– Γιατί ο αγωγός πρέπει να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη όδευση;
– Γιατί πρέπει να περάσει από το πιο βαθύ σημείο της Μεσογείου;
– Δεν θα ήταν οικονομικά πιο συμφέρον να περάσει από την Τουρκία;
– Λήφθηκαν υπ’ όψη οι περιβαλλοντικές αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στα σημεία που θα κατέληγε;
– Η πτυχή κόστους-οφέλους προς ποια πλευρά βάρυνε;
Ήταν απλά και λογικά ερωτήματα, από κάποιον που την εποχή εκείνη δεν γνώριζε πάρα πολλά για το θέμα. Γεγονός όμως είναι ότι, στην πορεία, οι απορίες μου, ή τουλάχιστον κάποιες απ’ αυτές, φάνηκαν να είναι τα κύρια προβλήματα υλοποίησης του έργου.
Ο Ιταλός αντιπρόεδρος της εταιρίας μου εξήγησε ότι ο κύριος λόγος που προκρινόταν η όδευση του αγωγού μέσω Κύπρου, Ελλάδας και Ιταλίας, ήταν για να αποφευχθεί η διέλευσή του από την Τουρκία.
Εξήγησε ότι η Τουρκία δεν είναι χώρα αξιόπιστη και υπήρχε ο φόβος κατά μια συγκεκριμένη συγκυρία να εκμεταλλευθεί τη διέλευση του αγωγού από το έδαφός της, εκβιάζοντας για να αποσπάσει πολιτικά και άλλα οφέλη.
Πέραν αυτού, η περιοχή στην οποία θα κατέληγε ο αγωγός στο τουρκικό έδαφος, είναι σεισμογενής, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για την ασφάλειά του.
Σημείωσε, τέλος, ότι υπήρχε φόβος από τη δραστηριότητα των Κούρδων ανταρτών στην ΝΑ Τουρκία, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρές επιφυλάξεις για την ασφάλεια του αγωγού.
Αυτά ήταν κύρια επιχειρήματα του συνομιλητή μου, τα οποία αντιστάθμιζαν, κατά την άποψή του, τα μειονεκτήματα που του ανέφερα. Τα επόμενα χρόνια, το σχέδιο του EastMed έτυχε πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και πολιτικής υποστήριξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε κάθε συνάντησή μου με Αμερικανούς αξιωματούχους, η υποστήριξη αυτή επαναλαμβανόταν, αφού εξυπηρετούσε και τη γενικότερή τους πολιτική για μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Και απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, η αμερικανική αυτή θέση εκφραζόταν και σε ανώτερα και σε κατώτερα του δικού μου επίπεδα. Ήταν αμερικανική πολιτική, πολιτική δύο διαφορετικών Administrations (Obama και Trump). Τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα όταν επισκέφθηκα την τελευταία φορά τη Washington το 2017 και όταν έφυγα από την Κυβέρνηση το 2018. Τίποτα δεν πρόδιδε ότι τέσσερα χρόνια αργότερα θα υπήρχε δραστική αλλαγή της αμερικανικής θέσης στο ζήτημα αυτό.
Αν τώρα, με την Κυβέρνηση Biden, για την εκλογή του οποίου πολλοί έσπευσαν να πανηγυρίσουν, υπήρξε ένα μη αναμενόμενο volteface, οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν περισσότερο στον αναπροσανατολισμό της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή και λιγότερο στην έλλειψη διορατικότητας της πλευράς μας (κυπριακής και ελλαδικής). Φυσικά και τα πράγματα αλλάζουν στην ευρύτερη γεωγραφική μας περιοχή, και σ’ αυτήν περιλαμβάνω τα Βαλκάνια και την Ουκρανία, γεγονός που επιβάλλει στους Αμερικανούς άλλες επιλογές, πέραν εκείνων που εν πολλοίς προσχηματικά επικαλούνται στα nonpapers τους. Η επιχειρούμενη «επαναφορά της Τουρκίας στην τάξη» δεν είναι εντελώς άσχετη με ό,τι συμβαίνει στα δυτικά σύνορα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Και αυτό, μοιραία, θα έχει κάποιο κόστος για τα δικά μας συμφέροντα. Δεν θα είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά.
*Πρέσβης ε.τ. Πρώην ΓΔ Υπουργείου Εξωτερικών.
Πηγή: Φιλελεύθερος