Christian Schüle, Die Zeit No 54, 19.12.2024
Μετάφραση απο τα Γερμανικά: Θεοφάνης Τάσης
Θεσσαλονίκη
Η Αθήνα έχει την Ακρόπολη, η Θεσσαλονίκη έχει τη θάλασσα – και αποπνέει μια χαλαρότητα που θα ήθελες να πάρεις μαζί σου στο σπίτι.
Όπως πάντα, παίρνω το λεωφορείο του αεροδρομίου από τα ανατολικά κατά μήκος της θάλασσας και κάποια στιγμή φτάνω στην Εγνατία Οδό, την κεντρική αρτηρία της Θεσσαλονίκης από την αρχαιότητα. Κατεβαίνω στην πλατεία Αριστοτέλους, ακριβώς στο κέντρο, όπου η ήδη υψηλή δραστηριότητα της πόλης είναι στο αποκορύφωμά της. Αμέσως, υπάρχει αυτή η γοητευτική ησυχία μέσα στη βοή! Πάντα το έβρισκα εκπληκτικό: Στην ευρύχωρη, πεζοδρομημένη πλατεία Αριστοτέλους, μπορείτε να σταθείτε στη μέση αυτής της πολύβουης πόλης και να νιώθετε υπέροχα μόνος, παρόλο που γύρω σας οι άνθρωποι περπατούν, σουλατσάρουν, μερικές φορές βιάζονται, παρόλο που σκέιτερ κάνουν βόλτες και τα περιστέρια πετούν συνεχώς γύρω σας. Σαν η πλατεία να ψιθυρίζει στον επισκέπτη: Απόλαυσε την ευρυχωρία, επιβράδυνε τον χρόνο σου!
Η πλατεία δεν είναι φυσική, αλλά σχεδιασμένη, όπως πιθανώς δεν έχουν σχεδιαστεί πολλές ευρωπαϊκές πόλεις: Σαν αγκύλη, ανοίγει προς τα εμπρός προς τη θάλασσα. Με θέα τον Θερμαϊκό κόλπο και, με καλή ορατότητα, πέρα από τον κόλπο προς τον μυθικό Όλυμπο, στα αριστερά στέκεται το χάλκινο άγαλμα του ίσως μεγαλύτερου από όλους τους μεγάλους φιλοσόφους: του Αριστοτέλη. Γεννημένος γύρω στο 384 π.Χ. μια ώρα ανατολικά από εδώ, στην αρχαία πόλη Στάγειρα. Είναι ενδιαφέρον ότι το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού του αγάλματος λυγίζει προς τα πάνω στο σανδάλι, πράγμα που ερμήνευα πάντα ως συμβολική υπόδειξη: Η Θεσσαλονίκη πατάει σε μεγάλα πόδια. Αλλά δεν το νιώθεις. Ακόμα κι αν σκοπεύει κανείς να το νιώσει όπως εγώ.
Υ
πάρχουν, βεβαίως, πόλεις που προσπαθούν να σε τυλίξουν με τους τόπους δράσης διάσημων γιων (σπάνια θυγατέρων), με υλική ομορφιά και μεγαλοπρέπεια – βαριές πύλες, διαμορφωμένα πάρκα, σχολαστικά παρτέρια, χαρούμενα σιντριβάνια. Όχι η Θεσσαλονίκη. Και αυτό με συναρπάζει κάθε φορά: Η Θεσσαλονίκη δεν νοιάζεται καθόλου για την ομορφιά ή τη γοητεία. Η πόλη δεν προσπαθεί να με εντυπωσιάσει. Δεν θέλει τίποτα από μένα. Και γι’ αυτό θέλω τόσα πολλά από αυτήν. Σε κάθε επίσκεψη, την πολιορκώ σαν μια δύστροπη νύφη, όχι το αντίστροφο. Η Θεσσαλονίκη είναι σεμνή – και ως εκ τούτου υπέροχη. Με αυτές τις αντιφάσεις, ο έρωτας για αυτήν ξεκινάει από την αρχή κάθε φορά.
