ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ
Σχεδόν αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για την «Παλιά Ελλάδα» εννοώντας το κράτος εντός των συνόρων που είχε πριν από το 1912 και για τις «Νέες χώρες» οι οποίες προστέθηκαν στη συνέχεια.
Όταν η ευφορία της νίκης άρχισε να φθίνει, αξιωματούχοι και στρατιώτες οι οποίοι στάλθηκαν να υπηρετήσουν στις Νέα Χώρες επιδείκνυαν μερικές φορές μια σοκαριστικά αποικιοκρατική νοοτροπία απέναντι στους ανθρώπους που προσφάτως είχαν γίνει συμπολίτες τους.
Όταν τον Νοέμβριο του 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμπαρατάχθηκε με τις Κεντρικές Δυνάμεις ξαφνικά οι μεγαλύτερες γεωπολιτικές δυνάμεις της ηπείρου παρατάχθηκαν κατά τρόπο τον οποίο ονειρεύονταν οι Έλληνες από την εποχή της Φιλικής Εταιρείας.
Τώρα που οι τρείς χώρες Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία είχαν συνασπιστεί και ο παραδοσιακός εχθρός, η Τουρκία, ήταν στο αντίπαλο στρατόπεδο, γιατί να μην συμπαραταχθεί μαζί τους και η Ελλάδα;
Η νίκη της Αντάντ θα επέφερε σίγουρα την αναμενόμενη από καιρό διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το «Ανατολικό Ζήτημα» θα λυνόταν δια μιας και με τρόπο που για πρώτη φορά είχε προτείνει με τόλμη το 1823 ο Μαυροκορδάτος στον τότε βρετανό υπουργό εξωτερικών Τζώρτζ Κάνινγκ.
Οι Ρώσοι θα μπορούσαν να στραφούν προς την Κωνσταντινούπολη, έτσι το πιο επιθυμητό έπαθλο θα ήταν, πιθανώς, έξω από την εμβέλεια του ελληνικού κράτους.
Όμως στη συνάντησή τους με τον Βενιζέλο στο Λονδίνο στα τέλη του 1912 ο David Lloyd George και ο Winston Churchill είχαν αναφερθεί στη δυνατότητα να αποκτήσει η Ελλάδα άλλες περιοχές στην Ανατολία κυρίως έναν θύλακο που θα περιλάμβανε τη Σμύρνη.
Εκείνη την εποχή η Σμύρνη είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Ελλήνων από οποιαδήποτε πόλη στον κόσμο. Το να βάλει πόδι Ελλάδα στην ηπειρωτική Ανατολία δεν ήταν αναγκαστικά μία μη ρεαλιστική φιλοδοξία. Στη βάση των επιτυχιών στους δύο βαλκανικούς πολέμους η μάχη στο πλευρό της Αντάντ θα εξασφάλιζε ένα θριαμβευτικό τέλος στο έργο της Επανάστασης που είχε αρχίσει το 1821.
Είναι γνωστός ο Διχασμός της χώρας. Ακόμη και σήμερα έχει τις επιπτώσεις του στην ζωή μας.
Δεν συμφωνούσαν όλοι με την θέση του Βενιζέλου. Και, κυρίως, διαφωνούσε ο Βασιλιάς. Όσοι συσπειρώθηκαν γύρω του πρότειναν την ουδετερότητα της χώρας με το εξής βασικό επιχείρημα:
Η πλήρης νομική ουδετερότητα θα εγγυόταν την ακεραιότητα των νέων συνόρων του Κράτους όποια κι αν θα ήταν η κατάσταση έξω από τα σύνορα της Ελλάδας όταν θα τελείωνε ο πόλεμος.
Στη χειρότερη περίπτωση (μολονότι αυτό το σενάριο θα άρχιζε να εμφανίζεται αργότερα) μπορεί η Ελλάδα να υποχρεωνόταν να διαπραγματευτεί μερικά από τα πρόσφατα κέρδη της αλλά σίγουρα δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος για το βασίλειο εντός των συνόρων του πριν από το 1912. Υπήρχαν Επίσης οι Έλληνες της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ελληνική ουδετερότητα θα τους έσωζε από το να γίνουν όμηροι στον ίδιο τους τον τόπο. Θα προστατεύονταν η ζωή τους, οι ιδιοκτησίες τους η ευημερία τους, η ευημερία των Ελλήνων και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Αναδύθηκε η παλιά διαίρεση που υπήρχε από τη δεκαετία 1820. Τότε αφορούσε αντίπαλες αντιλήψεις για το τι σημαίνει να είναι κάποιος ελεύθερος. Τώρα σχεδόν ύστερα από 100 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους αφορούσε το τι σημαίνει να είσαι Έλληνας.
Για τη μία πλευρά μεγαλύτερη σημασία είχε πάνω από όλα η απελευθέρωση του έθνους.
Για την άλλη η προστασία του Κράτους.
Από το 1915 έως το 1922 στον μικρόκοσμο της Ελλάδας ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος θα διεξαγόταν ανάμεσα σε εκείνους που ταυτίζονταν με τη μία ή την άλλη από αυτές τις δύο ασυμβίβαστες μεταξύ τους επιλογές.
Ο Κωνσταντίνος από βασιλιάς έγινε ηγέτης ενός κόμματος που συσπείρωσε όλους τους εναπομείναντες πολιτικούς οι οποίοι παραμερίστηκαν από την Επανάσταση του 1909 και συσπειρώθηκαν γύρω από το Κόμμα των Εθνικοφρόνων του Δημητρίου Γούναρη.
Από την άλλη ο Βενιζέλος.
Η «ουδέτερη» Ελλάδα διαμελίστηκε ανάμεσα στις δύο εμπόλεμες παρατάξεις του Α! Π.Π. ο στρατός της είχε διαλυθεί και οι πολιτικοί διαπληκτίζονταν μεταξύ τους.
Σε ιδεολογικό επίπεδο η σύγκρουση ήταν μεταξύ του κράτους και του έθνους.
Ο Βενιζέλος προερχόταν από τον ελληνισμό που δεν είχε απελευθερωθεί με την Επανάσταση του 1821.
Είχε ως όραμα να επεκτείνει το κράτος στα όρια του έθνους το οποίο ήταν διαχυμένο σε μεγαλύτερη έκταση από το ελληνικό κράτος. Αυτή ήταν βασικά η Μεγάλη Ιδέα.
Ο Κωνσταντίνος για να ικανοποιήσει τον κουνιάδο του Γουλιέλμο, Κάϊζερ της Γερμανίας εφηύρε το ιδεολόγημα της προστασίας του κράτους έστω και στα σύνορα πριν το 1912.
Η ιστορία αποδίδει σκοπιμότητα στον Κωνσταντίνο ακόμη και όταν αρνήθηκε στον Βενιζέλο να προχωρήσει για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Ο Α! Π.Π. πήρε αφορμή, μόνο, για το ξέσπασμά του από την δολοφονία του αυστριακού πρίγκιπα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο. Τα αίτια προϋπήρχαν. Και τα αίτια ήταν η καθυστερημένη συνειδητοποίηση από τη Γερμανία ότι έμεινε έξω από την αποικιοκρατική διανομή και έπρεπε να αμφισβητήσει τον κόσμο που διαμορφώθηκε για να πάρει το μερίδιό της.
Η Γερμανία γνώριζε πως ένας πόλεμος θα αρχίσει. Και διαμόρφωνε τις προϋποθέσεις να τον κερδίσει.
Πριν τους βαλκανικούς πολέμους σύμμαχος της Γερμανίας ήταν η Βουλγαρία. Ένας έλεγχος της Θεσσαλονίκης από τη Βουλγαρία, θα έδινε την δυνατότητα στον γερμανικό στρατό να βγει στο Αιγαίο. Αλλά τα σχέδια δεν ευοδώθηκαν.
Ο περιορισμός της Ελλάδας ακόμη κι στα πριν το 1912 σύνορα δεν ενοχλούσε το βασιλιά αν επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο η Γερμανία. Είναι η ιδεολογία του μικροελλαδισμού. Η οποία έχει βαθύτερες ρίζες.
Ουσιαστικά, η σύγκρουση αρχίζει από τους βαλκανικούς πολέμους. Και διαρκεί ως σήμερα.
Οι αντιλήψεις κράτους και έθνους συγκρούονται και τώρα.
Η κρατική αντίληψη έχει περιοριστεί στα όρια του λεκανοπεδίου και η εθνική αντίληψη πιέζει να γίνει αισθητή και η δική της παρουσία.
Μάταια, όμως.
Το τέλος της Μεγάλης ιδέας επήλθε στη Μικρά Ασία υπο συνθήκες που σας είναι λίγο πολύ γνωστές.
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο παρατάξεων, των βενιζελικών και των Αντιβενιζελικών ήταν τόσο έντονη που η βασιλική πλευρά πίστευε πως σε σύγκριση με τη βενιζελική τυραννία, ακόμη και μια στρατιωτική ήττα στην Ανατολία μπορεί να ήταν μικρότερο κακό.
Για τον Γεώργιο Βλάχο, αρχισυντάκτη της Καθημερινής, ο οποίος αργότερα ισχυρίστηκε ότι έγραφε για λογαριασμό του Γούναρη, το διακύβευμα δεν ήταν, πια, το μέλλον του «απελευθερωμένου» έθνους, αλλά η τιμή και το κύρος το ελληνικού κράτους και των θεσμών του, ιδίως των ενόπλων δυνάμεων.
Ίσως η πιο ανατριχιαστική από όλες αν και επίσης προφητική ήταν η δήλωση του υπάτου αρμοστή στη Σμύρνη Στεργιάδη του ανώτερου Έλληνα πολιτικού αξιωματούχου στην Ανατολία.
Όταν τον ρώτησαν ενώ ήταν ήδη πολύ αργά για να αποτραπεί μία ανθρωπιστική καταστροφή γιατί δεν έκανε τίποτα για να βοηθήσει τον ελληνικό πληθυσμό να διαφύγει από την πόλη ο Στεργιάδης λέγεται πως απάντησε: Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα.
Αυτός ο φόβος θα διατηρούνταν για πολύ καιρό μετά την πικρή έκβαση της εκστρατείας του 1922.
Αυτό ήταν το πικρό τέλος της Μεγάλης Ιδέας.
Ολόκληρη η λογική του σχεδίου του Βενιζέλου για επέκταση του Κράτους βασιζόταν στο πώς αντιλαμβανόταν το έθνος από τα έξω ως κρητικός.
Αν ο Βενιζέλος επικρατούσε θα έπρεπε να πείσει για αυτή την αντίληψή του τους ηγέτες και τον πληθυσμό της Παλαιάς Ελλάδας οι οποίοι είχαν συνηθίσει στις βολικές βεβαιότητες που είχαν αναπτυχθεί από την εποχή της άφιξης των Βαυαρών τη δεκαετία του 1830.
Εξαιρετικά ενδεικτική είναι και η αντίληψη του στρατηγού Μεταξά. Σε ιδιωτική επιστολή του που γράφτηκε κάποια στιγμή τον Ιούνιο του 1914 όταν φαινόταν πως ο πόλεμος ήταν τελικά αναπόφευκτος, ο Μεταξάς εκμυστηρευόταν:
” Εις την μεγάλην αυτήν συμφοράν, ελπίζω η αγαπητή μας μικρά Ελλάς να σωθεί “.
Για την Μεγάλη Ελλάδα κανένα ενδιαφέρον.
Ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του θα στρέφονταν εναντίον του στενόμυαλοι επαρχιωτισμού όπως τον θεωρούσαν ενώ αντιθέτως οι ίδιοι υποστήριζαν τον χωρίς όρια ορίζοντα του “Εθνους”.
Ο Βενιζέλος απέτυχε επειδή δεν αντιλήφθηκε και δεν αντιμετώπισε σωστά το πάθος και την ειλικρίνεια εκείνων που επιθυμούσαν «η μικρά αλλ’ έντιμος Ελλάς» να παραμείνει άθικτη.
Ο Βενιζέλος είχε κατανοήσει πλήρως τα διδάγματα του 1897. Όλες οι στρατιωτικές πρόοδοι και τα διπλωματικά κέρδη της Ελλάδας από το 1912 έως το 1920 επιτεύχθηκαν σε συμμαχία με ξένους εταίρους. Το 1921 και το 1922 η απροθυμία και η ανικανότητα της φίλοβασιλικής ελληνικής κυβέρνησης να εξασφαλίσει συμμαχίες με ξένες δυνάμεις ήταν η μεγάλη διαφορά με την πολιτική του Βενιζέλου και αυτή η απουσία συμμαχιών θα πρέπει να επηρέασε αρνητικά το ηθικό και του τελευταίου Στρατιώτη που αντιμετώπισε την τουρκική επίθεση τον Αύγουστο του 1922.
Ο πληθυσμός αντιμετώπισε την άφιξη των προσφύγων με φόβο και δυσπιστία. Τη δεκαετία του 1920 αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν γλιτώσει από τις οθωμανικές διώξεις, υπέστησαν μορφές κακομεταχείρισης που είχαν χρησιμοποιηθεί στην Αθήνα στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου το 1916. Οι νεοφερμένοι δεν ήταν πραγματικοί Έλληνες αλλά «τουρκόσποροι», δεν ήταν πραγματικοί χριστιανοί αλλά «βαφτισμένοι στο γιαούρτι»
Η πραγματική αφομοίωση των προσφύγων μπορεί να έγινε μόλις τη δεκαετία του 1980.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του Πλαστήρα το 1935 και του Κονδύλη στη συνέχεια έγειρε την χώρα υπέρ των οπαδών της μικράς εντίμου Ελλάδος.
Η αντιπαράθεση μέχρι τώρα ήταν μεταξύ Έθνους και Κράτους όπως σας το εξήγησα νωρίτερα.
Μετά την Μικρασιατική Εκστρατεία είχε αναδυθεί, μεταξύ πολλών άλλων αλλαγών και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Η οικονομική κρίση του 1929 αλλά και τα ειδικότερα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας μετέθεσαν την γραμμή διαχωρισμού από ‘Εθνος εναντίον Κράτους σε Αριστερά-Δεξιά.
Ο Μεταξάς με το πραξικόπημά του το 1936 κηρύσσει τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό με πρότυπο την Αρχαία Σπάρτη και η γερμανική κατοχή οδηγεί την Ελλάδα σε έναν, ακόμη εμφύλιο.
Η Ελλάδα, μετά τον Εμφύλιο τάσσεται με τις δυτικές δυνάμεις και εντάσσει στην επικράτειά της, το 1948 και τα Δωδεκάνησα.
Ήταν η τελευταία επέκταση του ελληνικού κράτους.
Από το 1974 ως σήμερα η εδαφική της επικράτεια και τα κυριαρχικά της δικαιώματα αμφισβητούνται από την Τουρκία.