του Θεοχάρη Αποστολάτου, Αναπληρωτή Καθηγητή Τμήμα Φυσικής ΕΚΠΑ. Εκδόσεις “Ροπή”.
Ακόμα ένα βιβλίο σχετικότητας, λοιπόν, έρχεται να προστεθεί στη μακροσκελή λίστα βιβλίων που έχουν γραφτεί για να βοηθήσουν τον διψασμένο και ενθουσιώδη αναγνώστη να κατανοήσει μια θεωρία που, αν και δεν έχει διαψευστεί έως σήμερα από κανένα πειραματικό αποτέλεσμα, εξακολουθεί να παραμένει μυστηριώδης και δυσνόητη για τους περισσότερους. Ο κυριότερος λόγος αυτής της δυσκολίας σχετίζεται με την αδυναμία των ανθρώπων να συλλάβουν και να αποδεχτούν μια νοητική αφαίρεση που έρχεται σε αντίφαση με τη λογική, όπως αυτή διαμορφώνεται από την καθημερινή εμπειρία τους. Τα φαινόμενα που πραγματεύεται η ειδική θεωρία της σχετικότητας και τα συμπεράσματα στα οποία αυτή καταλήγει δεν συνάδουν με την επικρατούσα αντίληψη για τον κόσμο γύρω μας.
Τα βιβλία που έχουν στόχο να εισαγάγουν τον αμύητο αναγνώστη στην ειδική θεωρία της σχετικότητας είτε παρουσιάζουν τις αρχές και τα αποτελέσματα της θεωρίας, βλέποντάς τα με μια φρέσκια ματιά, είτε τροποποιούν τη σειρά με την οποία αυτά παρουσιάζονται με κριτήριο την ιεράρχηση που ικανοποιεί την επιστημονική θεώρηση του συγγραφέα.
Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τη διατύπωση της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, από το 1905 έως σήμερα, εξαιρετικοί φυσικοί, συμπεριλαμβανόμενου και του ίδιου του Αϊνστάιν, ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση και αποπειράθηκαν να γράψουν κάποιο βιβλίο σχετικότητας, εκλαϊκευτικό ή μη. Οι πιθανότητες, επομένως, να γραφτεί κάτι πραγματικά καινούριο, έστω και από αισθητικής πλευράς, έχουν αρχίσει να μειώνονται απελπιστικά.
Ευτυχώς η δημιουργικότητα του ανθρώπινου νου είναι αστείρευτη και η παραπάνω απαισιόδοξη άποψη δεν μπορεί να έχει απόλυτη ισχύ. Το βιβλίο του David Mermin «It’s About Time» αποτελεί μία ειδική περίπτωση βιβλίου σχετικότητας. Ομολογώ ότι άρχισα να το διαβάζω, πιστεύοντας ότι μέσα στις σελίδες του δεν θα έβρισκα τίποτε άλλο παρά μία ακόμα παρουσίαση της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας διατυπωμένη, στην καλύτερη περίπτωση, με προσοχή και σαφήνεια. Ωστόσο, σύντομα διαπίστωσα ότι κρατούσα στα χέρια μου τη μεστή εμπειρία ενός δασκάλου που έχει πασχίσει να διατυπώσει προτάσεις αφενός μεν επιστημονικά ορθές, αφετέρου δε αφομοιώσιμες από ένα ακροατήριο που δεν έχει επιστημονική καλλιέργεια αλλά διαθέτει ορθή λογική σκέψη και επιθυμεί να κατανοήσει κάτι τόσο δυσνόητο όσο η ειδική θεωρία της σχετικότητας.
Θα πρόσθετα επίσης ότι ο Mermin έχει «ζυμώσει» τη θεωρία της σχετικότητας πολύ καλά. Τα αποτελέσματα αυτής της ζύμωσης είναι εντυπωσιακά. Κατάφερε να επαναδιατυπώσει σε μία μορφή γυμνασιακή από πλευράς μαθηματικών, εξαιρετικά όμως περιεκτική και πλήρως κατανοητή, προτάσεις που συνήθως εμφανίζονται στα βιβλία ενδεδυμένες με περίτεχνη μαθηματική φόρμα, αλλά ουσιαστικά δυσνόητες.
