Διερευνώντας τα αίτια που οδήγησαν στην ήττα τα ελληνικά στρατεύματα κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, ένα από αυτά ήταν οι φιλικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ 1919-1923, ανάμεσα στην επαναστατική κυβέρνηση του Μουσταφά Κεμάλ και σε αυτήν της σοβιετικής Ρωσίας
Η κυβέρνηση του Kεμάλ, σε αντίθεση με την κυβέρνηση του Σουλτάνου, ακολούθησε φιλοσοβιετική εξωτερική πολιτική, στοχεύοντας στην απελευθέρωση των περιοχών που βρίσκονταν στην κατοχή των δυνάμεων της Entente και της Ελλάδας. Η δε ευόδωση των τουρκικών φιλοδοξιών οφείλεται κατά κύριο λόγο στην οικονομική και στρατιωτική βοήθεια της σοβιετικής Ρωσίας προς την κυβέρνηση της Άγκυρας, κατά τα κρίσιμα χρόνια 1921 και 1922.
Η υπογραφή της ρωσοτουρκικής συνθήκης, στις 16 Μαρτίου 1921, σε συνδυασμό με την επακολουθήσασα γαλλοτουρκική, έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία της μεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων από τα ανατολικά και τα νότια σύνορα στο δυτικό μέτωπο και έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων.
H πολιτική κατάσταση Ρωσίας και Τουρκίας
Α. Τσαρική Ρωσία
Πρωταρχικές επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της τσαρικής Ρωσίας υπήρξαν ο έλεγχος των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, καθώς και η απόκτηση διαύλου προς τη Μεσόγειο θάλασσα. Με τις συνθήκες του 1774 και του 1791, η Ρωσία πλησίασε τους στόχους της. Όμως, η Αγγλία, θεωρώντας ότι η πολιτική αυτή θα έβλαπτε τα δικά της συμφέροντα, κατέβαλε προσπάθειες για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο μεταξύ, μετά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1905 και την επακολουθήσασα ήττα της Ρωσίας, η κοινωνική αναρχία στη ρωσική επικράτεια αναζωπυρώθηκε και οι αδυναμίες του ρωσικού κράτους έγιναν εμφανέστερες. Η Ρωσία, με τη συμμετοχή της κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Entente, αποσκοπούσε στην υλοποίηση των φιλοδοξιών της.
Εξάλλου, στα σχέδια της Entente προβλεπόταν η παράδοση στη Ρωσία της Κωνσταντινούπολης, των Στενών και της Δυτικής Θράκης. Η λαϊκή εξέγερση που εκδηλώθηκε στην Πετρούπολη στις 8 Μαρτίου1917, είχε ως αποτέλεσμα την προσχώρηση των στρατιωτικών μονάδων στους επαναστάτες, ακολούθως την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους και τελικά την παραίτηση του τσάρου Νικόλαου, στις 15 Μαρτίου1917.
Η εξέγερση των Μπολσεβίκων κατά της προσωρινής κυβέρνησης στις 7 Νοεμβρίου 1917 (παλαιό ημερολόγιο 25 Οκτωβρίου 1917) αποτέλεσε την αρχή της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να υπογράψουν τη συμφωνία Brest-Litowsk, στις 3 Μαρτίου 1918, με την οποία παραχωρούσαν ανεξαρτησία στη Φινλανδία και στις βαλτικές χώρες. Επίσης, αναλάμβαναν την υποχρέωση να επιστρέψουν τις τουρκικές επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Μπατούμ, που είχαν καταλάβει το 1878. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι στις 12 Μαρτίου 1918 κατέλαβαν το Ερζερούμ, στις 14 Μαρτίου την Τραπεζούντα και τον Απρίλιο το Σαρίκαμις, το Καρς και το Μπατούμ.
Την ίδια περίοδο οι Άγγλοι, με αφετηρία την Περσία, κατευθύνθηκαν προς την Υπερκαυκασία και κατέλαβαν το Μπακού, όμως εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους στις 15 Σεπτεμβρίου. Η επιθετικότητα αυτή των Τούρκων εξόργισε τους Ρώσους, οι οποίοι τους εξανάγκασαν να εκκενώσουν το Μπακού, στις 27 Οκτωβρίου. H υπογραφή της συνθήκης του Μούδρου, στις 30 Οκτωβρίου, ανάμεσα στην Entente και την Τουρκία, προέβλεπε την κατάληψη του Μπατούμ και του Μπακού από την Entente.
Β. Οθωμανική Αυτοκρατορία
Στις αρχές του 20ού αιώνα, τα νεοσύστατα χριστιανικά κράτη των Βαλκανίων συνειδητοποίησαν επιτέλους ότι η απελευθέρωση των ομοεθνών και ομοθρήσκων αδελφών τους, που ζούσαν ακόμα μέσα στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνο με κοινή δράση. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913 που επακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των ευρωπαϊκών εδαφών από τον τουρκικό ζυγό. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), η κυβέρνηση των Νεότουρκων, που είχε ανέλθει στην εξουσία το 1908, διέφυγε στο εξωτερικό για να μην λογοδοτήσει για την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και για τα κακουργήματα που είχε διαπράξει εις βάρος των χριστιανών υπηκόων της Αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο του προγράμματος της Entente για τον διαμελισμό των ασιατικών εδαφών της Αυτοκρατορίας εντάσσεται και η κατάληψη της Σμύρνης από τον Ελληνικό Στρατό, στις 15 Μαρτίου 1919. Όμως, η απόβαση των Ελλήνων επέδρασε αισθητά στο πολιτικό κλίμα που επικρατούσε στην Τουρκία και ενέτεινε τις δραστηριότητες των πατριωτικών οργανώσεων.
Το εθνικιστικό κίνημα
Όταν τα συνταρακτικά νέα της κατάληψης της Σμύρνης διαδόθηκαν την επομένη στην Κωνσταντινούπολη, ο Μουσταφά Κεμάλ, επιθεωρητής τότε του 3ου Σώματος Στρατού, έδρασε κεραυνοβόλα. Απέπλευσε από την Κωνσταντινούπολη με ένα φορτηγό πλοίο για τη Σαμψούντα, με την αιτιολογία της αποκατάστασης της τάξης στην ενδοχώρα, συνεργαζόμενος με τους τοπικούς στρατιωτικούς διοικητές. Οι Άγγλοι, την ημέρα της αναχώρησής του, ζήτησαν από τον μεγάλο βεζίρη Νταμάτ Φερίτ την ακύρωση του διορισμού του ως επιθεωρητή, αλλά πήραν την απάντηση: «Έρχεστε πολύ αργά, το πουλί ήδη πέταξε». Από τη Σαμψούντα, ο Κεμάλ μετέβη στη Χάβζα, ενώ τρεις εβδομάδες αργότερα έφθασε στην Αμάσεια (Amasya).
Στις 22 Ιουνίου του ίδιου έτους, με μια εγκύκλιό του προς όλες τις πατριωτικές οργανώσεις, καλούσε όλους τους Τούρκους να στρέψουν την πλάτη στο καθεστώς του Σουλτάνου και να συνταχθούν με το μέρος του. Η επακολουθήσασα ανάκλησή του από την Οθωμανική κυβέρνηση είχε ως αποτέλεσμα την παραίτησή του από τη θέση του επιθεωρητή, αλλά και από τις τάξεις του οθωμανικού στρατού. Τότε, τα μέλη του τοπικού τμήματος του Συνδέσμου για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων των Ανατολικών Επαρχιών τον αναγόρευσαν πρόεδρο της εκτελεστικής επιτροπής.
Ο Σύνδεσμος αυτός οργάνωσε ένα περιφερειακό συνέδριο στο Ερζερούμ, οι εργασίες του οποίου άρχισαν στις 23 Ιουλίου, με τη συμμετοχή 54 συνέδρων, που ως επί το πλείστον ήταν κάτοικοι αυτής της πόλης. Ο Κεμάλ κατόρθωσε να εκλεγεί πρόεδρος του συνεδρίου και από τη θέση αυτή κατηύθυνε τις συζητήσεις σύμφωνα με τις επιδιώξεις του.
Στη διακήρυξη που συντάχθηκε στο τέλος των εργασιών του Συνεδρίου οριζόταν το άθικτο των εθνικών συνόρων, ενώ δινόταν η διαβεβαίωση ότι η χώρα θα αντισταθεί σε κάθε ξένη κατοχή και παρέμβαση. Επίσης δηλωνόταν ότι, στην περίπτωση που η κυβέρνηση του Σουλτάνου φαινόταν ανίκανη να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του έθνους και την ακεραιότητα της Τουρκίας, θα εγκαθιδρυόταν προσωρινή κυβέρνηση, την οποία θα εξέλεγε το Εθνικό Συνέδριο.
Το Εθνικό Συνέδριο συνήλθε στη Σεβάστεια (Sivas), στις 4 Σεπτεμβρίου. Σ’ αυτό οι σύνεδροι δεν ξεπέρασαν τους 40, επειδή στην πλειονότητά τους οι προσκληθέντες δεν προσήλθαν. Στο συνέδριο της Σεβάστειας, στο οποίο εξελέγη πρόεδρος ο Κεμάλ, επικυρώθηκαν οι αποφάσεις του συνεδρίου του Ερζερούμ, συζητήθηκε δε η χρηματοδότηση του κινήματος και η οργάνωση της εθνοφρουράς.
Μολονότι ο Κεμάλ γνώριζε ότι οι αυτοκρατορίες είχαν αρχίσει να διαλύονται και στη θέση τους ιδρύονταν εθνικά κράτη, δεν τόλμησε να εκφράσει ανοικτά τις απόψεις του αυτές στο συνέδριο, αρκέστηκε μόνο να προτείνει την ίδρυση νέου κράτους, στις περιοχές που η πλειονότητα των κατοίκων τους αποτελείτο από μουσουλμάνους. Μπροστά στη νέα κατάσταση, ο Σουλτάνος αναγκάστηκε να αντικαταστήσει τον μέγα βεζίρη Νταμάτ Φερίτ με τον Αλί Ριζά.πασά, που ήταν πιο δημοκρατικός.