Η Θεσσαλονίκη είναι ευλογημένη με θάλασσα. Η Θεσσαλονίκη αδιαφορεί για τη θάλασσα.
Οι άνθρωποι εδώ ζουν τόσο φυσικά δίπλα και με τη θάλασσα, σαν να είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η θάλασσα είναι απλώς εκεί. Φιλικώς θα μπορούσαμε να πούμε. Οι παραλίες για μπάνιο είναι έξω από την πόλη, δεν βλέπω ποτέ ψαροκάικα, τα δεξαμενόπλοια αγκυροβολούν μακριά στον κόλπο.
Η παραλία, ωστόσο, είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, μπορείς να κάνεις βόλτες χιλιόμετρα μπρος-πίσω, και πάντα υπάρχει κόσμος. Ατμόσφαιρα πανηγυριού, ακόμη και ένα απόγευμα Τετάρτης στις τρεις. Χιλιάδες, θα έλεγε κανείς, είναι στον δρόμο. Οι άνθρωποι τρέχουν, σουλατσάρουν, περπατούν, σε παρέες τριών ατόμων, ως μικρές οικογένειες, ως περιπατητές στην παραλία, με και χωρίς ακουστικά. Και αισθάνομαι ότι χιλιάδες άλλοι κάθονται στα αμέτρητα καφέ και μπιστρό στην ασφαλτοστρωμένη παραλία, πίνουν φραπέ ή Aperol Spritz, μιλούν στο τηλέφωνο, συζητούν, καπνίζουν. Πάντα με θέα: Τη θάλασσα. Και λοιπόν;
Π
ολλοί άνθρωποι σε στενό χώρο είναι δυνατόν να προκαλέσουν αστικό άγχος, αλλά σε αυτήν την πόλη που βρίσκεται τόσο φυσικά δίπλα στη θάλασσα, αυτό δεν συμβαίνει. Σαν να λαμβάνεις πάντα υπόψη τη θάλασσα ως χώρο διαφυγής, τον οποίο δεν χρειάζεσαι. Τα πράγματα κινούνται γρήγορα και κοφτά, αλλά όχι βιαστικά. Μετά από μερικές μέρες, αυτό το είδος της ανησυχίας σε ηρεμεί. Για να είμαι ειλικρινής, το λατρεύω.
Η Θεσσαλονίκη είναι καθαρό παρόν. Η Θεσσαλονίκη είναι καθαρή ιστορία.
Αυτή η ένταση είναι μόνιμα παρούσα εδώ. Και πάλι περπατώ μέσα από το σταυροδρόμι των σοκακιών στο ευρύτερο κέντρο, όπου μπορείς να χαθείς τόσο υπέροχα, και κάποια στιγμή, ανάμεσα στα σφηνωμένα και στριμωγμένα σπίτια, ξεπροβάλλει ο παράξενος τρούλος. Είναι ο στόχος μου – νομίζω, γιατί η Θεσσαλονίκη δυσκολεύει την διάκριση ανάμεσα στους αμέτρητους τρούλους της. Οι πινακίδες με βέλη ή ένα επεξηγηματικό κείμενο είναι συχνά δύσκολο έως αδύνατο να βρεθούν, οι πινακίδες ονομάτων υπάρχουν ούτως ή άλλως μόνο στους σημαντικούς άξονες της παλιάς πόλης. Έτσι, πρέπει να ψάξεις και να ρωτήσεις και σίγουρα θα μάθεις περισσότερα από όσα περίμενες:
Σε αυτήν την πόλη, η ρωμαϊκή, η ελληνική, η βυζαντινή, η οθωμανική και η μακεδονική-βαλκανική ιστορία συγχωνεύονται ασταμάτητα εδω και δύο χιλιάδες χρόνια.
