Απόστολος Αποστόλου
Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας-Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης
Επισκέπτης Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Λουγκάνο και Πάντοβα
Κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Φ. Καγγελάρη
«ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ- ως σύλληψη του άλεκτου»
Εκδόσεις Παπαζήση
Η τέχνη πέραν του ωραίου και του άσχημου
Αναφερόμενος στο πόνημα του Φώτη Καγγελάρη με τίτλο «Σημειώματα για την Τέχνη ως σύλληψη του άλεκτου», Εκδ. Παπαζήση, 2022, δεν μπορείς να παραβλέψεις ότι ο συγγραφέας διαθέτει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Διασχίζει τη μετάβαση από την αναλογική συνθετική – εναρμονιστική τέχνη (την οντολογία της τέχνης του αναλογικού κόσμου) στη συνδυαστική συνθετική τέχνη (τη γνωσιολογία του ψηφιακού κόσμου) με μια ζηλευτή ευχέρεια και θα λέγαμε με μια πληρότητα.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο του δοκιμάζεται ο προβληματισμός τέχνης-ζωής και όπως γράφει στον πρόλογο του, «για τη σχέση τέχνης-ζωής όπου διακρίνουμε το ένα σαν συνώνυμο του άλλου, θα λέγαμε ως τον αριθμητή και τον παρονομαστή του αλγοριθμικού σωσυριανού σημείου με εναλλαγή των όρων, ως προς τη θέση τους στη σημειωτική μπάρα.»
Με άλλα λόγια ο συγγραφέας παρακολουθεί πως σαρκοδένει η ζωή ως τέχνη και η τέχνη ως ζωή, έτσι όπως συγχέονται αξεδιάλυτα ζωή και τέχνη τόσο που δεν μπορούν να αντισταθούν ή μάλλον δεν μπορούν να θέλουν να αντισταθούν.
Κάτι που είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί είναι ότι ο Φ. Καγγελάρης δεν επιδίδεται σε μια αναλυτική της τέχνης και των καλλιτεχνών, δηλαδή στο ψυχοβιολογικό χαρακτήρα του καλλιτέχνη και των δημιουργημάτων του, κάτι που έκανε για παράδειγμα ο S. Freud. Ο Φ. Καγγελάρης μοιράζεται με τον αναγνώστη το μέρος της τέχνης και της ζωής κατά την πορεία του ασυνειδήτου το οποίο δεν γνωρίζει ούτε τέλος ούτε αρχή, όπως θα έλεγε η J. Chasseguet-Smirgel. Εδώ, ας θυμηθούμε το δοκίμιο του S. Freud για τον Leonardo da Vinci και την ερμηνευτική παρεξήγησή του, από μεταφραστικό λάθος των δύο πτηνών «γύπας»–«γεράκι» έτσι όπως περιγράφονται στο «Μια ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίτσι». Σ’ άλλες περιπτώσεις, πάλι ο Freud μίλησε για παράδειγμα για τον ίδιο τον F. Dostoevsky αλλά όχι για το έργο του ή όταν αναφέρθηκε στον H. Ibsen έκανε μόνο έναν σύντομο υπαινιγμό. Για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι θα πρέπει να σταθούμε σ’ εκείνο που λέει ο Freud: «Για μερικά από τα προβλήματα τα οποία συνδέονται με την τέχνη και τον καλλιτέχνη η ψυχαναλυτική παρατήρηση δίνει μια κάποια εξήγηση αλλά πολλά τής είναι εντελώς ξένα.»
Προφανώς ο Φ. Καγγελάρης, ως εντρυφήσας στον J. Lacan, ξέρει καλύτερα από όλους μας ότι δεν εφαρμόζουμε την ψυχαναλυτική ερμηνευτική στην τέχνη και στον καλλιτέχνη, θεωρώντας ότι εφόσον ο καλλιτέχνης προηγείται του ψυχαναλυτή, η τέχνη είναι εκείνη που θα πρέπει να προωθήσει την ψυχαναλυτική θεωρία.
Γράφει ο Φ. Καγγελάρης (σελ. 142) αναφερόμενος στον A. Artaud όταν εκείνος έλεγε ότι «κανείς ποτέ δεν έκανε τέχνη παρά για να βγει από την κόλαση»: «Η τέχνη – θα πει ο Φ. Καγγελάρης – υλοποιεί το αμετάφραστο απόθεμα της απόλαυσης, αποσυμπιέζει την ανεξέλεγκτη ένταση του ψυχισμού, βάζει σημεία στίξης στον εσωτερικό μας κόσμο, ενώ ταυτόχρονα το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο είναι το ίδιο ανυπότακτο υλικό, από τον ίδιο πρωτόγονο πυρήνα με την τρέλα.»
Ας θυμηθούμε εδώ τον Henry Εy, ο οποίος σε μια αντιμετάθεση μιλώντας για τον τρελό και την καλλιτεχνική δημιουργία θα γράψει, ότι «ο τρελός δεν δημιουργεί την καλλιτεχνική δημιουργία, δεν δημιουργεί το θαυμάσιο, αλλά είναι ο ίδιος κάτι θαυμάσιο.» Αυτό ακριβώς θα λέγαμε είναι το πρωτογενές υλικό της τέχνης, έτσι όπως έξοχα το περιγράφει ο Φ. Καγγελάρης.
Αυτό ισχύει και για την περίπτωση που εκφράζεται το θέμα του «Ύψους» της τέχνης έτσι όπως επανέρχεται μέσα από την ανάγνωση του I. Kant και την προεκτεινόμενη ερμηνευτική του E. Burke όπου το «Ύψος» γίνεται ένα εξεζητημένο υστερικό μεγαλειώδες και ταυτόχρονα μια εμπειρία που αγγίζει τον τρόμο, το πρωτόγονο, την τρέλα.
Στις «Τέσσερις Θεμελιακές Έννοιες της Ψυχανάλυσης» ο J. Lacan θέτει το ερώτημα «τι είναι ζωγραφική;», μια ερώτηση που τέμνει την ιστορία της ζωγραφικής, αντί του ερωτήματος «τι είναι η ζωγραφική;», η οποία αν ετίθετο έτσι θα αποτελούσε μια φιλοσοφική ή ιστορική ερώτηση. Εξάλλου η ιστορία, η αλήθεια, σύμφωνα με τον Lacan, «είναι πάντα εκεί», ποτέ όμως στο ίδιο μέρος, αλλά ακόμη και αν είναι στο ίδιο μέρος, ποτέ δεν βρίσκεται με τον ίδιο τρόπο. Έτσι, λοιπόν, η χαρτογράφηση της ζωγραφικής είναι δομική, όχι ιστορική. Δεν οργανώνεται διαχρονικά παρά μόνο από τη δομή της, η οποία είναι τόσο διαχρονική όσο και το ασυνείδητο.
Στις θεματικές του βιβλίου του Φ. Καγγελάρη συναντάμε τη σχέση μεταξύ τέχνης και θεραπείας. Γράφει ο Φ. Καγγελάρης ότι «η τέχνη είναι θεραπευτική με την έννοια ότι εκφορτίζει εκείνο το μέρος του ψυχικού συστήματος που δεν θα μπορούσε να εκφορτιστεί διαφορετικά. Ρευστοποιείται ένα δυναμικό που αν παρέμενε εγκλεισμένο θα εγκυμονούσε ή θα προκαλούσε μια ψυχική διαταραχή. Εκφορτίζεται το “άρρητον”, εκείνο που δεν μπορεί να υποπέσει σε λέξη ή σημασία μέσα στα συνήθη σημαίνοντα. Με την έννοια αυτή η τέχνη συνιστά μια αυτοΐαση.» (σελ. 203). Ο H. Racker μας έλεγε ότι «το να ιαθεί κάποιος σημαίνει να αποκαταστήσει την αρτιότητα και την κυριαρχία της προσωπικότητας του.»
Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι αυτή την αυτοϊαση της τέχνης τη γνωρίζουμε ήδη από την ελληνική τραγωδία η οποία αποτέλεσε μια γεωμετρία των ενορμήσεων, του έρωτα, του άλγους η οποία είχε ως πρόθεση να διεγείρει το ψυχισμό του θεατή και τη μεταμόρφωση του, και μαζί την κορύφωση, την επαφή, τη σχέση του ανθρώπου με τον ορίζοντα των οριζόντων του κόσμου. Η S. Kofman μας είχε πει ότι «το έργο τέχνης είναι περισσότερο στην υπηρεσία των ενορμήσεων, του θανάτου, του έρωτα.»
Ο Φ. Καγγελάρης γράφει (σελ. 205): «Πώς θα μπορούσα να γνωρίσω τον κόσμο, διερωτάται ο Μ. Merleau–Ponty, αφού καμία από τις παραστάσεις της αισθητηριακής πρόσληψης που έχω γι’ αυτό δεν μπορεί να το εξαντλήσει και οι ορίζοντες παραμένουν πάντα ανοιχτοί;» Αυτή η αμφισημία δεν εκφράζει μια ατέλεια στη φύση, την ύπαρξη, την συνείδηση. Είναι ο ίδιος της ο ορισμός. «Ο κόσμος», ισχυρίζεται ο Μ. Merleau–Ponty είναι ένα ανολοκλήρωτο έργο. Και συνεχίζει ο Φ. Καγγελάρης: «Όπως έλεγε ο M. Bakhtin, η τελευταία λέξη του κόσμου για τον κόσμο δεν έχει ακόμα λεχθεί. Θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος κάνει τέχνη, κτίζει ή καταλαμβάνει τον χώρο, γιατί θεωρεί το προηγούμενο έργο του ανθρώπου ανολοκλήρωτο και προσπαθεί να συμπληρώσει τις ελλείψεις ούτως ώστε να καθρεφτιστεί ολοκληρωμένα σε αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι τρεις διαδοχικές θρησκείες στη λεκάνη της Μεσογείου.» «Η τέχνη, επισημαίνει ο Φ. Καγγελάρης, συνιστά μια γλώσσα αλλόκοτη, με άλλη γραμματική και συντακτικό, σαν εκείνη του ονείρου, του σουρεαλισμού, του παραληρήματος. Θα μπορούσαμε, ακόμα, να προσθέσουμε ότι η τέχνη ως γλώσσα εκφράζει ένα διαρκές πένθος και ταυτόχρονα απελευθερώνει από το πένθος αυτό, για μια απώλεια που είναι αδύνατον να αναπληρωθεί, της σχέσης με τη μητέρα. Όπως οι λέξεις αναπληρώνουν το έλλειμμα του «είναι» μας, έτσι και η τέχνη αναπληρώνει, γίνεται μια παρηγορητική γέφυρα για την απώλεια εκείνης της σχέσης, ενώ ταυτόχρονα αναστομώνει την αιμορραγία της απώλειας.» O Freud στο «Πέρα από την Αρχή της Ευχαρίστησης» έχει ήδη πει ότι το παιγνίδι της τέχνης είναι παιχνίδι της ενόρμησης, του θανάτου, η οποία ενόρμηση προηγείται, είναι αρχέγονη.
Έχοντας ένα μοναδικό χάρισμα ο Φ. Καγγελάρης να συμφιλιώνει την ποιητική γλώσσα με την ψυχαναλυτική ερμηνεία μας οδηγεί στις μυστικές μονιές της τέχνης εκεί όπου οι σιωπές ανακλούν λέξεις, χρώματα, σχήματα, ήχους, εικόνες. Μας μεταφέρει στις πρωταρχές μας οι οποίες είναι εγκοιτασμένες μέσα μας όχι μόνο ως ψυχαναλυτική ερμηνευτική, δηλαδή ως εργασία της «άλλης σκηνής», αλλά και ως περιοδική ρυθμική μιας ποιητικής διαύγασης.
Ο Κ. Αξελός μας έχει πει ότι: «Πριν προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το αίνιγμα της τέχνης, αναφερόμενοι σ’ αυτό και συζητώντας γι’ αυτό, οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας μια φράση που δεν πρέπει ούτε μια στιγμή να διαφύγει από την εγρήγορσή μας. Η φράση αυτή βρίσκεται στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου: «τέχνη δ᾽ ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ», ομολογεί ο ομώνυμος ήρωας/«η τέχνη έχει πολύ πιο λίγη δύναμη από την ανάγκη». Και συνεχίζοντας ο Αξελός θα πει: «Τέχνη εδώ δεν σημαίνει αυτό που εμείς ονομάζουμε τέχνη, η φράση όμως αυτή έχει καίρια σημασία για το αίνιγμα που προσπαθούμε να εξιχνιάσουμε. Η λέξη και η έννοια τέχνη είναι και παραμένουν προβληματικές. Στο ερώτημα τι είναι τέχνη η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι και να μένει αινιγματική. Η τέχνη, τα έργα της δηλαδή, δεν αποτελούν ένα φυσικό προϊόν, αλλά ένα ανθρώπινο ποιητικό έργο. Αυτό το έργο είναι κάτι που, χωρίς να το ξέρει, παράγει και καταναλώνει επίσης το τίποτα.»
Το «τίποτα» του Κ. Αξελού είναι οι ρωγμές και οι διαφυγές, τα ίχνη απουσίας που παραπλανούν και που ξαναπαίζουν το παιχνίδι της αισθητικής εκ νέου στην ανακύκληση όχι μιας μίμησης της αναπόφευκτης πλάνης μας, αλλά μιας διάρκειας μέσα στη μεταβολή.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάποιες φορές η τέχνη γίνεται ένα ερώτημα πέρα από το ωραίο και το άσχημο, ένα ερώτημα για το πώς θα ανταποκριθούμε ταυτόχρονα στο υπόγειο ρεύμα το οποίο κινείται σκοτεινά στον χωροχρόνο σαν μια ριζωμένη κλήση μέσα μας, αλλά και στον ορίζοντα των μακρινών οριζόντων που μας επιδαψιλεύει με τα φώτα του ως πρόκληση μέσα στο χαοτικό, το παράλογο και το τυχαίο. Και τα δύο ρεύματα μας διεκδικούν εξ’ ίσου. Έτσι, λοιπόν, λέξεις, εικόνες, χρώματα, ανάγλυφα κτίσματα, ήχοι, κινούνται εξ’ αντανακλάσεως στην «ανέφικτη δείξη» των σημείων σε μια πλατιά συμφωνία της ασύμφωνης τελετουργίας ενός αδήριτου ρυθμού, χάρη στην αισθητική του ανθρώπου.
Για αυτό, λοιπόν, το αίνιγμα του νοήματος της τέχνης, για τη στροφή της ευστροφίας της τέχνης, αλλά και για τον κλήρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας και έμπνευσης ως κλήρος της ζωής, αλλά και ως όρος και όραμα της ζωής, μας μιλάει ο Φ. Καγγελάρης με το βιβλίο του.