Συνέντευξη στον Χρύσανθο Μανώλη
Σε αντίθεση με άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και άλλες, στην Κύπρο δεν συνηθίσαμε να ακούμε καταξιωμένους ακαδημαϊκούς να αμφισβητούν δημόσια το νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας, όπως αυτό υιοθετήθηκε και εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια και στην ΕΕ. Με αφορμή τη συζήτηση που διεξάγεται σε διάφορα επίπεδα εντός της ΕΕ, με απούσα όμως σε μεγάλο βαθμό την Κύπρο, για πιθανή αλλαγή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και του Συμφώνου Σταθερότητας, μιλήσαμε με τον καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους, πρόεδρο του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης, του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.
Κατά τον κ. Θεοφάνους, οι συνέπειες και οι πραγματικότητες της πανδημίας ώθησαν αποφασιστικά προς την αμφισβήτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Άλλο η σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία και άλλο η δημοσιονομική περισυλλογή, επισημαίνει, προκρίνοντας μια φιλοσοφία διακριτικής ευχέρειας και ευελιξίας, η οποία θα στηρίζεται στις πραγματικές οικονομικές συνθήκες κάθε περιόδου. Ως ακαδημαϊκός, τονίζει την ανάγκη να δούμε με προσοχή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η νέα γενιά και ιδιαίτερα την έλλειψη επαρκούς αριθμού ποιοτικών θέσεων εργασίας, τους σχετικά χαμηλούς μισθούς, τα ψηλά ενοίκια και το μεγάλο κόστος ιδιοκατοίκησης.
Από ένα πρόσφατο άρθρο σας, κ. Θεοφάνους, στον Οικονομικό Φιλελεύθερο, στις 30/1/22, μας έκανε εντύπωση μία αναφορά σας ότι «στη σημερινή συγκυρία είναι αναγκαία η αναζήτηση ενός νέου υποδείγματος για να αντικαταστήσει το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο, που δυστυχώς συνέβαλε στην αύξηση των ανισοτήτων σε διάφορα επίπεδα και στην εμπέδωση ενός στρεβλού αξιακού συστήματος, κύρια χαρακτηριστικά του οποίου είναι ο σκληρός ανταγωνισμός, ο άκρατος ατομισμός και η θεοποίηση του υπερβολικού κέρδους». Θα θέλαμε να αναπτύξετε κάπως αυτή σας την άποψη. Ποιες επιλογές έχει η Κύπρος, ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, για ένα μοντέλο διαφορετικό από το νεοφιλελεύθερο;
Κατ’ αρχήν επισημαίνω ότι η αμφισβήτηση του Νεοφιλελεύθερου Μοντέλου λαμβάνει χώρα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Σε σχέση με την Ευρώπη, η συζήτηση αυτή γίνεται τόσο σε επίπεδο κρατών, όσο και σε επίπεδο διανόησης. Ήδη, η Γαλλία και η Ιταλία έχουν εκφρασθεί υπέρ μιας νέας προσέγγισης αναφορικά με τη δημοσιονομική πολιτική και το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Ήταν οι συνέπειες και οι πραγματικότητες της πανδημίας που ώθησαν αποφασιστικά προς αυτή την αμφισβήτηση του Νεοφιλελεύθερου Μοντέλου. Μεταξύ άλλων, κατέστη προφανές ότι, πρώτο, το έθνος κράτος είναι σημαντικός παίκτης στο διεθνές σύστημα και, δεύτερο, ότι έχει αποφασιστικό ρόλο να διαδραματίζει στο ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Σε σχέση με το τελευταίο, υπενθυμίζω ότι αυτό ήταν βασικός πυλώνας της Κεϋνσιανής Σχολής Σκέψης, που το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο είχε παραμερίσει.
Σημειώνω ότι σε αρκετές χώρες της ΕΕ οι ιατρικές υποδομές παρουσίασαν σοβαρά κενά όταν ήλθε η πανδημία. Και ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της κατάστασης ήταν οι πολιτικές της σκληρής λιτότητας που είχαν επιβληθεί.