Το κείμενο του David Mermin διαθέτει την απλότητα του τρόπου με τον οποίο ο ίδιος ο Αϊνστάιν γράφει το περίφημο άρθρο του, το 1905, όταν σε νεαρή ακόμα ηλικία παρουσιάζει απλά, με ύφος σχεδόν παιδαριώδες, τις αρχές της ειδικής θεωρίας της σχετικότητας, προκειμένου να καταφέρει να «στήσει» τον ηλεκτρομαγνητισμό στο μοναδικό φυσικό πλαίσιο στο οποίο αυτός αποκτά νόημα: το σχετικιστικό. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο του ο Mermin δεν είναι επιστημονική αλλά απλή καθημερινή γλώσσα, και επομένως το ανάγνωσμα αυτό δεν έχει καμία θέση στη βιβλιοθήκη κάποιου φυσικού ή επιστήμονα. Μια τέτοια άποψη, κατά τη γνώμη μου, είναι απολύτως αφελής. Εκείνος που έχει καταφέρει να εξηγήσει με εύκολο και ανεπιτήδευτο λόγο κάτι τόσο δύσκολο να συλλάβει ο κοινός νους έχει κατορθώσει κάτι πολύ σπουδαίο· έχει εντοπίσει τον πραγματικό λόγο της δυσκολίας και έχει εστιάσει στις απαιτητικές έννοιες, τις οποίες καταφέρνει τελικά να εξηγήσει με απλότητα και απόλυτη σαφήνεια.
Είμαι σίγουρος ότι ο Mermin έχει βασανιστεί σκληρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα για να υλοποιήσει τον εξαιρετικά δύσκολο στόχο του. Αυτός, όμως, είναι και ο ρόλος του αληθινού δασκάλου και επιστήμονα: να κατορθώσει να φέρει σε αρμονική σύζευξη το γνωστικό του αντικείμενο με τους νευρώνες του εγκεφάλου των μαθητών του.
Πιστεύω ότι αυτός που θα διαβάσει προσεκτικά το βιβλίο του Mermin θα αποδεχτεί τελικά ως απολύτως λογική την αλλαγή του ρυθμού ροής του χρόνου σε διαφορετικά συστήματα αναφοράς. Στη συνέχεια τα εκ πρώτης όψεως παράδοξα φαινόμενα της διαστολής του χρόνου και της συστολής του μήκους αρχίζουν να αναδεικνύονται ως απολύτως λογικά και αναμενόμενα επακόλουθα του πειραματικού αποτελέσματος που επιβεβαιώνει ότι η ταχύτητα του φωτός είναι παγκόσμια και απόλυτη.
Παρόλο που για έναν ώριμο φυσικό με καλή γνώση της σχετικότητας είναι μεγάλη απόλαυση να παρακολουθεί τον Mermin να αποκαθηλώνει και να ξαναστήνει με στέρεο τρόπο και συνάμα κομψότατο στιλ το οικοδόμημα που έχει στο μυαλό του, το βιβλίο του δεν είναι ένα ανάγνωσμα που διαβάζεται στην παραλία. Είναι αρκετά απαιτητικό και ο αναγνώστης χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια για να παρακολουθήσει απρόσκοπτα τη ροή των επιχειρημάτων του συγγραφέα. Δεν πρόκειται, όμως, να κουραστεί. Ο συγγραφέας, διατηρώντας μέσα στις σελίδες του βιβλίου του μία λεπτή αίσθηση του χιούμορ, φροντίζει να ξεκουράζει τον αναγνώστη χωρίς, όμως, να του επιτρέπει να χαλαρώσει. Σύντομα τον επαναφέρει σε κατάσταση εγρήγορσης και τον καλεί να εκτελέσει τους υπολογισμούς, ακολουθώντας τις υποδείξεις του, ώστε να βιώσει και αυτός την αίσθηση της ανακάλυψης. Ο δάσκαλος που έχει γνωρίσει τη γλυκύτατη αυτή αίσθηση είναι αρκετά γενναιόδωρος, ώστε να θέλει να τη μοιραστεί με τους μαθητές του.
