Η ήττα του Βενιζέλου, η επαναφορά του Κωνσταντίνου και οι εσωτερικές και διεθνείς διεργασίες
Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραφαν στη Γαλλία τη Συνθήκη των Σεβρών, που διαμοίραζε τα εδάφη τής πρώην αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη περιέρχονταν στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Θράκης, η ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, η Ιμβρος και η Τένεδος, καθώς και η Λήμνος, η Λέσβος, η Χίος, η Ικαρία, η Σαμοθράκη και η Σάμος.
Ο Βενιζέλος πίστευε ότι οι διπλωματικές επιτυχίες του θα ήταν και το εισιτήριό του για τη νίκη στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920. Το ίδιο πίστευαν το επιτελείο του και οι ξένοι σύμμαχοι. Για πρώτη φορά θα ψήφιζε η Ανατολική Θράκη, ενώ με ειδικά ψηφοδέλτια θα ψήφιζε επίσης ο στρατός στον τόπο υπηρεσίας του. Ωστόσο, κανείς δεν είχε υπολογίσει σωστά τις πολιτικές διεργασίες στο εκλογικό σώμα.
Επιπλέον, ο αιφνίδιος θάνατος του βασιλιά Αλέξανδρου (12 Οκτωβρίου) από δάγκωμα πιθήκου δημιούργησε ένα κλίμα «επιστροφής» του βασιλιά Κωνσταντίνου στις τάξεις των αντιβενιζελικών –και όχι μόνο– και μετέτρεψε τις εκλογές του Νοεμβρίου σε άτυπο δημοψήφισμα για τη μοναρχία.
Οι εκλογές του 1920 και η πολιτική αλλαγή που προκάλεσαν προβληματίζει ακόμη και σήμερα τους ιστορικούς. Επηρέασαν ή όχι την πορεία και την κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας; Τρεις ιστορικοί απαντούν αναλυτικά σε ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου.
Η απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία ήταν αδύνατη
Από τον Σωτήρη Ριζά
Επικρατεί η άποψη ότι το αποτέλεσµα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 ήταν καταστροφικό για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Οπως υποστηρίζεται, η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο, μετά τη νίκη των αντιβενιζελικών, είχε ως συνέπεια τη διακοπή της συνεργασίας της Αθήνας με τους Συμμάχους της Entente, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να αναλάβει μόνη το βάρος της εφαρμογής των όρων της Συνθήκης των Σεβρών.
Μια πρώτη ανάγνωση φαίνεται να δικαιώνει την άποψη αυτή. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον βασιλιά. Οι δύο τελευταίες μάλιστα υποστήριξαν την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις των Τούρκων εθνικιστών.
Μια πιο προσεκτική προσέγγιση όμως οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επικράτηση των αντιβενιζελικών δεν ήταν αποφασιστικής σημασίας για τις εξελίξεις. Το Λονδίνο, παρά το γεγονός ότι δεν αναγνώρισε τον βασιλιά, διατήρησε μια λειτουργική σχέση με τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις. Επίσης ενθάρρυνε διακριτικά, αλλά επίμονα την Αθήνα κατά την περίοδο 1920-22 στην τήρηση των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Η γαλλική κυβέρνηση, από την πλευρά της, είχε θέσει έμμεσα ήδη πριν από τις εκλογές του 1920 θέμα αναθεώρησης της συνθήκης καθώς είχε προτείνει στο Λονδίνο την ανάληψη «αποστολής ειρήνευσης» προς τον Μουσταφά Κεμάλ. Η βρετανική πλευρά είχε απορρίψει την πρόταση, αλλά η απόκλιση Βρετανίας και Γαλλίας ήταν προφανής. Η γαλλική πολιτική διαμορφωνόταν υπό το πρίσμα του αγγλο-γαλλικού ανταγωνισμού και της αντίληψης ότι η εδραίωση της ελληνικής θέσης στη Μικρά Ασία θα ευνοούσε τα βρετανικά συμφέροντα καθώς η Ελλάδα θεωρείτο προσδεδεμένη στη βρετανική στρατηγική. Η ιταλική θέση, τέλος, είχε ήδη αποτυπωθεί στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, τον Απρίλιο του 1920, όταν συμφωνήθηκαν οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών. Η ιταλική ηγεσία είχε καταστήσει σαφές στον Ελευθέριο Βενιζέλο ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να επιβάλει μόνη της τους όρους της συνθήκης η οποία επρόκειτο να υπογραφεί. Ως προς το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης της ελληνικής προσπάθειας, παρά τη σχετική συμφωνία του 1918, είχε αποδοθεί μικρό μόνο μέρος των πολεμικών πιστώσεων εκ μέρους της Βρετανίας και τίποτε εκ μέρους της Γαλλίας. Δεν υπήρχε δηλαδή αξιόλογη ροή συμμαχικής βοήθειας ήδη πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών.
Η εκλογική αναμέτρηση συνέπεσε όμως με μια κρίσιμη καμπή του μικρασιατικού ζητήματος, καθώς τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1920 συνειδητοποιήθηκε ότι οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών έπρεπε να επιβληθούν διά των όπλων. Τον Ιούνιο – Ιούλιο του 1920 ο ελληνικός στρατός είχε πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή προέλαση προς το Ουσάκ και την Προύσα, πέραν δηλαδή των ορίων της ζώνης που παραχωρήθηκαν στην ελληνική διοίκηση. Παράλληλα όμως γινόταν αντιληπτό ότι η εντυπωσιακή αυτή προέλαση δεν είχε εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των Τούρκων εθνικιστών οι οποίοι υποχωρούσαν προς τα βάθη της Ανατολίας. Συνέπεια αυτού ήταν ο σχεδιασμός του αρχιστρατήγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου και του Επιτελείου, στο τέλος Αυγούστου του 1920, για προέλαση προς τον Σαγγάριο και την Αγκυρα, προκειμένου να καμφθεί η τουρκική αντίσταση. Το στρατηγικό πρόβλημα που ανέκυπτε και η κλίμακα της απαιτούμενης εκστρατείας δεν διέφευγε ασφαλώς της προσοχής του Βενιζέλου, ο οποίος απευθύνθηκε στον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, στις 5 Οκτωβρίου 1920, ζητώντας τη βρετανική συνδρομή, οικονομική, υλική αλλά και σε έμψυχο δυναμικό.
Το διάβημα του Βενιζέλου δεν έτυχε απάντησης. Η βρετανική κυβέρνηση ενθάρρυνε, όπως προαναφέρθηκε, τους διαδόχους του να συνεχίσουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία χωρίς εντούτοις να ενισχύσουν οικονομικά και με υλικά μέσα την προσπάθεια αυτή. Ο αντιβενιζελισμός, με ιθύνοντα νου τον Δημήτριο Γούναρη, είχε εγκαταλείψει τον Μάιο του 1920 τις επιφυλάξεις για την εμπλοκή στη Μικρά Ασία, με την ελπίδα ότι η συνέχιση της εκστρατείας θα σήμαινε τη βρετανική ανοχή έναντι της μέλλουσας αντιβενιζελικής κυβέρνησης. Επρόκειτο για εκδήλωση του «τραύματος» του αντιβενιζελισμού από την επέμβαση της Entente το 1917 που προκάλεσε την έξωση του Κωνσταντίνου. Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις ανέλαβαν ευρείες επιχειρήσεις εντός του 1921, πρώτα στο Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκή Σεχήρ και εν συνεχεία στον Σαγγάριο, αλλά δεν πέτυχαν το στρατηγικό πλήγμα που επιδιωκόταν. Ο Βενιζέλος επέκρινε στο σημείο αυτό τους διαδόχους του διότι ανέλαβαν την επιχείρηση αυτή χωρίς συμμαχική βοήθεια, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε προϋπόθεση για την επιτυχία της προσπάθειάς του το 1919-20.
Το θεμελιώδες ζήτημα όμως δεν ήταν η ικανότητα ή η αντίληψη του Γούναρη ή του Βενιζέλου. Με την απόβαση στη Σμύρνη και την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών το 1919-20 η Ελλάδα ανέλαβε ένα εγχείρημα που υπερέβαινε τις οικονομικές, στρατιωτικές και διπλωματικές της δυνατότητες. Υπερτιμήθηκε, τόσο από τον Βενιζέλο όσο και από τον Γούναρη, η ικανότητα της Βρετανίας να επηρεάσει καθοριστικά τις εξελίξεις, και υποτιμήθηκε η δυνατότητα των ηττημένων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Τούρκων να αντιδράσουν καθώς η στρατιωτική αδυναμία τους είχε θεωρηθεί οριστική. Το εγχείρημα αυτό σήμαινε τον εγκιβωτισμό της ελληνικής πολιτικής στη λογική και το πλαίσιο της στρατιωτικής αναμέτρησης, καθώς όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ανέφικτη η άμυνα στα όρια της ζώνης της Σμύρνης που καθόριζε η Συνθήκη των Σεβρών. Η απεμπλοκή από τη Μικρά Ασία ήταν αδύνατη τόσο για τον Βενιζέλο όσο και για τον Γούναρη. Οσο διπλωματικό ταλέντο και αν διέθετε ο Βενιζέλος, δεν ήταν δυνατόν η Αθήνα να αποδεσμευτεί από τη Συνθήκη των Σεβρών ή να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς το 1921. Οι εκλογές του 1920 λίγο επέδρασαν στην πραγματικότητα αυτή.
* Ο κ. Σωτήρης Ριζάς είναι διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Ερευνας Ιστορίας Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο διεθνής αντίκτυπος της ήττας του Βενιζέλου
Του Νικόλαου Παπαδάκη
Η βεβαιότητα για άνετη επικράτηση του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 ήταν διάχυτη μεταξύ των ανταποκριτών των μεγάλων ευρωπαϊκών εφημερίδων στην Αθήνα. Ενδεικτικά, οι λονδρέζικες Times και Daily Telegraph και η παρισινή Le Temps προεξοφλούσαν θρίαμβο του Βενιζέλου, επικαλούμενες και τους επίσημους συμμαχικούς κύκλους και τους πρεσβευτές στην Αθήνα.
Το εκλογικό αποτέλεσμα διέψευσε όλες τις προβλέψεις. Στην Ευρώπη, την αρχική έκπληξη για το αποτέλεσμα διαδέχθηκε η οργή. Οι ηγεσίες των συμμαχικών χωρών αντέδρασαν με τελεσίγραφα.
Οι Times, τρεις μόλις μέρες μετά τις εκλογές, σε μακροσκελέστατο άρθρο τόνιζαν: «Δεν μπορούμε να θυμηθούμε από την εποχή του Αριστείδη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα λαϊκής αγνωμοσύνης ή λαϊκής αφροσύνης». Και προειδοποιούσαν ότι Αγγλία και Γαλλία θα αρνούνταν την ελάχιστη βοήθεια ή υποστήριξη «στον Γερμανό πράκτορα στον θρόνο των Αθηνών, ή σε έναν λαό που είναι ικανός να υποβάλλει εαυτόν στη διοίκησή του […] Οι Σύμμαχοι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τον Κωνσταντίνο ή με τους αμετανόητους οπαδούς του». Η ίδια εφημερίδα, σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη, αναφερόταν στον έξαλλο ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η πτώση του Βενιζέλου. Οι εκλογές χαρακτηρίζονταν μοιραίες από τους Times και τη Manchester Guardian, η οποία μάλιστα σημείωνε ότι «η απόρριψη του σωτήρα της χώρας ήταν μία πράξη τρέλας και αγνωμοσύνης». Σε αντίστοιχο ύφος κινούνταν στις ΗΠΑ η αρθρογραφία των New York Times.
Ανάλογα δημοσιεύματα στον γαλλικό Τύπο ξέσπασαν σαν χιονοστιβάδα. Για τη Figaro οι υποστηρικτές του Κωνσταντίνου που είχαν ανέλθει στην εξουσία ήταν στην ουσία πράκτορες του Κάιζερ. Η Le Temps υπενθύμιζε ότι οι σύμμαχοι δεν έδωσαν τη Θράκη, την ευρωπαϊκή ακτή των Δαρδανελλίων και την περιοχή της Σμύρνης στην Ελλάδα: «Ολα αυτά τα έδωσαν στον Βενιζέλο διότι αυτόν εμπιστεύονταν». Η εφημερίδα προειδοποιούσε ότι τώρα πια η Γαλλία ήταν υποχρεωμένη να εστιάσει στην Τουρκία σαν το κλειδί για τη λύση του προβλήματος του ρωσικού επεκτατισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Excelsior.
Η εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του Βενιζέλου εδραζόταν στους ισχυρούς δεσμούς που είχε σφυρηλατήσει με τη δυτική συμμαχία σε ώρες δύσκολες για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Ο Τσώρτσιλ χαρακτήρισε τον Βενιζέλο «πραγματικό ήρωα του πολέμου», προσθέτοντας ότι «για χάρη του οι σύμμαχοι θα μπορούσαν να υπομείνουν πολλά, αλλά για την Ελλάδα του Κωνσταντίνου τίποτα». Τη γενικευμένη διαπίστωση για το διεθνές κύρος του Βενιζέλου αποτυπώνει στα απομνημονεύματά του και ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Robert Lansing: «Χωρίς την προσωπική επιρροή του, η επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας δεν θα ήταν τόσο μεγάλη. Ο,τι ζητούσε δόθηκε επειδή αυτός το ζητούσε».
Ο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, στο βιβλίο του «Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία», αποδεικνύει ότι μέχρι τη λήξη της πρωθυπουργικής του θητείας δεν είχε σημειωθεί οποιαδήποτε υπαναχώρηση έναντι των αρχικών κοινών προβλέψεων.
Σε κάθε περίπτωση, ο Βενιζέλος διέθετε το στρατηγικό αντίβαρο της Βρετανίας, όπου η πολιτική του Λόιντ Τζορτζ είχε πλήρως επιβληθεί και ταυτόχρονα με τα βρετανικά συμφέροντα στα Στενά εξυπηρετούσε και τις ελληνικές επιδιώξεις στη Μικρά Ασία.
Αλλά και στο πεδίο των επιχειρήσεων στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, μέχρι τον Οκτώβριο του 1920, ο βιογράφος του Κεμάλ, Αρμστρογκ, γράφει ότι «οι κεμαλικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να προβάλουν αντίσταση στους Ελληνες, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. […] Νικημένοι και απωθημένοι κατά τέτοιον επονείδιστο τρόπο, οι Τούρκοι είχαν αποθαρρυνθεί πλήρως».
Για την ίδια περίοδο, ο Ισμέτ Ινονού είχε πει το 1972 στον Σπύρο Μαρκεζίνη: «Οι Τούρκοι πολεμούσαν κατά των Γάλλων εις την Κιλικίαν, εμμέσως δε κατά των Αγγλων, τους οποίους διησθάνοντο πάντα όπισθεν των Ελλήνων […] ούτε με τους Μπολσεβίκους είχε τότε πραγματοποιηθεί οριστική συμφωνία. Εσωτερικώς το κύρος του Κεμάλ ήτο ασθενές και η ηγεσία του ζωηρώς ημφεσβητείτο».
Οσο διπλωματικό ταλέντο και αν διέθετε ο Βενιζέλος, δεν ήταν δυνατόν η Αθήνα να αποδεσμευτεί από τη Συνθήκη των Σεβρών ή να εγκαταλείψει τους ελληνικούς πληθυσμούς το 1921.
Η πτώση του Βενιζέλου άλλαξε δραματικά τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία από συμμαχοτουρκικός γινόταν πλέον ελληνοτουρκικός, τον οποίο η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διεξαγάγει μόνη της, χωρίς καμία στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από τους συμμάχους. Σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ ήταν μονόδρομος η σύναψη ειρήνης με την Τουρκία.
Οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις όμως προτίμησαν να συνεχίσουν έναν πόλεμο που, όπως γράφει ο Μαρκεζίνης, δεν πίστευαν και τον υποτιμούσαν, την ώρα που ο Κεμάλ κέρδιζε διεθνή αναγνώριση.
Χωρίς κανένα διεθνές έρεισμα, δεν επιχείρησαν τουλάχιστον να ισχυροποιηθούν στο εσωτερικό μέτωπο. Με εκκαθαρίσεις κατέστρεψαν τη συνοχή του στρατού και μετέδωσαν στο μέτωπο πνεύμα διαιρέσεως και κομματικών αντεκδικήσεων. Αρνήθηκαν τις υπηρεσίες του Βενιζέλου στις συμμαχικές πρωτεύουσες και απέρριψαν συμμαχικές πρωτοβουλίες, που πιθανότατα θα εξασφάλιζαν την Ανατολική Θράκη.
Ο Τσώρτσιλ σχολίασε την ουτοπική επιλογή της συνέχισης της εκστρατείας: «Η ιδέα ότι έπρεπε να εγκαταλείψουν ό,τι είχε κερδηθεί από τον Βενιζέλο ήταν ανυπόφορη για την υπερηφάνεια τους και βλαπτική για τη δημοτικότητά τους».
Από το 1912 έως το 1920 ο Βενιζέλος έναν μόνο πόλεμο είχε σχεδιάσει, τον συμμαχικό. Οι διάδοχοί του, αφού απομόνωσαν την Ελλάδα από τις συμμαχικές δυνάμεις, εξαπέλυσαν έναν αδιέξοδο πόλεμο στα βάθη της Μικράς Ασίας. Αγνόησαν την υποθήκη του Μπίσμαρκ: σε ένα συνδυασμό πέντε παικτών, φρόνιμο είναι να είσαι πάντοτε με το μέρος των τριών. Ατυχώς για την Ελλάδα, στον πόλεμο αυτόν δεν είχαν ούτε έναν συμπαίκτη. Η καταστροφή ήταν αναπόφευκτη.
* Ο κ. Νικόλαος Παπαδάκης είναι γενικός διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος».
Η νέα πολιτική ηγεσία ήταν ανεπαρκής και επιπόλαιη
Του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου
Ασφαλώς άλλαξαν την εξέλιξη και την κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας οι εκλογές του 1920. Μετέτρεψαν την πιθανότατη τελική αποτυχία της σε πλήρη στρατιωτική κατάρρευση και εθνική καταστροφή. Κι αυτό επειδή έφεραν στην εξουσία μία πολιτική ηγεσία που όχι μόνο εξαρχής δεν είχε πιστέψει στην εκστρατεία, αλλά και τη διαχειρίστηκε στη συνέχεια με ασύλληπτη ανεπάρκεια, επιπολαιότητα, ανευθυνότητα, ακόμη και ιδιοτέλεια.
«Δεν είναι πολιτική μας. Δεν ήτο ποτέ πολιτική μας. Ο Βενιζέλος μάς έφερεν εκεί. Τον πόλεμον τον εύρομεν». Eτσι απάντησε ο Δημήτριος Γούναρης στην κριτική του Ιωάννη Μεταξά για τη συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία, στη διάρκεια της γνωστής εμπιστευτικής συζήτησης στις 29 Μαρτίου 1921. Αμέσως όμως πρόσθεσε: «Πολιτικήν δεν δυνάμεθα να αλλάξωμεν, είμεθα υποχρεωμένοι να εξακολουθήσωμεν τον πόλεμον μέχρι τέλους, έστω και αν κινδυνεύσωμεν να καταστραφώμεν. Aλλως οι Aγγλοι θα παύσουν να μας θεωρούν ως σοβαρόν Eθνος…».
Αυτά δεν εξηγήθηκαν ποτέ δημόσια – ούτε προεκλογικά, ούτε μετεκλογικά. Οι εκλογές του 1920 αναμφίβολα άλλαξαν την πορεία της εκστρατείας, χωρίς όμως να αποτελεί η συνέχισή της εμφανές αντικείμενο του προεκλογικού αγώνα. Γι’ αυτό και είναι λάθος να συζητούν μερικοί αν το «Οίκαδε» ήταν προεκλογικό σύνθημα, μπερδεύοντας τις χρονολογίες. Oχι, το «Οίκαδε» ήταν τίτλος κύριου άρθρου της εφημερίδας «Καθημερινή» στις 14 Αυγούστου 1922. Οι Αντιβενιζελικοί υπόσχονταν το 1920 αποστράτευση πιο διακριτικά, ιδίως στις τοπικές περιοδείες και ομιλίες υποψηφίων. Αλλά το ζήτημα της αποστράτευσης είχε τεθεί και από την ίδια την κυβέρνηση Βενιζέλου, που την είχε μάλιστα ξεκινήσει. Aλλωστε, είχε παρουσιάσει παραπλανητικά τη Συνθήκη των Σεβρών σαν συνθήκη ειρήνης που τερμάτιζε τον πόλεμο.
Για τους Αντιβενιζελικούς, πρωταρχικός στόχος του προεκλογικού αγώνα ήταν η απαλλαγή από την «τυραννία» του Βενιζέλου. Αλλά ο απροσδόκητος θάνατος του βασιλέα Αλεξάνδρου άλλαξε μονομιάς την πολιτική δυναμική σε βάρος των Φιλελευθέρων, μετατρέποντας ουσιαστικά τις εκλογές σε άτυπο δημοψήφισμα υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου. Μάταια προειδοποιούσε ο Βενιζέλος ότι μετά την επιστροφή του η Ελλάδα θα έπαυε να θεωρείται φίλη και σύμμαχος των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αυτή ήταν η πρώτη και πιο άμεση συνέπεια του εκλογικού αποτελέσματος για την εξέλιξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Με κοινή διακοίνωση οι τρεις Δυνάμεις της Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) προειδοποίησαν ότι ενδεχόμενη επάνοδος του Κωνσταντίνου θα προκαλούσε χειροτέρευση των σχέσεών τους με την Ελλάδα και απαλλαγή τους από κάθε δέσμευση απέναντί της, καθώς και τη διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας.
Ωστόσο, οι Αντιβενιζελικοί αγνόησαν τις προειδοποιήσεις. Οργάνωσαν ένα αχρείαστο και αχρείαστα νοθευμένο δημοψήφισμα για να μεταθέσουν στον ίδιο τον λαό την ευθύνη της επανόδου του Κωνσταντίνου. Ηταν όμως βαριά άρρωστος. Μετά την πανηγυρική προσωπική του δικαίωση στις εκλογές και στο δημοψήφισμα, ήταν η ιδανική στιγμή να παραιτηθεί. Δεν χρειαζόταν να αναφερθεί καθόλου στις προειδοποιήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Αρκούσε να επικαλεστεί αποκλειστικά και μόνο σοβαρότατους λόγους υγείας – έστω κι αν τους είχαν αποκρύψει οι υποστηρικτές του.
Ομως οι Αντιβενιζελικοί ούτε το διανοήθηκαν. Αντίθετα, συνέχισαν να υποστηρίζουν αλλά και να χρησιμοποιούν τον άρρωστο Κωνσταντίνο. Θέλησαν μάλιστα να εκμεταλλευθούν το γόητρό του ως νικηφόρου Στρατηλάτη, δημιουργώντας την πλαστή εντύπωση ότι τάχα αναλάμβανε ξανά «αρχιστράτηγος», όπως στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Οταν ο Μεταξάς διαμαρτυρήθηκε ότι ο Κωνσταντίνος δεν ήταν πλέον σε θέση να ασκήσει διοίκηση, ο Γούναρης απάντησε κυνικά ότι «ο Βασιλεύς πρέπει να τεθή επί κεφαλής, εν ανάγκη πρέπει και να θυσιασθή ο Βασιλεύς υπέρ του Εθνους!». Δεν υπήρχε αληθινή αφοσίωση στο πρόσωπό του.
Για τους Αντιβενιζελικούς και προπαντός για τον Γούναρη, καθοριστικός παράγοντας υπήρξε η κομπλεξική στάση τους απέναντι στον Βενιζέλο. Ηθελαν να αποδείξουν σε όλους (ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία) ότι θα τα καταφέρουν εξίσου καλά ή και καλύτερα από τον Βενιζέλο. Αντίστροφα, τους κατείχε ο φόβος ότι τυχόν απαγκίστρωση από τη Μικρά Ασία θα επέφερε την πτώση τους και την επιστροφή του μισητού εχθρού.
Μιλώντας για τον κίνδυνο να επανέλθει ο Βενιζέλος αν αυτοί αποτύχουν, ο Γούναρης έφτασε στο σημείο να επικαλεστεί τα εντελώς ατομικά τους συμφέροντα: «Εμέ προσωπικώς τι με μέλει; Ενας άνθρωπος είμαι. Δεν έχω παρά να πάρω τον δρόμον μου οπουδήποτε. Αλίμονον σε σας που έχετε δεσμούς και περιουσίαν». Ο Γούναρης εννοούσε ότι δεν είχε οικογένεια («δεσμούς») όπως οι άλλοι που ήσαν παρόντες. Μπροστά σε τόσο απροκάλυπτη επίκληση της ατομικής ιδιοτέλειας, ξέσπασε ο Μεταξάς: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;».
Αποκλείστηκε έτσι από τον Γούναρη κάθε επαφή με τον Βενιζέλο, μολονότι αυτός ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τους αντιπάλους του στο διπλωματικό πεδίο. Αποκλείστηκε επίσης η σύμπραξη του Μεταξά, μολονότι αυτός ήταν πρόθυμος να αναλάβει το υπουργείο Στρατιωτικών. Ο Γούναρης προτιμούσε στη θέση αυτή τον ανίδεο Νικόλαο Θεοτόκη, όπως προτίμησε ως αρχιστράτηγο τον αστοιχείωτο και ακατάλληλο Αναστάσιο Παπούλα.
Οι Αντιβενιζελικοί απέκρουαν τις διπλωματικές λύσεις όσο το γόητρο και το ηθικό του ελληνικού στρατού ήσαν ακμαία και τις αποδέχτηκαν μόνο όταν είχαν πλέον καταρρακωθεί και τα δύο μετά την αιματηρή αποτυχία της άσκοπης εξόρμησης προς την Αγκυρα που οι ίδιοι αποφάσισαν. Υστερα άφησαν για σχεδόν ένα χρόνο τη Στρατιά Μικράς Ασίας στην ίδια ευάλωτη διάταξη. Βαυκαλίζονταν με την ιδέα ότι η κατοχή περίπου 100.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων αποτελούσε ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο… Εξασφάλισαν έτσι την άμεση κατάρρευση του μετώπου μόλις εκδηλώθηκε η απόλυτα προβλέψιμη τελική τουρκική επίθεση.
* Ο κ. Γιώργος Θ. Μαυρογορδάτος είναι τ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Καθημερινή