Δράττομαι της ευκαιρίας αυτής να τονίσω ότι το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο Ι, των τελευταίων δύο δεκαετιών του 20ού αιώνα, δεν ήταν τόσο σκληρό όσο αυτό που επιδείχθηκε τα τελευταία χρόνια. Υπενθυμίζω ότι το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο Ι υποστήριζε ότι θα έπρεπε να μειωθούν οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες, να υπάρχει λιγότερος παρεμβατισμός, χαμηλότερη φορολογία και κίνητρα για την ενίσχυση της προσφοράς σε όλα τα επίπεδα. Η φιλοσοφία αυτή βρήκε μεγάλη απήχηση στη μεσαία τάξη των ΗΠΑ, της Βρετανίας, καθώς και άλλων χωρών. Πολιτικά εκφράσθηκε κυρίως από τον Ronald Reagan και τη Margaret Thatcher. Και ο Πρόεδρος Βασιλείου πήρε αρκετά στοιχεία από αυτή την οικονομική προσέγγιση. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η φορολογική μεταρρύθμιση που προώθησε τότε, με πολύ θετικές προεκτάσεις για την κυπριακή οικονομία.
Όμως, το Νεοφιλελεύθερο Μοντέλο (ΙΙ), όπως εκφράσθηκε και εκπορεύθηκε από τη Γερμανία τα τελευταία χρόνια, είχε πολύ πιο σκληρές θέσεις. Μεταξύ άλλων, η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, η συρρίκνωση του ρόλου του κράτους, η θεοποίηση της αγοράς και η υποτίμηση της σημασίας της αλληλεγγύης συνέτειναν σε σοβαρά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, τα προβλήματα ήταν ακόμη μεγαλύτερα. Για αυτό θα πρέπει να παραμερισθεί και να αντικατασταθεί με κάτι νέο. Υπογραμμίζω σε σχέση με αυτό, τη σημασία της ενθάρρυνσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, του νεωτερισμού, καθώς και τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό ρόλο του κράτους. Πέραν τούτων, ξεχωριστή σημασία πρέπει να έχει και η αρχή της αλληλεγγύης.
Στο ίδιο άρθρο σας, είχατε επισημάνει πως στην Κύπρο δεν έγινε, δυστυχώς, η συζήτηση που έγινε και γίνεται ακόμα σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ως προς «το μέλλον και τη μορφή που θα πάρει το Σύμφωνο Σταθερότητας», την επιμονή της Γερμανίας στην υφιστάμενη δομή της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης και την επαναφορά της δημοσιονομικής πειθαρχίας» αλλά και στις διαφορετικές θέσεις χωρών όπως η Γαλλία και η Ιταλία, που ευνοούν μια νέα φιλοσοφία, η οποία να επιτρέπει και τη δημοσιονομική χαλάρωση, τη διακριτική οικονομική ευχέρεια και κατ’ επέκταση τη διαφοροποίηση της φιλοσοφίας της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης». Ποια πιστεύετε πως θα είναι η κατάληξη αυτού του διαλόγου στην ΕΕ και ποια θέση πρέπει να κρατήσει η Κυπριακή Δημοκρατία;
Δυστυχώς στην Κύπρο δεν ξεκίνησε ποτέ αυτή η συζήτηση. Και κατά τη διάρκεια του Μνημονίου η κυβέρνηση ακολουθούσε τις οδηγίες της Τρόικα με προσήλωση. Θεωρώ ότι υπήρχαν τα περιθώρια ελιγμών και διαφοροποιήσεων που θα οδηγούσαν σε καλύτερα αποτελέσματα.
Άλλο η σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία και άλλο η δημοσιονομική περισυλλογή. Η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να είναι αποσυνδεδεμένη από τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες. Όταν μια χώρα αντιμετωπίζει βαθιά ύφεση και της επιβληθεί μια πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, αναμφίβολα η ύφεση θα οξυνθεί και θα μετατραπεί σε βαθιά κρίση. Αυτό συνέβη και με την περίπτωση της Ελλάδας, όπου η χώρα κατά τα πέτρινα χρόνια των Μνημονίων απώλεσε περίπου το 25% του ΑΕΠ, καθώς και πέραν των 600.000 Ελλήνων, κυρίως νέων, που αναζήτησαν ευκαιρίες σε άλλες χώρες. Ενώ η Ελλάδα είχε διαρθρωτικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν, οι συνταγές που δόθηκαν ήταν καταστροφικές. Αυτό αναγνωρίσθηκε εκ των υστέρων.
