1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;

- Advertisement -

Στις αρχές Ιουλίου του 1921, ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ, έχοντας παράλληλα αποκρούσει την αντεπίθεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού, που ωστόσο δεν είχαν συντριβεί οριστικά

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;

Στις αρχές Ιουλίου του 1921, ο ελληνικός στρατός είχε καταλάβει το Αφιόν Καραχισάρ, την Κιουτάχεια και το Εσκί Σεχίρ, έχοντας παράλληλα αποκρούσει την αντεπίθεση των δυνάμεων του Ισμέτ Ινονού, που ωστόσο δεν είχαν συντριβεί οριστικά.

Μία ημέρα μετά την απόσυρση του τουρκικού στρατού ανατολικά του Σαγγαρίου, στις 13 Ιουλίου, ο διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας, αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας συγκαλεί στην Κιουτάχεια πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν οι συνταγματάρχες Κων. Πάλλης, Πτολ. Σαρηγιάννης και Γ. Σπυρίδωνος, επιτελείς της Στρατιάς. Βασικό θέμα του συμβουλίου ήταν αν οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να κινηθούν προς τα ανατολικά και ιδιαίτερα προς την Aγκυρα ή όχι. Επρόκειτο για μια πορεία που κυμαινόταν μεταξύ 265 και 300 και πλέον χιλιομέτρων, αναλόγως της διαδρομής. Οι γνώμες που εκφράστηκαν δεν ήταν ταυτόσημες και κάποιες από αυτές αναδείκνυαν τα προβλήματα που θα ανέκυπταν στον ανεφοδιασμό και από την πορεία στην Αλμυρά Eρημο.

Δύο ημέρες αργότερα (15 Ιουλίου) πραγματοποιείται στην Κιουτάχεια νέο πολεμικό συμβούλιο. Σε αυτό συμμετείχαν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης και ο υπουργός Στρατιωτικών Νικ. Θεοτόκης, και από την πλευρά της στρατιωτικής ηγεσίας οι Παπούλας, Πάλλης, Βίκτ. Δούσμανης και Ξεν. Στρατηγός. Τα ερωτήματα για τη σκοπιμότητα και το εφικτό ή μη του εγχειρήματος παρέμεναν, το συμβούλιο όμως αποφάσισε ομόφωνα τη συνέχιση των στρατιωτικών επιχειρήσεων προς Ανατολάς, με στόχο την Aγκυρα και την οριστική συντριβή του εχθρού.

Ωστόσο, η ομοφωνία κάθε άλλο παρά πραγματική ήταν. Η στρατιωτική ηγεσία είχε αρκετές επιφυλάξεις –ορισμένοι μάλιστα τις εξέφρασαν και κατά τη διάρκεια της επιχείρησης–, δεν επέμεινε όμως. «Στη σύσκεψη αυτή η στρατιωτική και η πολιτική ηγεσία προσήλθαν με αποκλίνουσες προδιαθέσεις και στόχους. Η στρατιωτική πλευρά ήταν μάλλον απρόθυμη για τη συνέχιση της προέλασης, αλλά δεν αναλάμβανε την ευθύνη να εκφέρει την άποψη αυτή ευθέως» (Σωτ. Ριζάς, «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας», Καστανιώτης, 2015, σ. 266-7).

Η προέλαση προς την Aγκυρα ξεκίνησε την 1η Αυγούστου, στο τέλος όμως του μήνα, και έχοντας μεσολαβήσει η Μάχη του Σαγγαρίου, ο Παπούλας αναγκάστηκε να δώσει εντολή υποχώρησης και οχύρωσης δυτικά του Σαγγαρίου. Η διαταγή υποχώρησης εκδόθηκε στις 10.00 της 29ης Αυγούστου και η Στρατιά διέβη και πάλι τον Σαγγάριο δύο ημέρες αργότερα. Εύλογα λοιπόν, έπειτα από αυτή την εξέλιξη, αναδείχθηκε σε ένα από τα βασικά ερωτήματα της Μικρασιατικής Εκστρατείας το αν έπρεπε να πραγματοποιηθούν οι επιχειρήσεις προς την Αγκυρα. Αλλωστε, το ερώτημα αυτό υπήρχε και πριν ξεκινήσουν αλλά και ενόσω εξελίσσονταν.

