* Η φωτογραφία που συνοδεύει το άρθρο είναι από την συλλογή χαρακτικών του Κύπριου εικαστικού Χαράλαμπου Κρασιά.

Του Γιάννη Ραχιώτη*

Για να απαντήσουμε θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε δύο επιμέρους ερωτήματα:

Ερώτημα 1ο: Ποιός μπορούσε να επιβάλλει χούντα στην Ελλάδα το 1967;
Η Χούντα προφανώς δεν έγινε επειδή μια μέρα «ολίγοι άφρονες αξιωματικοί» συνεδρίασαν και αποφάσισαν να μας κυβερνήσουν αυτοί, αντί των κυβερνήσεων που μας επέβαλαν οι Αμερικανοί από το 1947. Ούτε γιατί κινήθηκαν γρηγορότερα από τους προϊσταμένους τους στρατηγούς. Τα πράγματα συνήθως δε γίνονται έτσι. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα γίνονται κατά κανόνα για να επιλυθούν ζητήματα που δε μπορούσαν να λυθούν διαφορετικά, πχ για την ανατροπή μιας μη ελεγχόμενης κυβέρνησης που δεν μπορεί να «πέσει» με ηπιότερο τρόπο ή για την υλοποίηση στόχων που καμία κυβέρνηση με στοιχειώδες λαϊκό έρεισμα δεν θα δεχόταν να υλοποιήσει. Σίγουρα δε μπορούσε να γίνει πραξικόπημα … τυχαία, σε μια χώρα της πρώτης, τότε, γραμμής της Δύσης που βρισκόταν υπό άμεσο αμερικανικό έλεγχο σε όλα τα επίπεδα. Ούτε έγινε για να επιβληθεί μια μερίδα της αστικής τάξης πάνω σε κάποια άλλη όπως, καθόλου αφελώς, ισχυρίζεται η ηγεσία του σύγχρονου ΚΚΕ βάζοντας και αυτή το λιθαράκι της στον αναδρομικό εξαγνισμό της αμερικανικής πολιτικής στη χώρα μας. Κανείς δεν αντιλήφθηκε κάποια ομάδα αστών να κυριαρχεί πάνω σε κάποια άλλη μέσω της Χούντας, ή έστω να αποκτάει ειδικά προνόμια. Κανένα μέλος της αστικής τάξης δεν έπαθε τίποτα καμία διάκριση δεν επιβλήθηκε σε κάποιο μέρος του κεφαλαίου. Οι μόνοι που είχαν ειδική στήριξη ήταν οι αμερικανοί και ελληνοαμερικανοί «επενδυτές». Αυτό όμως παραπέμπει σε έλεγχο της Χούντας από τις ΗΠΑ και όχι σε κάποια νίκη των ελληνοαμερικανών σε κάποιο «ενδοαστικό» ανταγωνισμό.

Η Χούντα μας επιβλήθηκε από τους αμερικανούς. Από το 1947 δεν γινόταν τίποτα χωρίς την έγκρισή τους. Όλοι οι χουντικοί ήταν μέλη του ΙΔΕΑ ή/και της ΕΕΝΑ ή στελέχη της ΚΥΠ, δηλαδή παλαιοί και έμπιστοι συνεργάτες τους. Αν υποθέσουμε ότι τους …ξέφυγαν και έκαναν πραξικόπημα χωρίς να … το καταλάβουν , είχαν στη διάθεσή τους όλα τα μέσα να τους ανατρέψουν άμεσα και να έχουν και την έξωθεν καλή μαρτυρία «αποκατάστασης της δημοκρατίας». Αντιθέτως συνεργάστηκαν με τη χούντα τόσο στενά, όσο δεν γινόταν περισσότερο

Ερώτημα 2ο: Τι ήθελαν να πετύχουν με το πραξικόπημα οι Αμερικανοί ;
Την Ελλάδα την παρέλαβαν στον πλήρη έλεγχό τους το 1947 με την έναρξη του εμφυλίου που είχε οργανωθεί με συστηματικό τρόπο από τους Βρετανούς επί μία 4ετία προηγουμένως . Το πολιτικό σύστημα το έλεγχαν ολόκληρο, είτε μέσω του Παλατιού είτε απευθείας . Το στρατό, τα σώματα ασφαλείας και την οικονομία πρακτικά τα συγκρότησαν οι ίδιοι και τα διηύθυναν άμεσα. Γιατί χρειάζονταν μια στρατιωτική δικτατορία;

Αυτό που δε μπορούσαν με τις συνήθεις υποτελείς κυβερνήσεις να λύσουν ήταν το πρόβλημα που τους δημιουργούσε το ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος.

Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με την υπογραφή των Καραμανλή και Αβέρωφ , των Βρετανών και των Τούρκων αλλά χωρίς τη συμμετοχή των Κυπρίων, εν μέρει ακύρωσαν τον αντιαποικιακό αγώνα της Κύπρου: Διατήρησαν τη στρατιωτική παρουσία της Βρετανίας στο νησί με δύο κυρίαρχες βάσεις, δηλαδή το έδαφος που καταλάμβαναν θεωρείτο βρετανικό. Δημιούργησαν το καθεστώς των εγγυητριών δυνάμεων με δικαίωμα επέμβασης. Επέβαλαν ανώτατο δικαστήριο προεδρευόμενο από μη Κύπριο. Το Σύνταγμα που επέβαλαν προέβλεπε ένα σύστημα διακυβέρνησης που δεν ήταν δυνατό να λειτουργήσει. Και δεν λειτούργησε πάνω από τέσσερα χρόνια. Όμως παρ’ όλα αυτά αναγνώρισαν, στο μη Βρετανικό τμήμα της Κύπρου, ανεξάρτητη κρατική υπόσταση και κυβέρνηση με επικεφαλής τον Μακάριο. Αυτή η κυβέρνηση έχοντας πίσω της όλο τον κυπριακό λαό από την πρώτη στιγμή άρχισε να παλεύει για την κατάργηση των συμφωνιών, την πλήρη ανεξαρτησία  ολόκληρου του νησιού, χωρίς εγγυήτριες δυνάμεις. Επιπλέον άρχισε να πρωτοστατεί στο κίνημα των αδεσμεύτων και ακόμη χειρότερα να συνεργάζεται με τις τότε σοσιαλιστικές χώρες .
Έτσι οι Αμερικανοί, ενώ έλεγχαν σε σημαντικό βαθμό την ανατολική Μεσόγειο μέσω Ελλάδας και Τουρκίας που ήταν ήδη μέλη του ΝΑΤΟ από το 1952 και του Ισραήλ που ήδη λειτουργούσε σαν προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο στη δυτική Ασία, βρέθηκαν, μετά την έστω κολοβή αποαποικιοποίηση της Κύπρου, με ένα στρατηγικής σημασίας νησί στην ίδια περιοχή που δεν το έλεγχαν στο σύνολό του. Θεωρούσαν, σωστά , ότι η παγίωση της ανεξαρτησίας της Κύπρου θα είχε σοβαρές, δυσμενείς γι’ αυτούς, γεωστρατηγικές επιπτώσεις.

Θέλοντας να λύσουν αυτό το «πρόβλημα» επεξεργάστηκαν το «σχέδιο Ατσεσον». Ο Ατσεσον ήταν πρώην υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, επικεφαλής της ομάδας που το συνέταξε. Η κεντρική ιδέα ήταν η κατάλυση του Κυπριακού κράτους, συνακόλουθα και της ενοχλητικής κυβέρνησης Μακαρίου, μέσω της «ένωσης» με την ΝΑΤΟϊκή Ελλάδα, με ταυτόχρονη παραχώρηση περίπου του 1/3 του Κυπριακού εδάφους στην Τουρκία εν μέρει ως στρατιωτική της βάση με κάποια μακρόχρονη « μίσθωση», εν μέρει με ενισχυμένη αυτονομία των περιοχών με πυκνό τουρκοκυπριακό πληθυσμό . Οι βρετανικές βάσεις θα παρέμεναν βρετανικό έδαφος. Τροποποιούνταν έτσι οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου στο μόνο θετικό για τον Κυπριακό λαό σημείο τους. Την αναγνώριση ανεξάρτητου και κυρίαρχου Κυπριακού Κράτους.

