ΑΡΙΑΔΝΗ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Τη ροζ τσάντα την είχα μέσα στην πάνινη θήκη, έτσι ακριβώς όπως την αγόρασα. Η αγορά της έχει ένα γούστο. Ήμουν στο αεροδρόμιο γυρνώντας στην Ελλάδα και χάζευα τα είδη πολυτελείας. Το μάτι μου έπεσε επάνω της: ήταν ροζ από απαλό δέρμα, με πάνινες λαβές με δερμάτινα τελειώματα. Τελείως ακατάλληλη. Tα ανοιχτά χρώματα πρώτον, λερώνουν εύκολα και δεν καθαρίζουν. Οι πάνινες λαβές γίνονται γρήγορα μαύρες κι απωθητικές. Και δεύτερον, για να έχεις ροζ τσάντα πρέπει να έχεις και μια μαύρη για κάθε μέρα, ή έστω σκούρη, να αντέχει, να χωράει τη χαρτούρα και να μη βγάζει μάτι. Φαντάσου τους συναδέλφους να λένε “τί θέλει τώρα να παραστήσει αυτή” και θα λένε σωστά γιατί δεν ήμουν κυριούλα των ακριβών προαστίων που τρέχει στα κομμωτήρια και πάει από ραντεβού σε ραντεβού για καφέ με φίλες. Όλες μου οι τσάντες ήταν δερμάτινες, φυσικά, για να αντέχουν, με σχέδια καλοδιαλεγμένα, λιτά, αλλά μαύρες, ευρύχωρες, πρακτικές, από αυτές που δεν κάνουν εντύπωση σε κανένα, εκτός κι αν είναι μυημένος στα μυστικά της γαλλικής κομψότητας. Η ροζ τσάντα όμως μπήκε στην καρδιά μου σαν απαγορευμένος έρωτας. Την αγόρασα κι ας επρόκειτο να με αφήσει άφραγκη. Την ετύλιξαν σαν μωρό στον πάνινο σάκκο της κι ύστερα την απόθεσαν στη χάρτινη τσάντα με το λογότυπο σε χρυσοτυπία – είναι ειδική τεχνική το τύλιγμα μέχρι να σου δώσουν το αντικείμενο που αγοράζεις στο χέρι, να σου κρεμάσουν τη χάρτινη τσάντα-κομψοτέχνημα από τις γυαλιστερές κορδέλες της ή τα πλεχτά κορδόνια της, για να σε κάνουν να νιώσεις βασίλισσα ή ερωμένη του βασιλιά τουλάχιστον, ιδιότητα ακόμα πιο αξιοσέβαστη για τους μεροκαματιάρηδες – και μας αποχαιρέτησαν τρυφερά για να ξεκινήσουμε το ταξίδι της κοινής μας ζωής.
Επειδή ξαναγύρισα στη γκρίζα δουλειά μου, η οποία καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου, χρονολογικά τουλάχιστον, ώστε να μην επιτρέπει ενδυματολογικές αλλαγές, η ροζ τσάντα παρέμεινε σαν ωραία κοιμωμένη όχι πια στη χάρτινη τσάντα με τη χρυσοτυπία (ήταν ανοικονόμητη στη ντουλάπα κι επιπλέον έκανε χρατς χρουτς), αλλά μόνη μόνη στη συσκευασία με τον πάνινο σάκκο. Στα δεκαπέντε χρόνια που κύλισαν από τότε, μεσολάβησαν εποχές που είχα ως και πέντε δερμάτινες τσάντες ταυτοχρόνως, αλλά ποτέ η προκλητική ροζ δεν ταίριαζε με τις περιστάσεις. Αλλά ούτε ποτέ πετάχθηκε, γιατί η άτιμη δεν γερνούσε, δεν ξεραίνονταν τα δερμάτινα τελειώματα, δεν έχανε την απαλότητα της υφής, ούτε ξεθύμαινε το ροζ χρώμα. Την τύλιγα και την ξανατύλιγα, την πακετάριζα στις μετακομίσεις και τώρα, μετά από δέκαπέντε χρόνια, σαν υπόσχεση από παλιά, σαν εκπλήρωση παραχωμένου αισθήματος, λόγω βεβαίως και του ότι όλες οι κανονικές, μη ελκυστικές μαύρες τσάντες μου έχουν φτάσει σε αξιοθρήνητη κατάσταση, ήρθε η δική της ώρα. Την ξετύλιξα, τη χάιδεψα, τη γέμισα με το συνηθισμένο περιεχόμενο – με προσοχή, μην ξεχάσω γυαλιά πρεσβυωπίας και φάκελλο με μάσκες – και την πήρα για βόλτα, να γνωρίσει την πόλη. Αντικειμενικά μιλώντας έδινα την εντύπωση αυτού που ακόμα -και μάλλον δια παντός- δεν πρόκειται να γίνω: μιας κυριούλας που έβαλε το ακριβό της πανοφώρι, έβαλε με κόπο τις ακριβές της μπότες (μόλις φας λίγο, ζορίζονται τα φερμουάρ) πήρε την ακριβή της τσάντα και πάει στο κομμωτήριο ή για να πιει καφέ με τις φίλες της. Η ροζ τσάντα βγάζει μάτι, δηλαδή, πρώτα βλέπεις την τσάντα και μετά τον φέροντα οργανισμό και η σύγκριση, αν πριν δεκαπέντε χρόνια ήταν υπέρ του φέροντα, τώρα είναι σχεδόν ισοπαλία.
Τις ίδιες ακριβώς σκέψεις πρέπει νά’κανε η βρωμόφατσα που είδα μπροστά μου, λίγα μέτρα από την Καμάρα, κατευθυνόμενη προς την Εθνικής Αμύνης. Μούτρο πρασινογκρί, μαλλί με την ψιλή, αξουρισιές, γωνιώδες πηγούνι, σκούρα χείλη, μάτι αστραπή, ακουστικά άι φον ασύρματα σε αθέατο κινητό. Ντύσιμο βρωμύλο, κινήσεις νταβατζή. Οι δείκτες των δύο χεριών δείχνουν ταυτόχρονα προς τη μεριά του καλοχτενισμένου ηλικιωμένου με καμπαρντίνα που περνάει μπροστά μου για να σταθεί στη διάβαση της Εγνατίας. Η χειρονομία απευθύνεται σε κάποιον στο βάθος, στη βόρεια άκρη της Καμάρας. Αμέσως, αστραπιαία, το ένα χέρι της βρωμόφατσας αγγίζει συνθηματικά τα γεννητικά όργανά της κι ανασηκώνεται για να σημάνει τη λήξη του μηνύματος.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο, κι ενώ δεν έχω ακόμα κάνει ένα βήμα, οι δύο δείκτες δείχνουν εμένα. Η βρωμόφατσα γυρίζει το κεφάλι και τα βλέμματά μας συναντιώνται. Κοιτάζω αριστερά και βλέπω την άλλη βρωμόφατσα, πιο πρασινωπή, πιο στρογγυλωπή και πιο ξεχαρβαλωμένη από την πρώτη, να κατευθύνται προς τη μεριά του ηλικιωμένου, αφού όμως γυρίσει να ελέγξει και εμένα. Τα βλέμματά μας συναντιώνται και αμέσως το δικό του γυρίζει να ατενίσει την Καμάρα. Ξαναγυρίζει για να πάρει οδηγίες και για μια ασήμαντη στιγμή τα βλέμματα και των τριών συναντιώνται. Η πρώτη βρωμόφατσα ξέρει ότι την είδα, όπως και η δεύτερη που περιμένει εντολή να διαλέξει τον καλοβαλμένο ηλικιωμένο με την καμπαρντίνα ή εμένα, που –σημειωτέον- κρατάω κάτω από την αμασχάλη τη ροζ τσάντα που βγάζει μάτι. Περπατάω δέκα βήματα προς την Παναγία Δέξια, σταματώ και γυρίζω απότομα προς την Καμάρα. Σ’ ένα αμβλυκόρυφο τρίγωνο συναντιώνται το βλέμμα μου με της πρώτης και της δεύτερης βρωμόφατσας. Η δεύτερη βρωμόφατσα με ακολουθούσε. Γυρίζει και τώρα κοιτάζει, η θεούσα, την Παναγία Υπαπαντή. Μπροστά στην μπουγάτσα με σήμα το δικέφαλο κρύβομαι πίσω από τη στάση και κοιτάζω ξανά. Νιώθω σαν χαρακτήρας σε μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη. Δεν με κοιτάζει κανείς. Στη διάβαση στην Εθνικής Αμύνης, επίσης, το πεδίο ελεύθερο. Δεν ξέρω τι απέγινε ο κομψός ηλικιωμένος. Σκέφτηκα τι χρήσιμος θα ήταν ένας αστυνομικός να εποπτεύει τα σταυροδόμια με τη μεγάλη κίνηση, τώρα που οι νοσταλγοί κυνηγούν το πνεύμα των Χριστουγέννων και τα αρπακτικά έχουν απλωθεί και οργανωθεί για να διαλέξουν τη λεία τους.
Άφησα τη ροζ τσάντα, παραφουσκωμένη όπως είναι από χαρτιά, γυαλιά και σημειωματάρια στο διπλανό κάθισμα και πήρα το δρόμο για το σπίτι. Αναβαθμίστηκα εξαιτίας της από την κοινή κατηγορία, στην κατηγορία «γεμάτο πορτοφόλι». Πού να ξέρανε ότι είναι ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Είναι Χριστούγεννα και πάλι δεν θα σηκωθώ στις πέντε η ώρα το πρωί για τη λειτουργία, αλλά θα ήθελα να ήμουν ο αστυνόμος Χαρίτος και να ζητάω από τις βρωμόφατσες αστυνομική ταυτότητα και να εύχομαι στους συμπολίτες μου Χρόνια Πολλά και σε όσους έβλεπα λυπημένους «του χρόνου καλύτερα».
Δεν θα την ξαναβάλω τη ροζ τσάντα στη θήκη. Δεν έχω λεφτά για άλλη κι έπειτα, μου αρέσει.