Η επιχείρηση είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας

Του Νίκου Κανελλόπουλου

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;-1

Επειτα από σηµαντική ενίσχυση σε προσωπικό και µέσα, η Στρατιά Μικράς Ασίας εξόρμησε τον Ιούνιο του 1921 για να εξουδετερώσει τον κεμαλικό στρατό και να καταλάβει τους σημαντικούς συγκοινωνιακούς κόμβους Εσκί Σεχίρ, Κιουτάχεια και Αφιόν Καραχισάρ. Η Στρατιά πέτυχε το δεύτερο σκέλος των επιδιώξεών της, αλλά απέτυχε να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στις τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες υποχώρησαν και οχυρώθηκαν ανατολικά του Σαγγάριου ποταμού καλύπτοντας την Αγκυρα. Καθώς η Στρατιά δεν ήταν προετοιμασμένη να συνεχίσει την καταδίωξη των Τούρκων, οι επιχειρήσεις διακόπηκαν στις 10 Ιουλίου και τέθηκε εκ νέου το δίλημμα της συνέχισης ή μη των επιθετικών επιχειρήσεων προς ανατολάς. Το μικρασιατικό ζήτημα παρέμενε άλυτο διπλωματικά και η ελληνική κυβέρνηση, εγκλωβισμένη στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί, αποφάσισε να επιδιώξει για ακόμη μια φορά να δοθεί λύση στο πεδίο της μάχης. Ηταν όμως αυτή μια επιλογή με σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας; Τον Μάρτιο του 1926 κατέθεσε ως μάρτυρας στην Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Δωσιλόγων Μ. Ασίας, που διερευνούσε τις ευθύνες των διοικητών διαφόρων στρατιωτικών μονάδων κατά την κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία, ο υποστράτηγος Πτολεμαίος Σαρηγιάννης. Ο Σαρηγιάννης, ως συνταγματάρχης, είχε διατελέσει διευθυντής του ΙΙΙ Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς Μικράς Ασίας, δηλαδή διευθυντής του γραφείου που κατάρτιζε τα σχέδια επιχειρήσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 1921. Η επιτροπή τον ρώτησε μεταξύ άλλων για τις πιθανότητες επιτυχίας της επιχείρησης προς Αγκυρα. Ο Σαρηγιάννης ανέφερε ότι «…η επιχείρησις ήτο πράγματι πολύ δυσχερής. Κατά την εμήν αντίληψιν αύτη θα παρουσίαζεν πιθανότητας επιτυχίας 50%-60%». Ο Σαρηγιάννης όμως δεν φέρεται να πρόβαλε αντιρρήσεις για τη συνέχιση της εκστρατείας πέραν του Σαγγαρίου κατά τη σύσκεψη του επιτελείου της στρατιάς στις 13 Ιουλίου 1921 στην Κιουτάχεια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του συνταγματάρχη Γεωργίου Σπυρίδωνος, ο οποίος ήταν διευθυντής του IV Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς, δηλαδή του γραφείου που ήταν υπεύθυνο για τις μεταφορές και τον εφοδιασμό της, ο Σαρηγιάννης ανέφερε ότι έπρεπε άμεσα να ξεκινήσουν οι επιχειρήσεις για να μη δοθεί στους Τούρκους χρόνος ανασυγκρότησης και οργάνωσης της άμυνάς τους. Ο Σπυρίδωνος δήλωσε ότι η Στρατιά με τα διατιθέμενα μέσα και εφόδια δεν μπορεί να επιχειρήσει ανατολικά του Σαγγαρίου. Ο επιτελάρχης της Στρατιάς, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, έκλινε προς την άποψη του Σαρηγιάννη, γεγονός που κατέληξε στη σύνταξη ενός υπομνήματος στο οποίο αναγνωρίζονταν μεν οι δυσχέρειες εφοδιασμού, αλλά λίαν ασαφώς αναφερόταν ότι η Στρατιά θα προχωρήσει ανατολικά του Σαγγαρίου αναλόγως της κατάστασης που θα διαμορφωθεί. Δύο ημέρες μετά, στις 15 Ιουλίου 1921, πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια συμβούλιο με τη συμμετοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη, του υπουργού των Στρατιωτικών Νικολάου Θεοτόκη, του αρχηγού της Επιτελικής Υπηρεσίας Στρατού αντιστρατήγου Βίκτωρος Δούσμανη, του διοικητή της Στρατιάς αντιστρατήγου Αναστασίου Παπούλα, του επιτελάρχη της Στρατιάς και του υποστρατήγου Ξενοφώντος Στρατηγού, συμβούλου της κυβέρνησης. Στο συμβούλιο εγκρίθηκε ομόφωνα η προέλαση προς την Αγκυρα, ενώ το υπόμνημα της Στρατιάς υπεβλήθη λίγο πριν από την ολοκλήρωση του συμβουλίου. Ουδείς εκ των αρμόδιων στρατιωτικών φαίνεται να τόνισε προς την πολιτική ηγεσία την υψηλή επικινδυνότητα της επιχείρησης. Αντίθετα, οι διοικητές των τριών σωμάτων στρατού της Στρατιάς, που καλούνταν να εκτελέσουν την επιχείρηση, συμφωνούσαν στην ανάγκη ενίσχυσης με προσωπικό και μέσα. Η ανάγκη αυτή δεν τέθηκε προς την πολιτική ηγεσία ως προϋπόθεση για την εκτέλεση της επιχείρησης προς την Αγκυρα.