Υπάρχουν πολλοί δείκτες τους οποίους πρέπει να αξιολογούμε συνεχώς, όπως: ανεργία, πληθωρισμός, δημοσιονομικό έλλειμα, δημόσιο χρέος, ανισότητα, δημογραφικά δεδομένα, οικονομική μεγέθυνση, εμπορικό ισοζύγιο, ισοζύγιο πληρωμών, επενδύσεις κλπ. Ο κάθε δείκτης έχει τη δική του σημασία. Η μη αποδοχή της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη δημοσιονομική ασυδοσία. Επί του θέματος αυτού, προκρίνω μια φιλοσοφία διακριτικής ευχέρειας και ευελιξίας. Όταν υπάρχει ύφεση είναι δυνατό να έχουμε δημοσιονομικά ελλείμματα για να στηριχθεί η οικονομική δραστηριότητα, καθώς και δράσεις κοινωνικής συνοχής. Σε περιόδους ψηλής οικονομικής μεγέθυνσης και πλήρους απασχόλησης επιβάλλεται να έχουμε ισοζυγισμένους ή ακόμα και πλεονασματικούς προϋπολογισμούς.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, έχω την πεποίθηση ότι τελικά θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις στην ευρύτερη αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης. Η Κύπρος πρέπει να κατανοήσει το διακύβευμα και να τοποθετηθεί υπέρ των αλλαγών. Παρά το μικρό μέγεθος της χώρας μας, πρέπει να παρεμβαίνουμε και στα μεγάλα ζητήματα.
Η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης επηρεάζει αρκετά οικονομικά δεδομένα στο ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον. Πέραν τούτου, η κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Ειδικά για την Κύπρο τι θα λέγατε;
Στην περίπτωση της Κύπρου, μεταξύ άλλων, είναι σημαντικό να δούμε με προσοχή τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η νέα γενιά. Σημειώνω την έλλειψη επαρκούς αριθμού και ποιότητας θέσεων εργασίας, τους σχετικά χαμηλούς μισθούς, τα ψηλά ενοίκια και το ψηλό κόστος ιδιοκατοίκησης. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών απαιτεί ολοκληρωμένες προσεγγίσεις. Επιθυμώ, επίσης, να αναφερθώ στον τομέα της εκπαίδευσης, ο οποίος αποτελεί προτεραιότητα για κάθε κοινωνία. Είναι ιδιαίτερα σημαντική σήμερα η γνώση, καθώς και η κριτική σκέψη. Σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι καθοριστικής σημασίας η ύπαρξη «κρίσιμης μάζας». Ως εκ τούτου, το κράτος θα πρέπει να δώσει κίνητρα για συγχωνεύσεις, ούτως ώστε να έχουμε ένα μικρότερο αριθμό πανεπιστημίων, τα οποία θα είναι ποιοτικά καλύτερα. Το ίδιο ισχύει και για τα κολέγια. Με μια τέτοια πολιτική, η Κύπρος μπορεί να υλοποιήσει τον στόχο της και να καταστεί ένα περιφερειακό ακαδημαϊκό κέντρο. Σε διαφορετική περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα, θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα.
Επιπρόσθετα, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη την ανάγκη για διασύνδεση με την αγορά εργασίας, καθώς και τις μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές και να πράξουμε ανάλογα.
Δεν θα ήταν επικίνδυνο για τη δημοσιονομική σταθερότητα των χωρών της ΕΕ τα επόμενα χρόνια, η συνέχιση μιας δημοσιονομικής χαλαρότητας, δεδομένου πως ήδη, κατά τη διετία της πανδημίας, υπήρξε σοβαρή αύξηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ; Σε ποιο βαθμό πιστεύετε πως αυτή η δημοσιονομική και νομισματική χαλάρωση «τρέφει» τον πληθωρισμό και στο τέλος υπονομεύει τα εισοδήματα των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων;
Χωρίς τη δημοσιονομική χαλαρότητα των τελευταίων δύο ετών τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ χειρότερα – ολέθρια, θα έλεγα, σε όλα τα επίπεδα. Ακόμη και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ήταν ψηλότερο με μια πολιτική δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς θα κατέρρεαν πολλές οικονομίες.
Με τη συνέχιση της ανάκαμψης, το ζητούμενο είναι να υπάρξει δημοσιονομική περισυλλογή. Είναι δυνατό να έχουμε για το επόμενο διάστημα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς σε μικρότερο μέγεθος (π.χ. 1,5% αντί 2,5% ή 3,5%). Όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, μπορούμε να έχουμε ισοζυγισμένους προϋπολογισμούς και αν απαιτηθεί ακόμα και πλεονασματικούς υπό προϋποθέσεις.
Οι υφιστάμενες πληθωριστικές πιέσεις δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της επεκτατικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Είναι και αποτέλεσμα στρεβλώσεων στην προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών, που προκλήθηκαν από την πανδημία. Θεωρώ ότι στην πορεία του χρόνου τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Παράλληλα βήματα για ομαλοποίηση σχέσεων με Τουρκία
Παρόλο που είμαστε το οικονομικό τμήμα του Φιλελεύθερου, δεν μπορώ να μην ρωτήσω τη γνώμη σας, κ. Θεοφάνους: Πόσο σημαντικό θα είναι το Κυπριακό σε αυτές τις εκλογές, νοουμένου πως διάγουμε ένα πολύ σοβαρό και παρατεταμένο αδιέξοδο, από το οποίο φαίνεται πως δύσκολα θα βγούμε, ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο.
Το Κυπριακό είναι ένα ευαίσθητο θέμα, καθώς αποτελεί ένα υπαρξιακό ζήτημα. Λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις της τουρκικής πλευράς, η κοινωνία δεν έχει υψηλές προσδοκίες για το ζήτημα αυτό. Στην παρούσα συγκυρία, η πλειοψηφία αρκείται στο να μην υπάρξει επιδείνωση του status quo. Ως εκ τούτου, η επικέντρωση είναι στα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Δράττομαι της ευκαιρίας αυτής να υπογραμμίσω ότι θα πρέπει να δούμε τα διλήμματα αυτά αποφασιστικά. Και στο Κυπριακό, θα ήταν σφάλμα να παραμείνουμε στατικοί και προσκολλημένοι σε ιδεολογικές προσεγγίσεις.
Επί τούτου έχω καταθέσει συγκεκριμένες εισηγήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν την πρόταση βασικών πυλώνων ενός ομοσπονδιακού πολιτεύματος, καθώς και μια εξελικτική πορεία. Κατανοώ τις δυσκολίες αλλά θεωρώ μια τέτοια πολιτική απαραίτητη. Έχοντας υπόψη μια ολοκληρωμένη στρατηγική προσέγγιση, προτείνω, εκτός από Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο πλευρών στην Κύπρο, και παράλληλα βήματα για ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας. Θεωρώ καθοριστικής σημασίας το τελευταίο. Για παράδειγμα, η εφαρμογή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας θα έχει πολύ θετικές εξελίξεις. Όλα αυτά απαιτούν τη στήριξη των δυνάμεων που είναι σε θέση να επηρεάσουν την Τουρκία, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η φιλοσοφία που προτείνω λαμβάνει υπόψιν όλα αυτά τα δεδομένα. Είμαι πεπεισμένος ότι, παρά τις αντιξοότητες και τα δύσκολα δεδομένα, μια τέτοια προσέγγιση θα βοηθήσει την πλευρά μας ποικιλοτρόπως.
Η προεκλογική και τα μεγάλα οικονομικά θέματα
Είμαστε σε μια προεκλογική περίοδο, η οποία εκ των πραγμάτων θα είναι παρατεταμένη. Η κυβερνητική παράταξη έχει ήδη κάνει την επιλογή της, η αντιπολίτευση μπαίνει σε μια διαδικασία διαλόγου. Ποια θέματα πιστεύετε θα αποσπάσουν την προσοχή των υποψηφίων και των ψηφοφόρων σε αυτή την προεκλογική; Υπάρχει χώρος για τα μεγάλα οικονομικά θέματα; Θα υπάρξει πιστεύετε ικανός και πειστικός αντίλογος και ελκυστική οικονομική αντιπρόταση από την αντιπολίτευση για την πορεία που πρέπει να πάρει τα επόμενα χρόνια η κυπριακή οικονομία;
Η κοινή γνώμη νιώθει κόπωση και απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα. Ας μην ξεχνούμε ότι στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές οι απώλειες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ, ήταν μεγαλύτερες από τις απώλειες του ΔΗΣΥ. Εν ολίγοις, ενώ οι πολίτες αποδοκίμασαν την κυβέρνηση, ταυτόχρονα θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε πειστική εναλλακτική πρόταση. Αυτό είναι το ζητούμενο από την αντιπολίτευση σήμερα.
Επιπρόσθετα, οι πολίτες αισθάνονται αβεβαιότητα και ανασφάλεια για το αύριο, ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Είναι η κατοχή και οι υπερβολικές απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς, οι δυσκολίες στο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, η διαπλοκή, η διαφθορά, οι πελατειακές σχέσεις και η έλλειψη πυξίδας. Υπάρχουν επίσης τα προβλήματα της καθημερινότητας. Οι πολίτες θέλουν ψηλότερους μισθούς για να καλύψουν τις ανάγκες τους, καθώς και ένα αποτελεσματικό και δίκαιο κράτος. Ένα κράτος ισονομίας, ευνομίας και αξιοκρατίας. Ένα κράτος πρότυπο.
Ενώ έχει αρχίσει νωρίς η προεκλογική περίοδος, δεν έχουμε δει ακόμα την εμβάθυνση του διαλόγου και την κατάθεση ολοκληρωμένης πρότασης από τις πολιτικές δυνάμεις. Θα είναι σοβαρό πρόβλημα εάν τελικά οι πολίτες στο τέλος του δρόμου θεωρήσουν ότι καλούνται να επιλέξουν το λιγότερο κακό.
Η ενεργειακή κρίση και η ενίσχυση σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας
Σε ποιο βαθμό σάς ανησυχούν, κ. Θεοφάνους, η ενεργειακή κρίση που βιώνει η ΕΕ, οι κακές σχέσεις ευρωπαϊκών χωρών με τη Ρωσία, που είναι βασικός προμηθευτής φυσικού αερίου στην Ευρώπη, και η επιδείνωση της κατάστασης λόγω της κρίσης γύρω από την Ουκρανία. Πόσο απειλεί την ευρωπαϊκή οικονομία η ενεργειακή κρίση, η αμφισβητούμενη ασφάλεια προμήθειας ενέργειας, δεδομένων των αποφάσεων για την ενεργειακή μετάβαση και τη δραματική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, που φαίνεται να έχει σοβαρή επίπτωση στην άνοδο των τιμών και στην ενεργειακή φτώχεια εκατομμυρίων Ευρωπαίων;
Ασφαλώς τα ενεργειακά ζητήματα έχουν τη δική τους σημασία στο πολιτικό και ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Η Ρωσία πρέπει να ανήκει στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας. Τη θέση αυτή ενστερνίζονται όχι μόνο η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες της ΕΕ. Σημειώνω, επίσης, ότι η Γερμανία παίρνει αποστάσεις από την αμερικανική πολιτική, καθώς η προμήθεια ενέργειας από τη Ρωσία είναι εξαιρετικής σημασίας για το Βερολίνο.
Θα πρέπει να δούμε με πραγματισμό τις εξελίξεις αυτές και να στηρίζουμε πολιτικές που όχι μόνο δεν οδηγούν σε αύξηση των τιμών αλλά αντίθετα στη συγκράτηση και τη μείωση, όπου είναι δυνατό. Υπό αυτή την έννοια, με προβληματίζουν οι οποιεσδήποτε υπερβολές – ακόμα και αυτές που σχετίζονται με την πράσινη ανάπτυξη, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούν σε σημαντική αύξηση του κόστους.
Εν ολίγοις, θεωρώ σημαντική την ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, καθώς και σε μια σταδιακή προσέγγιση στο θέμα της πράσινης ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, επιβάλλεται μια πορεία αποκλιμάκωσης της έντασης σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Μια τέτοια κατάσταση θα οδηγήσει στην αύξηση της παραγωγής και διάθεσης ενεργειακών και άλλων προϊόντων, με θετικά αποτελέσματα. Φυσικά, η Κύπρος δεν μπορεί να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Μπορεί όμως η ΕΕ.
“Φιλελεύθερος”