Από
Με non-paper του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ προς τον Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του ελληνικού ΥΠΕΞ, οι ΗΠΑ βάζουν στον πάγο τη στρατηγική ενεργειακής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, μέσω του αγωγού φυσικού αερίου EastMed. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο οι ΗΠΑ κρίνουν μη ενδεδειγμένη την κατασκευή του αγωγού, αναφέροντας μεταξύ άλλων περιβαλλοντικούς λόγους, υψηλό κόστος κατασκευής, καθώς και κίνδυνους βιωσιμότητας λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων που αυτός προκαλεί με την Τουρκία.
Οι ΗΠΑ, μπορεί να μην συμμετέχουν πρακτικά στο συγκεκριμένο σχέδιο, που σύμφωνα με τον σχεδιασμό θα κατασκευαστεί από την Ελλάδα, την Κύπρο, και το Ισραήλ, με την υποστήριξης και τη χρηματοδότηση της Ε.Ε., όμως η στροφή αυτή της αμερικάνικης διπλωματίας, θέτει ντε φάκτο σε αμφισβήτηση την ίδια τη δυνατότητα κατασκευής του αγωγού. Με αυτό τον τρόπο καταρρέει και η λογική εκείνη, που επικράτησε καθολικά και διακομματικά στη χώρα μας και ήθελε να μετατρέψει τον EastMed σε αδιαμφισβήτητη εθνική στρατηγική.
Ενεργειακή κρίση και γεωπολιτική
Η ενεργειακή κρίση και η αύξηση της τιμής των υδρογονανθράκων αναδιατάσσει τις στρατηγικές των μεγάλων παικτών. Η Ε.Ε. επιθυμεί να διαφοροποιήσει τις εισαγωγές ενέργειας για να άρει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία. Ο αγωγός EastMed, που υπόσχεται να συνδέσει το κοίτασμα Λεβιάθαν, από το Ισραήλ, μέσω Ελλάδας και Κύπρου με την Ευρώπη, είναι μία από τις εναλλακτικές που έχουν παρουσιαστεί. Δεν ήταν όμως η μοναδική ή η επικρατέστερη. Η απευθείας μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη που ενισχύθηκε από την αύξηση των τιμών, η μονοκαλλιέργεια των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που προωθεί η Γερμανία, αλλά και η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο αντίστοιχα, λειτουργούν άλλοτε συμπληρωματικά και άλλοτε ανταγωνιστικά. Πλάι στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η δυσαρέσκεια της Ρωσίας για τον εν λόγω αγωγό που λειτουργεί ανταγωνιστικά στον Nord Stream-2, και μειώνει το μερίδιο της στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας.
Τώρα οι ΗΠΑ έρχονται να αμφισβητήσουν τη βιωσιμότητα του αγωγού. Πλάι στα περιβαλλοντικά και οικονομικά εμπόδια που βλέπουν όμως, προσθέτουν και αυτό της γεωπολιτικής επισφάλειας. Επιβεβαιώνουν με τον τρόπο αυτό, τη στρατηγική της Τουρκίας, που απειλεί πως καμιά ενέργεια στην Ν.Α. Μεσόγειο δεν θα γίνει χωρίς την έγκριση ή τη συμμετοχή της. Η Τουρκία κατά παράβαση κάθε έννοιας του διεθνούς δικαίου, θεωρεί τις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου, από τις οποίες αναμένεται να περάσει ο αγωγός, και πολύ περισσότερο τις θαλάσσιες περιοχές της Κυπριακή και της εν δυνάμει Ελληνικής ΑΟΖ στα οποία εξετάζεται αν υπάρχουν κοιτάσματα υδρογονανθράκων, τουρκικά οικόπεδα της Γαλάζιας Πατρίδας. Οι ΗΠΑ μπορεί συνολικά αλλά και στο εν λόγω non-paper να καταδικάζουν φραστικά τις τουρκικές απειλές, όμως φαίνεται να αποδέχονται τον εκβιασμό αυτής, εις βάρος πάντα των συμφερόντων Ελλάδας και Κύπρου.