Οι απόπειρες υλοποίησης του σχεδίου Ατσεσον με τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι τα υποτελή πολιτικά συστήματα σε Ελλάδα και Τουρκία θα μπορούσαν να «πουλήσουν» το σχέδιο στους λαούς τους, οι μεν Έλληνες ισχυριζόμενοι ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, οι δε Τούρκοι γιατί έπαιρναν ένα μεγάλο κομμάτι του νησιού, μεγαλύτερο από την πληθυσμιακή αναλογία των Τουρκοκυπρίων στο γενικό πληθυσμό , χωρίς κυριαρχία όμως .Αν γίνονταν δεκτό το σχέδιο, θα πετύχαιναν τον πλήρη έλεγχο του νησιού, πρακτικά την επαναποικιοποίησή του μέσω του ΝΑΤΟ και προοπτικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράπλευρο, αλλά όχι αμελητέο όφελος ήταν ότι θα ετίθετο αυτόματα εκτός νόμου το ισχυρό και ενοχλητικό ΑΚΕΛ, αφού στην Ελλάδα η δράση κομμουνιστικού κόμματος απαγορεύονταν.

Στην Ελλάδα η προώθηση του σχεδίου ανατέθηκε στην «Ένωση Κέντρου (ΕΚ)» φυσικά με την εποπτεία του Παλατιού το οποίο είχε από τον εμφύλιο και μετά εξελιχθεί σε εργαλείο ελέγχου των πολιτικών πραγμάτων για λογαριασμό των ΗΠΑ. Η ΕΚ είχε ιδρυθεί το 1961 σαν εφεδρική λύση στην ΕΡΕ μιας και τότε είχε αρχίσει να φαίνεται ότι οι μέρες του Καραμανλή τελείωναν. Έθεσαν επικεφαλής της το Γεώργιο Παπανδρέου παλαιό συνεργάτη των άγγλων και κατά τις αμερικανικές εκτιμήσεις πολιτικό μετριότατου βεληνεκούς, άρα εύκολα ελεγχόμενο. Προκειμένου να τον κάνουν πρωθυπουργό άλλαξαν τον εκλογικό νόμο και τον στήριξαν με κάθε δυνατό τρόπο. Ακόμη και ο Καραμανλής κάλεσε σε προεκλογική του ομιλία τον Οκτώβρη του 1963, όσους δεν ήθελαν να ψηφίσουν ΕΡΕ να ψηφίσουν ΕΚ. Οι κυβερνήσεις της ΕΚ του 1963 και του 1964 πλαισιώθηκαν βέβαια με ανθρώπους του αμερικανο-παλατιανού κατεστημένου σε όλα τα κρίσιμα για το Κυπριακό πόστα .

Όμως αποδείχθηκε σύντομα ότι Γ. Παπανδρέου δεν ήταν αυτός που μπορούσε να πουλήσει στους Κυπρίους και στον Ελληνικό λαό το σχέδιο Ατσεσον. Ήταν χαρακτηριστικά ασταθής και άλλαζε γνώμη ανάλογα με ποιόν μιλούσε. Εν τέλει δεν ήταν σε θέση να εγκλωβίσει το εύρος πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που ήταν απαραίτητο για μια τέτοιας έκτασης προδοσία. Εκεί μπήκε στη μέση και η Τουρκική κυβέρνηση που δεν ήταν ικανοποιημένη με τις προβλέψεις του σχεδίου, απαιτούσε ή διπλή ένωση ή δύο κράτη.