Συγκρίνοντας το βιβλίο του Mermin με άλλα πολύ καλά βιβλία, όπως αυτό των Taylor και Wheeler «Spacetime Physics» που απευθύνεται επίσης σε μη φυσικούς (ή τουλάχιστον σε μη ώριμους φυσικούς), διαπιστώνουμε ότι ο Mermin καινοτομεί, όταν αποφασίζει να μην χρησιμοποιήσει την παιδαγωγική μέθοδο της αναλογίας, μια μέθοδο την οποία εγώ ο ίδιος αγαπώ ιδιαίτερα. Δεν προσπαθεί να πείσει τον αναγνώστη ότι έχει κατανοήσει τις βαθύτερες έννοιες που του εξηγεί μέσω κάποιου παραδείγματος το οποίο γίνεται άμεσα αντιληπτό και «ερμηνεύει» με τις κατάλληλες αναλογίες αυτό που δεν «χωράει», ως έχει, στο μυαλό του αμύητου. Υποθέτω ότι θεωρεί επικίνδυνη μια τέτοια ενέργεια. Η χρήση αναλογιών, όσο δημιουργική και ευφυής και αν είναι, μπορεί να αποβεί παραπειστική και εν τέλει διαστρεβλωτική. Όποιος δεν έχει μάθει να χειρίζεται τις αναλογίες με την κατάλληλη επιφύλαξη και προσοχή ενδέχεται να οδηγηθεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μου έχει τύχει να ακούσω ανθρώπους που διαβάζουν εκλαϊκευτικά επιστημονικά βιβλία να «εξηγούν» τον κόσμο μας με οικοδομήματα από «up quarks» που κάθονται πάνω σε «down quarks» σχηματίζοντας τους πυρήνες των ατόμων… Προκειμένου, λοιπόν, να αποφύγει αυθαίρετες παρεξηγήσεις, ο Mermin ακολουθεί τον δρόμο των άμεσα μετρήσιμων ποσοτήτων και με αφετηρία κάποιες πρωταρχικές ποσότητες, τις οποίες φροντίζει πρώτα να εξηγήσει και να διασαφηνίσει όσο πληρέστερα γίνεται, χτίζει κατόπιν όλες τις άλλες.
Υπάρχει και άλλη μία πιο κρυφή πτυχή στα κεφάλαια του βιβλίου του Mermin. Η φυσική θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί ένα αυστηρό και λιτό σύνολο το οποίο δομείται ιεραρχικά από τα θεμέλια μέχρι τις επί μέρους μικρές λεπτομέρειές του. Η αλήθεια είναι ότι στο σύνολό της η φυσική παρουσιάζει εξαιρετικές διασυνδέσεις φαινομενικά άσχετων εννοιών και μεθόδων ανάλυσης. Όλα τα στοιχεία αυτού του αυστηρού, δωρικού οικοδομήματος αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, σαν να επρόκειτο για μέλη ενός ζωντανού οργανισμού. Ο Mermin, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, αφήνει στο βιβλίο του να διαφανεί αυτή η εσωτερική διαλεκτική στη σχετικότητα, όταν υπολογίζοντας μια ποσότητα προκειμένου να οδηγηθεί σε κάποιο συμπέρασμα μας εξηγεί ότι το αποτέλεσμα του υπολογισμού θα μπορούσε να έχει προκύψει εναλλακτικά μέσα από κάποια άλλη σύνδεση ποσοτήτων που έχουν εμφανιστεί σε προηγούμενο κεφάλαιο. Αυτή η εσωτερική συνοχή και αλληλεξάρτηση που ενυπάρχει στη φυσική χαρίζει στο όλο δημιούργημα μία κρυφή γοητεία που οι μυημένοι γνωρίζουν καλά. Μπορεί το συλλογικό οικοδόμημα της φυσικής να γεννά στις ψυχές των αμύητων δέος, αλλά η εσωτερική συνοχή είναι αυτή που πραγματικά μαγεύει τον εργάτη της επιστήμης.
Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, εκτός του ότι είναι απλό και διδακτικό, είναι συνάμα και γοητευτικό. Διακρίνεται για την καθαρότητα του λόγου και τη σαφήνεια των προβληματισμών και των απαντήσεων που δίνει. Εγώ προσωπικά, έχοντας διαβάσει το βιβλίο «It’s About Time», αισθάνομαι ότι βρήκα μία νέα πηγή έμπνευσης για το μάθημα της Ειδικής Σχετικότητας που διδάσκω στους εκκολαπτόμενους φυσικούς του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια από την θεωρία της σχετικότητας και της κβαντικής φυσίκής. Και τα ίδια προβλήματα επανέρχονται σαν μια απαράβατη ανθρώπινη αίσθηση. 100 ολόκληρα χρόνια και ο απλός άνθρωπος δεν κατάλαβε τα επιτεύγματα της φυσικής. Μερικοί σαν το ασπικ μπορούν να θεωρήσουν αυτήν την ανολοκλήρωση και αμάθεια του ανθρώπου ως ταξική, άλλοι της αττικής διαλέκτου (πχ εξ) ως μη έχων γνώση και μέλετη την ελληνικής παιδείας -προσωκρατικών και ευαγγελίου, και άλλοι ψυχαναλυτές ως σύμπλεγμα αδιαφορίας που δεν συνάδει με την καταναλωτική σημερινή κοινωνία.
Να είχαμε να λέγαμε. Αυτές τις διαφορές τις συναντάμε από την αρχαιότητα. Η αττική διάλεκτος (ταξική, εθνικιστική, ηγετική) την ομιλεί το 10% του πληθυσμού της αττικής. Κανένας φιλόσοφος ή σοφιστής δεν προσπάθησε να απλουστεύσει την γλώσσα ώστε αυτά που έλεγε να γίνουν κατανοητά από όλους τους Αθηναίους. Το ίδιο έγινε και στην σύγχρονη ιστορία με την καθαρεύσουσα και την δημοτική. Το ίδιο γίνεται σε κάθε εξειδίκευση επαγγέλματος πχ δικηγόρος, μηχανικός, ραντιέρης κτλ. Όταν η γλώσσα γίνεται κριτήριο ανωτερώτητας τότε παύει να λειτουργεί
Έχοντας πει τα άνωθι ο βικενστάιν και γενικά οι γλωσσολόγοι μήπως δίδουν στην γλώσσα ανώτερη δύναμη, ενώ αυτό που έχει ουσία είναι ο Διαχωρισμός.
Έτσι και σήμερα μπορουμε να πούμε ότι οι μόνοι αληθείς είτε τους καταλαβαίνεις είτε όχι, είτε σου αρέσουν είτε όχι, είτε είναι αναγνωρίσιμοι από το συνάφι είτε όχι, είτε ζουν αφοσιωμένοι(absolute commitment) ή όχι σε αυτό που κάνουν είναι οι ποιητές.
ότι εξειδικεύεται είναι διαχωρισμός. ακόμη και εάν αυτό ονομάζεται τέχνη. Αν η γλώσσα είναι σφαίρα επικοινωνίας, τότε όποιος την κοινωνεί θα πρέπει να την κάνει κατανοητή. Ζουμε χρόνων ιδρυματοποίησης που πλεον είναι μια “τέχνη ιδρυμάτων” και η ποιηση
Πώς μπαίνεις έτσι κουλτουριάρικα(κακοήθως, ώς γραικογαλλικό υβρίδιο etc…), εδώ μέσα
δραπέτη κι αποτυχημένε Μαθηματικέ τής Μαούνας μας,
ιων;
Ό 5ος αιώνας π.Χ.
είναι δώρο τού προσώπου, τρομάρα σου
τού προσώπου πού
αποκαλύπτει στόν πανέμορφο Κόσμο τού Θεού(καί τών Ελλήνων, έ;!)
τό αυθυπερβατικόν άτομο,
τό όν τό δυνάμενο νά αγαπά, ώς ό
ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΟΜΗΡΟΥ ΕΛΛΗΝ
ό δυνάμενος νά θυσιάσει νιάτα, βασιλίκι, Βρισηίς-Χρυσηίς
κι όλη του τήν ύπαρξη καί ζωή ενθάδε,
υπερτέρας όλων αυτών αξίας χάριν…
Καλωσόρισες!
«Ζούμε [ζωή] χρόνων ιδρυματοποίησης…», έ;!
Σύνταξις ωραιοτάτη, νόον κινούσα!…
Δέν εἶναι ἀμάθεια, ὥστε νά φορτώσουμε μέ ἐνοχές εἴτε τήν τάξη πού μιλάει μία ἄλλη γλώσσα, εἴτε αὐτόν πού δέν συμμορφώνεται μέ τάς ΄ὑποδείξεις΄, ἀλλά ἄλλος τρόπος ἀντίληψης, γι΄αὐτό μιλᾶμε γιά γλώσσα.
Ἡ γλῶσσα, ὁ τρόπος, στήν ἀρχαία Ἀθήνα, ἡ ἑλληνική παιδεία, ἐπικοινωνήθηκε μέ τήν δημοκρατία, μέ τήν συμβίωση καί τήν συμμετοχή ὅλων στίς ἐργασίες, μέ τό θέατρο. Ἡ δημοκρατία ἀπό μόνη της εἶναι ἕνας τρόπος, ἡ ἰσότητα, ἡ φωνή τοῦ καθενός, βάζει τόν ἄνθρωπο σέ μία θέση συναπόφασης, συνευθύνης, συνδημιουργίας. Ὁ τρόπος εἶναι παραγωγικός, πού ἔχει διαφορά μέ τόν καπιταλιστικό, μέ τόν καταναλωτικό, ἔχει σκοπό, ὁ ἄνθρωπος, οἱ μοῦσες, ἡ τέχνη, ἡ ἔμπνευσή του, μέ τίς ἰδέες ἤ μέ τήν ὕλη δημιουργοῦν πολιτισμό.
Ἕνας πολιτισμός πού κτίζει, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἔκτισε πόλεις καί μάλιστα Ἀλεξάνδρειες,
διέδωσε ἕναν τρόπο, ἔμειναν ἄνθρωποι ἐκεῖ, γέννησαν παιδιά, καί σήμερα ἀπό ὅλο αὐτό τό ἔργο τί καταλαβαίνει ὁ καθένας;
Πιό πρίν, εἶχε περάσει ὁ Διόνυσος ἀπό ἐκεῖ, διαδίδοντας τήν καλλιέργεια τῶν κλημάτων καί τήν παραγωγή κρασιοῦ, μία παραγωγική διαδικασία. Μία γλώσσα εἶναι κι αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος παράγει καί φροντίζει τή φύση καί ἡ παραγωγική διαδικασία γεννάει, ὅπως καί ἡ φύση γεννάει. Ἐρευνῶνται καί τά ἴχνη τῶν Μινωΐτῶν ἐκεῖ π.χ. στόν Ἰνδικό πολιτισμό, ὁ Μινωΐκός πολιτισμός πού ἀγαπάει κι αὐτός τή ζωή καί τήν ἀντιμετωπίζει δημιουργικά.
Πρέπει νά ἐρευνηθεῖ καί ἡ παραγωγική διαδικασία τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, οἱ γεννήσεις, γιά νά γίνουν ἀντιληπτές οἱ σχέσεις, σχέσεις γνωστές ἤ ἄγνωστες, πού συνδέουν τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους, γιατί ὅλοι εἴμαστε συνδεδεμένοι μεταξύ μας, πῶς ἀλλιῶς λειτουργεῖ τό συλλογικό ἀσυνείδητο ; Μποροῦμε νά ἔχουμε γονεῖς, ἀδέλφια, σύντροφο, παιδιά. Πολλές φορές τά ἤθη τῆς ἐποχῆς ἔρχονται ἀντιμέτωπα μέ τίς ἀνάγκες , ἀκόμα καί ἡ ἐκκλησία μας τώρα τελευταία κάνει ἀποδεκτό νά κυοφορεῖ ἡ γυναίκα πρίν γίνει ὁ γάμος.
Ὁ ἔρωτας εἶναι μία συνθήκη πού εἶναι ἀληθής, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ οὔτε ἄκαιρα, οὔτε μέ μεσάζοντες. Ὁ καθένας κάπου ἔχει τό ταίρι του, φαίνεται ἀπό τή φυσιολογία μας αὐτό. Μέχρι τώρα ὁ ἔρωτας δέν φαίνεται νά εἶναι δικαιωμένος, ἡ ἁμαρτία, στήν συνείδηση τῶν ἀνθρώπων, μοιάζει νά στοιχειοθετεῖται ἀπό νόμιμες ἤ παράνομες συνθῆκες ἤ στήν καλύτερη ΄ξεπερνιέται΄ μέ τήν ἀνοχή καί τήν ἀποδοχή κάθε μοντερνιᾶς καί τά παιδιά εἰσπράττουν τίς συνέπειες, ἐνῶ θά πρέπει νά εἶναι ἀθώα εὐθυνῶν γιατί εἶναι ἁπλῶς οἱ καρποί κάποιας σχέσης, ἴσως βοηθητικά γιά τόν σκοπό, εἴτε μέ τό τωρινό δίκαιο εἴτε ἀνατραπεῖ τό δίκαιο κάποτε ὑπέρ τοῦ ἔρωτα. Ἡ ἑλληνική ἰδιαιτερότητα σέ αὐτόν τόν τομέα χρήζει ἑρμηνείας μέσω τῆς κατάλληλης γλώσσας.