Παράλληλα ειδική αναφορά γίνεται και στις κινήσεις βαθέματος της ελληνογαλλικής συνεργασίας στη Μεσόγειο, με τις ΗΠΑ να χαρακτηρίζουν «μη αναγκαία» την ερευνητική συνεργασία «Nautical Geo», εφόσον «οι κυβερνήσεις των χωρών της περιοχής δείχνουν να κατανοούν ότι το σχέδιο του αγωγού δεν είναι οικονομικά βιώσιμο». Ήταν τον Απρίλιο του 2021 όταν οι Τούρκοι παρενόχλησαν γαλλικό ερευνητικό πλοίο νοτίως της Κρήτης, με τις ΗΠΑ να διαβάζουν την εξέλιξη αυτή ως απόδειξη πως «το έργο (του EastMed) έχει την πραγματική δυνατότητα να οδηγήσει σε αύξηση των εντάσεων, η οποία δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα των χωρών της περιοχής». Η εν λόγω ανάγνωση ήδη παράγει αποτελέσματα στην πράξη, με την κοινοπραξία Total, ExxonMobil και ΕΛΠΕ, να ανακοινώνουν την απόφαση τους να μη προχωρήσουν εντός του 2022 στις προγραμματισμένες σεισμικές έρευνες στα οικόπεδα Νότια και Δυτικά της Κρήτης.
Τα παραπάνω δεν μπορούν παρά να διαβαστούν στα πλαίσια των εκατέρωθεν προσπαθειών αναθέρμανσης των σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας. Μπορεί η αμερικάνικη στήριξη στους Κούρδους και η ασυλία στους Γκιουλενιστές από την μία και η αγορά των ρωσικών S-400 από την άλλη, να έχει τορπιλίσει τις σχέσεις των δύο χωρών, όμως το γεωπολιτικό παζάρι μεταξύ τους παραμένει ενεργό. Έτσι τμήμα της αμερικάνικης διπλωματίας, η γραφειοκρατία του αμερικανικού ΥΠΕΞ και του ΝΑΤΟ, όσο και οι πολιτικοί πρωταγωνιστές, δείχνουν διατεθειμένοι να προσφέρουν μια συνολική διευθέτηση στην περιοχή, για να κρατήσουν την Τουρκία στο δυτικό στρατόπεδο. Ενώ και η Τουρκία από την πλευρά της επιθυμεί έστω και στην κόψη του ξυραφιού να παίζει σε πολλά ταμπλό, όσο αυτό της αποφέρει κέρδη και νομιμοποιεί τα τετελεσμένα που η ίδια δημιουργεί με την ισχύ της σε μια σειρά περιοχές.
EastMed και στο βάθος συνεκμετάλλευση
Για την Ελλάδα και την Κύπρο στον αντίποδα η επένδυση στα ενεργειακά προγράμματα, και η φιλοδοξία να καταστούν οι δύο χώρες, εξαγωγείς υδρογονανθράκων, παρουσιάστηκε ως ένα φιλόδοξο πλάνο γεωπολιτικής αναβάθμισης. Η διακομματική στήριξη που είχε η στρατηγική αυτή στη χώρα μας, δημιούργησε την πλασματική εικόνα της μετατροπής της Ελλάδας, σε ενεργειακό κόμβο στην περιοχή της Μεσογείου. Σημαντικό διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο επενδύθηκε τόσο για τον αγωγό EastMed όσο και στις τριμερείς Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου. Με τον τρόπο αυτό η Αθήνα πίστεψε πως θα καταφέρει να αναστείλει τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο συζητήσεις για τον αγωγό EastMed που ξεκίνησαν το 2013, επιταχύνθηκαν την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, και μετατράπηκαν σε εθνικό αφήγημα με την κυβέρνηση της Ν.Δ., προσάρτησαν πλήρως την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, σε ένα σχέδιο ισραηλινής έμπνευσης – εξ αρχής επισφαλές και υπονομευμένο. Χωρίς μια συνολική στρατηγική υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική για την ενεργειακή πολιτική, χωρίς τη φιλοδοξία μιας ενεργητικής και πολυδιαστατης εξωτερικής πολιτικής, ο EastMed, αποτέλεσε το όχημα πρόσδεσης μας στο άρμα του Ισραήλ, και των δικών του τυχοδιωκτισμών, μετατρέποντας έτσι το ενεργειακό μας πρόγραμμα από εργαλείο αυτονομίας σε ακόμη ένα μοχλό πρόσδεσής μας στους συμμάχους/πατρώνες.
