Σάκης Ιωαννίδης
Οι συνεχείς εκκλήσεις των Ποντίων, οι κατά καιρούς θέσεις της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και η αρνητική στάση των συμμάχων
Η «Προσωρινή Κυβέρνησις της Τραπεζούντας», η οποία δημιουργήθηκε το 1916 με ηγέτη τον μητροπολίτη Χρύσανθο, μπορεί να είχε σχετικά σύντομη διάρκεια ζωής, εντατικοποίησε όμως τις διεργασίες μεταξύ των Ποντίων και ισχυροποίησε την ιδέα περί ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Την ίδια περίοδο άρχισαν να δημιουργούνται ανταρτικές ομάδες, που όμως στερούνταν εξοπλισμού και ηγεσίας. Το πρόβλημα της ενίσχυσής τους ετίθετο εκ των πραγμάτων.
Ωστόσο, όταν οι εκπρόσωποι των Ελλήνων Ποντίων ζήτησαν από την κυβέρνηση Βενιζέλου βοήθεια (και στρατό), συνάντησαν την άρνησή του. Εν τω μεταξύ εντείνονταν οι διώξεις. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στις αρχές του 1919, όταν στα παράλια του Πόντου εμφανίστηκαν ελληνικά πολεμικά πλοία στο πλαίσιο της συμμαχικής επιχείρησης ανατροπής των μπολσεβίκων. Λίγο αργότερα (Μάιος 1919) ο Κεμάλ θα αποβιβαστεί στη Σαμψούντα.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός προέκρινε τον σχηματισμό αυτόνομου ποντιακού κράτους σε συνεργασία με τους Αρμενίους, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση των ποντιακών οργανώσεων. Θα παραμείνει σε αυτή τη θέση ακόμη και όταν θα λάβει υπομνήματα που θεωρούσαν σκόπιμη την αποστολή Ελλήνων στρατιωτών στον Πόντο, καθώς οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων εκεί είχαν κλιμακωθεί, ή όταν τον ενημέρωναν (Ιανουάριος 1920) για την ύπαρξη χιλιάδων Ποντίων μαχητών που μπορούσαν να στραφούν εναντίον των δυνάμεων του Κεμάλ.
Η στάση του φαίνεται να αλλάζει αργότερα· είμαστε όμως ήδη στα 1920 και πλέον από τον Νοέμβριο στην εξουσία βρίσκονται οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, οι οποίες δείχνουν επιφυλακτικότητα απέναντι στο ενδεχόμενο επιχειρήσεων στον Πόντο. Την ίδια χρονιά και οι σύμμαχοι φαίνεται πως αντιλήφθηκαν τη σημασία μιας στρατιωτικής επέμβασης στον Πόντο.
Εύλογο, συνεπώς, το ερώτημα στο οποίο απαντούν τρεις ιστορικοί: Γιατί δεν ενώθηκε ο ελληνικός στρατός με τους αντάρτες του Πόντου πριν αποβιβαστεί ο Κεμάλ στη Σαμψούντα. Ηταν, και μέχρι πότε, δυνατή μια στρατιωτική επιχείρηση στον Πόντο;
Ο απολογισμός της Μικρασιατικής Εκστρατείας σήμερα δείχνει ότι κατά τη διάρκειά της εκπέμπονταν διαφορετικά έως και αντιφατικά μηνύματα προς τους συμμάχους, άλλα προς τον Ελληνισμό Μικράς Ασίας, Ανατολικής Θράκης και Πόντου, άλλα προς τους μαχόμενους στρατιώτες και άλλα προς τους πολίτες του ελληνικού κράτους. Μέσα σε αυτή τη ρευστότητα το ενδεχόμενο στρατιωτικής ελληνικής αποστολής στον Πόντο υπήρχε ως φήμη, παρά την επιφυλακτικότητα του Βενιζέλου σε αυτό και παρά την άρνηση των Δυνάμεων. Καθοριστικό έτος για την εκστρατεία ήταν το 1920, τόσο λόγω των κινήσεων που έγιναν, δηλαδή η επέκταση ζώνης ελληνικού ελέγχου στη Μικρά Ασία, η εγκατάσταση ελληνικών δυνάμεων στην Ανατολική Θράκη αλλά και η ανεπίσημη πρόταση για επιχειρήσεις στον Πόντο. Σημαντικό επίσης το 1920 και λόγω της μεγάλης ανατροπής που επέφερε η ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ο Πόντος και η δυτική Μαύρη Θάλασσα κυρίως αποτέλεσαν ναυτική περιοχή συμμαχικού ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια προσπάθειας ανάσχεσης των μπολσεβίκων το 1919. Ετσι εξηγείται η ελληνική στρατιωτική παρουσία, μέσω των δεκαεπτά ελληνικών πολεμικών πλοίων που ενεπλάκησαν σε πολεμικές περιπολίες, πάντοτε υπό συμμαχική διοίκηση και διεύθυνση και όχι σε πρωτοβουλία της Ελλάδας για δράση αυτόνομη στην περιοχή.
Τον Νοέμβριο του 1920 στην προσπάθεια περιορισμού του Κεμάλ εκ μέρους των Βρετανών, φαίνεται ότι διατυπώνεται πρόταση για επιχειρήσεις ξηράς στον Πόντο. Να σημειώσουμε ότι ο Κεμάλ έχει αποβιβαστεί στα μέσα Μαΐου 1919 στη Σαμψούντα και από εκεί έχει ξεκινήσει την πολεμική και επαναστατική διαδικασία.
Η πρόταση για τον Πόντο, κατά τα ευρεθέντα έγγραφα, έγινε στον στρατηγό Δημήτριο Καθενιώτη και μεταφέρεται μέσω επιστολής στον Βενιζέλο στις 28 Νοεμβρίου 1920, οκτώ ημέρες μετά την εκλογική ήττα.
Στην επιστολή αναφέρεται ότι οι Βρετανοί προτείνουν τη συγκρότηση ελληνικής μονάδας αριθμού 15.000 ανδρών, χωρίς όμως την άμεση και επίσημη εμπλοκή του ελληνικού κράτους. Η μονάδα θα στελεχωνόταν αρχικώς ανεπισήμως από στρατολογικές κλάσεις του ελληνικού κράτους και στη συνέχεια από επιστράτευση που θα πραγματοποιούνταν μεταξύ των τάξεων της ελληνικής κοινότητας του Πόντου.
Στις μονάδες θα ηγούντο ικανοί πολεμικά αξιωματικοί βενιζελικών φρονημάτων, οι οποίοι ήδη αποπέμπονταν από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση που είχε κυριαρχήσει μετεκλογικά στην Αθήνα.
Παρατηρούμε ότι η βρετανική ανεπίσημη πρόταση αφορά τη διατήρηση σε όφελος των σκοπών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας του βενιζελικού πολεμικού μηχανισμού που αποπέμπει σταδιακά η κυβέρνηση Αθηνών, όπως επίσης την ανάγκη των Βρετανών να αντιμετωπιστεί ο Κεμάλ εγκαίρως.
Ασχέτως του εάν η βρετανική πρόταση-σκέψη που μεταφέρει ο Καθενιώτης στον Βενιζέλο ήταν στο στάδιο πραγματοποίησης, εάν ήταν δηλαδή επίσημη και μελετημένη, διακρίνουμε τρία βασικά στοιχεία. Το ένα αφορά το στρατιωτικό ενδιαφέρον που έχουν οι ακτές του Πόντου, δεύτερο είναι η εμπιστοσύνη που διατηρούσαν οι Βρετανοί στους βενιζελικούς αξιωματικούς λόγω συνυπηρεσίας που είχαν από την αρχή του πολέμου.
Το τρίτο είναι και το σημαντικότερο, αφού αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων ότι τα ελληνικά τμήματα, προκειμένου να δρέψουν καρπούς νίκης υπέρ της Ελλάδας όφειλαν να κινούνται προς υποστήριξη των συμμαχικών στόχων. Μια λογική που αποδέχθηκε και εφάρμοσε ο Βενιζέλος και που έφερε όφελος στην Ελλάδα τη μεγάλη επέκταση των συνόρων. Μια πολιτική που δεν χειρίστηκαν αποτελεσματικά οι αντίπαλοί του, είτε γιατί δεν την πίστευαν από την αρχή είτε γιατί ο Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πλέον τελειώσει και η στάση των Δυνάμεων στην Ανατολή άλλαζε ραγδαία εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων.
Αρα το ενδεχόμενο ελληνικής πολεμικής αποστολής στον Πόντο θα είχε προοπτική μόνο εάν οι ελληνικές δυνάμεις συνέτρεχαν τις συμμαχικές, για τους γεωπολιτικούς στόχους των τελευταίων, με παράπλευρο το όποιο όφελος των ελληνικών κοινοτήτων εκεί.
Από τη στιγμή που η όποια ελληνική πολεμική ενέργεια στον Πόντο δεν προτάθηκε και δεν έγινε έως τον Νοέμβριο του 1920, ήταν αδύνατον να γίνει στη συνέχεια.
Από τον Δεκέμβριο του 1920 η ελληνική κυβέρνηση και ο στρατός μπήκαν σε έναν αγώνα δρόμου να ικανοποιήσουν τους συμμάχους καταστρέφοντας τις δυνάμεις του Κεμάλ για να διατηρήσουν οι σύμμαχοι τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το όφελος για το ελληνικό πλαίσιο θα ήταν η επιβίωση της παρουσίας της Ελλάδας στη Μικρά Ασία.
Η αυτόνομη κίνηση του ελληνικού στρατού στη νότια και ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι, σε ευμάρεια, ελληνικές κοινότητες του Πόντου, ήταν αδύνατη αφού ο βρετανικός έλεγχος των Στενών των Δαρδανελίων καθιστούσε απαγορευτικό τον πλου ελληνικών πολεμικών πλοίων προς υποστήριξη της ενδεχόμενης ελληνικής αποβατικής δύναμης.
Οι επιχειρήσεις μέσω των ορεινών ή ημιορεινών διαβάσεων προς την ακτή του Πόντου δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, αφενός διότι δεν εξυπηρετούσαν τους συμμάχους, αλλά και γιατί ο Πόντος ήταν πολύ μακρύτερα από την Ελλάδα σε σχέση με τα παράλια της Ιωνίας και σε σχέση με την Ανατολική Θράκη.
Ακόμη, ο όγκος του στρατού στην Ιωνία δεν αρκούσε για τις εκεί επιχειρήσεις, πόσο μάλλον για την επέκταση, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρύτερα από τους αντικειμενικούς σκοπούς του ελληνικού στρατού στην εκστρατεία. Οσο για την ύπαρξη Ελλήνων Ποντίων ανταρτών στα βουνά του Πόντου, δεν ευτύχησαν να συμπολεμήσουν με τον ελληνικό στρατό, παραμένοντας μόνοι τους ως ο θρύλος του ένοπλου ελληνισμού της Ανατολής.
* Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι υπεύθυνος των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη.
Ο Βενιζέλος απέρριψε όλα τα αιτήματα των Ποντίων
Οι Νεότουρκοι ξεκίνησαν την εφαρμογή της γενοκτονικής πολιτικής τους στον Πόντο από την άνοιξη του 1914. Αυτή προσέλαβε νέες διαστάσεις μετά την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το φθινόπωρο του ιδίου έτους. Οι Πόντιοι δημιούργησαν τις πρώτες, ανεπαρκώς εξοπλισμένες, ομάδες αυτοπροστασίας, λίγο αργότερα. Αυτές αγωνίστηκαν με θάρρος και έσωσαν πολλούς αμάχους, αλλά ήταν διεσπαρμένες σε ένα ευρύ μέτωπο και εστερούντο μιας ευρέως αποδεκτής ηγεσίας. Προς τούτο, ζητούσαν συνεχώς ενίσχυση από την Αθήνα, την οποία απέρριψαν τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι αντίπαλοί του.
Μετά τον τερματισμό του πολέμου, ο έφεδρος αξιωματικός Χρυσόστομος Καραΐσκος έφθασε στη Σαμψούντα για να οργανώσει στην ύπαιθρο της πόλεως τις αντάρτικες ομάδες σε συνεργασία με γηγενείς οπλαρχηγούς. Επετέλεσε ένα αξιοσημείωτο έργο, αλλά δυστυχώς οι εισηγήσεις του αγνοήθηκαν, ενώ η έκκλησή του για την αποστολή στους αντάρτες οπλισμού απερρίφθη.
Τον Αύγουστο του 1919 κατεγράφησαν 21 ανταρτικές ομάδες, απαρτιζόμενες από 3.000 ενόπλους μόνο στη Σαμψούντα. Τον Σεπτέμβριο του 1919, το 2ο Γραφείο συνέταξε μία έκθεση για τον υπουργό Στρατιωτικών. Οι Ελληνες επιτελείς υποστήριζαν την άποψη ότι ήταν εφικτή η διεξαγωγή μίας επιχειρήσεως εξοπλισμού των Ποντίων ανταρτών. Αργότερα απεφασίσθη η συγκρότηση μίας μεραρχίας, αποτελούμενης από Ποντίους πρόσφυγες. Ο Βενιζέλος απέρριψε όλα τα σχέδια με το τηλεγράφημα που έστειλε από το Παρίσι την 31η Οκτωβρίου 1919. Τον Ιανουάριο 1920 επεδόθη στον Βενιζέλο ένα υπόμνημα εκπροσώπων του Ποντιακού Ελληνισμού, στο οποίο δηλωνόταν η ύπαρξη 20.000 Ποντίων μαχητών, έτοιμων να κτυπήσουν τους κεμαλικούς εκ των νώτων. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος δεν μετέβαλε πολιτική.
Ο Κων. Σαχινίδης έγραψε ότι ο Κρητικός πολιτικός «επέδειξε παγερή αδιαφορία και πλήρη εγκατάλειψη του Πόντου… Στις εκκλήσεις για τον εξοπλισμό των Ελλήνων ανταρτών η Ελλάδα έδειχνε σταθερά αρνητική στάση… Μάλιστα, μετά την (ανακωχή του Μούδρου)…, στις εκκλήσεις των Ελλήνων του Πόντου για βοήθεια ο Βενιζέλος τους συνιστούσε να επιδείξουν νομιμοφροσύνη στην τουρκική εξουσία. Αντί, όμως, να στείλει βοήθεια στους Ελληνες του Πόντου, όπου η Γενοκτονία των Ελλήνων και οι σφαγές από τους Τούρκους αποκορυφώνονταν…, ο Ελ. Βενιζέλος, στις 6 Ιανουαρίου 1919 έστειλε εκστρατευτικό σώμα… στην Κριμαία και στην Οδησσό της Ουκρανίας… Μάλιστα, η εμπλοκή του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις (αυτές)… έγινε αιτία να δεχθεί διωγμούς από τους Ρώσσους και ένα μεγάλο μέρος των ντόπιων κατοίκων ελληνικής καταγωγής…».1
Λίγο μετά, όμως, ο ίδιος αναφέρει ότι ο Βενιζέλος είχε ζητήσει από τους Αγγλους την άδεια για να μεταφέρει στρατιωτικά τμήματα των Ποντίων στο αγγλοκρατούμενο Βατούμ. Επίσης, πρότεινε τη συγκρότηση μονάδων που θα βοηθούσαν τους Αγγλους στην τήρηση της τάξεως. Και στις δύο περιπτώσεις η απάντηση του Λονδίνου ήταν αρνητική. Ο Σαχινίδης σημειώνει ότι «ο Βενιζέλος αντί να αγνοήσει τις βρεταννικές αντιδράσεις, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια και έστειλε μόνο λίγες εκατοντάδες τυφεκίων στους Πόντιους μαχητές». Πάντως, ο Κρητικός πολιτικός και άλλες φορές απέρριψε την αποστολή ελληνικού στρατού στον Πόντο,2 καθώς πίστευε ότι δεν θα συγκέντρωνε διεθνή υποστήριξη.
Τα ελληνικά τμήματα, προκειμένου να δρέψουν καρπούς νίκης υπέρ της Ελλάδας, όφειλαν να κινούνται προς υποστήριξη των συμμαχικών στόχων.
Μετά την εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών, η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου (τον Φεβρουάριο 1921) πρότεινε στους Βρετανούς την προέλαση του ελληνικού στρατού μέχρι την Αγκυρα. Το σχέδιο αυτό θα υποστηριζόταν ενδεχοµένως από µία απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στον Πόντο και κάθοδό τους από εκεί στη Σεβάστεια και το Ερζερούµ. Το Λονδίνο απέρριψε κατηγορηματικά την πρόταση.
Αργότερα, ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης συνάντησε τον πρωθυπουργό Δημ. Γούναρη, ζητώντας του να στείλει ένα σύνταγμα στρατού στην Αμισό προκειμένου να συνεργαστεί με τους Ποντίους αντάρτες. Η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία, όμως, απέρριψε την πρόταση λόγω των δυσκολιών του εγχειρήματος. Ο Σαχινίδης γράφει3 ότι «την ίδια στιγμή ο Ελ. Βενιζέλος έστελνε τηλεγραφήματα στους Ελληνες πολιτικούς από το Παρίσι, όπου ήταν αυτοεξόριστος, για να μην αλλάξουν τα στρατιωτικά τους σχέδια και να μην ξεφύγουν από τα όρια που είχαν παραχωρηθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών».
Τον Αύγουστο του 1921, άλλοι Πόντιοι συνάντησαν τον αρχιστράτηγο της Στρατιάς Μ. Ασίας Αναστάσιο Παπούλα, με αίτημα την αποστολή ενός συντάγματος πεζικού και μίας ταξιαρχίας ιππικού στην περιοχή του Τόπσαμ. Επιπλέον, του ζήτησαν όπως συντονίσει τις ενέργειες των δυνάμεών του με αυτές των Ποντίων ανταρτών. Ο Παπούλας αρνήθηκε να δεσμευθεί, επικαλούμενος αναρμοδιότητα. Αν και απογοητευμένοι, του προσέφεραν 3.960 χρυσές λίρες που είχαν συγκεντρωθεί με έρανο από τους κατοίκους του Τόπσαμ προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού. Δυστυχώς, αυτή ήταν η τελευταία σοβαρή προσπάθεια συνεργασίας του ελληνικού στρατού με τους Ποντίους αντάρτες.
1. Κων. Σαχινίδης, «Ο Ελληνισμός του Πόντου και η Γενοκτονία», τ. Β΄, περ. «ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», τ. 109, Απρίλιος 2017, σ.σ. 82-121, (σ.σ. 101-102).
2. Βλέπε το βιβλίο υπό τον τίτλο «Ο Ελληνισμός του Πόντου» των εκδόσεων Λειμών.
3. Κων. Σαχινίδης, τ. Β΄, σελ 103.
* Ο κ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος είναι νομικός – διεθνολόγος, διδάκτωρ Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητής στρατιωτικών σχολών.
Η απόφαση για αποστολή στρατού ήρθε αργά
Η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στάθηκε αφορμή για τη χάραξη επί χάρτου νέων εδαφικών ορίων. Ιδιαίτερα στον χώρο της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής οι επίδοξοι μνηστήρες ήταν πολλοί και ιδιαίτερα φιλόδοξοι. Σε περίπτωση νίκης των δυνάμεων της Αντάντ, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα διαλυόταν. Με βάση αυτό το δεδομένο οι Ρώσοι εποφθαλμιούσαν την Κωνσταντινούπολη, οι Γάλλοι την Κιλικία, οι Βρετανοί ορέγονταν τα εδάφη έως την Περσία, ενώ η Αρμενία επιθυμούσε την αυτονομία της. Ολα τα παραπάνω σχεδιάζονταν ήδη από το 1914 και εκφράσθηκαν σε διάφορες παραλλαγές, στις οποίες μετά το 1915 συμμετείχαν και οι Ιταλοί που επιθυμούσαν την περιοχή της Αττάλειας.
Και οι Ελληνες; Tι χώρος είχε απομείνει για τις δικές τους διεκδικήσεις μετά το καλοκαίρι του 1917, όταν η Αθήνα εισήλθε στον πόλεμο λόγω της προσωρινής εκτόνωσης του Εθνικού Διχασμού εξαιτίας της επικράτησης του Ελ. Βενιζέλου έναντι του βασιλιά Κωνσταντίνου; Οι ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία εκφράσθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο από τον πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Φεβρουάριο του 1919, στο Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι. Σύμφωνα με τον ίδιο, η Ελλάδα διεκδικούσε το βιλαέτι της Σμύρνης, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, τη Βόρεια Ηπειρο και το σύνολο της Θράκης. Ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε αποφύγει να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην Κωνσταντινούπολη, στον Πόντο και την Κύπρο, για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους.
Ο Πόντος ήταν μια ιδιαίτερη περιοχή. Με γεωγραφικά όρια που εκτείνονταν από το Βατούμ έως τη Σινώπη, είχε ως βασικό χαρακτηριστικό το εκτεταμένο παράλιο μέτωπο στον βορρά, όπου αναπτύχθηκαν μια σειρά από πλούσιες αστικές κοινότητες και την οροσειρά του Παρυάδρου (Ποντιακές Αλπεις) που τον διατέμνει από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Αυτό το ιδιαίτερο γεωγραφικό ανάγλυφο προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό την ίδια την ιστορική εξέλιξη της περιοχής, αλλά και την τύχη των πληθυσμών της. Ο ιστορικός Πόντος δικαιολογημένα συγκινούσε τους Ελληνες, αφού ήδη από την αρχαιότητα μια σειρά από μύθους είχαν φροντίσει να τον εντάξουν στην ελληνική πολιτισμική παράδοση.
Οι εδαφικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή ήταν λογικό να μην αφήσουν ασυγκίνητους τους Ελληνες Ποντίους. Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σχηματίσθηκε η «Προσωρινή Κυβέρνησις της Τραπεζούντας» με επικεφαλής τον μητροπολίτη Χρύσανθο και μέλη της σημαντικές προσωπικότητες της πόλης. Η δημιουργία της προσωρινής κυβέρνησης συνέπεσε χρονικά με την προσάρτηση της περιοχής στη Ρωσική Αυτοκρατορία, τον Απρίλιο του 1916. Η προσωρινή κυβέρνηση διατηρήθηκε για δύο χρόνια, ενώ πρώτος Ελληνας κυβερνήτης διορίσθηκε ο Κωνσταντίνος Θεοφύλακτος. Ομως η καθεστωτική αλλαγή στη Ρωσία, με την επικράτηση των μπολσεβίκων, συνοδεύθηκε από ανακατάληψη των περιοχών του Πόντου από τις οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο του 1918 και από πρόσκαιρη αναβολή των ποντιακών σχεδίων για αυτονομία.
Την ίδια περίοδο εντάθηκαν οι ιδεολογικές ζυμώσεις και στους κόλπους των Ελλήνων Ποντίων της διασποράς. Μιλώντας ενώπιον του Παμποντιακού Συνεδρίου, που πραγματοποιήθηκε στη Μασσαλία στις 22 Ιανουαρίου – 4 Φεβρουαρίου 1918, ο πρόεδρος της ποντιακής οργάνωσης Μασσαλίας, Κ.Γ. Κωνσταντινίδης υποστήριξε πως είχε φτάσει η ώρα της ανεξαρτησίας. Τον Ιούνιο του 1919 στο κατεχόμενο από τους Βρετανούς Βατούμ πραγματοποιήθηκε η πρώτη συγκέντρωση του Διαρκούς Γενικού Συμβουλίου των Ποντίων Ελλήνων, η οποία εξέλεξε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου με απώτερο στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Πρωταγωνιστική μορφή του ποντιακού κινήματος για αυτοδιάθεση αναδείχθηκε ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης. Ο δυναμικός ιεράρχης πραγματοποίησε σειρά επαφών με ηγετικές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής διπλωματίας, παρευρέθη μάλιστα στη Διάσκεψη των Παρισίων το 1919 προκειμένου να υποστηρίξει τις διεκδικήσεις του ποντιακού Ελληνισμού. Ο Χρύσανθος υπέβαλε στη Διάσκεψη υπόμνημα, με το οποίο ζητούσε την ίδρυση «Αυτόνομου Ελληνικού Κράτους» στον Πόντο, περιοχή στην οποία κατοικούσαν «άνω των 600.000 Ελλήνων, εις τους οποίους δέον να προστεθώσιν αι 250.000 Ελληνες, οίτινες κατέφυγον εις Καύκασον και την νότιον Ρωσίαν, μεταναστεύσαντες από του 1880 ως πρόσφυγες ένεκα της κακής διοικήσεως των Τούρκων». Ο Χρύσανθος βρήκε θερμό υποστηρικτή στο πρόσωπο του φιλελεύθερου Αμερικανού Προέδρου Χένρι Ουίλσον, χωρίς ωστόσο να αποσπάσει καμία γραπτή δέσμευση για τη βοήθειά του, αφού φαίνεται πως πραγματική επιδίωξη των Αμερικανών ήταν η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας.
Σ’ ένα άλλο επίπεδο διπλωματικών επαφών ο Χρύσανθος ήρθε σε επικοινωνία με τον Ελληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε να καθορίσουν από κοινού τη στάση τους. Ο Βενιζέλος προέκρινε αρχικά τον σχηματισμό ενός αυτόνομου ποντιακού κράτους σε συνεργασία με τους Αρμενίους, καθώς πίστευε ότι ο κατακερματισμός της περιοχής σε μικρές κρατικές οντότητες δεν θα ήταν βιώσιμος. Η στάση του εκείνη προκάλεσε την οξεία κριτική των ποντιακών οργανώσεων. Τότε ο Βενιζέλος απέστειλε στην περιοχή τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καθενιώτη και τον διπλωμάτη Ιωάννη Σταυριδάκη προκειμένου να διαγνώσουν εκ του σύνεγγυς την κατάσταση. Λίγους μήνες αργότερα τα υπομνήματα των Καθενιώτη και Σταυριδάκη θεωρούσαν επιβεβλημένη την αποστολή Ελλήνων στρατιωτών στον Πόντο, αφού το οξύ προσφυγικό ζήτημα και οι διώξεις εναντίον των Ελλήνων από τους Τούρκους απειλούσαν την ίδια την επιβίωση των ελληνικών πληθυσμών. Με γνώμονα τις προαναφερόμενες εκθέσεις, τις συνεχείς πιέσεις από τις ποντιακές οργανώσεις και την αποτυχία συνεννόησης με τους Αρμενίους, το φθινόπωρο του 1920 ο Βενιζέλος μετέβαλε τελικώς άποψη και διέγνωσε ως μόνη βιώσιμη λύση τη σύσταση μιας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας, σχεδίαζε μάλιστα στρατιωτική επιχείρηση του ελληνικού στρατού στην περιοχή. Ηταν όμως αργά. Η καθεστωτική μεταβολή την επαύριον των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920 και η ανάδειξη μιας αντιβενιζελικής κυβέρνησης στην Ελλάδα ματαίωσαν οριστικά τα σχέδιά του.
Ο Πόντος, η «βαθιά Ελλάδα» των μεσαιωνικών χρονικογράφων, όπως εν τέλει και η περιοχή της Μικράς Ασίας, δεν κατόρθωσε να ενσωματωθεί στο ελληνικό κράτος. Συμπεριλήφθηκε όμως στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μέσα από τα τραγούδια, τους χορούς και τις ανεξίτηλες μνήμες που διασώθηκαν και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά.
* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.
https://www.kathimerini.gr/society/561980320/1922-ta-anapantita-erotimata-tis-katastrofis-itan-efikti-mia-epicheirisi-toy-ellinikoy-stratoy-ston-ponto/