Πρώτες επαφές Σοβιετικών και Εθνικιστών
Μολονότι πολλοί υπουργοί του Αλί Ριζά, του νέου πρωθυπουργού της σουλτανικής κυβέρνησης, διέκειντο ευνοϊκά προς τον Κεμάλ, εντούτοις ήταν επιφυλακτικοί απέναντί του επειδή διακατέχονταν από τον φόβο ότι αυτός είχε κατά νου την επιβολή επανάστασης μπολσεβίκικου τύπου, με τη συνδρομή της Μόσχας.
Σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1919, οι μυστικές υπηρεσίες της Entente επισήμαναν την ύπαρξη Μπολσεβίκων πρακτόρων στην περιοχή που ελεγχόταν από τον Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος επιπλέον δεν δίστασε να στείλει δικούς του πράκτορες στο Αζερμπαϊτζάν, για επαφές και συνεννοήσεις με εκπροσώπους των Μπολσεβίκων. Ανάμεσα στους πράκτορες αυτούς ήταν και ο Χαλίλ πασάς, που είχε φθάσει στο Μπακού τον Ιανουάριο του 1920.
Οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν την πρόσδεση της Τουρκίας στο άρμα τους, σκοπεύοντας να προσεταιριστούν όλες τις δυνάμεις που αντιστρατεύονταν τη Δύση.
Για το λόγο αυτό, η υποστήριξη του εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας ήταν ζωτικής σημασίας για τους Σοβιετικούς, που δεν ήθελαν να δουν τους Έλληνες και τους Δυτικούς στην Κωνσταντινούπολη και στα Στενά. Η Κομμουνιστική Διεθνής που ίδρυσε ο Λένιν, επιθυμούσε να καταστήσει τη Μόσχα το κέντρο μιας Παγκόσμιας Επανάστασης. Δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στη φιλία της Τουρκίας, ο Λένιν, επειδή πίστευε ότι λόγω της γεωγραφικής θέσης της θα έπαιζε σημαντικό ρόλο στα σχέδιά του, έστειλε τριμελή αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για διαπραγματεύσεις.
Ο κίνδυνος σύναψης ρωσοτουρκικής συμμαχίας έγινε ακόμη πιο έντονος, όταν, δύο ημέρες μετά το συνέδριο της Σεβαστούπολης στις 13 Σεπτεμβρίου, ο κομισάριος των εξωτερικών υποθέσεων Γκεόργκι Τσιτσέριν απηύθυνε έκκληση από το ραδιόφωνο στους εργάτες και τους αγρότες της Τουρκίας να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τη σοβιετική Ρωσία και να πολεμήσουν μαζί εναντίον των ιμπεριαλιστών.
Ο Κεμάλ δεν παρέλειψε να στείλει πράκτορες ακόμη και στους μουσουλμάνους της Ινδίας, ώστε συσπειρώνοντας τους πιστούς του Ισλάμ να ενισχύσει το κίνημά του. Έτσι, στις 18 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε μια τεράστια διαδήλωση στη Βομβάη υπέρ της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας.
Παρ’ όλο που οι σχέσεις ανάμεσα στο Ισλάμ και τον μπολσεβικισμό δεν ήταν καλές, στις ασιατικές περιοχές της τσαρικής Ρωσίας οι μουσουλμάνοι είχαν μαζικά προσχωρήσει στην Επανάσταση, ενώ οι μουλάδες (μουσουλμάνοι ιερωμένοι) που διέσχιζαν την Ανατολία κήρυσσαν την ένωση του Ισλάμ με τον μπολσεβικισμό.
Στο μεταξύ, όταν η Σοβιετική Ένωση αντελήφθη ότι το κίνημά της δεν είχε απήχηση στη Δύση, στράφηκε προς την Ανατολή. Το δε Συνέδριο της 3ης Διεθνούς, που έλαβε χώρα στο Μπακού τον Σεπτέμβριο του 1920, είχε ως θέμα την ανεξαρτησία και την ελευθερία των λαών της Ανατολής. Στόχος του συνεδρίου ήταν η συντριβή του δυτικού καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού.
Η κυβέρνηση του Κεμάλ στο συνέδριο εκπροσωπήθηκε από δεκαμελή αντιπροσωπεία, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Μεμντούχ Σεβκέτ. Στο συνέδριο αυτό προσκλήθηκε από τους Μπολσεβίκους και ο Ενβέρ Πασάς, πρώην υπουργός πολέμου. Ανάμεσα στις αποφάσεις που έλαβε το συνέδριο ήταν και τα εξής: η βοήθεια προς τα επαναστατικά κινήματα της Ασίας εναντίον των Άγγλων, η απελευθέρωση 10.000 Τούρκων αιχμαλώτων, ο εξοπλισμός τους από τους Μπολσεβίκους και η αποστολή τους στην Άγκυρα, καθώς και στρατιωτική και οικονομική βοήθεια προς την κυβέρνηση του Κεμάλ.
Στο πλαίσιο αυτών των αγώνων εντάσσεται και η έκδοση στην Άγκυρα δύο εφημερίδων, της «Anadolu da Yeni Gün» από τον Yunus Nadi, ο οποίος αργότερα εξέδωσε τη γνωστή εφημερίδα Τζουμχουριέτ και της επίσημης «Hakimiyet-i Milliye», που απηχούσε τις απόψεις του Κεμάλ. Και οι δύο εφημερίδες ασκούσαν έντονη φιλοσοβιετική προπαγάνδα, επινοώντας ακόμη και ομοιότητες ανάμεσα στον μπολσεβικισμό και το Ισλάμ.
Το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο
Στο μεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη η κυβέρνηση του Αλί Ριζά, πιστή στις προγραμματικές της διακηρύξεις, αποφάσισε τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τον Δεκέμβριο του 1919. Το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών ήταν καθαρή ψυχρολουσία για τον Σουλτάνο, αφού οι βουλευτές που εκλέχτηκαν ήταν στην πλειονότητά τους οπαδοί του Κεμάλ ή παλαιά μέλη της Επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος». Ο Κεμάλ, υποψήφιος της πόλης Ερζερούμ, ήταν και αυτός ανάμεσα στους εκλεγέντες βουλευτές. Παρά τις συμβουλές όμως των συντρόφων του, δεν μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να καταλάβει τη βουλευτική του έδρα, αλλά μετακόμισε στην κωμόπολη της Άγκυρας, στις 27 Δεκεμβρίου 1919.
Το νεοεκλεγέν οθωμανικό Κοινοβούλιο άρχισε τις εργασίες του στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του Ιανουαρίου του 1920. Στις 28 Ιανουαρίου, οι βουλευτές συνέταξαν ένα κείμενο που περιείχε αυτούσιες τις αποφάσεις των διακηρύξεων του Ερζερούμ και της Σεβάστειας.
Το έγγραφο αυτό, που ονομάστηκε «Εθνικό Συμβόλαιο» (Misak-i Milli), κήρυττε το αδιαίρετο των τουρκικών εδαφών, των μη κατεχομένων από τον εχθρό κατά την ανακωχή του Μούδρου, πρότεινε δε η μοίρα των αραβικών επαρχιών να εξαρτηθεί από την ελεύθερη βούληση των κατοίκων τους. Επίσης απαιτούσε την επιστροφή των επαρχιών Καρς, Άρνταχαν και Μπατούμ στην Τουρκία. Η εθνικιστική πολιτική της Βουλής είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη των δημόσιων κτιρίων και την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας από τους Συμμάχους, στις 16 Μαρτίου.
Τότε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, το Κοινοβούλιο αποφάσισε να κηρύξει τη διάλυσή του. Έτσι, δέκα εβδομάδες μετά τη σύγκλησή της, η οθωμανική Βουλή αυτοδιαλύθηκε, στις 18 Μαρτίου. Τότε ο Κεμάλ με εγκύκλιό του προς τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ανακοίνωσε τη σύγκληση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης στην Άγκυρα. Πολλοί βουλευτές, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμά του, μετέβησαν στην Άγκυρα, ενώ οι κενές θέσεις των μη προσελθόντων καλύφθηκαν από βουλευτές που εκλέχτηκαν με νέες εκλογές σε όλη την Τουρκία.
Η εναρκτήρια συνεδρίαση της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης (Turkiye Buyuk Millet Meclisi) έλαβε χώρα στις 23 Απριλίου. Αυτή αμέσως ασχολήθηκε με το επείγον οικονομικό πρόβλημα και στις 24 Απριλίου ψήφισε τον πρώτο της νόμο, που ήταν οικονομικού χαρακτήρα.
Η επισημοποίηση των ρωσοτουρκικών σχέσεων
Α. Αποστολή πρότασης προς τη Μόσχα
Μετά την ανακωχή του Μούδρου, οι εθνικιστές στράφηκαν προς τη Μόσχα, η οποία ασκώντας προπαγάνδα στις χώρες της Ασίας, κήρυσσε «Ελευθερία για τους λαούς». Παρ’ όλο που τότε η εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν καλή, οι οπαδοί του Κεμάλ ζήλεψαν τις επιτυχίες των Μπολσεβίκων και επιδίωξαν να τους μιμηθούν, θεωρώντας ότι το Εθνικιστικό Κίνημα εναντίον της Δύσης είχε ομοιότητες με αυτό των Μπολσεβίκων, όχι βέβαια από ιδεολογική άποψη, αλλά επειδή στρεφόταν εναντίον των Δυτικών. Κατά τον Κεμάλ, μόνον οι Μπολσεβίκοι ήταν σε θέση να βοηθήσουν οικονομικά το κίνημά του.
H κυβέρνηση της Άγκυρας, που προέκυψε από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, άσκησε εθνικιστική πολιτική, εμπνευστής της οποίας ήταν ο Μουσταφά Κεμάλ. Η διαφαινόμενη πολιτική της Δύσης για απόκτηση νέων εδαφών με τον διαμελισμό της Τουρκίας και η αδυναμία της Ρωσίας, η οποία δεν αποτελούσε προς το παρόν απειλή για την Τουρκία, ήταν οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους στράφηκε η πολιτική της εθνικιστικής κυβέρνησης. Παρ’ όλο που η κυβέρνηση αυτή δεν συμφωνούσε με τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, εντούτοις η φιλοσοβιετική πολιτική της παρέμεινε σταθερή. Ο Κεμάλ ήταν αυτός που είπε ότι «Οι Μπολσεβίκοι είναι εχθροί των εχθρών μας και εμείς για να επιτύχουμε τους σκοπούς μας πρέπει να συνεργαστούμε μαζί τους».
Όταν η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της, αποφάσισε την επισημοποίηση των σχέσεών της με τη Μόσχα. Το πρώτο κείμενο, που συντάχθηκε από την τουρκική Εθνοσυνέλευση, ήταν μια πρόταση προς τη Ρωσία, που εστάλη στον Λένιν στις 26 Απριλίου 1920. Με την πρόταση αυτή ο Κεμάλ αναλάμβανε τη διευκόλυνση της μπολσεβικοποίησης της Γεωργίας και την επιστροφή του Αζερμπαϊτζάν στην επιρροή της σοβιετικής Ρωσίας. Πρότεινε, επίσης, στρατιωτική επιχείρηση κατά της «ιμπεριαλιστικής κυβέρνησης της Αρμενίας», με το πρόσχημα ότι αυτή ήταν αγγλόφιλη.
Σε αντάλλαγμα για τις καλές του υπηρεσίες, ο Κεμάλ ζητούσε μια προκαταβολή 5.000.000 χρυσών λιρών, πολεμοφόδια, σύγχρονα όπλα, υγειονομικό υλικό και τρόφιμα για το νστρατό του. Η βοήθεια αυτή θα χρησίμευε για τη διεξαγωγή κοινού αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού.
Το κείμενο αυτό εστάλη στη Μόσχα με τον ανθυπολοχαγό Ιμπραήμ, ο οποίος αναχώρησε από το λιμάνι της Τραπεζούντας στις 7/8 Μαΐου για το Νοβοροσίσκ. Ο ανθυπολοχαγός επέδωσε το μήνυμα στον κομισάριο των Εξωτερικών Τσιτσέριν, παρουσία του Χαλίλ πασά, του ιατρού Φουάτ και του Ρώσου αξιωματικού Σουκουτζούκοφ.
Ο Τσιτσέριν, με έγγραφό του της 3ης Ιουνίου προς τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, επιβεβαίωνε τη λήψη της πρότασης, προσθέτοντας ότι την παρέλαβε με μεγάλη χαρά, στη συνέχεια δε διατύπωνε μια αντιπρόταση. Σύμφωνα με τον Τσιτσέριν, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν περαιτέρω, εάν η Άγκυρα δεν αναγνώριζε το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση και εάν δεν οργάνωνε δημοψήφισμα στην τουρκική Αρμενία, στο Κουρδιστάν, στο Λαζιστάν, στο Μπατούμ, στην Ανατολική Θράκη και στις αραβικές περιοχές.
Στις διαβουλεύσεις αυτές συμπεριλαμβανόταν και η πρόταση συμμετοχής των προσφύγων, που είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στις περιοχές αυτές. Ο Κεμάλ εξέλαβε την απάντηση ως προσπάθεια της Ρωσίας να προσαρτήσει την Αρμενία, τη χώρα των Λαζών και του Κουρδιστάν. Έτσι, απέστειλε την παρακάτω διπλωματική απάντηση στον Τσιτσέριν, στις 20 Ιουνίου:
«Οι όροι που θέτει η ρωσική πλευρά για την ανάπτυξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων ταυτίζονται με τις αρχές μας, όμως η εφαρμογή των αρχών αυτών εμποδίζεται από την πολιτική των δυτικών δυνάμεων. Η Τουρκία δέχεται την παρέμβαση της Ρωσίας για τη διευθέτηση των συνόρων με το Κουρδιστάν και την Αρμενία.
Αλλά, επειδή τουρκικές περιοχές καταστρέφονται από τους γείτονες, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε ορισμένα στρατιωτικά μέτρα, όμως προς το παρόν αναβάλλουμε τη λήψη τους, συμμορφούμενοι με τις απόψεις σας. Η Τουρκία δεν μάχεται εναντίον των Δυτικών ιμπεριαλιστών, προκειμένου να διαφυλάξει μόνον την ανεξαρτησία της, αλλά αγωνίζεται και για να μην χρησιμοποιηθεί ο τουρκικός λαός ως όργανο εκείνων στην εξάπλωση του ιμπεριαλισμού. Για τον λόγο αυτό είμαστε βέβαιοι ότι εξυπηρετούμε ολόκληρη την ανθρωπότητα».
Β. Αποστολή εξ υπουργών επιτροπής στη Μόσχα
Παράλληλα με την αποστολή της ανωτέρω πρότασης, η τουρκική κυβέρνηση, ύστερα από τη συνεδρίαση της 5ης Μαΐου 1920, αποφάσισε την αποστολή στη Μόσχα μιας εξ υπουργών επιτροπής, στην οποία δόθηκαν συγκεκριμένες οδηγίες. Στις οδηγίες αυτές σημαντικό μέρος κατελάμβανε το αίτημα παροχής ρωσικής βοήθειας και αυτό της από κοινού άμυνας των Δαρδανελίων. Πρόεδρος της επιτροπής ορίστηκε ο υπουργός Εξωτερικών Μπεκίρ Σαμί, ενώ στην ίδια επιτροπή συμμετείχε και ο υπουργός Οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ.
Η ομάδα αυτή αναχώρησε από την Τραπεζούντα στις 3 Ιουλίου και έφθασε στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου. Αρχικά, τα μέλη της επιτροπής ένιωσαν αμηχανία και απογοήτευση, επειδή δεν έτυχαν επίσημης υποδοχής. Όμως, μετά την παρέλευση λίγων ημερών, οι Ρώσοι παραχώρησαν στην επίσημη τουρκική επιτροπή ένα διαμέρισμα για την άνετη παραμονή τους. Στο μεταξύ, ο ανθυπολοχαγός Ιμπραήμ, που είχε μεταφέρει την πρώτη τουρκική πρόταση στη Μόσχα, επέστρεψε από τη Ρωσία στην Τραπεζούντα μεταφέροντας την πολυπόθητη είδηση ότι οι Ρώσοι, επιτέλους, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα των Τούρκων. Η ρωσική βοήθεια θα αποτελείτο από 60.000 τουφέκια, 112 ελαφρά και 10 βαρέα πυροβόλα και 2.000.000 λίρες, από τις οποίες οι μισές θα ήταν χρυσές. Οι Ρώσοι υποσχέθηκαν, επίσης, ότι στην επιτροπή των υπουργών θα παρέδιδαν άλλες 120.000 χρυσές λίρες.
Χαρακτηριστική είναι η φράση του Κεμάλ όταν έμαθε το ευχάριστο νέο για την επικείμενη σοβιετική βοήθεια, προς τον ανταποκριτή της γαλλικής εφημερίδας Journal: «Έχω όλο το Ισλάμ πίσω μου και πλάι μου έναν σύμμαχο ακόμη πιο μεγάλο, που μου απλώνει το χέρι».
Γ. Αποστολή ρωσικής πρεσβείας στην Άγκυρα
Στο μεταξύ οι Μπολσεβίκοι αποφάσισαν την αναβάθμιση των σχέσεών τους με την κυβέρνηση της Άγκυρας σε επίπεδο πρεσβείας και απέστειλαν τους πρώτους διπλωμάτες στην Άγκυρα στις 10 Ιουνίου 1920. Οι πρώτοι διπλωματικοί υπάλληλοι, που θα στελέχωναν τη ρωσική πρεσβεία, έφθασαν στο Ερζερούμ στις 5 Σεπτεμβρίου και κατευθύνθηκαν ακολούθως προς την πόλη Ερζιντζάν.
Στις αποσκευές τους, μεταξύ των άλλων, μετέφεραν και 200 κιλά χρυσού. Στη συνέχεια, τα μέλη της πρεσβείας προωθήθηκαν προς τη Σεβάστεια, όπου τους επιφυλάχθηκε λαμπρή υποδοχή. Σε σύντομο χρονικό διάστημα αναχώρησε για την Άγκυρα και η δεύτερη ομάδα του προσωπικού της πρεσβείας, στην οποία συμμετείχε και ο Ρώσος πρέσβης, Mdivani Polikarp Gurgenovitch. Οι Ρώσοι διπλωματικοί υπάλληλοι έφθασαν στο Καρς στις 28 Δεκεμβρίου και στην Άγκυρα στις 28 Φεβρουαρίου 1921.
ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΕΙΣ
Η πρώτη διάσκεψη της Μόσχας
Η προαναφερθείσα εξ υπουργών επιτροπή έφτασε τελικά στη Μόσχα στις 19 Ιουλίου 1920. Όμως, μολονότι δεν είχε προηγηθεί πρόσκλησή της, εντούτοις η επιτροπή έγινε δεκτή και συναντήθηκε με τον κομισάριο των εξωτερικών Τσιτσέριν και τον Καράχαν στις 24 Ιουλίου. Η επιτροπή ζήτησε αμέσως βοήθεια, προβάλλοντας την κακή οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Άγκυρα και τόνισε ότι η καθυστέρηση της αιτηθείσας βοήθειας θα δημιουργούσε άλυτα προβλήματα. Οι Ρώσοι καθησύχασαν τα μέλη της επιτροπής, ανακοινώνοντάς τους ότι είχαν ήδη κανονίσει το ύψος της βοήθειας με τον Χαλίλ πασά. Παρ’ όλα αυτά, οι Τούρκοι διακατέχονταν από αισθήματα ανασφάλειας ως προς το αποτέλεσμα. Έπειτα όμως από αυτή τη συνάντηση, οι Ρώσοι απέφυγαν νέα επικοινωνία με την επιτροπή.
