσμος – τον Βύρωνα και την Κοκκινιά».
Η ειρωνεία είναι ότι οι άνθρωποι έφτασαν στα ναζιστικά στρατόπεδα λίγο πριν από το τέλος του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος. Ιδιαίτερα πολλοί Κρητικοί βρέθηκαν στο Μαουτχάουζεν, εξ ου και παραμένει μέχρι σήμερα αρκετά γνωστό στην Ελλάδα. Άλλοι μεταφέρθηκαν σε εργοτάξια στην Έσση, τη Βάδη-Βυρτεμβέργη και τη Βαυαρία, για να καλύψουν τις ανάγκες της Βέρμαχτ στο Δυτικό και Ανατολικό Μέτωπο.
Θήβα, Καρυά, Λιανοκλάδι
Εκτός όμως από τους εκτοπισμούς στα μεγάλα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, υπάρχει και μια άλλη πτυχή, η οποία αφορά το στρατοπεδικό σύστημα των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα. «Έχουμε πολύ λίγα στοιχεία και όχι πλήρη καταγραφή των χώρων εγκλεισμού, κράτησης ή καταναγκαστικής εργασίας. Τα δυο πιο γνωστά στρατόπεδα κράτησης είναι το Χαϊδάρι στην Αθήνα και το στρατόπεδο Παύλου Μελά στην Θεσσαλονίκη. Υπήρχε όμως και μια σειρά μικρότερων στρατοπέδων εργασίας, τα πιο χαρακτηριστικά των οποίων αφορούν την καταναγκαστική εργασία Εβραίων της Θεσσαλονίκης».
Ο Ιάσονας Χανδρινός περιγράφει το βασικό περίγραμμα του αποτρόπαιου μηχανισμού: Πολλοί Εβραίοι πριν εκτοπιστούν μεταφέρονταν σε μικρότερα στρατόπεδα στη νότια Ελλάδα, όπου αναγκάζονταν να εργαστούν υπό τρομακτικές συνθήκες, με κακουχίες, πείνα, βασανιστήρια, για την επιδιόρθωση του σιδηροδρομικού δικτύου. «Τρία από αυτά τα στρατόπεδα ήταν: το ένα έξω από την πόλη της Θήβας, το στρατόπεδο της Καρυάς και του Λιανοκλαδίου κοντά στη Λαμία. Οι ιστορίες είναι λίγες, όπως και οι επιζώντες» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Όταν τον Αύγουστο του 43 τελείωσε η εργασία, οι Γερμανοί τους έστειλαν στη Θεσσαλονίκη κι εκεί τους έβαλαν στο τελευταίο τρένο για το Άουσβιτς.»
Απόντες από την καταγραφή και την «επίσημη» μνήμη
Αυτές όμως οι μελανές σελίδες της ιστορίας απουσιάζουν, παρατηρεί ο ιστορικός, όχι μόνο από την επιστημονική καταγραφή αλλά και από τη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα. «Εφόσον υπάρχει επιστημονικό κενό, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει και ανάλογη μνημόνευση σε επίπεδο κρατικής πολιτικής ή άλλων πρωτοβουλιών, όπως αυτών που γνωρίζουμε στη Γερμανία», παρατηρεί ο Χανδρινός. Γιατί όμως δεν υπάρχει καταγραφή και άρα μνημόνευση; «Η Ελλάδα είναι μια χώρα με έντονη σχέση με την πρόσφατη ιστορία της, δημιουργούνται ακόμη πάθη και αντιπαλότητες. Η ιστορία της δεκαετίας του 40 παραμένει πολύ φορτισμένη λόγω και του εμφυλίου» παρατηρεί ο ιστορικός.
Σύμφωνα με υπολογισμούς 56.000 Εβραίοι, άνδρες και γυναίκες, έπεσαν θύματα της ναζιστικής θηριωδίας στην Ελλάδα.Οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι στρατιωτικοί αιχμάλωτοι και οι καταναγκαστικοί εργάτες που βρέθηκαν στη Γερμανία από το 1941 έως το 1944 υπολογίζονται σε 10.000. Εκτιμήσεις για τους νεκρούς εμφανίζουν αποκλίσεις. Στο Μαουτχάουζεν το 50% αυτών αφανίστηκε.
Δήμητρα Κυρανούδη, Βερολίνο
DW