Τρόπος του λέγειν: Ο ποιητικός τρόπος του Φώτη Καγγελάρη

- Advertisement -

Θανάσης Γεωργάς Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής, π. Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Φαινομενολογικής-Υπαρξιακής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας, Μέλος ΔΣ International Federation of Daseinanalysis

Το βιβλίο του Φώτη Καγγελάρη έχει τον τίτλο «Τρόπος του λέγειν» και υπότιτλο «η μορφή των πραγμάτων στην τέχνη και τον βίο» με την επιπλέον πλαγιότιτλη επισήμανση «ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική». Ο Καγγελάρης είναι συγγραφέας αρκετών βιβλίων εκ των οποίων ενδεικτικά αναφέρω: «Το βλέμμα και το Είναι στην Ψύχωση» (βιβλίο που θεωρείται ήδη κλασσικό στο είδος του), «Το Πράγμα, η Λέξη και ο Κόσμος», «Homo Photographicus», «Φωτογραφία Γάμου, «Το βάρος του Σώματος», «Η Μελαγχολία της Κυριακής», «Σημειώματα για την Τέχνη ως σύλληψη του άλεκτου», «Σημειώματα για τη σεξουαλικότητα, το φύλο, τις σχέσεις».

Πρόκειται για ένα παράξενο βιβλίο. Οι ρίζες του απλώνονται σε ποικίλες κατευθύνσεις, σε βάθος διαδοχικών επιπέδων και αρδεύονται από πολλές διαφορετικές πηγές. Από αυτές τις ρίζες ξεπροβάλει ένας στοχασμός ικανός να αναρωτιέται για τα όρια του ίδιου του στοχασμού. Ένας στοχασμός που τολμά να μιλά για την αδυναμία της γλώσσας να μιλήσει επαρκώς και τελεσίδικα για τον ίδιο της τον εαυτό. Είναι σαν ένα κομψό κέντημα με ψιλοβελονιά. Το βελονάκι διαπερνά -διαρκώς, επίμονα και ασταμάτητα- τον βασικό καμβά και, γύρω από τις αδιόρατες τρυπούλες του, πλέκεται ένας πλούσιος ιστός πολυφωνικών ερωτημάτων και συνομιλιών. Ποιο είναι το θέμα του βιβλίου; Ο συγγραφέας το θέτει ευθύς εξ αρχής, ήδη από τον πρόλογο του έργου. Γράφει (σελ. 13): «Αυτό το βιβλίο δεν αποσκοπεί σε κάτι, σε μια φιλοσοφία του πράγματος ή ακόμα περισσότερο της πραγματικότητας. Αναπτύσσει σκέψεις περί της επικράτειας του πράγματος και της σχέσης του με τη μορφή, […] Η μελέτη αυτή είναι μια επιχείρηση προσέγγισης του σχηματισμού της μορφής μέσω της σχέσης της με το πράγμα». Το βασικό θέμα, δηλαδή του βιβλίου, είναι η σχέση -η συνύφανση- πράγματος και μορφής. Πρόκειται για ένα θέμα που επανέρχεται ξανά και ξανά σε ποικίλες παραλλαγές, παρά τις θεματικές, μορφικές και ειδολογικές διαφορές των κεφαλαίων του βιβλίου. Ο αναγνώστης μπορεί να περιπλανηθεί από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, από ψηφίδα σε ψηφίδα, σε ένα αδιάκοπο πηγαινέλα, αλλά μόνο μια συνεχής ανάγνωση από την αρχή ως το τέλος, θα του επιτρέψει να γνωρίσει την περιπέτεια ενός στοχασμού που διέπεται από μια παράδοξη, υπόρρητη, συνοχή -να τον γνωρίσει και να τον εμπιστευθεί!