Η πολιτική ηγεσία «επέβαλε» μια επιθετική στρατιωτική στρατηγική η οποία ήταν δύσκολα υλοποιήσιμη με τα διαθέσιμα στρατιωτικά μέσα και ως εκ τούτου η εκτέλεση της επιχείρησης ήταν υπερβολικά επισφαλής. Ο αριθμητικός συσχετισμός των αντιπάλων, το έδαφος και η αμυντική οργάνωση των Τούρκων, η υπεροχή του τουρκικού ιππικού και ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε για τις συγκοινωνίες της στρατιάς, η απόσταση από τα κέντρα ανεφοδιασμού σε σχέση με τα διαθέσιμα μεταφορικά μέσα, ήταν ορισμένοι από τους παράγοντες που καθιστούσαν την επιχείρηση δυσχερή και με μειωμένες πιθανότητες επιτυχίας. Πρόκειται για μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου o πόλεμος δεν μπορούσε να αποτελέσει συνέχεια της πολιτικής, λόγω ανεπάρκειας των στρατιωτικών μέσων. Και η πολιτική ηγεσία, έχοντας απομονωθεί διπλωματικά, επιδίωκε να επιλύσει το μικρασιατικό ζήτημα διά της στρατιωτικής οδού χωρίς η στρατιωτική ηγεσία να προσδιορίσει με σαφήνεια την ανεπάρκεια των μέσων και την υψηλή επικινδυνότητα του εγχειρήματος. Σύντομα αναδύθηκαν αντικρουόμενες απόψεις και για τον τρόπο που έπρεπε να εκτελεστεί η επιχείρηση, όπως διαπιστώνεται από τα διαδοχικά υπομνήματα που υπέβαλαν ο Βίκτωρ Δούσμανης και ο Ξενοφών Στρατηγός στον Κωνσταντίνο. Ο πρώτος κατέκρινε το σχέδιο της Στρατιάς και του Ξ. Στρατηγού για ελιγμό εκ του νότου και διάβαση της Αλμυράς Ερήμου και πρότεινε ότι η επίθεση έπρεπε να κατευθυνθεί ανατολικά με άξονα τη σιδηροδρομική γραμμή. Η απόφαση της προέλασης προς Αγκυρα ήταν λανθασμένη διότι, υπό τους όρους και τις συνθήκες υπό τις οποίες θα εκτελούνταν, είχε μικρές πιθανότητες επιτυχίας, πιθανότητες που μειώθηκαν περαιτέρω από το σχέδιο επιχειρήσεων που επιλέχθηκε. Παρά τις αντιξοότητες, η μαχητικότητα και η αυτοθυσία των Ελλήνων αξιωματικών και στρατιωτών έφερε τη Στρατιά σε ένα οριακό σημείο, όπου ίσως μια τελευταία προσπάθεια να οδηγούσε στην Αγκυρα, αλλά το πολύ υψηλό τίμημα αίματος δεν εξασφάλιζε με βεβαιότητα τη λύση του γόρδιου δεσμού του μικρασιατικού ζητήματος.

* Ο κ. Νίκος Κανελλόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων.

Η πολιτική ηγεσία επέβαλε την προέλαση

Του Ιακώβου Δ. Μιχαηλίδη 

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;-2

Αλλιώς είχαν φανταστεί οι Ελληνες τους εορτασµούς για τη συµπλήρωση των πρώτων εκατό χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Η εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας δεν άφηνε πολλά περιθώρια για πανηγυρισμούς και θριαμβολογίες. Προσφερόταν όμως για συμβολισμούς και λαϊκιστικές εξάρσεις. Ετσι την 25η Μαρτίου 1921 οι πολίτες της Αθήνας αντίκρισαν στους τοίχους κακοτυπωμένες αφίσες που εμφάνιζαν τον βασιλιά Κωνσταντίνο να καταπατά με το άλογό του τον τουρκικό δράκο στη Χρυσή Πύλη και να ιππεύει δίπλα δίπλα με τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

Στο μέτωπο οι εξελίξεις ήταν δυσοίωνες. Το τουρκικό αντάρτικο είχε σταδιακά δυναμώσει, ενώ αρκετοί από τους πρώην συμμάχους άρχισαν να ερωτοτροπούν με τους Τούρκους εθνικιστές. Μάλιστα στα τέλη Μαρτίου στο χωριό Ινονού οι κεμαλικοί με επικεφαλής τον Ισμέτ Πασά είχαν υποχρεώσει τους Ελληνες σε αναδίπλωση και επιστροφή στην Προύσα. Ηταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός στρατός δεν αντιμετώπισε σώματα ατάκτων αλλά έναν οργανωμένο στρατό που ήταν καλά εξοπλισμένος. Εως τα τέλη της άνοιξης του 1921 η δύναμη της ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας ανήλθε σε 200.000 άνδρες. Εκδηλώνοντας με τον πιο διαφανή τρόπο την ελληνική αποφασιστικότητα, στις 11 Ιουνίου μετέβη στη Σμύρνη ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με το επιτελείο του.

Στις 10 Ιουλίου άρχισε νέα ελληνική επίθεση με στόχο την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Στις 17 Ιουλίου καταλήφθηκε η Κιουτάχεια και στις 19 Ιουλίου το Εσκί Σεχίρ, αλλά οι Τούρκοι, με διοικητή τον Ισμέτ Πασά, είχαν υποχωρήσει συντεταγμένα. Ακολούθησαν νέες εντατικές συζητήσεις για το τι έπρεπε να γίνει, παρουσία του ίδιου του βασιλιά Κωνσταντίνου που έφθασε στο μέτωπο μαζί με αντιπροσωπεία βουλευτών από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Στο αποκαλούμενο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στην Κιουτάχεια στις 26 Ιουλίου 1921 οι πολιτικοί επέβαλαν τις απόψεις τους. Η θεωρητικά ομόφωνη απόφαση για τη συνέχιση της εκστρατείας προς Αγκυρα ελήφθη με το επιχείρημα της οριστικής συντριβής του εχθρού, αφού η ενδεχόμενη κατάληψη της Αγκυρας θα στερούσε από τον Κεμάλ τη βάση ανεφοδιασμού του, υποχρεώνοντάς τον να μετακινηθεί πλησιέστερα προς τη Σεβάστεια, την Καισάρεια ή το Χαρπούτ, περιοχές που δεν ήταν και πολύ φιλικές προς τον ίδιο, ενώ παράλληλα θα επιτυγχανόταν επικοινωνία και με την περιοχή του Πόντου, όπου διαβιούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Η σύσκεψη της Κιουτάχειας περατώθηκε στις 28 Ιουλίου 1921. Επακολούθησε η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση που ανέλαβε ποτέ ο ελληνικός στρατός. Χωρισμένη σε τρία τμήματα, η Στρατιά Μικράς Ασίας ξεκίνησε τη μεγαλειώδη πορεία καταδίωξης του εχθρού διαβαίνοντας τον ποταμό Σαγγάριο, διασχίζοντας την Αλμυρά Ερημο σε συνθήκες αφόρητης ζέστης και με την επιμελητεία σε μαρασμό.

Τα νέα της ελληνικής προέλασης σκόρπισαν πανικό στην Αγκυρα. Ο Μουσταφά Κεμάλ, όμως, δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Είχε εγκαταστήσει το επιτελείο του στο χωριό Πολατλί, ανατολικά του Σαγγάριου, εκεί όπου αιώνες πριν ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κόψει τον γόρδιο δεσμό. Λίγες ημέρες νωρίτερα, μιλώντας ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, εξασφάλισε για τρεις μήνες διευρυμένες εξουσίες. Ηταν προετοιμασμένος για αγώνα μέχρις εσχάτων. Στα πρόθυρα του Πολατλί έφθασαν οι Ελληνες έπειτα από εξαντλητική πορεία εννιά ημερών τον Αύγουστο του 1922. Μόνο η ελπίδα να προσεγγίσουν επιτέλους την Αγκυρα εξακολουθούσε να τους κινητοποιεί. Εκεί, στους αφιλόξενους λόφους της Ανατολίας, δόθηκαν οι σκληρότερες και φονικότερες μάχες με τους κεμαλικούς. Στην Αγκυρα οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να φεύγουν, φοβούμενοι πως σύντομα θα έφθαναν οι Ελληνες. Στην Αθήνα, πάλι, οι ειδήσεις των αρχικών επιτυχιών σκόρπισαν ευφορία.

Η στρατηγική του Κεμάλ ήταν απλή, αλλά απόλυτα ορθολογική και τελικώς επιτυχημένη. «Δεν υπάρχει γραμμή άμυνας, υπάρχει πεδίο άμυνας που είναι όλη η πατρίδα μας. Δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ούτε μια σπιθαμή εδάφους μας αν προηγουμένως δεν ποτιστεί με το αίμα του πατριώτη». Η μετατροπή της τουρκικής αντίστασης σε αγώνα μέχρις εσχάτων, όχι όμως σε μια συγκεκριμένη γραμμή άμυνας, αλλά στο σύνολο της χώρας και οι επί τόπου εκτελέσεις των λιγόψυχων έφεραν τελικά το αποτέλεσμά τους. Παρά τη σφοδρή και ηρωική ελληνική επίθεση, η τρίτη γραμμή άμυνας των Τούρκων δεν διασπάστηκε. Ετσι, στις 11 Σεπτεμβρίου 1921 ο αρχιστράτηγος Παπούλας αναγκάστηκε να δώσει εντολή υποχώρησης και οχύρωσης δυτικά του Σαγγάριου. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, η περικύκλωση και η εξολόθρευση ή αποδυνάμωση του εχθρού, δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, στα πεδία της μάχης χιλιάδες Ελληνες στρατιώτες είχαν χάσει τη ζωή τους μαχόμενοι ηρωικά. Ο θλιβερός απολογισμός ήταν 4.000 νεκροί, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενοι. Η εκστρατεία του Σαγγαρίου σήμανε και το τέλος των επιθετικών ενεργειών του ελληνικού στρατού. Στο στρατόπεδο των Τούρκων επικράτησε ανακούφιση, ενώ στον Κεμάλ επιδόθηκε ο τίτλος του Γαζή. Στο ελληνικό στρατόπεδο, αντίθετα, κυριάρχησε η απογοήτευση. Ο δρόμος για την τελική πράξη του δράματος είχε πλέον ανοίξει.

* Ο κ. Iάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.

1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;-3
Διάβαση του Σαγγαρίου με πλωτή γέφυρα που κατασκεύασε το Μηχανικό. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ
1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;-4
Το ελληνικό στρατόπεδο λίγο πριν από το πέρασμα του Σαγγαρίου. Φωτ. ΑΝΡΙ – ΠΟΛ ΜΠΟΑΣΟΝΑ, ΑΡΧΕΙΑ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ
1922 – Τα αναπάντητα ερωτήματα της καταστροφής: Ήταν λάθος η ελληνική προέλαση προς την Άγκυρα;-5
Ωρα μάχης στα υψώματα της Σαπάντζας. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΑΘΗΝΑ

Οι στρατιωτικοί είχαν θεωρήσει εφικτή την επιχείρηση

Του Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου

Την 2α/15η Μαΐου 1919, τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα απεβιβάσθησαν στη Σμύρνη, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Η Ελλάδα έπρεπε να επιβάλει την τάξη στην περιοχή, έως την υπογραφή της τελικής συνθήκης με την οθωμανική κυβέρνηση. Ο ελληνικός στρατός δημιούργησε ένα προγεφύρωμα, το οποίο διευρύνθηκε, έπειτα από προσπάθειες του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου. Κατόπιν, οι Σύμμαχοι επέτρεψαν στα ημέτερα τμήματα να αντεπιτίθενται και να καταδιώκουν τον εχθρό (που εξορμούσε συχνά από την ιταλική ζώνη), δίχως να απομακρύνεται πέραν των τριών χιλιομέτρων. από τις βάσεις του. Τελικώς, ο περιορισμός αυτός ήρθη τον Μάιο του 1920 και αφού ο Κρητικός πολιτικός είχε διαβεβαιώσει τους ξένους ότι η Ελλάδα μπορούσε να συντρίψει στρατιωτικώς τους Τούρκους.

Ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε την Ανατολική Θράκη και περιοχές της Ιωνίας, κινούμενος και πέραν της γραμμής που είχαν ορίσει οι Σύμμαχοι. Επηκολούθησε η έντονη προσπάθεια του Βενιζέλου να κατανικήσει τις αντιδράσεις όλων των στρατιωτικών και πολλών πολιτικών παραγόντων των Συμμάχων,1 για να υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, το θέρος του 1920. Από την επομένη της υπογραφής της, όμως, Γάλλοι και Ιταλοί βυσσοδομούσαν για την αναθεώρησή της. Στο μέτωπο, κατελήφθη το Ουσάκ, ενώ απεκρούσθη η πρώτη σοβαρή επίθεση των κεμαλικών, που είχαν πλέον συγκροτήσει μεγάλες μονάδες τακτικού στρατού, μειωμένης ακόμα συνθέσεως, αλλά αξιόμαχες.

Την 22α Αυγούστου 1920, ο αρχιστράτηγος της Στρατιάς Μ. Ασίας Λεων. Παρασκευόπουλος είπε στον πρωθυπουργό ότι η κατάληψη της Αγκύρας ή ακόμη και του Ικονίου θα επέφερε «μέγιστον ηθικόν πλήγμα» εναντίον του εχθρού και θα τον αποσυνέθετε πολεμικά.2 Ο Βενιζέλος δεν απέρριψε την πρόταση, αλλά το θέμα «πάγωσε» λόγω των τότε επικείμενων εκλογών, που έχασαν οι Φιλελεύθεροι. Το αποτέλεσμα των εκλογών έδωσε το πρόσχημα στο Παρίσι και τη Ρώμη να ταχθούν αναφανδόν κατά των Ελλήνων. Η ιδέα περί προέλασης στο εσωτερικό της Ανατολίας επανήλθε στο προσκήνιο μετά την εαρινή και τη θερινή εκστρατεία του ελληνικού στρατού (1921), επί κυβερνήσεως των αντιβενιζελικών. Σε αυτές, τα ημέτερα τμήματα νίκησαν αλλά δεν συνέτριψαν τον Μουσταφά Κεμάλ. Επομένως, δεν εκπληρώθηκε ο «αντικειμενικός σκοπός», αν και είχε γίνει εντατική προετοιμασία, που εξέπληξε φίλους και αντιπάλους, ακόμη και διεθνώς.3

