Δυστυχώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μπει ξανά σε μια φάση έντασης. Το ερώτημα που επιτακτικά τίθεται είναι αν οδεύουμε προς μια νέα στρατιωτική κρίση ή πρόκειται απλά για μια πρόσκαιρη επιδείνωση στις διμερείς σχέσεις
Δυστυχώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν μπει ξανά σε μια φάση έντασης. Το ερώτημα που επιτακτικά τίθεται είναι αν οδεύουμε προς μια νέα στρατιωτική κρίση ή πρόκειται απλά για μια πρόσκαιρη επιδείνωση στις διμερείς σχέσεις. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν δύο σημαντικοί παράγοντες που ευνοούν την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας.
Δεύτερον, ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αναπόφευκτα στρέψει την προσοχή της διεθνούς κοινότητας προς τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή η παραδοχή, ίσως, ενθαρρύνει την τουρκική ηγεσία να προβεί σε κινήσεις με σκοπό τη δημιουργία τετελεσμένων στο Αιγαίο. Αν κρίνει κανείς από την αμηχανία που δείχνει το ΝΑΤΟ στα τουρκικά τερτίπια για την ένταξη της Φινλανδίας και Σουηδίας, η Αγκυρα πιθανόν να πιστεύει ότι έχει το περιθώριο να ασκήσει τώρα μεγαλύτερη πίεση στην Ελλάδα. Ετσι και αλλιώς, η ερντογανική Τουρκία έχει παύσει προ πολλού να συμπεριφέρεται ως νατοϊκή χώρα.
Η απαισιοδοξία για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων τους επόμενους μήνες μετριάζεται από δύο κρίσιμους παράγοντες που απουσίαζαν στην κρίση του 2020. Ο πρώτος αφορά τη θεαματική ενίσχυση της Πολεμικής Αεροπορίας με τα υπερσύγχρονα μαχητικά Rafale και τα πρώτα εκσυγχρονισμένα F-16. Η ελληνική αεροπορική ισχύς είναι ανώτερη της τουρκικής σε ποιότητα μέσων και προσωπικού, καθιστώντας σχεδόν απαγορευτική μια επιθετική ενέργεια μεγάλη κλίμακας.
Η Αθήνα πρέπει να υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση, που δεν θα περιορίζεται στην αγορά οπλικών συστημάτων και στην επίκληση του διεθνούς δικαίου.
Ωστόσο, ο τουρκικός αναθεωρητισμός είναι μια πολυεπίπεδη και δυναμική πρόκληση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με συμβατική στρατιωτική ισχύ. Η Αγκυρα έχει αποκομίσει αρκετά διδάγματα από τη ρωσική στρατηγική στην Ανατολική Ευρώπη, προσαρμόζοντάς τα στη δική της πραγματικότητα. Η εργαλειοποίηση των μεταναστευτικών ροών, η παραπληροφόρηση εναντίον της χώρας μας, η προσπάθεια χειραγώγησης των μουσουλμανικών κοινοτήτων και οι επιθετικές επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών εντάσσονται σε μια γκρίζα ζώνη τουρκικών δραστηριοτήτων που υπονομεύουν την ελληνική κυριαρχία.
Η χώρα μας πρέπει να συγκροτήσει μια νέα υβριδική αποτροπή που να διαχωρίζει τις απειλές του αντιπάλου (συμβατικές ή ασύμμετρες) για την καλύτερη αντιμετώπισή τους και να απαντάει σε κάθε κίνηση της γειτονικής χώρας με τον ίδιο ή παραπλήσιο τρόπο. Με άλλα λόγια, η Αθήνα πρέπει να υιοθετήσει μια ολιστική προσέγγιση που δεν θα περιορίζεται στην αγορά οπλικών συστημάτων και την επίκληση του διεθνούς δικαίου. Να μας βρίσκουν πάντα έτοιμους να αυξήσουμε το κόστος των επιλογών τους, μέχρι να αλλάξουν εκείνοι την πολιτική τους.
Η σημερινή Τουρκία δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και δεν πρόκειται να επιστρέψει στον δρόμο του εκδημοκρατισμού. Η τουρκική ηγεσία στο σύνολό της επιδιώκει την εξομάλυνση των σχέσεών της με όλες τις γειτονικές χώρες, πλην της δικής μας και της Κύπρου. Δεν είναι μια τυχαία εξέλιξη, αλλά μια δηλωτική πρόθεση για επέκταση εις βάρος του Ελληνισμού. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει περιθώριο για καμία σοβαρή διαπραγμάτευση. Μόνο μια πολιτική ισχύος μπορεί να θωρακίσει τη χώρα μας τα επόμενα χρόνια. Σε διαφορετική περίπτωση, ο ισχυρός θα αποσπάσει ό,τι μπορεί και ο αδύναμος θα παραχωρήσει ό,τι πρέπει.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
“Καθημερινή”