Ερείπια και μνημεία από δυο χιλιετηρίδες χριστιανικής-ευρωπαϊκής ιστορίας μπορούν να σε κατακλύσουν εδώ, αλλά πού και πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό, δεν το ξέρεις ποτέ. Τα σοκάκια και οι δρόμοι είναι παρόμοια, αποτέλεσμα της γρήγορης ανοικοδόμησης μετά την καταστροφική πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης.
Εδώ δεξιά, εκεί αριστερά, σε κάποιο σοκάκι, ξαφνικά βλέπω τον τρούλο ξανά, τώρα σχεδόν μνημειώδη, αλλά ακόμα μισοκρυμμένο – σαν να στέκεται στη μέση ενός οικοδομικού τετραγώνου. Κάνω μια στροφή, ακολουθώ ένα σοκάκι που διακλαδίζεται, άλλη στροφή – τώρα το πράγμα ξεπροβάλλει στην προοπτική ενός άλλου στενού δρόμου. Και τότε συμβαίνει κάτι παράξενο. Ακριβώς περιμένοντας τον γιγάντιο ιστορικό τρούλο, συλλογίζομαι την ομοιομορφία των σύγχρονων μπαλκονιών: Σχεδόν κάθε διαμέρισμα σε σχεδόν κάθε έναν από τους έξι έως οκτώ ορόφους σε σχεδόν κάθε σπίτι στο κέντρο της πόλης διαθέτει σχεδόν πάντα μπαλκόνι πλάτους περίπου ενός μέτρου, με απότομη κεκλιμένη τέντα, πτυσσόμενο τραπέζι, απλωμένα ρούχα, κάποιο δεντράκι, μερικές φορές μια φωλιά πουλιών και πάντα μια μονάδα κλιματισμού στον εξωτερικό τοίχο.
Δεν είναι καλαίσθητο, αλλά είναι συναρπαστικό.
Δ
ευτερόλεπτα μετά από αυτές τις σκέψεις για τα μπαλκόνια, είναι ξαφνικά εκεί, σε όλο του το μεγαλείο: ο τρούλος. Ανήκει στη Ροτόντα του Γαλερίου, ένα κυκλικό κτίριο από άβαφη τοιχοποιία. Σχεδιασμένο το 306 μ.Χ., θεμελιώθηκε ως αυτοκρατορικό μαυσωλείο, μετά ανακηρύχθηκε εκκλησία, μετατράπηκε σε βασιλική, ανυψώθηκε σε καθεδρικό ναό, μετατράπηκε σε τζαμί από τους Οθωμανούς το 1590. Το 1912 ανακηρύχθηκε πάλι εκκλησία. Σήμερα, μοιάζει με το μεσαιωνικό κάστρο ενός διάσημου επαρχιακού πρίγκιπα. Στον περιφραγμένο κήπο γύρω από το κτίριο: ένας μιναρές, σπασμένες κολώνες, βάθρα, ογκόλιθοι.
Και αυτή η, σύμφωνα με τους μελετητές, παλαιότερη εκκλησία στον κόσμο δεν υψώνεται σε λόφο ή οροπέδιο, αλλά στέκεται απλώς στη μέση μιας κατοικημένης περιοχής. Σαν να μην έχει καμία σημασία.
Η Θεσσαλονίκη έχει, άλλωστε, συνολικά δεκαπέντε κτίρια στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Δεκαπέντε μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε μια πόλη – πού αλλού υπάρχει αυτό;
Η Θεσσαλονίκη έχει, άλλωστε, συνολικά δεκαπέντε κτίρια στον κατάλογο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco. Δεκαπέντε μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς σε μια πόλη – πού αλλού υπάρχει αυτό;
Μπροστά στο ποιητικό μωσαϊκό σε χρυσό φόντο στο εσωτερικό της Ροτόντας, ανοίγει ένα παράθυρο φαντασίας μέσα μου κάθε φορά. Νιώθω σαν θεατής του βυζαντινού παρελθόντος, σαν να έρχονται σε λίγο, μετά από μια επίσκεψη σε ένα χαμάμ στη γειτονιά, άντρες ντυμένοι με λευκά λινά για προσευχή. Χαμάμ; Α ναι, είδα ένα στον δρόμο μου νωρίτερα, ένα από τα πολλά σε αυτήν την πόλη: το παλιό οθωμανικό λουτρό του 16ου αιώνα στην πλατεία της σημερινής αγοράς λουλουδιών, περιστασιακά λαμβάνουν χώρα συναυλίες εδώ.
Η
Θεσσαλονίκη αντιμετωπίζει όχι μόνο τη θάλασσα, αλλά και την ιστορία της με μια ανεπιτήδευτη άνεση, στην οποία παραδίδεσαι άνευ όρων γοητευμένος. Κανένα ταρατατζούμ! Κανένα: Κοίτα, θαύμασε! Και ούτε καν πωλητές αναμνηστικών και καταστήματα μάρκετινγκ που σχετίζονται με τα μνημεία. Αντ’ αυτού, οθωμανικά χαμάμ και παλαιοχριστιανικές εκκλησίες δίπλα σε κέντρα περιποίησης νυχιών και κουρεία – πράγμα απίστευτα cool.
Η Θεσσαλονίκη γιορτάζει την απόλαυση. Γιορτάζει τον μεγάλο έρωτα.
Και τα δύο μπορείς να τα βρεις, αν περπατήσεις δυτικά στην Εγνατία Οδό, περνώντας από την πλατεία Αριστοτέλους. Στα αριστερά, η θάλασσα λαμπυρίζει πού και πού στα σοκάκια, μπροστά μου περπατούν η μία μετά την άλλη δύο γυναίκες με παντελόνι κοστούμι δίπλα από την εκκλησία «Μεταμόρφωση του Σωτήρος», κάνοντας τον σταυρό τους. Συνεχίζοντας δυτικά στη λεωφόρο, βρίσκεται η πιθανώς μοναδική συνοικία Λαδάδικα – πεζοδρομημένη ζώνη και υψηλής έντασης διασκέδαση. Μόλις βρισκόμουν νοερά στο Βυζάντιο, τώρα στέκομαι μπροστά σε αμέτρητα κλαμπ και μπαρ: το Naomi, το Nhaos, το Casper, το King Night Bar, το Eightball-Rockclub. Το ένα μαγαζί δίπλα στο άλλο, δίπλα ή ανάμεσα: Ουζερί με παραδοσιακή μουσική, μαγαζιά με μεζέδες και εστιατόρια με προηγμένη μοντέρνα-fusion κουζίνα. Όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και μαγαζί.
Πάνω από χίλια εστιατόρια, ουζερί και καφέ λέγεται ότι υπάρχουν σε όλη την πόλη, και τα Λαδάδικα είναι σίγουρα η συνοικία με την υψηλότερη πυκνότητα γαστρονομικών επιλογών ανά τετραγωνικό μέτρο στη Θεσσαλονίκη, αν όχι σε όλη την Ελλάδα. Μπορείς άνετα να γευματίσεις πλουσιοπάροχα, να δειπνήσεις εξαιρετικά, να χορτάσεις με απλό φαγητό, άλλοτε πιο προηγμένο, άλλοτε πιο παραδοσιακό, άλλοτε με ελληνική μουσική. Παντού ακούς ανθρώπους να μιλούν, να γελούν, να τραγουδούν, βλέπεις νέους και ηλικιωμένους να κάθονται σε μικρές καρέκλες σε σκεπαστές βεράντες εστιατορίων. Και παρά αυτήν την ευχαρίστηση, η Θεσσαλονίκη δεν έχει σκηνοθετηθεί ομοιόμορφα και καλογυαλισμένα ως παγκόσμιος lifestyle προορισμός.