Η Κυπριακή κυβέρνηση έχοντας πρόσφατη την πικρή εμπειρία των συμφωνιών της Ζυρίχης – Λονδίνου αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε διαπραγμάτευση της ανεξαρτησίας. Η θέση της είχε πλήρη λαϊκή στήριξη σε Ελλάδα και Κύπρο και αυτό βέβαια αύξησε κατακόρυφα το κύρος της σε αντίθεση με ότι συνέβαινε με τα υποτελή πολιτικά συστήματα σε Ελλάδα και Τουρκία. Είναι σαφές ότι αυτό που έδινε τη δύναμη στην Κυπριακή κυβέρνηση να αντιστέκεται τόσο αποτελεσματικά στους ΝΑΤΟϊκούς και να βελτιώνει το συσχετισμό και να λύνει προβλήματα στο εσωτερικό μέτωπο, παρά την υπονόμευση από το αμερικανόδουλο Ελλαδικό κατεστημένο , δεν ήταν μόνο η τεράστια λαϊκή στήριξη αλλά και η διεθνής υποστήριξη από το κίνημα των αδεσμεύτων και από τις τότε σοσιαλιστικές χώρες.
Με τα δεδομένα αυτά έγινε φανερό ότι, αν το σχέδιο Ατσεσον αφηνόταν στα χέρια του Γ. Παπανδρέου και με δεδομένη και τη στάση της τουρκικής κυβέρνησης, το οριστικό ναυάγιο θα ήταν βέβαιο. Έτσι ο «αμερικανικός παράγοντας», με τη βοήθεια του παλατιού οδήγησε την Ένωση Κέντρου στη διάλυση και προσπάθησε να λύσει το ζήτημα με τις κυβερνήσεις των αποστατών. Όμως οι λαϊκές αντιδράσεις στην τόσο προκλητική χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος ήταν πολύ πέρα από το αναμενόμενο και όχι μόνο δεν επέτρεψαν τη σταθεροποίηση οποιασδήποτε κυβέρνησης αποστατών, αλλά υπονόμευσαν οριστικά και το ρόλο του παλατιού στην Ελλάδα.

Παρ’ όλα αυτά οι ΗΠΑ έκαναν απόπειρες να περάσει το σχέδιο από τις κυβερνήσεις των αποστατών που όμως απέτυχαν γρήγορα.

Οι στόχοι που τέθηκαν στη Χούντα και η υλοποίηση …
Μετά από αυτά η λύση μιας στρατιωτικής Χούντας που θα κατέστειλε τις λαϊκές αντιδράσεις και θα έλυνε το κυπριακό, σύμφωνα με την αμερικανική βούληση ήταν μονόδρομος. Οι αμερικανικοί στόχοι ήταν σαφείς: Κατάλυση του υφιστάμενου Κυπριακού κράτους, διχοτόμηση και έλεγχος των δύο τμημάτων από την αντίστοιχη Νατοϊκή χώρα , αδιαφορία για το ακριβές νομικό καθεστώς ή τα εδαφικά ποσοστά, στενή συνεργασία με τη Βρετανία, ντε φάκτο μετατροπή των βρετανικών βάσεων σε αμερικανικές.

Έτσι, μετά και την τελευταία αποτυχία να υλοποιηθούν αυτοί οι στόχοι με πολιτικά μέσα, στις αρχές του 1967, τα τανκς βγήκαν στους δρόμους, τα κόμματα διαλύθηκαν, η ενεργή αριστερά βρέθηκε ξανά στην εξορία, όσοι πρώην πολιτικοί δε συνεργάστηκαν με τη χούντα ή έφυγαν ή τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Οι κινήσεις της Χούντας μετά την κατάληψη της εξουσίας επιβεβαιώνουν ότι επιφορτίστηκε με δύο μόνο καθήκοντα στην 7χρονη διαδρομή της: 1) Το στενό έλεγχο των λαϊκών αντιδράσεων, 2) Την καταστροφή του κυπριακού κράτος και την ένωση του μεγαλύτερου μέρους του με την Ελλάδα, με πρώτο βήμα την εξόντωση του Μακαρίου και την επιβολή ελεγχόμενης κυβέρνησης. Η διεθνής διάσταση του θέματος και τα ανταλλάγματα που θα έπρεπε να δώσουν στους Τούρκους δεν τους προβλημάτιζε, θεωρούσαν ότι αυτά είναι δουλειά των Αμερικανών, αυτοί απλώς θα υπέγραφαν. Ετσι στους πρώτους μήνες της εξουσίας τους συνέλαβαν και έστειλαν εξορία όλα τα ενεργά μέλη αριστερών κομμάτων και το σύνολο των οπαδών του ΚΚΕ, διέλυσαν τα πολιτικά κόμματα, τις εκλεγμένες δημοτικές αρχές, τα συνδικάτα και επέβαλαν άγρια καταστολή. Στη συνέχεια έχοντας εξασφαλίσει έτσι το εσωτερικό μέτωπο, ρίχτηκαν στη δουλειά για την «επίλυση» του Κυπριακού.

