Αθήνα και Παρίσι
Κάπου στο 2001, μία ομάδα νέων καλλιτεχνών υπό την σύλληψη και την σκηνοθεσία του νεαρού τότε Δημήτρη Παπαϊωάννου έλαβε το χρίσμα από την Πρόεδρο της Ολυμπιακής επιτροπής Γιάννα Αγγελοπούλου να αναλάβει την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων του 2004.
Το τελικό αποτέλεσμα, αδιαμφισβήτητα αποτελεί πλέον κομμάτι της σύγχρονης
πολιτιστικής μας –και όχι μόνο- ιστορίας. Δεν ξέρω εάν υπάρχουν πολλά δρώμενα
του τόπου μας όπου παρακολουθώντας τα μετά από μία 20ετία, νοιώθεις το ίδιο
ξάφνιασμα και τον ίδιο ακριβώς θαυμασμό με τότε.
Από τον Μινωικό πολιτισμό ως τις καρυάτιδες, από τον Μ. Αλέξανδρο ως το
Βυζάντιο, από το νταούλι ως τον Χατζιδάκι: Μία τέλεια, υψηλής ποιότητας οπτική
ισορροπία χιλιάδων χρόνων ιστορίας που φεύγει από τα στενά πλαίσια του τόπου
φιλοδοξώντας να στείλει οικουμενικά μηνύματα.
Και επειδή τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, για όποιον ενδιαφέρεται, όλη η τελετή υπάρχει ακριβώς όπως παρουσιάστηκε τότε χωρίς μάλιστα τον –μάλλον ενοχλητικό-σχολιασμό της ΕΡΤ.
20 χροόνια μετά στην Γαλλία ένας επίσης νέος «εναλλακτικός» καλλιτέχνης ο Τομά
Ζολί αναλαμβάνει την εκδήλωση έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων. Και εκεί επίσης
στήνεται κάτι πρωτοποριακό και μοναδικό με αρκετό πάλι ρίσκο: Δεν πλημυρίζει
βέβαια π.χ. το Stade de France όπως έκανε με το ΟΑΚΑ ο Παπαϊωάννου αλλά το
σκηνικό μεταφέρεται κατά μήκος του Σηκουάνα και στα πόδια του πύργου του
Άιφελ.
Αποκεφαλισμένες Αντουανέτες, μισοβυθισμένες φιγούρες του Λούβρου, αναδυόμενα
αγάλματα σημαντικών γυναικών, έμφαση στην πολυπολιτισμικότητα , κλασικές
ορχήστρες, metal μπάντες, ακροβάτες, πυροτεχνήματα αλλά και ένα drag show που
ξεχώρισε μάλλον αρνητικά αναγκάζοντας τους διοργανωτές να απολογηθούν.
Η σύγκριση των δύο τελετών, τηρούμενων πάντα των αναλογιών τόπου και χρόνου,
ήταν για αρκετούς μοιραία.
Δεν είμαστε βέβαια σε θέση να ξέρουμε τι θα έκανε σήμερα ο Παπαϊωάννου, αν
και –τουλάχιστον- αισθητικά κάποιος που παρακολουθεί την πορεία του θα τον
χαρακτήριζε μάλλον συνεπή.
Έχει ενδιαφέρον ωστόσο να δούμε τις προθέσεις του καθενός.
Ο Παπαϊωάννου δηλώνει πως « ..έπρεπε να μιλήσω θετικά για κάτι που, όσο
περισσότερο μελετούσα, τόσο περισσότερο ανακάλυπτα ότι αγαπούσα: τη χώρα μου, το
αφήγημά της, την τέχνη της και την απροκάλυπτη μανία της για ομορφιά…»
Ενώ, 20 χρόνια μετά, ο Γάλλος συνάδελφος του λέει πως η στοχοθεσία του δικού
του αφηγήματος ήταν να «… προωθήσει τις (Γαλλικές) δημοκρατικές ιδέες της συμπερίληψης, της ένταξης … της αλληλεγγύης…» για να συνεχίσει αναφερόμενος στο πόσο στερήθηκε αυτές τις αξίες στα παιδικά του χρόνια λόγω απομόνωσης κλπ.
Ο ένας φαίνεται να προσλαμβάνει την ιστορία του τόπου του με βάση κυρίως την αίσθηση και ο άλλος, κυρίως την πολιτική. Ο ένας αποφασίζει λοιπόν να ζωγραφίσει ενώ ο άλλος να κηρύξει.
Έτσι, έχουμε και τα αντίστοιχα στιγμιότυπα:
Από την μία η εικόνα του γαλάζιας φτερωτής μορφής του Έρωτα που υπερίπταται της
«κλεψύδρας» όπως ονόμασε ο Παπαϊωάννου την δική του πομπή της ελληνικής
ιστορίας.
Από την άλλη ο επίσης γαλάζιος Διόνυσος που στρογγυλοκάθεται γυμνός και
χορτασμένος σε ένα παγανιστικό(;) τραπέζι.
Ο γαλάζιος Έρωτας του Παπαϊωάννου κινείται υπερβατικά. Δεν μιλάει, πλησιάζει
τους Έλληνες ως εραστές του ωραίου και τους τείνει κατά καιρούς το χέρι
επιδοκιμαστικά. Δείχνει να συνομιλεί μυστικά εξίσου καλά με τους Κούρους όσο και
με τους ρεμπέτες.
Ο γαλάζιος Διόνυσος του Ζολά από την άλλη είναι στο εδώ και τώρα, προσγειωμένος
στο Παρίσι. Κρατά μικρόφωνο και τραγουδά κάτι για την παγκόσμια ειρήνη που
επιτυγχάνεται μέσω του ηδονισμού, περιστοιχισμένος από αντίστοιχες με αυτόν
φιγούρες.
Κάποιοι είπαν πως σημασία έχει να πιάνουμε τον σφυγμό της εποχής ,και έδωσαν
έτσι τα εύσημα στον Γάλλο. Είναι οι ίδιοι που μιλούν για «ανούσιες νοσταλγίες»
περασμένων μεγαλείων.
Νομίζω λαθεύουν. Η συλλογική οικειότητα μας με την φτερωτή μορφή του
Παπαϊωάννου, ήταν έντονη και δεν ήταν κάτι που εμπίπτει στο αίσθημα της
«νοσταλγίας».
Από την άλλη δεν ξέρω για την οικειότητα του μέσου Γάλλου με τον Διόνυσο του
Ζολί: Αυτήν την υπόθεση την αφήνω στους αναλυτές των εκεί πρόσφατων
εκλογών…
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα (“Η Σεμίραμις χτίζει την Βαβυλώνα”, 1861) είναι έργο του Ενγκάρ Ντεγκά.