Αργότερα, οι Τούρκοι ειδοποιήθηκαν ότι θα είχαν συνομιλίες με τον Καραχάν στις 4 Αυγούστου. Στη συνέχεια οι δύο επιτροπές συναντήθηκαν στις 17 Αυγούστου. Μετά τις συζητήσεις που επακολούθησαν ανάμεσα στις δύο πλευρές και διήρκεσαν έως τις 24 Αυγούστου, συντάχθηκε ένα κείμενο, του οποίου οκτώ άρθρα μονογραφήθηκαν αμέσως. Το περιεχόμενό τους αναφερόταν στα παρακάτω σημεία:
«Έκαστη των συμβαλλομένων πλευρών δεν θα αναγνωρίσει διεθνείς Συνθήκες που δεν είναι αποδεκτές από την άλλη. Οι δύο πλευρές θα προσπαθήσουν για την αναβάθμιση της επικοινωνίας ανάμεσά τους, λαμβάνοντας όλα τα απαιτούμενα μέτρα για τη βελτίωση της σιδηροδρομικής γραμμής που συνδέει τις δύο χώρες. Όταν υπήκοοι του ενός από τα δύο κράτη κατοικούν στο άλλο, αυτοί θα υπόκεινται στους νόμους της χώρας που τους φιλοξενεί. Συμφωνείται από κοινού ότι οι διεθνείς Συνθήκες που θα συνταχθούν για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των εμπορικών πλοίων στα Στενά, δεν θα έχουν περιοριστικό χαρακτήρα αναφορικά με την ασφάλεια και την κυριαρχία της Τουρκίας στην περιοχή».
Στη συνέχεια η συζήτηση διακόπηκε, επειδή οι Ρώσοι ζήτησαν την παραχώρηση τουρκικών εδαφών προς στους Αρμενίους. Ο Τσιτσέριν, στις 27-28 Αυγούστου, για να επανασυνδέσει τον διάλογο πρότεινε την παραχώρηση των επαρχιών Βαν, Μους και Μπίτλις στους Αρμενίους. Η πρόταση αυτή του Τσιτσέριν γνωστοποιήθηκε στην Άγκυρα, η οποία όμως την απέρριψε. Ο δε Κεμάλ, σε τηλεγράφημά του προς τον υπουργό Εξωτερικών Μπεκίρ Σαμί που βρισκόταν στη Μόσχα, κατέκρινε τη στάση αυτή των Ρώσων. Επίσης τον πληροφόρησε ότι Αρμένιοι τουρκικής υπηκοότητας, που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην Τουρκία απολαμβάνοντας τα δικαιώματα που είχαν και οι άλλες μειονότητες. Η απάντηση αυτή είχε σκοπό να ρίξει στάχτη στα μάτια των Ρώσων, προκειμένου να υπογραφεί η συμφωνία, με την οποία θα αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Τουρκίας και θα εξασφαλιζόταν και η αιτηθείσα οικονομική βοήθεια. Λόγω του αρμενικού ζητήματος, οι συζητήσεις διακόπηκαν για ένα περίπου μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά των Αρμενίων.
Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου, οι Ρώσοι κάλεσαν μαζί με την εξ υπουργών επιτροπή και τους ηγέτες της επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος», που βρίσκονταν εκείνη την περίοδο στη Μόσχα. Παρόντες στη σύσκεψη ήταν οι εξής: ο Ενβέρ πασάς, ο Χαλίλ πασάς, ο Ιμπραήμ Ταλί και ο Σεϊφί μπέης, ενώ από τους Ρώσους συμμετείχαν ο Τσιτσέριν, ο Ελιγίαβα και ο Σκλιάνσκι, υπασπιστής του Τρότσκι. Κατά τη συζήτηση, ο Χαλίλ πασάς πρότεινε στους Ρώσους να καταλάβουν με την 11η Ερυθρή Στρατιά την Αρμενία. Το κέντρο βάρους της συζήτησης παρέμεινε η ρωσική οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς τους Τούρκους. Στη σύσκεψη αυτή ο Κεμάλ δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους εκπροσώπους της επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος», οι οποίοι και πρωτοστατούσαν στις συζητήσεις.
Το πρόβλημα της Αρμενίας
Στο μεταξύ, ενώ οι Τούρκοι εκτόξευαν απειλές κατά της Δημοκρατίας της Αρμενίας, οι Μπολσεβίκοι προσπαθούσαν να τους καθησυχάσουν, διαβεβαιώνοντας ότι οι διαφορές με τους Αρμενίους θα λύνονταν ειρηνικά. Όμως οι Τούρκοι, κρίνοντας ότι η Αρμενία ήταν εμπόδιο στα σχέδιά τους, αποφάσισαν να επιτεθούν. Έτσι ο Κεμάλ διέταξε τον στρατηγό Κιαζίμ Καραμπεκίρ να επιτεθεί εναντίον της Αρμενίας, προφανώς για να προκαταλάβει τους Ρώσους, οι οποίοι πίεζαν τους Τούρκους για εδαφικές παραχωρήσεις. Από την αρχή φάνηκε ότι οι Τούρκοι ήταν ισχυρότεροι των Αρμενίων. Έτσι στις 29 Σεπτεμβρίου 1920 κατέλαβαν το Σαρίκαμις, το Τσάτακ και το Ντιβίκ, στις 30 Σεπτεμβρίου το Μερντενίκ και στις 30 Οκτωβρίου το Καρς.
Η Δημοκρατία της Αρμενίας αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, παραδίδοντας στους Τούρκους την πόλη Αλεξαντροπόλ (Γκίουμρι ή Λενινακάν), στις 25 Νοεμβρίου. Η αρμενική κυβέρνηση, αφού υπέγραψε στις 3 Δεκεμβρίου την καταστροφική Συμφωνία του Γκίουμρι με τους Τούρκους, παραιτήθηκε. Στο μεταξύ, οι Αρμένιοι επαναστάτες ανακήρυξαν την Αρμενία σοβιετική δημοκρατία, δίνοντας το δικαίωμα στους Ρώσους να ισχυριστούν ότι η Συμφωνία του Γκιούμρι ήταν άκυρη. Η συμφωνία αυτή ήταν η πρώτη συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση της Άγκυρας με ένα ξένο κράτος. Σύμφωνα με αυτή, η Συνθήκη των Σεβρών θεωρείται άκυρη και οι ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας, που προσαρτήθηκαν το 1878 στη Ρωσία, αναγνωριζόταν ότι ανήκουν πλέον στην Τουρκία.
Η αναθέρμανση των σχέσεων
Μετά τα γεγονότα της Αρμενίας, οι σχέσεις ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία πέρασαν μια κρίση. Σύντομα όμως, το κοινό συμφέρον έφερε τις δύο χώρες και πάλι τη μία κοντά στην άλλη. Η σπουδαιότητα που έδωσαν οι Τούρκοι στη σχέση τους αυτή υποχρέωσε τον Κεμάλ να αναβαθμίσει την τουρκική αντιπροσωπεία στη Ρωσία. Έτσι, με τηλεγράφημά του, στις 19 Νοεμβρίου, κάλεσε στην Άγκυρα τον διοικητή του δυτικού μετώπου Αλί Φουάτ πασά, ο οποίος έφθασε στην Άγκυρα με τραίνο, στις 21 Νοεμβρίου. Στον σταθμό τον προϋπάντησε ο ίδιος ο Κεμάλ και του πρότεινε τη θέση του πρέσβη στη Μόσχα.
Ο Αλί Φουάτ αρχικά εξέλαβε την πρόταση ως προσπάθεια απομάκρυνσής του από τη χώρα, τελικά όμως αποδέχτηκε τον διορισμό. Αυτή την περίοδο, ο Ερυθρός Στρατός είχε υποστεί μια μεγάλη ήττα στην Πολωνία και το γόητρό του είχε καταβαραθρωθεί. Τότε επικράτησε ένα κλίμα ανασφάλειας και ανάγκασε τους Μπολσεβίκους να έλθουν σε συνεννόηση με τους Άγγλους για την υπογραφή μιας εμπορικής συμφωνίας αλλά και για την άρση του αποκλεισμού των ρωσικών λιμανιών.
Αποστολή τουρκικής πρεσβείας στη Μόσχα
Στο μεταξύ, οι ενέργειες εκ μέρους της Τουρκίας για τη δημιουργία πρεσβείας στη Μόσχα και τη στελέχωσή της, ολοκληρώθηκαν. Πρέσβης ορίστηκε ο Αλί Φουάτ πασάς, Α’ Γραμματέας ο Αζίζ, Β’ Γραμματέας ο Οσμάν Κεμάλ, ενώ ο λοχαγός του πεζικού Ιντρίς και ο λοχαγός του ιππικού Σαίμ κατέλαβαν άλλες διοικητικές θέσεις. Στρατιωτικός ακόλουθος διορίστηκε ο ταγματάρχης του επιτελείου Σαφέτ, με βοηθό τον λοχαγό του επιτελείου Μιτάτ και τον λοχαγό ιππικού Αλί Ριζά. Εξάλλου, για την ασφάλεια της πρεσβείας επελέγησαν 30 άνδρες που υπηρετούσαν στη διοίκηση του δυτικού μετώπου. Όταν τελείωσαν οι προετοιμασίες, το προσωπικό αναχώρησε σιδηροδρομικώς από το Εσκί Σεχίρ, στις αρχές Νοεμβρίου, και έφθασε στο Καρς στις 16 Δεκεμβρίου.
Στο μεταξύ, η κυβέρνηση στη συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου αποφάσισε την υπογραφή συμφωνίας με τους Ρώσους. Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκε μια επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τον πρέσβη Αλί Φουάτ, τον Γιουσούφ Κεμάλ και τον Ριζά Νουρ. Ακολούθως, ειδοποιήθηκε ο Αλί Φουάτ να αναμένει στο Καρς τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, που είχαν ήδη αναχωρήσει από την Άγκυρα, στις 14 Δεκεμβρίου.
Σχεδόν ταυτόχρονα με τα μέλη της επιτροπής, που έφθασαν στις 7 Ιανουαρίου 1921 στο Καρς, έφθασε και ο Μπεκίρ Σαμί από τη Μόσχα καθώς και το προσωπικό της ρωσικής πρεσβείας, συνοδευόμενο από τον Ρώσο πρέσβη Μντιβάνι και τον Μουσταφά Σουπχί με την ακολουθία του. Οι αντιπροσωπείες αυτές Ρώσων και Τούρκων δεν έχασαν χρόνο και άρχισαν αμέσως τις εργασίες. Τον Δεκέμβριο του 1920 έφθασε στο Καρς και ο Υπουργός αμύνης του Αζερμπαϊτζάν, Σαχταχτίνσκι, ο οποίος έφερε μαζί του επιστολή του Στάλιν προς τον Κεμάλ. Στις 13 Δεκεμβρίου ο Κεμάλ, με επιστολή του προς τον Σαχταχτίνσκι, αποδεχόταν την μπολσεβικοποίηση του Αζερμπαϊτζάν, ενώ σε άλλη επιστολή του, προς τον Στάλιν, της 14ης Δεκεμβρίου, εκφραζόταν κολακευτικά για τους αγώνες του Ρώσου κομισαρίου κατά του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Μετά από μακρά παραμονή στο Καρς, το προσωπικό της τουρκικής πρεσβείας αποφάσισε να αναχωρήσει με το τραίνο της γραμμής Καρς-Γκιούμρι-Τιφλίδα-Μπακού-Χάρκοφ. Το προσωπικό της πρεσβείας διαιρέθηκε σε δύο ομάδες, από τις οποίες η πρώτη θα παρέμενε στην Τιφλίδα για μία εβδομάδα. Το προσωπικό έφθασε στη Μόσχα στις 19 Φεβρουαρίου 1921. Μετά από μια θερμή υποδοχή, τα μέλη της πρεσβείας εγκαταστάθηκαν στο κτίριο της τουρκικής πρεσβείας, επί της οδού Τρέτι Μεσάνσκι. Το ίδιο βράδυ, ο πρέσβης Αλί Φουάτ υπέβαλε στον Τσιτσέριν τα διαπιστευτήριά του.
Ο δεύτερος γύρος των συζητήσεων
Όμως, ο δεύτερος γύρος των συζητήσεων ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους επρόκειτο να αρχίσει με αμοιβαίες καχυποψίες. Οι Ρώσοι φοβούνταν ότι η προσέγγιση της κυβέρνησης της Άγκυρας με αυτή του Σουλτάνου θα είχε ως επακόλουθο τη σύμπλευσή τους με την Αγγλία.
Εκείνη την περίοδο, μια επιτροπή του σουλτανικού καθεστώτος, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Αχμέτ Ιζέτ Πασάς, αναχώρησε στις 4 Δεκεμβρίου 1920 για το Μπίλετζικ, όπου συναντήθηκε με τον Κεμάλ. Στη συνέχεια, όλοι μαζί μετέβησαν στην Άγκυρα. Εκεί, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Σουλτάνου διαπίστωσαν ότι πολλοί βουλευτές ήταν μέλη του Μπολσεβίκικου Συλλόγου και ότι ακόμη και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου φορούσε ένα κόκκινο καλπάκι, δείγμα της μπολσεβίκικης νοοτροπίας του.
Αυτή η συνάντηση προσωπικοτήτων εκ μέρους των δύο τουρκικών κυβερνήσεων επιβεβαίωσε τις υποψίες των Ρώσων ότι οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να προβούν σε συμφωνία με τους Άγγλους, ώστε στη συνέχεια να καταλάβουν μαζί το Μπακού και το Μπατούμ. Η κατάληψη του Μπακού θα έθετε το μπολσεβίκικο καθεστώς σε μεγάλο κίνδυνο, διότι οι Ρώσοι θα στερούνταν τα οφέλη των πετρελαίων της Κασπίας. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι ανησυχούσαν για το ενδεχόμενο υπογραφής εμπορικής συμφωνίας μεταξύ Ρώσων και Άγγλων. Εξάλλου, οι Τούρκοι διέβλεπαν ότι η προσέγγιση Άγγλων και Ρώσων θα είχε ως επακόλουθο νέες προτάσεις και συζητήσεις γύρω από τον τεμαχισμό της Ανατολίας και τον έλεγχο των Στενών.
Παρ’ όλα αυτά, οι συσκέψεις ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους άρχισαν στις 21 Φεβρουαρίου 1921. Το πρώτο θέμα της συζήτησης ήταν ο σκοπός της άφιξης των Τούρκων στη Μόσχα, δίχως αυτοί να έχουν προηγουμένως προσκληθεί. Οι Τούρκοι υποστήριξαν ότι πήγαν στη Μόσχα, αποδεχόμενοι την πρόσκληση του Ρώσου πρέσβη Μντιβάνι. Αυτή η δήλωση δυσαρέστησε τον Τσιτσέριν, επειδή φάνηκε ότι αγνοούσε τις ενέργειες του πρέσβη. Στη συνέχεια οι Ρώσοι ενημέρωσαν τους Τούρκους ότι επίκειται υπογραφή συμφωνίας με τους Άγγλους.
Στο άκουσμα του απρόσμενου αυτού νέου, η τουρκική επιτροπή, αποτελούμενη από τους Αλί Φουάτ, Γιουσούφ Κεμάλ και Ριζά Νουρ, αποφάσισε αμέσως να επισκεφθεί τον Στάλιν, τη νύχτα 22/23 Φεβρουαρίου. Ο Ρώσος κομισάριος διευκρίνισε ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε καμία ενέργεια που θα έθετε σε κίνδυνο την επικείμενη υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας με την Αγγλία. Eπίσης τους διαβεβαίωσε ότι θα προσφέρει στην Άγκυρα σύμφωνο φιλίας και οικονομική βοήθεια.
Η ρωσοτουρκική συνθήκη
Ύστερα από τις παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις εκ μέρους του Στάλιν, ορίστηκε η έναρξη της διάσκεψης για τις 26 Φεβρουαρίου 1921, στο κτίριο του Κομισαριάτου των Εξωτερικών. Σ’ αυτή τη διάσκεψη η Τουρκία αντιπροσωπεύεται από τον βουλευτή Κασταμονής και υπουργό Οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ, τον βουλευτή Σινώπης ιατρό Ριζά Νουρ και τον πρέσβη Αλί Φουάτ, ενώ την Ρωσία εκπροσωπούν ο κομισάριος των Εξωτερικών Τσιτσέριν και ο Τζελάλ Κορκμάζοφ, μέλος της πανρωσικής κεντρικής επιτροπής. Κατά τη διάρκεια της διάσκεψης εξετάζονται θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος και στις 9 Μαρτίου οι δύο αντιπροσωπείες συμφωνούν στα παρακάτω 12 σημεία:
1. Η Ρωσία αναγνωρίζει το απαραβίαστο των τουρκικών συνόρων, όπως αναφέρεται στο Εθνικό Συμβόλαιο (Misak-i Milli).
2. Ως Β.Α. όριο των συνόρων της Τουρκίας καθορίζεται το χωριό Σαρπ στον Εύξεινο Πόντο, ακολουθείται το όριο των νομών Καρς και Αρνταχάν, ενώ έπονται ο χείμαρρος Αρπά τσαγί και ο ποταμός Αράς.
3. Η πόλη Μπατούμ και το λιμάνι της αποδίδονται στη Γεωργία.
4. Απαγορεύεται η ανέγερση τουρκικών φυλακίων σε απόσταση 8 χλμ. από τη σιδηροδρομική γραμμή, κατά μήκος του Αρπάτσαϊ.
5. Απελευθερώνεται η περιοχή του Ναχιτσεβάν, η δε προστασία της ανατίθεται στο Αζερμπαϊτζάν.
6. Η Ρωσία δεν θα επέμβει στις συμφωνίες που θα υπογράψουν η Τουρκία με την Αρμενία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν.
7. Η βοήθεια προς την Τουρκία, που θα προέρχεται από τη Γερμανία και από άλλες χώρες, θα διέρχεται ελεύθερα διαμέσου της Ρωσίας.
8. Εξασφαλίζεται η επάνοδος των Τούρκων αιχμαλώτων, εντός προθεσμίας δύο μηνών.
9. Καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνει την υποχρέωση της ενημέρωσης του έτερου μέλους σχετικά με την υπογραφή συμφωνίας με άλλο κράτος.
10. Η συμφωνία θα γίνει αποδεκτή μετά τον έλεγχο της ρωσικής μετάφρασης.
11. Η σοβιετική Ρωσία αναγνωρίζει την ανεξαρτησία των ανατολικών λαών και τον τρόπο διακυβέρνησής τους.
12. Ενισχύεται ο αγώνας των ανατολικών λαών για την ανεξαρτησία τους, δίχως προηγούμενη ενημέρωση των Άγγλων.
Στη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου ο Τσιτσέριν παρουσίασε την επιστολή που είχε στείλει στον υπουργό Οικονομικών Γιουσούφ Κεμάλ, με την οποία δινόταν η υπόσχεση της οικονομικής βοήθειας προς την τουρκική κυβέρνηση.
Η ρωσοτουρκική συνθήκη υπογράφτηκε στις 18 Μαρτίου, αλλά φέρει ως ημερομηνία υπογραφής την 16η Μαρτίου, προκειμένου να συμπέσει με αυτήν της εμπορικής συμφωνίας ανάμεσα στη Ρωσία και την Αγγλία.
Η σημασία της Συνθήκης Ρωσίας-Τουρκίας
Με την υπογραφή αυτής της συνθήκης, η Ρωσία αναγνώριζε τα σύνορα της Τουρκίας όπως αυτά ορίζονταν στο Εθνικό Συμβόλαιο, ενώ εμμέσως, αυτή δεν ανεγνώριζε τη συνθήκη των Σεβρών. Έτσι η λύση του θέματος των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων θα πραγματοποιείτο δίχως τον περιορισμό της κυριαρχίας της Τουρκίας, ενώ διαγράφονταν οι τουρκικές πολεμικές αποζημιώσεις και οι διομολογήσεις προς τη Ρωσία κηρύσσονταν άκυρες. Η Ρωσία με τη συνθήκη αυτή στεκόταν στο πλευρό της Τουρκίας κατά των αξιώσεων των δυτικών δυνάμεων και της Ελλάδας, παράλληλα δε εξασφαλιζόταν ρωσική οικονομική βοήθεια προς την Τουρκία για μια περίοδο 10 ετών. Έτσι η Τουρκία, έχοντας εξασφαλίσει τα ανατολικά της σύνορα με την Ρωσία και τις σοβιετικές δημοκρατίες του Καυκάσου, απέσυρε τις δυνάμεις της από την ανατολική Τουρκία για να ενισχύσει εκείνες του δυτικού μετώπου.
Οι προσπάθειες ποδηγέτησης του κεμαλικού κινήματος
Η Ρωσία κατέβαλε κατά διαστήματα πολλές προσπάθειες για την ποδηγέτηση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ. Παρά δε το γεγονός της υπογραφείσας συνθήκης, οι προσπάθειες της Ρωσίας για τη σύνδεση της Τουρκίας στο άρμα της αυξήθηκαν. Η Ρωσία, για την υλοποίηση των επιδιώξεών της, χρησιμοποίησε Τούρκους που είχαν ενστερνιστεί την μπολσεβίκικη ιδεολογία. Οι σημαντικότερες ενέργειες για την υλοποίηση του σκοπού αυτού ήταν η αποστολή του Μουσταφά Σουπχί στην Τουρκία και η συνεργασία των Ρώσων με την Επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος».
Α. Ενέργειες του Μουσταφά Σουπχί
Ο Μουσταφά Σουπχί γεννήθηκε στην Κερασούντα, το 1883. Σπούδασε νομικά στην Πόλη και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Αρχικά εργάστηκε ως καθηγητής οικονομικών, ακολούθως έγινε διευθυντής εφημερίδας. Το 1913, λόγω της ιδεολογίας του, εκτοπίστηκε στη Σινώπη, απ’ όπου απέδρασε και κατέφυγε στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας. Στη συνέχεια άρχισε να προπαγανδίζει τον μπολσεβικισμό στους Τούρκους της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1918 συναντάται με τον Στάλιν, ακολούθως δε γίνεται εκδότης της εφημερίδας Yeni D’nya. Στη συνέχεια ο Σουπχί γίνεται μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος.
Στο πρώτο συνέδριο των Τούρκων αριστερών σοσιαλιστών, που έλαβε χώρα στη Μόσχα, αποφασίζεται η ίδρυση του τουρκικού κομμουνιστικού κόμματος, την προεδρία του οποίου ανέλαβε ο Σουπχί. Σε μια πανηγυρική ομιλία του, που πραγματοποιήθηκε στην Πετρούπολη, διατυπώνει τα παρακάτω:
«Όταν με τη νίκη του προλεταριάτου λήξει νικηφόρα η παγκόσμια επανάσταση, εμείς οι Τούρκοι κομμουνιστές φανταζόμαστε ότι η πιο μυθική πόλη της οικουμένης, η Κωνσταντινούπολη, θα γίνει έδρα της κομμουνιστικής Διεθνούς, της οποίας το άστρο θα λάμψει στην κορυφή του τρούλου της Αγίας Σοφίας».
Ο Σουπχί, τον Δεκέμβριο του 1918, αντιπροσώπευσε την Τουρκία στα συνέδρια της Διεθνούς, που πραγματοποιήθηκαν στην Πετρούπολη. Στις 22 Ιανουαρίου 1919 μεταβαίνει μαζί με το επιτελείο του στην Κριμαία, όμως η νίκη του Ντενίκιν τον αναγκάζει να μεταβεί στην Οδησσό.
Στη συνέχεια φτάνει στο Μπακού, όπου σκοπεύει να συγκροτήσει μια στρατιωτική δύναμη αποτελούμενη από Οθωμανούς αιχμαλώτους. Σύμφωνα με μια επιστολή του, η δύναμη αυτή θα ετίθετο στη διαταγή του στρατηγού Καραμπεκίρ. Σύμφωνα όμως με μια άλλη εκδοχή, ο Σουπχί σχεδίαζε την ανατροπή του Κεμάλ, σκόπευε δε να χρησιμοποιήσει αυτή τη δύναμη εναντίον του. Στις προθέσεις του Σουπχί ήταν να μεταβεί στην Ανατολία για να επιτύχει τις επιδιώξεις του, όμως δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει την άδεια της Άγκυρας.
Επίσημα, η Άγκυρα δεν στράφηκε εναντίον του Σουπχί για να μη δυσαρεστηθεί η Μόσχα, αφού για το καθεστώς της Άγκυρας η ρωσική οικονομική βοήθεια ήταν απολύτως απαραίτητη. Ο Σουπχί μετέβη στις 28 Δεκεμβρίου 1920 στο Καρς, με μια πολυπληθή συνοδεία, τον Ρώσο πρέσβη Μντιβάνι και το προσωπικό της ρωσικής πρεσβείας. Εκεί ο Σουπχί αρχίζει να προπαγανδίζει τον μπολσεβικισμό στις τάξεις του τουρκικού Στρατού. Στα πολιτικά «πιστεύω» του Σουπχί ήταν ότι, αφού η Άγκυρα έχει τη βοήθεια της Ρωσίας, πρέπει να επιτρέψει και τις δραστηριότητες του κομμουνιστικού κόμματος. Όμως, ο Κεμάλ, προβλέποντας τον κίνδυνο που διαγραφόταν εις βάρος του, αρνήθηκε να επιτρέψει στο Σουπχί να μεταβεί στην Άγκυρα.
Ύστερα από διάφορες οργανωμένες εχθρικές εκδηλώσεις εναντίον του, ο Σουπχί και η συνοδεία του μεταβαίνουν στην Τραπεζούντα, όπου αυτός με την Ρωσίδα σύζυγό του και 14 ακόμη άτομα επιβιβάζονται σε ένα μηχανοκίνητο καΐκι, με προορισμό τους το Μπατούμ. Μετά την αναχώρησή τους, ο Γιαχγιά Κεμάλ, αρχηγός των βαρκάρηδων της Τραπεζούντας, αποστέλλει δεύτερο καΐκι, στο οποίο επέβαινε ο Φαΐκ Ρεΐς με μια ομάδα δικούς του ανθρώπους.
Στις 28/29 Ιανουαρίου ο Φαΐκ συναντάται με τον Σουπχί, ανοικτά των Σουρμένων, και τον δολοφονεί μαζί με τους συνοδούς του, πετά δε τα πτώματά τους στη θάλασσα. Η γυναίκα του Σουπχί έκτοτε εξαφανίστηκε. Το έγκλημα αυτό δεν διαλευκάνθηκε ποτέ, ούτε τα ίχνη της γυναίκας του Σουπχί βρέθηκαν. Ηθικοί αυτουργοί αυτής της πράξης θεωρήθηκαν ο Κεμάλ ή ο Καραμπεκίρ ή ο νομάρχης της Τραπεζούντας ή και όλοι μαζί. Η δολοφονία αυτή δεν δημοσιοποιήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση για να μην σταθεί εμπόδιο στην υπογραφή της συνθήκης ανάμεσα στην Ρωσία και την Τουρκία.
Β. Ενέργειες της επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος»
Η εξωτερική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αμπντούλ Χαμίτ Β’, προέβλεπε την εγκατάλειψη των εδαφών στα οποία ζούσαν κατά πλειοψηφία χριστιανοί και την προσκόλληση των Τούρκων στα εδάφη όπου το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε την πλειοψηφία. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας από τους Νεότουρκους, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την επιτροπή «Ένωση και Πρόοδος». Το 1918, με την ήττα της Τουρκίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι επικεφαλής της επιτροπής διέφυγαν στο Βερολίνο για να αποφύγουν την εκτέλεση. Τότε ο Ενβέρ πασάς ίδρυσε την οργάνωση «Islam Ihtilal cemiyetleri Ittihati» (Ένωση των Ισλαμικών Επαναστατικών Κοινωνιών).
Η Ρωσία επικρότησε τις ενέργειες αυτές, επειδή πίστευε ότι ο Ενβέρ θα ξεσήκωνε τους μουσουλμάνους της Ασίας που ζούσαν στις αγγλικές αποικίες, αλλά και ότι θα προσηλύτιζε τους μουσουλμάνους της Σοβιετικής Ένωσης στον μπολσεβικισμό. Στο μεταξύ, ενώ ο Ενβέρ και οι συνεργάτες του ανέμεναν οικονομική βοήθεια από τους Ρώσους, μια άλλη φατρία της επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος», επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ταλάλ πασάς, αντιμετώπιζε τους Ρώσους με καχυποψία.
Όμως, μετά τη δολοφονία του Ταλάλ, όλα τα μέλη της φατρίας του ενώθηκαν με τον Ενβέρ, ο οποίος αποφάσισε να οργανώσει στη Μόσχα ένα συνέδριο. Ωστόσο στο συνέδριο αυτό, που πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1921, δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις.
Μετά την αποτυχία αυτή ο Ενβέρ αποφάσισε να ιδρύσει το «Halk Suralar Firkasi» (Κόμμα Λαϊκών Συμβουλίων) και να αποστείλει το πρόγραμμα του κόμματος στον Κεμάλ. Σχετικά με το θέμα αυτό ο στρατηγός Καραμπεκίρ, με επιστολή του προς τον Φεβζί Πασά και το προεδρείο της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης, τους πληροφορούσε ότι το πρόγραμμα του κόμματος αυτού, που αποτελούνταν από 85 άρθρα, περιέχει τις αρχές του κομμουνισμού και του μπολσεβικισμού και ότι θα απαγορεύσει τη διανομή του στον τουρκικό Στρατό.
Την ίδια περίοδο οι Ρώσοι αμνήστευσαν τον Wrangel, Ρώσο φυγάδα και στρατηγό του Λευκού Στρατού, καθώς και τους άνδρες του, που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, για να τους χρησιμοποιήσουν, ενδεχομένως, εναντίον των Ελλήνων.
Το σύνολο της δύναμης αυτής αποτελείτο από 35.000 άνδρες. Ακολούθως, ο Στάλιν σε επιστολή του προς τον Τούρκο πρέσβη Αλί Φουάτ, στις 22 Απριλίου 1921, δήλωνε ότι «εάν ο στρατός της Ανατολίας προχωρήσει προς τα Στενά, ο Wrangel μπορεί να επιτεθεί στα νώτα των Γάλλων και των Άγγλων, που βρίσκονται στη Βουλγαρία και την Κωνσταντινούπολη». Με τον τρόπο αυτό ο Στάλιν πρότεινε στον Κεμάλ μια επίθεση από κοινού κατά των Δυτικών, η οποία όμως δεν αποφασίστηκε.
H σκακιέρα της Ανατολίας
Ο αγώνας για την επικράτηση
Η επιτυχής επίθεση του Ελληνικού Στρατού το 1921 είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Κιουτάχειας, του Αφιόν Καραχισάρ και του Εσκί Σεχίρ, στη συνέχεια δε την απόσυρση των Τούρκων, ανατολικά του Σαγγαρίου. Η διαμορφωθείσα κατάσταση ενίσχυσε γενικά την αίσθηση ότι ο Κεμάλ θα έχανε τον πόλεμο, γι’ αυτό διαδόθηκε η φήμη ότι οι οπαδοί του Ενβέρ θα τον αντικαθιστούσαν με τον δικό τους εκλεκτό. Έτσι, η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Ενβέρ και του Κεμάλ, άρχισε να παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις.
Όμως, κοινό σημείο των δύο παρατάξεων αποτελούσε η διαπίστωση ότι δίχως τη σοβιετική βοήθεια οι τουρκικές προσπάθειες ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Αυτή την περίοδο ο Ενβέρ είχε την αμέριστη υποστήριξη των Μπολσεβίκων, οι οποίοι πίστευαν ότι μετά την μπολσεβικοποίηση των χωρών του Καυκάσου, είχε έλθει η σειρά της Τουρκίας. Γι’ αυτό, ο Κεμάλ αρνήθηκε να επιτρέψει την επάνοδο του Ενβέρ στην Ανατολία. Ο Ενβέρ, σε επιστολή του προς τον Κεμάλ, στις 16 Ιουλίου 1921, αναφέρει τα εξής:
«Πρέπει να ομολογήσουμε ότι αισθανόμαστε πολύ άσχημα λόγω της επιθυμίας σας να παραμείνουμε διά παντός εκτός της χώρας. Αλλά λόγω της αγάπης προς την πατρίδα, θα το υπομείνουμε κι αυτό. Όμως, εάν η παραμονή μας στο εξωτερικό αποδειχθεί ανώφελη αλλά και επικίνδυνη για την Τουρκία και τον μουσουλμανικό κόσμο, τον οποίο προσπαθούμε να σώσουμε, τότε θα επιστρέψουμε».
Ο Ενβέρ πασάς, στις 28 Ιουλίου συσκέφθηκε με τον Τσιτσέριν και στις 30 Ιουλίου αναχώρησε από τη Μόσχα με προορισμό το λιμάνι του Μπατούμ, όπου στις 5-8 Σεπτεμβρίου συνήλθε το έκτακτο συνέδριο της Επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος». Στο μεταξύ, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, μπροστά στην επικίνδυνη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, ονόμασε τον Κεμάλ αρχιστράτηγο και τον περιέβαλε με δικτατορικές εξουσίες.
Ο Κεμάλ κατόρθωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα να ρυθμίσει τα πιο επείγοντα ζητήματα και παράλληλα συνέστησε τα «δικαστήρια της ανεξαρτησίας», τα οποία επέβαλαν αυστηρές κυρώσεις στους ανυπάκουους, ακόμη και την ποινή του θανάτου. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκε για την οργάνωση της επιμελητείας και του ανεφοδιασμού του στρατού με τις προμήθειες από την Ρωσία, την Ιταλία και τη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά, οι δυσχέρειες ανεφοδιασμού ανάγκασαν τον Ελληνικό Στρατό να διαβεί και πάλι τον Σαγγάριο και να εγκατασταθεί στα δυτικά του.
Τα γεγονότα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα στον Κεμάλ να επιστρέψει με ελπίδες στην Άγκυρα, ενώ οι Ρώσοι, διαπιστώνοντας ότι δεν θα μπορούσαν πλέον να τον ελέγξουν, έπαυσαν να ενθαρρύνουν τον Ενβέρ, ο οποίος απογοητευμένος μετέβη στο Τουρκμενιστάν. Η διαμορφωθείσα κατάσταση έπεισε τους Γάλλους ότι ήλθε η ώρα να συνάψουν συμφωνία με τους Τούρκους.
Παρασπονδίες
H υπογραφή της ρωσοτουρκικής Συνθήκης δεν στάθηκε ικανή να συσφίξει τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο επαναστατικά καθεστώτα. Εμπόδια ήταν οι προσπάθειες της Ρωσίας για την μπολσεβικοποίηση της Τουρκίας, η μη παράδοση του Μπατούμ και του Γκίουμρι από τους Τούρκους, οι προσπάθειες αναθέρμανσης των σχέσεων της Άγκυρας με την Entente, καθώς και της Ρωσίας με τους Γάλλους και τους Άγγλους.
Οι Τούρκοι, μπροστά στον κίνδυνο πολέμου με τη Ρωσία, αναγκάστηκαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από το Μπατούμ. Όσον αφορά στην Αρμενία, λίγο μετά την τουρκική επίθεση η χώρα κατελήφθη από τους μπολσεβίκους και απετέλεσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά την απαίτηση των Τούρκων για την αναγνώριση της συνθήκης του Γκιούμρι από το νέο καθεστώς της Αρμενίας, οι Ρώσοι προειδοποίησαν την Άγκυρα να παραδώσει την πόλη του Γκιούμρι αμέσως, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα δεχόταν την επίθεση της 11ης Ερυθρής Στρατιάς.
Η σθεναρή στάση των Ρώσων και η επαπειλούμενη διακοπή της ρωσικής βοήθειας προς τους Τούρκους ανάγκασαν τους τελευταίους να συμμορφωθούν με τον σχετικό όρο της Συνθήκης της Μόσχας και να εκκενώσουν στις 25 Απριλίου το Γκίουμρι, αφού προηγουμένως ανατίναξαν τις αποθήκες των πολεμοφοδίων τους. Στη συνέχεια αποφασίστηκε η οργάνωση συνεδρίου των υπερκαυκάσιων δημοκρατιών. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο Καρς, από τις 26 Σεπτεμβρίου έως τις 10 Οκτωβρίου.
Το κείμενο που υπογράφτηκε στο τέλος του συνεδρίου είναι σχεδόν το ίδιο με αυτό της Συνθήκης της Μόσχας. Αλλά υπογράφτηκε επίσης και από τις μπολσεβίκικες δημοκρατίες της Αρμενίας, της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν, οι οποίες έτσι αναγνώριζαν τα σύνορα της Τουρκίας, που είχαν χαραχτεί με τη συνθήκη της Μόσχας.
Προσέγγιση Τουρκίας-Γαλλίας
Στο μεταξύ, η Γαλλία αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις τις από την Κιλικία και παράλληλα να προσεγγίσει την Τουρκία, αποστέλλοντας, στις αρχές Ιουλίου του 1921, τον Franklin Bouillon στην Άγκυρα. Οι Τούρκοι δεν γνωστοποίησαν τις διαπραγματεύσεις αυτές στη Μόσχα, παρ’ όλο που είχαν αναλάβει την υποχρέωση ενημέρωσης της Σοβιετικής Ένωσης για τέτοια θέματα. Οι συνομιλίες επαναλήφθηκαν τον Σεπτέμβριο του 1921 και η γαλλοτουρκική συμφωνία υπογράφτηκε στις 20 Οκτωβρίου. Επακολούθησαν η εκκένωση της Κιλικίας και η αυτονόμηση της περιοχής της Αλεξανδρέττας.
Επιπλέον, η Γαλλία παραχώρησε στο καθεστώς της Άγκυρας πολεμικό υλικό αξίας 200 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων, αποτελούμενο από όπλα, άλλα πολεμοφόδια και αεροπλάνα, προκειμένου να ενισχύσει τον τουρκικό Στρατό.
Παρ’ όλο που η σχετική συμφωνία διατάραξε τις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας, οι δύο πλευρές συνέχισαν τη συνεργασία τους, ο δε Τούρκος πρέσβης Αλί Φουάτ επέδωσε αντίγραφο της υπογραφείσας συμφωνίας στους Ρώσους. Οι Σοβιετικοί, παρ’ όλο που τους ενοχλούσε η διπλοπροσωπία του Κεμάλ, δεν προέβησαν σε αντίμετρα, διότι φοβούνταν την εγκατάσταση των δυτικών στα Στενά και των Ελλήνων στα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και στη Θράκη. Εξάλλου, η Ρωσία προτιμούσε την ύπαρξη στην περιοχή αυτή ενός αδύνατου κράτους, όπως ήταν τότε αυτό της Τουρκίας.
Λίγο πριν την καταστροφή
Στις αρχές του 1922, η κυβέρνηση της Άγκυρας έχοντας εξασφαλίσει τα ανατολικά, τα βόρεια και τα νότια σύνορα της Τουρκίας, αλλά και την οικονομική υποστήριξη των Ιταλών, των Γάλλων και των Ρώσων, προέβη, ασφαλής πλέον, στην ενίσχυση του δυτικού μετώπου της σε πολεμοφόδια και προσωπικό, για να αντιμετωπίσει τον Ελληνικό Στρατό, τη μόνη υπολογίσιμη δύναμη που είχε απομείνει στην Ανατολία.
Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να υποστηρίζει με όλα τα διαθέσιμα μέσα της την Τουρκία. Επίσης, δια μέσου του κομισάριου των Εξωτερικών Τσιτσέριν, προέβαινε στη δυσφήμηση του Ελληνικού Στρατού, αποστέλλοντας σε όλα τα κράτη του κόσμου αναφορά σχετικά με τις δήθεν ωμότητες που διαπράχθηκαν από τους Έλληνες κατά την αποχώρησή τους δυτικά του Σαγγαρίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ρωσία απέστειλε στην Άγκυρα τον Στρατηγό Frunze. Για την αντιμετώπιση της διαμορφωθείσας κατάστασης ο Ρώσος στρατηγός, στις αρχές του 1922, πρότεινε στον Κεμάλ ως βοήθεια την αποστολή τριών σοβιετικών ταξιαρχιών από τα ρωσικά λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και την αποβίβασή τους στην περιοχή της Θράκης.
Έτσι η Τουρκία, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη των Ρώσων και των Γάλλων, έθεσε ως νέο στόχο της την αναγνώριση του Εθνικού Συμβολαίου (Misak-i milli) και από την Αγγλία, ώστε αυτή να πιέσει την Ελλάδα να εκκενώσει την Ανατολία. Όμως, η Αγγλία, επειδή επιδίωκε να εξαναγκάσει την Τουρκία να αποδεχθεί τους όρους της Δύσης, πρότεινε σε αντιπερισπασμό στη Σοβιετική Ένωση την πολιτική της αναγνώριση, με αντάλλαγμα τη διακοπή των σχέσεών της με την Άγκυρα. Αλλά οι πολιτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν η Γαλλία και η Ιταλία και η επακολουθήσασα αποδυνάμωση της Αγγλίας, σε συνδυασμό με την αναποφασιστικότητα των ελληνικών κυβερνήσεων και την άθλια οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, οδήγησαν σε αποτυχία την ειρηνική επίλυση του προβλήματος της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Τον Απρίλιο του 1922 πραγματοποιήθηκε στη Γένοβα μια διάσκεψη με θέμα συζήτησης την οικονομική ανόρθωση της Ευρώπης. Η Τουρκία δεν προσκλήθηκε, παρά τις προσπάθειες δύο κυβερνήσεών της, τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και της Άγκυρας, για τη συμμετοχή της.
Η Σοβιετική Ένωση, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει την Τουρκία, πρότεινε να συζητηθεί μεταξύ των άλλων θεμάτων και αυτό των Στενών. Όμως αυτό δεν βοήθησε να προσκληθεί στη διάσκεψη η Τουρκία. Στο τέλος της διάσκεψης έγιναν σοβαρές καταγγελίες για τις τουρκικές ωμότητες εις βάρος των χριστιανών, που είχαν διαπιστωθεί από αμερόληπτους Αμερικανούς παρατηρητές. Με τη σειρά του ο Κεμάλ δήλωνε ότι δεν θα αναγνώριζε καμία απόφαση της διάσκεψης που θα αφορούσε την Τουρκία, ενώ ο Στάλιν στις 22 Απριλίου 1922 πρότεινε στον Τούρκο πρέσβη στη Μόσχα Αλί Φουάτ, σε περίπτωση που οι Τούρκοι προχωρούσαν προς τα Στενά, να τους ενισχύσει με τον στρατό του Wrangel. Τότε οι Τούρκοι αφόπλισαν τον στρατό του Wrangel, επειδή θεώρησαν μία από κοινού στρατιωτική επιχείρηση αντίθετη προς τα συμφέροντά τους.
Η αδυναμία εύρεσης ειρηνικής λύσης αλλά και η πολιτική αστάθεια των δυτικών δυνάμεων και της Ελλάδος έδωσε την ευκαιρία στον στρατό του Κεμάλ να επιτεθεί αιφνιδιαστικά κατά των ελληνικών θέσεων και να διασπάσει το μέτωπο με τα γνωστά οδυνηρά αποτελέσματα.
Μετά την καταστροφή
Η μικρασιατική καταστροφή δεν στάθηκε ικανή να μεταβάλει την πολιτική της Αγγλίας ως προς τα Στενά, αλλά ούτε και η υπόσχεση της παραχώρησης των Στενών και της Κωνσταντινούπολης στον τσάρο της Ρωσίας στάθηκε ικανή για να ανατρέψει τα σχέδια του πρωθυπουργού Lloyd George και του υπουργού των Αποικιών W. Churchill. Στο μεταξύ, η αγγλική κυβέρνηση κατά τη συνεδρίαση της 7ης Σεπτεμβρίου 1922 είχε αποφασίσει τα εξής:
Τα Στενά ήταν ουσιώδους σημασίας για τα αγγλικά συμφέροντα και, στην περίπτωση που ο Κεμάλ αποφάσιζε να αποβιβάσει δυνάμεις στη χερσόνησο της Καλλίπολης, η Αγγλία θα προέβαλλε ένοπλη αντίσταση. Επίσης, η γηραιά Αλβιών θα προέβαινε στην ενίσχυση των θαλάσσιων δυνάμεών της για την κατάληψη της χερσονήσου της Καλλίπολης.
Για την υλοποίηση της απόφασης αυτής η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία αποβίβασαν δυνάμεις στην ασιατική ακτή των Δαρδανελίων στις 11 Σεπτεμβρίου. Στο μεταξύ, στη διάσκεψη του Rambaullet, υπό την προεδρία του Γάλλου Poincare, αποφασίστηκε η παραχώρηση της ανατολικής Θράκης στην Τουρκία.
Παράλληλα, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι αιφνιδιάζοντας τους Άγγλους απέσυραν τις δυνάμεις τους από τα στενά των Δαρδανελίων και από τη χερσόνησο της Νικομήδειας. Η Αγγλία, προδομένη από τους συμμάχους της, ζήτησε τη στρατιωτική βοήθεια της Σερβίας και της Ρουμανίας, ενώ ο Κεμάλ ζήτησε τη βοήθεια των Βουλγάρων για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Στη διάσκεψη των Παρισίων που άρχισε στις 20 Σεπτεμβρίου, ανάμεσα στον λόρδο Curzon και τον Pointcare, o Curzon αποδέχθηκε την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στην Τουρκία, ενώ ο Γάλλος πρόεδρος Poincare, λαμβάνοντας μια άκρως φιλοτουρκική στάση, με σφοδρότητα επέμενε, επικουρούμενος και από τον Ιταλό κόμη Sforza, στην επιστροφή της Αδριανούπολης στους Τούρκους. Οι απαιτήσεις του Γάλλου προέδρου έγιναν αποδεκτές, με την προϋπόθεση ότι ο Έβρος θα αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Έτσι, με τη μεσολάβηση των Ιταλών και των Γάλλων, η Τουρκία επέστρεψε ξανά στην Ευρώπη, αποκτώντας εδάφη στην ευρωπαϊκή ήπειρο εις βάρος της Ελλάδας.
Η διάσκεψη της Λωζάννης
Στη διάσκεψη της Λωζάννης οι ρωσοτουρκικές σχέσεις περιορίστηκαν σε συζητήσεις για τα Στενά, αφού η Σοβιετική Ένωση συμμετείχε στη διάσκεψη μόνο κατά τη συζήτηση αυτού του θέματος. Οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν τα Στενά να είναι συνεχώς ανοικτά για τα εμπορικά πλοία και κλειστά για τα πολεμικά, ενώ σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Συμμάχων τα Στενά θα έπρεπε να είναι ανοικτά και για τα πολεμικά πλοία, εφόσον η Τουρκία παρέμενε ουδέτερη.
Η στάση αυτή των Ρώσων δεν επέτρεψε τον σχηματισμό μετώπου εναντίον των απαιτήσεων των Συμμάχων, οι οποίοι κατηγόρησαν την Ρωσία ότι επιθυμούσε να καταστήσει τον Εύξεινο Πόντο μια ρωσική θάλασσα. Εξάλλου, η Τουρκία δεν επεδίωκε να ακολουθήσει μια εξωτερική πολιτική που θα ήταν έξω από τα πλαίσια του Εθνικού Συμβολαίου.
Κατά τον Κεμάλ, ο εκσυγχρονισμός της Τουρκίας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με πιστή εφαρμογή του Εθνικού Συμβολαίου. Σύμφωνα με το 4ο άρθρο του: «Η ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης, που είναι το κέντρο του ισλαμικού χαλιφάτου και της ανώτατης δυναστείας, αλλά και πρωτεύουσα της οθωμανικής κυβέρνησης, καθώς και η θάλασσα του Μαρμαρά, πρέπει να διασφαλίζεται πάντοτε. Η διέλευση των Στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με την απόφαση που θα προκύψει από τις συζητήσεις της Τουρκίας και των άλλων χωρών του Ευξείνου Πόντου».
Το τμήμα της Συνθήκης της Λωζάννης που αφορούσε στα Στενά υπογράφτηκε στις 14 Ιουλίου 1923. Αυτό το τμήμα προέβλεπε ότι «τα πολεμικά πλοία που διέρχονται τα Στενά σε καιρό ειρήνης δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν τον αριθμό αυτών του στόλου που ναυλοχεί στον Εύξεινο Πόντο.
Όμως, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα έχουν το δικαίωμα να αποστείλουν διαμέσου των Στενών τρία πολεμικά πλοία, το εκτόπισμα εκάστου των οποίων δεν θα υπερβαίνει τους 10.000 τόνους».
https://www.pronews.gr/istoria/1919-1923-mikrasiatiki-ekstrateia-kai-synthiki-lozannis-oi-sxeseis-rosias-tourkias/