Την 15η/28η Ιουλίου 1921 πραγματοποιήθηκε συμβούλιο της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας στην Κιουτάχεια. Σε αυτό, επανήλθε η πρόταση Παρασκευόπουλου. Το υπόμνημα, που κατέθεσε η διοίκηση της Στρατιάς, συνεκτιμούσε όλες τις παραμέτρους και εισηγείτο να πραγματοποιηθεί η προέλαση με «αντικειμενικό σκοπό» τη διάλυση του εχθρικού στρατού ή την απομάκρυνσή του από το μέτωπο του Εσκή Σεχίρ κατά τέτοιον τρόπο ώστε «η συγκέντρωσή του προ του μετώπου αυτού να καθίστατο αδύνατη» ή να απαιτούσε χρόνο και μέσα, τα οποία δεν διέθετε τότε (σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις) ο Κεμάλ. Επίσης, θα διαλυόταν το, ευρισκόμενο στην Αγκυρα, κέντρο ανεφοδιασμού του. Εάν ο εχθρός δεν υπέκυπτε, τα ημέτερα τμήματα θα επέστρεφαν στη γραμμή Εσκή Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ αφού κατέστρεφαν ολοσχερώς τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκή Σεχίρ – Αγκύρας. Ακόμη και αν ο Κεμάλ ξεγλιστρούσε, «η κατάληψη της Αγκύρας θα απέβαινε μοιραία (δι’ αυτόν). Διότι μπορούσε ο Κεμάλ να συνεχίσει τον αγώνα και πέραν της πρωτευούσης του, αλλά μόνον υπό μορφήν ανταρτοπολέμου. Η περιοχή, χωρίς συγκοινωνίες, χωρίς σημαντική δημογραφική βάση, χωρίς πόρους δεν θα επέτρεπε την ύπαρξη και δράση πραγματικού τακτικού στρατού», όπως έχει γραφεί.

Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, ήταν η ύπαρξη κατάλληλης επιμελητείας και επαρκών μεταφορικών μέσων. Ο αρμόδιος αξιωματικός (συνταγματάρχης Πτολ. Σαρηγιάννης) ερωτήθηκε και παρείχε συνεχείς διαβεβαιώσεις περί των ανωτέρω, τουλάχιστον μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις πραγματοποιήθηκε η τελική εξόρμηση, η οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει στην οριστική συντριβή του εχθρού, καθώς τα ημέτερα τμήματα διέσπασαν τις δύο εκ των τριών γραμμών αμύνης του. Η τύχη της Μ. Ασίας εκρίθη για 15 λεπτά, όπως παρεδέχθη ο Κεμάλ. Τελικώς, η συνέχιση της επιθέσεως ανεστάλη, η εχθρική αντεπίθεση απεκρούσθη και οι Ελληνες επέστρεψαν με ακμαίο ηθικό στις βάσεις εξορμήσεώς τους.

Εκτοτε, ενεργό ρόλο ανέλαβε η διπλωματία. Δυστυχώς, αυτή απέτυχε να δώσει λύση. Ο αναδιοργανωμένος (και πολλαπλώς ενισχυόμενος από τους μπολσεβίκους) κεμαλικός στρατός επετέθη έπειτα από 11 μήνες, διασπώντας το ελληνικό μέτωπο. Πολλοί θεωρούν σοβαρό σφάλμα την προέλαση μέχρι την Αγκυρα, τα γεγονότα, όμως, δεν πρέπει να κρίνονται με «την εκ των υστέρων σοφία». Η τότε στρατιωτική ηγεσία (και των δύο παρατάξεων) είχε μελετήσει επισταμένως και είχε θεωρήσει εφικτή τη συγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία λίγο έλειψε να οδηγήσει στην ολοκληρωτική νίκη.

Οι στρατιωτικοί συμφωνούσαν στην ανάγκη ενίσχυσης με προσωπικό και μέσα. Η ανάγκη αυτή δεν τέθηκε προς την πολιτική ηγεσία ως προϋπόθεση για την εκτέλεση της προέλασης.

1. «Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού, 1833-1949», τ. Α΄. Αθήνα: Σάκκουλας, 2014, σ.σ. 582-592.

2. Κων. Σβολόπουλος, «Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μ. Ασία» Αθήνα: Ικαρος, 2009, σελ. 82.

3. «Η ιστορία….», σ.σ. 652-653.

* Ο κ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι νομικός – διεθνολόγος, διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής στρατιωτικών σχολών.

Ασυντόνιστοι οι τρεις άξονες της εκστρατείας στη Μικρασία

Του Τάσου Σακελλαρόπουλου 

Η απάντηση είναι προφανώς ναι. Ωστόσο, προκειμένου να αντιληφθούμε πώς οι επιχειρήσεις προς Αγκυρα, του καλοκαιριού του 1921, αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για τη μικρασιατική εκστρατεία, θα πρέπει να ορίσουμε τα στοιχεία που διαμόρφωσαν και καθόρισαν το πλαίσιο της εκστρατείας αυτής, ήδη από τον Μάιο του 1919.