Σε μια ταραγμένη εποχή, σε μια περιοχή έντονων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, η προώθηση μιας συνολικής στρατηγικής, οικοδόμησης ισχύος, κατάκτησης βαθμών κυριαρχίας, περιφερειακής συνεργασίας, είναι επιτακτική ανάγκη για την ίδια τη βιωσιμότητα του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο, κόντρα στην υποτέλεια και τον τυχοδιωκτισμό των ελίτ, πέρα από υποκατάστατα και γεωπολιτικά πυροτεχνήματα μιας χρήσης
Σήμερα, μετά το «άδειασμα» των ΗΠΑ, κύκλοι που αμφισβήτησαν την παραπάνω στρατηγική νοιώθουν δικαιωμένοι. Αναφερόμαστε σε όσους κοιτώντας προς τη Μόσχα, βλέπουν με καχυποψία τις κινήσεις Ελλάδας και Κύπρου, όσο και σε όσους θεωρούν μονόδρομο την πάση θυσία συνεννόηση με την Τουρκία ακόμη και σε βάρος κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, βλέποντας στις κινήσεις Ελλάδας-Κύπρου επικίνδυνες μονομερείς κινήσεις. Και οι δυο αυτές όψεις «αντιπολίτευσης» εντός των τειχών, αδυνατούν ή αρνούνται να ψηλαφήσουν στοιχεία μιας εναλλακτικής, παραμένοντας έτσι μέρος του ίδιου αδιεξόδου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως τα βήματα πίσω για τον αγωγό EastMed δεν ξεκινούν σήμερα με τα αποθαρρυντικά μηνύματα από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, αφού στην πραγματικότητα παρά τα μεγάλα λόγια όλες οι χώρες είχαν από την αρχή δεύτερες σκέψεις. Στο Ισραήλ δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν προτιμότερο (και φθηνότερο) έναν αγωγό μέσω Τουρκίας, στην Κύπρο έχουν πάντα την εναλλακτική ενεργειακής διασύνδεσης με την Αίγυπτο, ενώ και η ελληνική κυβέρνηση έχει δώσει το σήμα πως δεν ενδιαφέρεται να μετατραπεί σε χώρα παραγωγής υδρογονανθράκων, τουλάχιστον από τον περασμένο Απρίλιο, και μάλιστα από τα πλέον επίσημα χείλη, με τη δήλωση Δένδια, πως «η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο».
Τι μένει για την Ελλάδα και την Κύπρο μετά από όλα αυτά;
Η πράσινη μετάβαση, η κερδοφόρα δηλαδή επιχείρηση για τις γερμανικές εταιρίες ΑΠΕ, μετατρέπεται στη νέα εθνική μεγάλη ιδέα και ένα ακόμη μέσο ενεργειακής εξάρτησης για τη χώρα μας που πρόωρα έσπευσε να προχωρήσει στην απολιγνιτοποίηση. Παράλληλα η ανάδειξη του εισαγόμενου φυσικού αερίου ως ενδιάμεση μεταβατική λύση, μετατρέπει τη χώρα σε επισφαλή ενεργειακό διαμετακομιστικό κέντρο χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Την ίδια στιγμή η Κύπρος σπατάλησε πολύτιμο χρόνο, ποντάροντας το ενεργειακό της πρόγραμμα και την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της ΑΟΖ της στο συνολικό παζάρι της Ν.Α .Μεσογείου, δίνοντας στην Τουρκία το περιθώριο να επιβάλει τα δικά της τετελεσμένα.
Σε μια ταραγμένη εποχή, σε μια περιοχή έντονων γεωπολιτικών ανταγωνισμών, η προώθηση μιας συνολικής στρατηγικής, οικοδόμησης ισχύος, κατάκτησης βαθμών κυριαρχίας, περιφερειακής συνεργασίας, είναι επιτακτική ανάγκη για την ίδια τη βιωσιμότητα του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο, κόντρα στην υποτέλεια και τον τυχοδιωκτισμό των ελίτ, πέρα από υποκατάστατα και γεωπολιτικά πυροτεχνήματα μιας χρήσης.