Αποτυχίες και τελική «επιτυχία».
Πριν καν κλείσουν 5μηνο στην εξουσία και χωρίς καν μπουν στον κόπο να ασχοληθούν με τις διάφορες πτυχές του κυπριακού οργάνωσαν το Σεπτέμβρη του 1967 στον Έβρο συνάντηση κορυφής με την Τουρκία για την «επίλυση» του κυπριακού με βάση το σχέδιο Ατσεσον. Είναι περισσότερο από προφανές ότι η συνάντηση οργανώθηκε από τους Αμερικανούς. Χωρίς τη δική τους πίεση δε θα βρίσκονταν καμία κυβέρνηση να συνομιλήσει με τους χουντικούς και μάλιστα αμέσως μετά το πραξικόπημα.

Η κεντρική ιδέα για τη συνάντηση κορυφής του Έβρου ήταν να δώσουν στην Τουρκία αυτό το επιπλέον που νόμιζαν ότι θα την έπειθε να δεχθεί την ουσία του σχεδίου Ατσεσον: Πλήρη κυριαρχία σε τμήμα του κυπριακού εδάφους για εγκατάσταση τουρκικών στρατιωτικών βάσεων, αντί για μίσθωση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο. Όταν όμως έγινε η συνάντηση Ντεμιρέλ , τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας και Κόλλια, δοτού πρωθυπουργού της χούντας και Γ. Παπαδόπουλου, οι χουντικοί αντιλήφθηκαν έκπληκτοι ότι οι Τούρκοι δε συζήταγαν τίποτα άλλο εκτός από διπλή ένωση, οπότε η συνάντηση απέτυχε από τα πρώτα λεπτά. Οι Αμερικανοί πάτρωνες δεν τους είχαν προετοιμάσει γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Πρόκειται για τυπική αμερικανική αλαζονεία και για διπλωματικό βολονταρισμό. Η χούντα ήταν απλά η αναγκαία μαριονέτα. Φυσικά, από το μυαλό των χουντικών δεν είχε περάσει ότι μια συνάντηση κορυφής χρειάζεται προσεκτική διπλωματική προετοιμασία και μελέτη των θέσεων της άλλης πλευράς. Η Κυπριακή κυβέρνηση δεν κλήθηκε, ούτε προκύπτει από οποιαδήποτε πηγή ότι είχε ζητηθεί η γνώμη της.

Μόλις δύο μήνες αργότερα, το Νοέμβρη του 1967 η χούντα αποσύρει από την Κύπρο την Ελληνική μεραρχία πού είχε σταλεί , υποτίθεται συγκαλυμμένα, το 1964. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο, είτε ανήκαν στην μεραρχία, είτε στην ΕΛΔΥΚ, είτε στην Εθνοφρουρά, λειτουργούσαν σαν εργαλείο υπονόμευσης της ανεξαρτησίας της και υπονόμευσης της κυβέρνησής της. Ταυτόχρονα όμως, θεωρητικά, θα ήταν και η μόνη δυνατότητα άμυνας της Κύπρου στην περίπτωση τουρκικής εισβολής. Οπότε η χούντα με την απόσυρση της μεραρχίας έκανε τη θέση της Κύπρου ακόμη πιο ευάλωτη και έστελνε το μήνυμα ότι μια Τουρκική εισβολή δεν θα έχει μεγάλα ρίσκα. Παρά την απόσυρση της μεραρχίας η δυνατότητα υπονόμευσης του κυπριακού κράτους παρέμενε μέσω των αξιωματικών της εθνοφρουράς και της ΕΛΔΥΚ.

Έκτοτε οι προσπάθειες υπονόμευσης της κυπριακής ανεξαρτησίας είναι αδιάκοπες και κορυφώνονται το 1970 με την απόπειρα δολοφονίας του Μακαρίου με πολυβολισμό του ελικοπτέρου του, που οδήγησε στον τραυματισμό του χειριστή του. Λίγο αργότερα στρατιωτικοί της Χούντας, δολοφονούν τον Πολύκαρπο Γεωρκάτζη πρώην Υπουργό Εσωτερικών της κυπριακής κυβέρνησης και εμπλεκόμενο στην απόπειρα. Εκτελεστής πιθανότατα ήταν ο έμπιστος του Ιωαννίδη, διοικητής των ΛΟΚ Δ. Παπαποστόλου,

Οι προσπάθειες ανατροπής του Μακαρίου με πραξικόπημα ήταν η κύρια απασχόληση της Χούντας την επόμενη 3ετία. Η αντικατάσταση του Παπαδόπουλου με τον Ιωαννίδη στις 25.11.1973 σχετίζεται με την αδυναμία του να οργανώσει ένα επιτυχημένο πραξικόπημα. Μετά τη σφαγή στο Πολυτεχνείο ήταν σαφές ότι ο Παπαδόπουλος είχε χάσει κάθε «νομιμοποίηση» για να οργανώσει μια αποτελεσματική σφαγή και στην Κύπρο σε βάρος των οπαδών της ανεξαρτησίας. Ο Ιωαννίδης αναλαμβάνει την ηγεσία της χούντας με τις ευλογίες των ΗΠΑ και στους οκτώ μήνες που μας κυβέρνησε φαίνεται να ασχολείται αποκλειστικά με την καταστολή στο εσωτερικό ( ακόμη και κάποιων χουντικών) και την οργάνωση πραξικοπήματος ενάντια στην ανεξάρτητη κυβέρνηση της Κύπρου.

Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ξεκαθαρίστηκε αν επρόκειτο περί ηλιθίου που πίστευε στις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών ότι αν οργανώσει ένα πετυχημένο πραξικόπημα και σκοτώσει το Μακάριο, αυτοί θα έκαναν τα υπόλοιπα, δηλαδή θα απέτρεπαν την τουρκική εισβολή , θα αναγνώριζαν την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών όπως το είχαν κάνει στην Ελλάδα, θα αναγνώριζαν ως τετελεσμένο την ένωση και θα εξανάγκαζαν την Τουρκία να μείνει με τα ανταλλάγματα που …θα της προσέφερε η Ελλάδα. Η αντιθέτως, αν επρόκειτο περί συνειδητού προδότη της χώρας του, πράκτορα των συμφερόντων των ΗΠΑ. Είτε το ένα συνέβαινε είτε το άλλο το αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Τα μετά την «επιτυχή» ολοκλήρωση του έργου της Χούντας
Η χούντα έκανε τη δουλειά και των Αμερικανών και των Τούρκων. Και όταν την ολοκλήρωσε έφυγε από το προσκήνιο
, παρέδωσε την εξουσία ήσυχα – ήσυχα τη διακυβέρνησή μας σε αυτούς ακριβώς που είχαν υπογράψει τις συμφωνίες της Ζυρίχης-Λονδίνου.

Αυτοί ήταν στη συνέχεια που ανέχθηκαν αμαχητί τον δεύτερο Αττίλα που οδήγησε στη διαμόρφωση της σημερινής πραγματικότητας στην Κύπρο, προδίδοντας με τη σειρά τους, για μια ακόμη φορά , τον Κυπριακό ελληνισμό. Ο τραγικός για τον Ελληνικό λαό Αύγουστος του 1974 έκλεισε με την προαγωγή σε υποστράτηγο και αποστρατεία του Ιωαννίδη από τον Ευάγγελο Αβέρωφ. Θεωρήθηκε δηλαδή ως «ευδοκίμως τερματίσας» τη σταδιοδρομία του.

Το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος άντεξε μόλις 15 χρόνια και διαλύθηκε με στρατιωτικά μέσα, η διχοτόμηση επιβλήθηκε ντε φάκτο, με δυσμενέστατους για την ελληνοκυπριακή πλευρά όρους που πρακτικά αποκλείουν την ανάκτηση της ανεξαρτησίας. Οι αμερικανόδουλες στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ της χώρας διεκπεραίωσαν η κάθε μια το δικό της μερίδιο στη μεγαλύτερη προδοσία των ελληνικών συμφερόντων κατά τη μεταπολεμική περίοδο.

Με την αλλαγή του ’74 και υπό το βάρος της προδοσίας της Κύπρου το «κλίμα» άλλαξε, όχι όμως και η πορεία της χώρας. Αλλαξε η δημόσια ρητορική, κυριάρχησε η αριστερή κουλτούρα στο χώρο του πολιτισμού, έγινε η ελεγχόμενη νομιμοποίηση του ΚΚΕ , δόθηκαν περιθώρια παρουσίας της αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα και την τοπική αυτοδιοίκηση. Όμως οι ΗΠΑ εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική της χώρας, βέβαια με πιο περίπλοκους όρους τα πρώτα χρόνια , μέχρι να οικοδομήσουν τους νέους μοχλούς παρέμβασης. Οι βάσεις παρέμειναν, ο εξωτερικός οικονομικός έλεγχος εντάθηκε μέσω της ένταξης στην ΕΕ. Τα ονόματα των κομμάτων άλλαξαν βέβαια , όχι όμως και τα ονόματα των οικογενειών που μας «κυβερνούν» και βέβαια παρέμεινε σαν αμετακίνητη πολιτική σταθερά η διαχρονική αποδοχή της αμερικανικής επικυριαρχίας.

Η μεταχουντική διαχείριση του Κυπριακού είχε πρακτικά στόχο τη στερέωση και διατήρηση αυτού που «πέτυχε» η Χούντα για λογαριασμό των ΗΠΑ. Μέσα από μια διαρκή δήθεν «κινητικότητα», από την Κύπρο «ενιαία ανεξάρτητη», περάσαμε στην «ομόσπονδη», από εκεί στην «ομόσπονδη διζωνική», μετά στις «δυο συνιστώσες οντότητες» και σήμερα είμαστε στα «δύο ανεξάρτητα κράτη» , προσδεδεμένα αντιστοίχως στις ΝΑΤΟϊκές τους μητέρες-πατρίδες, διαγωνιζόμενα ποιό από τα δύο θα προσφέρει περισσότερες στρατιωτικές διευκολύνσεις στις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Οι επιπτώσεις του θανάτου της ανεξάρτητης Κύπρου
Μετά την «επίλυση» του Κυπριακού, ο άξονας της γεωπολιτικής συρρίκνωσης μετακινήθηκε στο Αιγαίο όπως ήταν αναμενόμενο. Η ελληνική ελιτ από το 1974 μέχρι σήμερα παραχωρεί σε ΗΠΑ, Τουρκία και ΕΕ ότι ζητάνε κάθε φορά με μόνο αντάλλαγμα την προσωπική τους διασφάλιση. Εδάφη, κυριαρχικά δικαιώματα στη θάλασσα, εναέριο χώρο, νομικά προηγούμενα, στρατιωτικές βάσεις, συνοριακό έλεγχο, οικονομική εξουσία: Τα Ίμια από ελληνικό έδαφος έγιναν ουδέτερη ζώνη, οι νησίδες του Έβρου αναγνωρίζονται σαν τουρκικό έδαφος, οι θαλάσσιες ζώνες πέρα από τα 6 μίλια από τα ελληνικά νησιά ελέγχονται πλέον αποκλειστικά από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό και θεωρούνται τουρκική ζώνη εκμετάλλευσης, έχουν συμβατικά αναγνωριστεί τουρκικά δικαιώματα στο Αιγαίο, οι αμερικανικές βάσεις είναι διάσπαρτες, με ικανότητα να παραλύουν οποιαδήποτε χρήση της στρατιωτικής ισχύος, όπως έκαναν και το 1974, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τη διεύθυνση (δηλαδή το πλιάτσικο) της οικονομίας μας .

Η σχετικοποίηση και σαλαμοποίηση της κρατικής κυριαρχίας είναι σε εξέλιξη. Τίποτα δεν αποκλείει πλέον η εξέλιξη του Ελλαδικού κρατικού σχηματισμού να ακολουθήσει την πορεία του Κυπριακού. Ο χρόνος για αντιστροφή των εξελίξεων μοιάζει περιορισμένος και ο εγκλωβισμός μας στη Νατοϊκή πλευρά φαίνεται να περιορίζει ακόμη περισσότερο τις πιθανότητες.

* Ο Γιάννης Ραχιώτης είναι δικηγόρος