Η εκστρατεία κινήθηκε επί τριών βασικών αξόνων. Ο πρώτος αφορούσε τη διπλωματική λειτουργία, τη συνεργασία της Ελλάδας με τους συμμάχους της, αλλά και την ελληνική πολιτική λειτουργία στο εσωτερικό της χώρας. Ο δεύτερος αφορούσε την πολεμική ετοιμότητα και δράση του ελληνικού στρατού στα εδάφη της Ιωνίας και ο τρίτος αφορούσε την ιδεολογική διάσταση του πολέμου για τους Ελληνες, δηλαδή τη Μεγάλη Ιδέα, την κυρίαρχη εθνική αλυτρωτική ιδεολογία, δεσπόζουσα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Κύριο και βασικό πρόβλημα της ελληνικής εκστρατείας στη Μικρά Ασία αποτέλεσε το γεγονός ότι οι τρεις αυτοί άξονες, δηλαδή ο διπλωματικός στο εξωτερικό και ο πολιτικός στο εσωτερικό, όπως και ο πολεμικός και ο ιδεολογικός, πέραν της αρχικής φάσεως του πολέμου, ουδέποτε αλληλοσυμπληρώθηκαν και ουδέποτε αναπτύχθηκαν αρμονικά.

Η αναφορά στην αρμονική λειτουργία των αξόνων συνδέεται με την περίοδο Μαΐου 1919 (αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη) – Νοεμβρίου 1920 (ήττα της βενιζελικής παράταξης). Τότε, λόγω της συμμετοχής μας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και λόγω της πολιτικής και διπλωματικής ικανότητας του Βενιζέλου, δέχεται τη συμμαχική εντολή να αποβιβάσει στρατιωτικά τμήματα στην Ιωνία προκειμένου να φροντίσει την τάξη, να προστατεύσει τις χριστιανικές μειονότητες και να αποτελέσει εκεί τον τοποτηρητή των νικητών συμμάχων επί της ηττημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ίδιο γεγονός όμως έχει διαφορετική ανάγνωση για το εσωτερικό της Ελλάδας, αφού εισπράττεται, όχι ως συμμαχική εντολή αλλά ως το πρώτο και κύριο αλυτρωτικό βήμα για την προσάρτηση – ενσωμάτωση των εδαφών της Ιωνίας στον ελλαδικό κορμό.

Εδώ καταγράφεται η πρώτη δυσλειτουργία μεταξύ των δύο αξόνων, του πολιτικού – διπλωματικού και του ιδεολογικού. Ο άλλος άξονας, ο πολεμικός, δύναται και εξομαλύνει τη δυσλειτουργία, όσο ανταποκρίνεται θετικά στις απαιτήσεις των περιορισμένων έως τότε επιχειρήσεων. Εως τον Νοέμβριο του 1920 οι τρεις άξονες αλληλοσυμπληρώνονται, αφού οι δυσλειτουργίες δεν είναι εκρηκτικές.

Οταν οι εκλογές παραδώσουν τα χειριστήρια της εκστρατείας σε χέρια αρνητικά και απρόθυμα για την αντιμετώπιση αυτού του εντυπωσιακά σύνθετου και απαιτητικού για την Ελλάδα εγχειρήματος, η εκστρατεία, οι διπλωματικές επαφές, η πολιτική στο εσωτερικό, όπως και το ιδεολογικό πλαίσιο μπαίνουν σε ασυντόνιστη φάση.

Η αντιβενιζελική πολιτική ηγεσία υποστηρίζει στο εξωτερικό τη θνησιγενή και εύθραυστη Συνθήκη των Σεβρών, ενώ επί του μετώπου επιχειρεί να ανατρέψει τα «συντηρητικά» πολεμικά βήματα του Βενιζέλου και κινείται επιθετικά εναντίον του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος με στόχο την πλήρη πολεμική καταστροφή του, έχοντας ακυρώσει την ηγετική δομή του νικηφόρου στρατού. Στη στιγμή αυτή (Μάρτιος 1921, αναγνωριστική επιχείρηση προς το Εσκή Σεχίρ) βασίζεται επί της ουσίας και η αποτυχία της μεγάλης εκστρατείας προς Σαγγάριο – Αγκυρα του καλοκαιριού του ιδίου έτους.

Αναλυτικότερα, από τον Νοέμβριο του 1920 έως τον Μάρτιο του 1921 οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις έχουν δείξει στο εξωτερικό ένα ελληνικό διπλωματικό πρόσωπο σίγουρο για τις πολιτικές και στρατιωτικές δυνατότητές του. Στο εσωτερικό της χώρας, απέναντι σε μια κοινωνία βαθιά διχασμένη, προβάλλεται μια κυβερνητική βεβαιότητα η οποία μιμείται τη σιγουριά του Βενιζέλου και σχεδιάζει πολεμικά βήματα χωρίς να υπολογίζει την αφόρητη πίεση του χρόνου και την ταχύτατη τουρκική συγκρότηση. Χωρίς την πολιτική ωριμότητα, πολιτικό θάρρος και ψυχραιμία, επιτρέπει στον εαυτό της πολεμικές κινήσεις στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας».