Είναι αυτονόητο ότι εδώ συναντιούνται οθωμανικές, βαλκανικές, εβραϊκές και ελληνικές κουζίνες.
Το να αποκαλέσεις τα Λαδάδικα μόνο συνοικία διασκέδασης, θα ήταν πολύ μπανάλ. Η διασκέδαση είναι η τελευταία στρώση αυτής της πλούσιας σε ιστορία και ιστορίες συνοικίας. Κάποτε, εδώ βρισκόταν το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για μεγάλο χρονικό διάστημα αποθήκευαν ελαιόλαδο, και για αιώνες ήταν η συνοικία όπου δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι ζούσαν ελεύθερα και ανεμπόδιστα, προτού εισβάλει η γερμανική Βέρμαχτ και προκαλέσει ανείπωτη οδύνη.
Όχι μακριά από τα Λαδάδικα, γνώρισα τυχαία τον Αχιλλέα στην παραλία ένα από τα προηγούμενα βράδια, όπως συμβαίνει μερικές φορές. Μιλήσαμε για την πόλη, φυσικά για τα εστιατόρια και το φαγητό, και μετά τον ρώτησα ποιο είναι το αγαπημένο του μέρος στην πόλη του. «Πύργος Τριγωνίου», μου απάντησε αμέσως.
Τ
ώρα σκαρφαλώνω σε απότομα λιθόστρωτα δρομάκια, για να επισκεφτώ τον πύργο, ο οποίος ανήκει στο μερικώς διατηρημένο ύστερο αρχαίο τείχος της πόλης στον λόφο της ιστορικής Άνω Πόλης. Φτάνοντας στην κορυφή, κάθομαι σε ένα από τα δύο παγκάκια που είναι τοποθετημένα στο έ έδαφος μιας βεράντας με θέα μπροστά από τον πύργο, για να στεγνώσει ο ιδρώτας μου στις ριπές του ανέμου. Εδώ, μου είπε ο Αχιλλέας, έκανε πρόταση γάμου στην Ζέφη του πριν από χρόνια. Ενώ κοιτάζω πάνω από την πόλη και σχεδόν μισή Βόρεια Ελλάδα, παρατηρώ στο άλλο παγκάκι μπροστά δεξιά ένα ζευγάρι εφήβων. Σιωπηλά, κάθονται αγκαλιασμένοι και κοιτάζουν τη θάλασσα, προς τον Όλυμπο απέναντι. Το αγόρι φιλάει τα μαλλιά της κοπέλας του. Στρέφει για λίγο το κεφάλι του προς εμένα, τα βλέμματά μας συναντιούνται, και φαίνεται σαν να γνωρίζουμε ότι εδώ κάθονταν οι ερωτευμένοι από εκατοντάδες γενιές πριν από εμάς.
Ανάλαφρα κατεβαίνω μετά, παίρνω τη βαλίτσα μου, ανεβαίνω στην Εγνατία Οδό στην πλατεία Αριστοτέλους στο λεωφορείο express για το αεροδρόμιο και το έχω ξανά, αυτό το συναίσθημα της Θεσσαλονίκης: ότι δεν ήμουν σε διακοπές, αλλά σε ένα ταξίδι, ένα έντονο, μακρύ, συναρπαστικό ταξίδι μέσα από εποχές, στρώσεις και αντιθέσεις. Το να ξαφνιάζεσαι και να εκπλήσσεσαι ξανά και ξανά σε έναν απομαγεμένο κόσμο, είναι ότι πιο ελκυστικό πιο ερωτεύσιμο.
Πού αλλού υπάρχει αυτό;
*Οι φωτογραφίες είναι επιλογή των “Ανιχνεύσεων”
**Ευχαριστούμε τον Καθηγητή Φιλοσοφίας Θεοφάνη Τάση για τη μετάφραση του κειμένου απο τα γερμανικά.
Μακεδονική-Βαλκανική Ιστορία οεο!!!