Tο πράγμα, λέει ο συγγραφέας, αν και συνιστά την απαραίτητη βάση επί της οποίας αναδύεται η μορφή ως δυνατότητα της ζωής και της τέχνης, αν και είναι η προϋπόθεση της ίδιας της υλικότητας της πραγματικότητας και της γέννησης του λόγου, διαφεύγει του ορισμού του. Πρόκειται δηλαδή για το ά-μορφο, το α-προσδιόριστο. Ωστόσο, ο μη ορισμός, ως κενό σημαίνον, είναι αυτός που παράγει ορισμό, τον ιστό του νοήματος, τον κόσμο εντός του οποίου κινούμαστε χρονικά. Παράγει το σημαίνον ως μορφή. Η μορφή εμπεριέχει το πράγμα και το πράγμα είναι εν εξελίξει μορφή. Το πράγμα υπάρχει μέσω της μορφής του, καθώς το περιεχόμενο ενός πράγματος δεν είναι παρά η εκδίπλωση και ανάδυση της μορφής του. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε τα πράγματα χωρίς μορφή, χωρίς, δηλαδή, τα μορφοποιά όρια τους, μπροστά σε τι θα βρισκόμασταν; Δεν θα ήμασταν μπροστά σε κάτι απέραντο, άμορφο και απροσδιόριστο; Το Μηδέν;  Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας του βιβλίου επιχειρεί να αναμετρηθεί με κάτι που βρίσκεται στον ίδιο τον πυρήνα του ανθρώπινου προβληματισμού από αρχαιοτάτων χρόνων: Πως γίνεται, από το άμορφο και το απροσδιόριστο -το πράγμα– να προκύπτουν οι  ποικίλες μορφοποιήσεις και οι εκάστοτε προσδιορισμοί; Πως το πράγμα (δηλαδή το άμορφο) μετουσιώνεται σε μορφή και ποια η μεταξύ τους σχέση;

Η Αρχιτεκτονική στην οποία ο συγγραφέας αναφέρεται σε όλο το 2ο μέρος του βιβλίου, προσφέρεται ως ένα προνομιακό πεδίο όπου μπορεί να αναδεικνύεται με ενάργεια το ερώτημα. Λέει ο συγγραφέας (σελ. 13): «Η έμφαση στην αρχιτεκτονική οφείλεται στο γεγονός ότι η τέχνη αυτή προσφέρεται ιδιαίτερα για τη διευκρίνηση της σχέσης πράγματος-μορφής. Η αρχιτεκτονική ως τέχνη εκφράζει κατεξοχήν την αγωνία για την υπέρβαση του πράγματος, καθότι η ίδια της η φύση συγχέεται με τη δική του. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια μελέτη επί της αρχιτεκτονικής». Είναι προφανές ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η σχέση πράγματος και μορφής συνολικότερα στον ανθρώπινο βίο. Όπως γράφει (σελ.14), «Ίσως τελικά να είναι μια ματιά επί του βίου …αλλά, πως να διαφορίσεις τον βίο από την τέχνη»;  […] ίσως να μη είναι δυνατός ο διαχωρισμός».

Η σχέση πράγματος και μορφής, έρχεται, επίσης, με εμφατικό τρόπο στον χώρο της ψυχανάλυσης, κι εδώ θα σταθούμε περισσότερο. Η έννοια του πράγματος αναδεικνύεται στη λακανική ψυχανάλυση -από την οποία ιδιαιτέρως εμπνέεται ο Καγγελάρης- και αντιστοιχεί στον γερμανικό όρο das Ding που καταλαμβάνει σημαντική θέση και στην όψιμη  σκέψη του Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το das Ding είναι το πράγμα στη βουβή του πραγματικότητα, το ολοκληρωτικά εκτός γλώσσας. Συγγενεύει πολύ με το καντιανό πράγμα καθεαυτό, στο βαθμό που βρίσκεται πέραν της όποιας συμβολοποίησης. Στο πλαίσιο της λακανικής ψυχανάλυσης, το das Ding λειτουργεί ως αντικείμενο της επιθυμίας και ως το αίτιο του πιο θεμελιακού ανθρώπινου πάθους. Είναι το χαμένο αντικείμενο που συνεχώς προσπαθούμε να ξαναβρούμε. Ωστόσο, το ανθρώπινο υποκείμενο κρατιέται, εντέλει, σε μια ορισμένη απόσταση από αυτό καθώς περιστρέφεται γύρω του χωρίς ποτέ να το κατακτά. Χάρη στο συμβολικό, όμως, η διάχυτη πρωταρχική κατάσταση του πράγματος, οριοθετείται και μορφοποιείται, μέσω της παραγωγής σημασιών. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται υποκείμενο του λόγου, του σημαίνοντος. Εντούτοις, όπως κατ’ επανάληψη επισημαίνει ο Καγγελάρης,  και στον ψυχισμό, όπως και στο κάθε τι στο σύμπαν, εξακολουθεί να λανθάνει το πράγμα, το άμορφο, η τρέλα, το άρρητο, την ίδια στιγμή που οι λέξεις, ονομάζοντας, δημιουργούν τον κόσμο των μορφών, τον κόσμο των διαφόρων πραγμάτων, τον κόσμο των οντοτήτων. Μπορούμε ίσως, όχι μόνο να υποψιαστούμε την εγγύτητα του υποκειμένου της τρέλας με το «λογικό» υποκείμενο αλλά να διανοηθούμε  τον βυθό του ψυχωτικού ως την αβυσσαλέα θεμελίωση της ταυτότητας όλων μας. Σε μια ευφυή -όσο και παιγνιώδη- αποστροφή του λόγου  του (σελ. 188), ο Καγγελάρης σημειώνει:

«Επί τη ευκαιρία, αν κατονομάζαμε το ακατονόμαστο, το πράγμα, θα λέγαμε ότι ισούται με τη δομή, το id, την πρωτογενή διαδικασία, το κενό, την τρέλα, την ύλη, το υψηλό, το άρρητο, το αόρατο, το ψυχρό φως, το ανείκαστο και ό,τι μπορείτε να συμπληρώσετε εσείς. Φυσικά το πράγμα δεν είναι αυτά. Το συμβολικό ισούται με τη λέξη, την εικόνα, τη δευτερογενή διαδικασία, τη μορφή, το σχήμα, την ηθική, τον λόγο, τον πολιτισμό, την ιδέα, το νόημα, το ωραίο, το θερμό φως και ό,τι μπορείτε να συμπληρώσετε εσείς. Φυσικά το συμβολικό είναι αυτά».

Το πράγμα εντέλει, είναι το πεδίο εκείνο που παραμένει εκτός γλώσσας, εκείνο που αντιστέκεται στη συμβολοποίηση, το μη ενσωματώσιμο σε αυτήν. Είναι εκείνο που παραμένει πέραν της δυνατότητάς μας να το φανταστούμε, να το βάλουμε σε λέξεις και να το κατακτήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, δείχνει προς αυτό μέσα από την έννοια του Μηδενός (δηλαδή, το μήτε εν, το κανένα ον). Ενώπιον αυτού όλες οι λέξεις σιωπούν. Το Mηδέν, εδώ, δεν υπονοεί  ένα κενό χώρο, άδειο από το οτιδήποτε, αλλά περισσότερο, το άμορφο (το απροσδιόριστο, το έτερον του όντος), από το οποίο αναδύονται οι εκάστοτε μορφοποιήσεις και οι διάφοροι οντικοί προσδιορισμοί. Δεν πρόκειται, εντούτοις, για δυο διαφορετικές περιοχές, καθώς το ένα υπεισέρχεται και διαπερνά το άλλο: το άμορφο ενυπάρχει στις μορφές. Θα μπορούσαμε εδώ να διακρίνουμε ένα νήμα που παραπέμπει στην μονιστική σκέψη του Σπινόζα και του Σέλινγκ, ή το παιχνίδισμα είναι/μηδενός και κάλυψης/εκκάλυψης στον Χάιντεγκερ,  -μακριά από τον όποιο καρτεσιανό δυισμό της εποχής μας.