Ωστόσο, μακριά από την ησυχία των Αθηνών, επί του πολεμικού πεδίου της Ιωνίας, η πολιτική εκδικητικότητα είχε φέρει καίρια πλήγματα που ακύρωναν την ηθική και επιχειρησιακή συγκρότηση του στρατού, επιτυχώς διαμορφωμένη ήδη από το 1912. Η αποπομπή επιτυχημένων και εμπειροπόλεμων συνταγματαρχών και στρατηγών, όπως οι Πάγκαλος, Νίδερ, Ζυμβρακάκης, Ιωάννου, Κονδύλης, Μανέτας, Τσερούλης, Οθωναίος, στερεί από την αντιβενιζελική στρατιωτικοπολιτική ηγεσία την επαφή με την πραγματικότητα, σχετικά με τις δυνατότητες Ελλήνων και Τούρκων. Μια ενέργεια που θέτει σε δραματικό κενό τον ελληνικό ηρωισμό και τις απαράμιλλες θυσίες.

Στους παρορμητικούς και αφελείς σχεδιασμούς που εφαρμόζονται ανήκει και η διάβαση του Σαγγαρίου, η πορεία στην Αλμυρά Ερημο, η εκστρατεία προς Αγκυρα. Μοιάζει η τότε κυβέρνηση να κινείται με συμβολικά πολιτικά εργαλεία (προεδρία βασιλέα Κωνσταντίνου στο συμβούλιο της Κιουτάχειας), χωρίς να αντιμετωπίζει σοβαρά τις συνέπειες μιας αποτυχίας στην εκστρατεία προς Αγκυρα. Στοχεύει στην ολοκληρωτική καταστροφή του αντιπάλου, χωρίς να αντιλαμβάνεται ούτε το περιεχόμενο της ηθικής του πλέον συγκρότησης ούτε την εξέλιξη του εξοπλισμού του ούτε, το κυριότερο, την απερίγραπτη δυνατότητα αναδιπλώσεων των Τούρκων στα εδάφη της ανατολικής Μικράς Ασίας, του μεγαλύτερου πολεμικού εργαλείου του Κεμάλ, με το οποίο παρέσερνε τον ελληνικό στρατό.

Λανθασμένες και θνησιγενείς οι επιχειρήσεις προς Αγκυρα, όχι μόνον λόγω του αποτελέσματος, αλλά κυρίως λόγω της ελληνικής αδυναμίας στην αντίληψη ότι ο Κεμάλ είχε συντονίσει επιτυχώς τους τρεις δικούς του άξονες, τον πολιτικο-διπλωματικό, τον πολεμικό και τον ιδεολογικό.

* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.

“Καθημερινή”

 

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Να μη σημειώσουμε ότι -παρ’ότι την επίθεση προς την Άγκυρα την εισηγήθηκε στον Βενιζέλο ο κομματικοποιημένος Βενιζελικός (δικαιολογείται η κομματική ένταξη αξ/κών;;;) Αντγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος- οι Βενιζελικοί Κινηματίες του 1922 ,με την δική τους εκδοχή για την Ιστορία την ”φόρτωσαν” στους διαδόχους – κυβέρνηση και στρατό μετά τις εκλογές του 1920- ,τους οποίους και εξετέλεσαν ως υπευθύνους γιαυτήν την εκστρατεία και την βεβαία ήττα και καταστροφή, μετά την φιλία Λένιν και Ατατούρκ και την εγκατάλειψη μας από τους συμμάχους του Βενιζέλου της ΑΝΤΑΝΤ. ΚΑΙ
    Δεν είναι ανησυχητικό να διδάσκουν σε Στρατιωτικές Σχολές οι δύο από τους τέσσερες αρθρογράφους της αναρτήσεως- με διαφορετικές μάλιστα απόψεις- και να διχάζουν τους σπουδαστές τους για γεγονότα που επισυνέβησαν προ 100ετίας και που δίχασαν τότε και μέχρι το 1944 τους Έλληνες αξιωματικούς και συνετέλεσαν στον καταστροφικό ”εμφύλιο”;;;.
    Απεκρύβη η αλήθεια από την επίσημη Ιστορία του ΓΕΣ και πρέπει να αναθεωρηθεί (αναθεωρητισμό θέλει και η Τουρκία) ,ή, μήπως ”γίνεται αγώνας” να ξαναδιχασθούν οι Ένοπλες Δυνάμεις;;;.
    Ας μη μάθουμε ΟΛΗ την αλήθεια ”από επαγγελματική διαστροφή” των ιστορικών ( μερικοί από τους οποίους πλαστογράφησαν και την Ιστορία της Μακεδονίας για να υπογράψει η υποταγμένη πολιτική ηγεσία την Συμφωνία των Πρεσπών το 2018 );;;.
    ΚΑΙ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΠΗΡΕ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΣ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα