Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Το κυπριακό μετά την «πενταμερή».
Σε θεωρητικό επίπεδο ένα ερώτημα που τίθεται ήταν κατά πόσον το Σύνταγμα Ζυρίχης-Λονδίνου θα μπορούσε να ήταν λειτουργικό. Υπογραμμίζεται ότι με ένα τέτοιο Σύνταγμα απαιτείται ανοχή, αλληλοκατανόηση, ωριμότητα, αλληλοσεβασμός, στοιχεία τα οποία δεν υφίσταντο τότε. Τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν στον απαιτούμενο βαθμό ούτε και σήμερα. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν, με τα υφιστάμενα δεδομένα να διασφαλισθεί μια βιώσιμη και λειτουργική λύση στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα δεδομένα σημειώνω ότι το έλλειμμα νομιμοποίησης που υπήρχε με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα παρουσιασθεί και την επομένη μιας διευθέτησης εάν αυτή θεωρηθεί ότι κατ’ ουσίαν είναι αποτέλεσμα επιβολής.
Επιπρόσθετα, ενώ συζητούμε για ομοσπονδία όλα αυτά τα χρόνια, δεν υπήρχε μεταξύ των Ελληνοκυπρίων επαρκής κατανόηση της φιλοσοφίας των ομοσπονδιακών πολιτευμάτων καθώς και των διαφορετικών προσεγγίσεων. Δεν κατανοήθηκε ότι υπάρχουν ομοσπονδιακά πολιτεύματα τα οποία δεν στηρίζονται μόνο σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες και στη συναινετική δημοκρατία. Αγνοήθηκε το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες μορφές ομοσπονδίας και ιδίως αυτά που εμπίπτουν στη φιλοσοφία των ενοποιητικών ομοσπονδιακών πολιτευμάτων (Integrationalist Federalism). Ένα τέτοιο σύστημα είναι αυτό των ΗΠΑ, όπου το Σύνταγμα διασφαλίζει τα δικαιώματα των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνοτικής καταγωγής και θρησκευτικών πεποιθήσεων και δεν στηρίζεται σε εθνοκοινοτικούς πυλώνες.
Στις ΗΠΑ υπήρξε το 1960 η εκλογή του Τζών Κέννεντυ όχι επειδή ήταν η σειρά ενός καθολικού να γίνει Πρόεδρος της χώρας αλλά ως αποτέλεσμα του θριάμβου της πολιτικής. Το ίδιο και σε πιο έντονη μορφή έγινε με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, ενός Αφροαμερικανού πολιτικού, το 2008 και 2012 στην Προεδρία των ΗΠΑ.
Εάν κρίνουμε τους ατέρμονους κύκλους διακοινοτικών συνομιλιών που έλαβαν χώρα από το 1974 μέχρι σήμερα εκ του αποτελέσματος είναι προφανές ότι απέτυχαν. Μπορεί να λεχθεί, επίσης, ότι ενώ το διαπραγματευτικό πλαίσιο κινήθηκε από το 1974 μέχρι σήμερα προς τις θέσεις της τουρκικής πλευράς, εν τούτοις ο τουρκικός μαξιμαλισμός δεν επέτρεψε τη λύση. Θεωρώ ότι έστω και τώρα πρέπει να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε κατά πόσον είναι δυνατόν να διαφοροποιηθεί το διαπραγματευτικό πλαίσιο με τρόπο που να τυγχάνει νομιμοποίησης εντός αλλά ταυτόχρονα και στήριξης εκτός Κύπρου. Με τον Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία της κατοχικής οντότητας και την κατάθεση της θέσης για λύση δυο κρατών, παρέχεται η ευκαιρία στην ελληνική πλευρά να εγκαταλείψει την προσφιλή της τακτική η οποία περιστρέφεται γύρω από την προάσπιση του διαπραγματευτικού πλαισίου και του κεκτημένου του προηγούμενου γύρου συνομιλιών.
Στη σημερινή συγκυρία είναι σημαντικό όπως η ελληνική πλευρά θέσει νέες ιδέες. Μεταξύ άλλων, είναι δυνατό να τονισθεί ότι στην Κύπρο υπάρχει ένα νόμιμο κράτος και μια παράνομη κατοχική οντότητα. Πέραν τούτου, η οποιαδήποτε ομοσπονδιακή διευθέτηση θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τρία καθοριστικά δεδομένα:
(α) το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας
(β) τα γεγονότα του 1974
(γ) την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ και μεταγενέστερα στην Ευρωζώνη
Λαμβάνοντας επίσης υπ’ όψιν την καχυποψία και την έλλειψη κοινών στόχων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, θα πρέπει να τολμήσουμε να υιοθετήσουμε μια εξελικτική πορεία και διαδικασία. Εκ των πραγμάτων η συζήτηση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει την επαναξιολόγηση της μορφής του ομοσπονδιακού πολιτεύματος στα πλαίσια μιας διευθέτησης του Κυπριακού. Υπογραμμίζω, όμως, ότι καμία εξέλιξη στα ζητήματα αυτά δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς τη συγκατάθεση της Τουρκίας.
Θα ήταν ευχάριστη έκπληξη εάν η Τουρκία διαφοροποιούσε τη θέση της και αποδεχόταν έναν έντιμο συμβιβασμό. Υπό αυτή την έννοια η εξελικτική διαδικασία και τα ΜΟΕ θα διευκόλυναν την εξεύρεση μιας ιδιότυπης ομοσπονδιακής λύσης του Κυπριακού. Σ’ ένα τέτοιο πολίτευμα η περιφέρεια υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση θα είχε τη μέγιστη δυνατή αυτονομία. Ταυτόχρονα θα υπάρχει αποτελεσματική συμμετοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας στα όργανα του ομοσπονδιακού κράτους. Θα ήταν επίσης εφικτή η σταδιακή οικοδόμηση ενός ελαχίστου πλαισίου κοινών στόχων.
Το αναμενόμενο, όμως, σενάριο είναι η εμμονή της Τουρκίας σε μια διευθέτηση δια της οποίας η Κυπριακή Δημοκρατία θα παραμερισθεί και η νέα τρικέφαλη οντότητα που θα δημιουργηθεί θα είναι κατ’ ουσίαν τουρκικό προτεκτοράτο. Προφανώς η Κυπριακή Δημοκρατία δεν θα αυτοκαταργηθεί. Ούτε και είναι λογικό να αποδεχθούμε την τουρκική ερμηνεία της πολιτικής ισότητας για να αποφύγουμε δήθεν τη διχοτόμηση. Ως εκ τούτου η ελληνοκυπριακή ηγεσία θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και να μην είναι απλόχερη άνευ αντικειμένου.
Κάτω από αυτά τα δυσμενή δεδομένα η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί απρόσκοπτα με το Δίκαιο της Ανάγκης. Το επίσημο κράτος νομιμοποιείται να πάρει οποιεσδήποτε αποφάσεις για την ενίσχυσή του περιλαμβανομένων και επιπρόσθετων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων καθώς και την περαιτέρω ενίσχυση της Εθνικής Φρουράς.
Τέλος η προβολή ενός αφηγήματος και μια στοχευμένη επικοινωνιακή πολιτική καθίστανται απαραίτητες. Εάν η Τουρκία εμμένει στην επεκτατική της πολιτική επιβάλλεται η πρόταξη του επιχειρήματος ότι αποτελεί αντίφαση η δική της άρνηση να συζητήσει μειονοτικά δικαιώματα για τα εκατομμύρια των Κούρδων της Τουρκίας ενώ στην Κύπρο απαιτεί λύση δύο κρατών. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί επίσης ότι η τουρκική πολιτική στην Κύπρο θυμίζει τις πρακτικές της Ναζιστικής Γερμανίας σε σχέση με τους Γερμανόφωνους της Σουδητίας και την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας πριν από την έναρξη του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Οι τουρκικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με τη στρατικοποίηση και ισλαμοποίηση της κατεχόμενης Κύπρου, απομακρύνουν την πιθανότητα συνεννόησης και τελικής διευθέτησης. Ούτως ή άλλως, η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη πολιτική εφ’ όλης της ύλης. Εκτός από τις ολοκληρωμένες προτάσεις για το Κυπριακό είναι σημαντική και η συνεχής ενίσχυση της κρατικής της υπόστασης. Μέγιστος στόχος θα είναι η αποκατάσταση της εδαφικής της ακεραιότητας και η απαλλαγή της Κυπριακής Δημοκρατίας από την τουρκική κατοχή. Ελάχιστος στόχος είναι η προστασία και η ασφάλεια της ελεύθερης Κύπρου. Ταυτόχρονα, επιβάλλεται όπως η Κυπριακή Δημοκρατία αναβαθμίζει συνεχώς όλους τους συντελεστές ισχύος συμπεριλαμβανομένης και της αποτρεπτικής ικανότητας. Πέραν τούτου είναι απαραίτητη η ενίσχυση και εμβάθυνση δικτύων συνεργασίας με άλλες δυνάμεις. Ιδιαίτερο ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει η Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να απαλλαγεί από οποιαδήποτε συμπλέγματα σε σχέση με την Κύπρο, καθώς και ψευδαισθήσεις για την Τουρκία και να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα.
*Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας. Το παραπάνω κείμενο είναι τα συμπεράσματα από μια αναλυτική μελέτη του για το κυπριακό μετά την πενταμερή.