Την ανάσα του Μηδενός, μπορούμε να την αισθανθούμε, κατ’ εξοχήν στον χώρο της ψυχιατρικής, της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, μέσα από την αποσταθεροποίηση, το έλλειμμα, την απροσδιοριστία και την κατάρρευση του νοήματος που υποβαστάζει τα πράγματα ενός «κόσμου» και μιας ταυτότητας. Είναι το δεν του «κόσμου» μας και, την ίδια στιγμή, της ταυτότητας μας. Ο κατ’ εξοχήν τρόπος με τον οποίο διατίθεται το Μηδέν στον άνθρωπο (σύμφωνα και με τον Κίρκεγκωρ και με τον Χάιντεγκερ και με τον Λακάν), είναι μέσα από την διάθεση της αγωνίας (Angst), καθώς, συνήθως, η προσέγγιση του πραγματικού, έχει αγωνιώδη και τραυματική ποιότητα. Το Μηδέν «μηδενίζει», λέει ο Χάιντεγκερ, μέσα στο βίωμα της αγωνίας, καθώς η ολότητα των όντων του «κόσμου» μας (και, μαζί, η μέχρι τώρα οικεία μας ταυτότητα), οδηγείται σε διολίσθηση. Η ύπαρξή μας αρθρώνεται μέσα από τη σύμπλεξη είναι/μη-είναι, γύρω από την εξάρθρωση και την έλλειψη, την αδυνατότητα συγκρότησης οποιασδήποτε ταυτότητας ως σταθερής ολότητας και την -αγωνιώδη συνήθως- κατάρρευση κάθε κανονικότητας. Ιδωμένο σε αυτή την οπτική, το ανθρώπινο υποκείμενο δεν μπορεί να είναι ένα αυτάρκες, ενσυνείδητο, ουσιοκρατικό Εγώ που εδράζεται στην απροϋπόθετη αυτονομία του. Αντίθετα, πρόκειται για ένα  υποκείμενο διαρκώς ρηγματωμένο, πάντα μια ακυρωμένη ολότητα, ένα κατακερματισμένο και ελλειμματικό είναι. Οι όποιες φαντασιακές του εξιδανικεύσεις δεν καταφέρνουν ποτέ να επουλώσουν το έλλειμμα και εξαφανίσουν την υποβόσκουσα αγωνία -και το τραύμα- του πραγματικού. Η ψυχανάλυση, στέκεται σε αυτή την τομή, σε αυτόν τον τόπο της γλωσσικής διάρρηξης, όπου το υποκείμενο αναμετράται με τ’ ανείπωτο, με τη σιωπή τη γλώσσας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η εμπειρία της ψυχανάλυσης γίνεται μια «σκοτεινή» εμπειρία, το συμβάν ενός πηγαίου σκότους που εξέρχεται. Μην ξεχνάμε όμως ότι το πράγμα, παρότι εκτός του λόγου, οφείλει να βρεθεί μέσα στον λόγο για να μπορέσει, εκφραζόμενο, να υπάρξει. Παρότι διαφεύγει του ορισμού του παράγει τον ορισμό, το νόημα, τον κόσμο, το σημαίνον εν μορφή. Η ψυχανάλυση διανοίγει, ακριβώς, στην επενέργεια της γλώσσας, καθώς γίνεται η ίδια ένα γλωσσικό όργανο που αντηχεί μέσα από τις ανοικτές και διαρκείς του ρηγματώσεις. Η ψυχανάλυση γίνεται η ίδια ένα γλωσσικό συμβάν, ένα ένσαρκο ίχνος του πάθους της γλώσσας. Μιας γλώσσας που δεν σιωπά ποτέ, ακόμα και όταν σωπαίνει.

Ο Καγγελάρης, αναρωτιέται στη σελ. 37:

«Είναι τρομακτικό το πράγμα ή είναι τρομακτική η κατάσταση της κατάρρευσης του συμβολικού και γι’ αυτό το πράγμα δηλώνει παρουσία χωρίς απαραίτητα να εμφανίζεται σε ένα τρομακτικό πλαίσιο; […] Υπάρχει κενό; Σιωπή; Από το κενό προέρχεται η πρώτη λέξη; Πώς να ακούσουμε τη φράση του Meister Eckhart ότι ο Θεός είναι μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ ή την ανάλογη έκφραση του Silesius το απόλυτο τίποτα»;

Η μορφή, επισημαίνει ο συγγραφέας, αποτελεί την οριοθέτηση της ώσης του πράγματος μέσα από την ατέρμονη διαπάλη του τίποτα με το κάτι, της διάλυσης με τον ορισμό, του άρρητου με τον λόγο. Όταν ο ιστός του νοήματος είναι ανεπαρκής, η τέχνη και η «τρέλα» αναδύονται ως διαφορετικές μορφές εκβολής της ρευστότητας του πράγματος. Η λέξη ανείπωτο είναι ίσως ο καταλληλότερος χαρακτηρισμός για τη κατάσταση της αγωνίας, του πανικού, του τρόμου, στα επεισόδια «τρέλας» που χαρακτηρίζουν τις ψυχωτικές καταστάσεις.

Ο Καγγελάρης αναπτύσσει τον προβληματισμό του περί πράγματος και μορφής μεταβαίνοντας κεφάλαιο το κεφάλαιο, από την ψυχανάλυση στη φιλοσοφία, στην ποίηση, την αισθητική και στις διάφορες μορφές τέχνης, στις ιεροτελεστίες και τις μαγικές πρακτικές των σαμάνων, στην αρχιτεκτονική, και γενικότερα σε κάθε είδους πνευματική-πολιτισμική  μορφοποίηση. Οι αναφορές στον Φρόυντ ή τον Λακάν ή τον Μπίον, συναντούν τον Καντ, τον Χέγκελ, τον Χάιντεγκερ, τον Βίτγκενσταιν, τον Φουκώ, τον Ντελέζ και τις νεφελώδεις έννοιες των Γερμανών μυστικιστών του Μεσαίωνα ή του Σέλινγκ. Ο Ελύτης συναντά τον Ρίτσο και τον Αναγνωστάκη και μαζί διανοίγονται στον Μπέκετ ή στη μουσική του Βάγκνερ και του Στραβίνσκι. Είναι καταιγιστική η παράθεση παραδειγμάτων που αφορούν εκφάνσεις του πράγματος μέσω των τεχνών, από τη σελίδα 261 έως 274: μουσική, κινηματογράφος, θέατρο, χορός, γλυπτική, φωτογραφία, ποίηση, ζωγραφική, περφόρμανς. Περίοπτη θέση κατέχει το παιχνίδισμα πράγματος και μορφής στην Αρχιτεκτονική.

Θα μπορούσαμε, ως εκ τούτου, να πούμε ότι ο προβληματισμός του Καγγελάρη αναπτύσσεται μέσα από ένα πολλαπλασιασμό των κειμενικών αναφορών του, μέσα από διαρκείς και μεταβαλλόμενες συνηχήσεις, που τροφοδοτούνται από τις πιο διαφορετικές πηγές πνευματικής έμπνευσης και δημιουργίας. Πρόκειται όμως για εγχείρημα υψηλού ρίσκου: Η πολυεστιακότητα δημιουργεί ένα πληθωρισμό που είναι πιθανό να επιφέρει σύγχυση και αίσθημα διασκορπισμού στον αναγνώστη. Εν τούτοις, ο Καγγελάρης το αποφεύγει αυτό, όσο μπορεί, καθώς μας ταξιδεύει σε αυτή τη περιπετειώδη θάλασσα εξερευνήσεων κρατώντας γερά τα σκοινιά της σχεδίας μας. Άλλωστε, του αρέσουν πολύ τα ταξίδια και δεν τα αποφεύγει. Μας προσκαλεί κι εμάς, έτσι όπως κάλεσαν οι θεοί τον Οδυσσέα όταν πόθησε να εγκαταλείψει την μακρόχρονη ησυχία και τη βεβαιότητα που του πρόσφερε η Καλυψώ και το νησί της: φτιάξε μια σχεδία, βάλε σε αυτή ένα κατάρτι κι ένα πανί και αφέσου στον ωκεανό και τις βαθιές του δίνες.

Το ταξίδι στο οποίο μας προσκαλεί αφορά την περιπέτεια του πράγματος και τη σχέση του με τη μορφή. Το πράγμα και η μετουσίωσή του σε μορφή, στις τέχνες και στο βίο αλλά και η επιστροφή του στην αρχική του κατάσταση. Στο ταξίδι του ανακαλύπτει, ωσάν έκπληκτος και μαγεμένος εξερευνητής, τα πιο ετερόκλητα και θαυμαστά θραύσματα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Όντας αυθεντικός συλλέκτης, τοποθετεί με σεβασμό τις μάσκες του πράγματος, τη μία δίπλα στην άλλη, σε ένα λόγο παρατακτικό. Εν τέλει, όλες αυτές οι συνηχήσεις δεν συνιστούν παρά εκφράσεις της πανανθρώπινης αγωνίας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, καθώς σχετίζονται, ακριβώς, με τον αγώνα για την μορφοποίηση του αμόρφου. Θα λέγαμε ότι το πεδίο που διανοίγει η σκέψη του Καγγελάρη διασχίζεται από μια μόνιμη ένταση ανάμεσα στην ελπίδα κατανόησης και στην απορία, ανάμεσα στην κίνηση οικειοποίησης και τον μετεωρισμό στο ανοίκειο.

Εντούτοις, θα μπορούσε να αναρωτηθεί ένας καλοπροαίρετος αναγνώστης, όλα αυτά σε τι με αφορούν εμένα, τώρα, στη ζωή μου, στη σημερινή συγκυρία που συμβαίνουν τόσα και τόσα πρωτοφανή και επείγοντα; Μα, ακριβώς, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι, εντέλει, παρά ένα σχόλιο και μια πρόταση για τη σημερινή συγκυρία, τη σημερινή ζωή όλων μας. Είναι η εποχή όπου όλα μοιάζουν να ρευστοποιούνται, χάνουν την όποια μορφή τους, την όποια ταυτότητά τους και βυθίζονται στο άμορφο, στο Μηδέν. Την ίδια στιγμή παρατηρούμε μια απελπισμένη κίνηση είτε μεμονωμένων ανθρώπων είτε πληθυσμιακών ομάδων, να γαντζωθούν από μια ταυτότητα και από μια (ψευδ)αίσθηση ενός κάποιου στέρεου κρατήματος -κάτι που οδηγεί ενίοτε σε κατ’ εξοχήν «κλειστά» έως παρανοϊκά σχήματα εξήγησης. Όλο αυτό δημιουργεί απίστευτη απελπισία και απίστευτη βία.

Ποια είναι, όμως, η βοήθεια, που μας προσφέρει το συγκεκριμένο βιβλίο; Παρότι το πράγμα, διαρκώς εκτός λόγου διαφεύγει κάθε οριστικής του μορφοποίησης, εντούτοις το έργο του Καγγελάρη, εμμένοντας σε μια non finitο μορφοποίηση (όπως αναπτύσσει τον όρο στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου), μας χαρίζει ένα ποιητικό λόγο και μια ποιητική κατοίκηση. Τι εννοώ; Αν η ποίηση είναι μια απόπειρα άρθρωσης -πάντοτε ημιτελούς- αυτού που δεν υπεισέρχεται σε λέξεις, αν η ποίηση είναι μια απόπειρα μορφοποίησης του άρρητου ως άρρητου, τότε αυτό είναι που κάνει ο Καγγελάρης. Το έργο του προσφέρεται ως μια ποιητική σχεδία που μπορεί να μας βοηθήσει, όλους εμάς, να ανοιχτούμε στο αρχιπέλαγος της αγωνίας και να συμφιλιωθούμε με αυτό. Να συμφιλιωθούμε με το εγγενές έλλειμμα της ανθρώπινης φύσης, το οποίο, εντέλει, παραμένει τραυματικό μόνο στο βαθμό που εμμένει κανείς στις ψευδαισθήσεις των φαντασιακών βεβαιοτήτων περί ολότητας-πληρότητας. Μας βοηθά να σταθούμε στον τόπο της διάρρηξης, απ’ όπου διαρκώς αναβλύζει το υπόρρητο εκείνο ρεύμα που επιτρέπει στο πράγμα μορφοποιούμενο να υπάρχει.

Ανατρέχοντας σε ένα άλλο σημαντικό έργο του «Το Πράγμα η Λέξη και ο Κόσμος», ανακαλώ:

«Η δομή της φράσης, ο ρυθμός του ποιήματος να αφήνει χαώδη σημασιακά κενά όπου θα κατακρημνίζεται ο αναγνώστης και όπου ή θα αντιπαρατάσσει τον δικό του εσωτερικό λόγο, θα πιάνεται από την δική του εσωτερική απάντηση για να μην χαθεί και να βρεθεί έτσι σε μια σχετική ισορροπία, σε μια τρικυμιώδη ισορροπία, ή θα βρίσκει ανακούφιση προσγειωνόμενος στον επόμενο στίχο ή, ακόμα ασφαλέστερα, στο κενό μετά την τελευταία τελεία. Εκεί, σηκώνει το βλέμμα για να αντικρίσει το ποίημα που μόλις κατέβηκε και να ατενίσει το ύψος στο οποίο βρέθηκε. Ο κόσμος δεν είναι πια ίδιος. Κάτι διασαλεύτηκε στην τάξη του κόσμου. Ένα σάλεμα. Ποιητής και αναγνώστης, σαλοί και οι δύο. Άγγιξαν την τρέλα. Δεν τρελάθηκαν. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Ξέρουν ότι το νόημα διαφεύγει. Ούτε αυτό το ποίημα μπόρεσε να το συλλάβει. Αλλά το ξέρουν. Ξέρουν ότι δεν ξέρουν». (Από το κεφάλαιο ποίηση και τρέλα, σ. 177).

spot_img

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα