Το 1958 ο Μιχάλης Κακογιάννης σκηνοθετεί «το τελευταίο ψέμα» σε δικό του σενάριο με πρωταγωνίστρια την Έλλη Λαμπέτη. Πρόκειται για μία καθαρά δραματική ταινία, η οποία όχι μόνο στέκεται μακριά από το μελόδραμα της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής, αλλά, αντιθέτως, πατώντας στα χνάρια του σύγχρονου Ιταλικού νεορεαλισμού και αξιοποιώντας την ιδιαιτερότητα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας αγγίζει το όριο της ποίησης. Τη φέρνω στη μνήμη μου κάθε τέτοια εποχή, παραμονές Δεκαπενταυγούστου, ακριβώς λόγω του θέματος που πραγματεύεται. Θα την μοιραστώ εδώ έτσι όπως έχει εγγραφεί στη μνήμη μου, σαν μια διαδοχή από εικόνες..
Το πρώτο πλάνο συλλαμβάνει πανοραμικά μια μεγαλοαστική αθηναϊκή έπαυλη. Τραπεζάκια απλωμένα στη μαρμάρινη βεράντα στρωμένα με τσόχα. Οι κυρίες επιδίδονται απερίσπαστα στη χαρτοπαιξία. Κάπου στα ενδότερα μια ομάδα νεαρών πλήττει και αναζητεί να αποδράσει. Εκτός από τη Χλόη, την εντυπωσιακή κόρη της οικογένειας Πέλλα, στην οποία ανήκει η έπαυλη. Αυτή επαγρυπνεί να διαφυλάξει τα προσχήματα: παρίσταται και εισπράττει επαίνους για τη φινετσάτη εικόνα της, κάπου κάπου φλερτάρει τηλεφωνικά με τον πλούσιο γαμπρό που την πολιορκεί, υποκρίνεται την ατσαλάκωτη και επινοεί τρόπους για να διαφυλάξει το κύρος της οικογένειας, κόλπα που σκεπάζουν τη σοβούσα παρακμή: το γεμάτο με νερό μπουκάλι του ουίσκι που πέφτει τάχα μου και σπάει, η μόνη παραφωνία στην απόλυτα ελεγχόμενη σιωπή!
Σε παράλληλο γκρο πλαν, ένας μεσόκοπος άντρας σκυμμένος στα χαρτιά του ασφυκτιά. Ο περιστρεφόμενος ανεμιστήρας είναι η μόνη κίνηση μέσα στο καταθλιπτικά στατικό περιβάλλον. Είναι ο πατέρας της Χλόης, ο οποίος βιώνει το αδιέξοδο της επικείμενης χρεωκοπίας.
Η Χλόη μαθαίνει τα νέα και καλλωπίζεται για να αποδράσει στα στέκια της μεγαλοαστικής κοινωνίας αποφασισμένη να διαφυλάξει το όνομα της οικογένειας που καταρρέει. Ξενυχτάει στο πλάι του υποψηφίου γαμπρού και εκεί συμβαίνει το πρώτο «θαύμα», η συνάντηση με τον Γαλανό, έναν έμπορο έργων τέχνης, τον άνθρωπο που θα κοιτάξει για πρώτη φορά βαθιά μέσα της. Η Χλόη αντιστέκεται, υποκρίνεται απάθεια και αδιαφορία στο ερωτικό σκίρτημα που νοιώθει γι αυτόν. Όμως η πραγματικότητα ανοίγει μέσα της δρόμους, οι οποίοι θα την οδηγήσουν σταδιακά στο αληθινό θαύμα.
Εν τω μεταξύ το μεγαλοαστικό σπίτι της οικογένειας Πέλλα απογυμνώνεται από τους βαρύτιμους θησαυρούς του. Μπαινοβγαίνουν εκτιμητές για να αρπάξουν έργα τέχνης σε τιμή «ευκαιρίας». Ακολουθεί η επαιτεία για ένα «δάνειο» από την αδελφή της μητέρας, της μόνης που αρνείται να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα.
Και τότε το σκηνικό αλλάζει. Μετακινείται στην απομονωμένη και σχεδόν ξεχασμένη απ’ τον πολιτισμό ύπαιθρο, σε ένα απομακρυσμένο ελληνικό χωριό. Ένα μικρό αγόρι τραυματίζεται σοβαρά. Είναι ο γιος της Κατερίνας, της πιστής και αφοσιωμένης υπηρέτριας του αρχοντικού. Ο Γαλανός συνοδεύει επειγόντως τη Χλόη και την Κατερίνα στο χωριό και εκεί μέσα στη σιωπή της νύχτας, προσπαθώντας να την πλησιάσει, τής μιλά για το παρελθόν του. Η Χλόη επιμελώς σιωπά, κρύβει τα δικά της μυστικά μέσα στην αινιγματική σιωπή. Ξημερώματα φεύγει με το τοπικό δρομολόγιο για Αθήνα υποσχόμενη στην Κατερίνα άμεση οικονομική βοήθεια για το άρρωστο παιδί της. Εκεί η ατσαλάκωτη νεαρή καλλονή δέχεται το επόμενο κεντρί: αναγκάζεται να συγχρωτιστεί με ένα σμάρι από λερούς χωριάτες που επιβιβάζονται στο ίδιο λεωφορείο. Η άρνηση της στον Γαλανό να τη συνοδεύσει με το αυτοκίνητό του στην Αθήνα όχι μόνο δεν την απαλλάσσει, αλλά την υποχρεώνει να αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα.
Στην Αθήνα υποκύπτει στις πιέσεις της ματαιόδοξης μητέρας της και δέχεται την πρόταση σε γάμο του πλούσιου γαμπρού. Ακολουθεί μια σκηνή που κόβει την ανάσα: γιορτάζοντας το γεγονός των αρραβώνων σε στιγμή μέθης και χαλαρής συνείδησης καίει επιδεικτικά ένα χαρτονόμισμα των 1000 δραχμών υποκρίνομενη στην παρέα της ότι δεν την απασχολούν τα χρήματα. Και τότε η φλόγα του αναπτήρα γίνεται μέσα της φωτιά που ενεργοποιεί τη συνείδηση: τα χρήματα που υποσχέθηκε στην Κατερίνα; Καταρρέει και ο Γαλανός την τραβάει έξω από το κέντρο διασκέδασης. Την φιλάει. Εκείνη εξομολογείται ότι είναι κακομαθημένη και ματαιόδοξη. Η πίκρα τσαλακώνει για πρώτη φορά την άψογη μορφή της. Της λέει να φύγουν μαζί, μακριά. Αρνείται.
Νύχτα. Στο αρχοντικό σιωπή, σχεδόν ερημιά! Επιστρέφει η λησμονημένη Κατερίνα με το άρρωστο βουβό παιδί της στην αγκαλιά. Κοιτάζει κατάματα τη Χλόη: «με ξέχασες» της λέει. «Θα πάω το παιδί μου στην Τήνο. Δώστε μου τα λεφτά που μου χρωστάτε». Η κυρία τής απαντά με εξοργιστική απάθεια. Η Κατερίνα αρχίζει να απειλεί ότι θα αποκαλύψει στον επίδοξο γαμπρό τα ένοχα μυστικά τους. Αρχίζει να φωνάζει. Μάνα και κόρη προσπαθούν να σκεπάσουν τη φωνή της ανεβάζοντας την ένταση του ραδιοφώνου. Η Κατερίνα ανοίγει τα παράθυρα για να την ακούσουν οι γείτονες. Τη φιμώνουν. Πέφτει κάτω νεκρή. «Ώρα Ελλάδος 12» ανακοινώνει το ραδιόφωνο.
Μετά τις κραυγές η απόλυτη σιωπή. Για την Χλόη η απόλυτη στιγμή: το μεγάλο κέντρισμα, το τελευταίο ψέμα. Ήρθε η ώρα να αναμετρηθεί με την αλήθεια. Τακτοποιεί τις τελευταίες κοσμικές της εκκρεμότητες (επιστρέφει τη βέρα των αρραβώνων), ενδύεται ένα ταπεινό ρούχο και ετοιμάζεται να φύγει. Ταξίδι αναχώρησης από τον κόσμο των ανθρωπίνων συμβάσεων. Προορισμός το νησί της Μεγαλόχαρης, η Τήνος. Σκοπός η εκπλήρωση του τάματος της Κατερίνας. Χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άκρη της γραμμής ο Γαλανός. Ύστατη προσπάθεια να την κρατήσει κοντά του, να την πάρει μαζί του στο εξωτερικό. Της ζητά να τον ακολουθήσει, την παρακαλεί. Αυτή παραμένει βουβή στο ακουστικό. Δεν ήρθε ακόμα η στιγμή να μιλήσει.
Στην επόμενη, τελευταία σκηνή, το πλάνο ανοίγει. Προσκυνητές συνωστισμένοι στο πλοίο για το νησί της Παναγίας. Μια απ’ αυτούς και η Χλόη. Το βλέμμα της επικεντρωμένο στον προορισμό. Στην αγκαλιά της το βουβό παιδί της Κατερίνας. Το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης σε πρώτο πλάνο. Η ιερή πομπή προπορεύεται και ακολουθεί το πλήθος των πιστών που εκλιπαρεί να περάσει κάτω από τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Και τότε ακούγεται μια δυνατή φωνή. «Αφήστε με, αφήστε με να περάσω. Το παιδί μου είναι άρρωστο. Αφήστε με να περάσω». Η Χλόη συνωστίζεται, τρίβεται μέσα στο σμάρι των πονεμένων, των ταπεινών, των εκλιπαρούντων για βοήθεια και προστασία. Και τότε το βουβό παιδί κλαίει γοερά και λέει «μαμά μου». Μια ταπεινή, ανώνυμη γυναίκα στο πλευρό της Χλόης, λύνεται σε δάκρυα και ακουμπάει με συμπάθεια και δέος το κεφάλι της, στον ώμο της Χλόης. Τίτλοι τέλους.
Έχω δει την ταινία αμέτρητες φορές. Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου κοιτάζοντας με απορία και δέος την αγαπημένη μου γιαγιά να κλαίει γοερά όταν η Λαμπέτη έσπρωχνε το πλήθος και φώναζε «το παιδί μου είναι άρρωστο». Και πάλι, όταν το παιδάκι, ο μοναδικός Βασιλάκης Καΐλας, έλεγε κλαίγοντας «μαμά μου», έβγαιναν τα μαντήλια και σφούγγιζαν η μάνα και η γιαγιά μου τα ασυγκράτητα δάκρυα τους. Δεν μπορούσα να φανταστώ την ταινία χωρίς αυτή την σκηνή. Και ούτε πάλι μπορούσα να αισθανθώ την σκηνή χωρίς τα δάκρυα της μάνας και της γιαγιάς μου.
Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια, έτυχε να την ξαναδώ, φέρνοντας μέσα μου κάμποσες μνήμες των παιδικών χρόνων και αρκετή έπαρση της νιότης που είναι έτοιμη να κρίνει, να λογοκρίνει και να απομυθοποιήσει. Και συνειδητοποίησα ότι είχα να κάνω με μια δύσκολη ταινία, λεπταίσθητη στους ψυχικούς χειρισμούς, γεμάτη καίριες σιωπές και αλλεπάλληλα γκρο πλαν που εστίαζαν στην έδρα των ανθρωπίνων συναισθημάτων, που πρόδιδαν τους «ήρωες» και αποκάλυπταν τα πάθη και τις ενοχές τους. Ένα έργο που ξεκινούσε σαφέστατα από το ρεαλισμό και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα πλάνα στο λεωφορείο και στη λιτανεία της εικόνας να παραπέμπουν κατευθείαν σε ντοκιμαντέρ!
Ο Κακογιάννης είναι ρεαλιστής αλλά είναι και ποιητής. Κοιτάει με το ένα μάτι τον φακό. Είναι το μάτι του κινηματογραφιστή που καταγράφει την κενοδοξία του προσκηνίου. Εδώ βρίσκεται ο μύθος της μεγαλοαστικής μεταπολεμικής Ελλάδας. Αυτό είναι το τεντωμένο πανί πίσω από το οποίο παρελαύνουν τα αφανέρωτα, τα ανείπωτα, οι σκιές που βλέπει το κλειστό μάτι του σκηνοθέτη ποιητή.
Η μαεστρία του Κακογιάννη βρίσκεται στο ότι γυρίζει ανάποδα το πανί και μας αποκαλύπτει τον αληθινό πρωταγωνιστή, το κρυφό πρόσωπο της ζωής, αυτό που συστηματικά αποφεύγουμε να κοιτάξουμε. Και αυτό είναι οι λεροί χωριάτες που σιχαίνεται να ακουμπήσει η μεγαλοαστή Αθηναία, είναι η ταπεινή υπηρέτρια που ζει από τα περισσεύματα των πλουσίων αφεντάδων, είναι η εγκατάλειψη και ο πόνος, είναι το πένθος και ο συνωστισμός των μυριάδων ανώνυμων κάτω από το ακοίμητο βλέμμα της Παναγίας, αρχετυπικού συμβόλου της ελπίδας και του ελέους. Είναι η ζωή που θέλει να ζήσει. Η κραυγή που περιμένει την ώρα για να πάρει το σχήμα του καίριου λόγου. Είναι η τραγωδία που αποφεύγει ο σύγχρονος άνθρωπος να αντιμετωπίσει. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η τραγωδία του.
Ο Κακογιάννης πήρε μια πρωταγωνίστρια καλλονή και τη μετέτρεψε σε μια γυναίκα ταπεινή που ακολουθεί με δάκρυα την πανανθρώπινη πομπή προς τη σωτηρία. Και ανύψωσε μια λαϊκή φιγούρα του ελληνικού μελό, τη σπουδαία Ελένη Ζαφειρίου, σε μεγίστη τραγική φιγούρα που κοιτάει κατάματα το ψέμα και του φωνάζει «τέλος». Η πιο δυνατή σκηνή της ταινίας είναι η πάλη ανάμεσα στην σπαρακτική φωνή της Κατερίνας (Ελένη Ζαφειρίου) και την ένοχη σιωπή της μάνας και της κόρης (Αθηνά Μιχαηλίδου, Έλλη Λαμπέτη). Η νίκη της σιωπής είναι όμως πρόσκαιρη (ώρα Ελλάδος 12). Η κραυγή είναι αυτή που θα κυριαρχήσει στο τέλος της ταινίας και θα γίνει έκκληση διαφυγής από την τραγική ψευδαίσθηση!
Όταν η ώρα σημάνει δώδεκα, κλείνει ο κύκλος της αυτοπαγίδευσης και η σωτηρία έρχεται απ’ αλλού: απ’ την περιοχή του απρόβλεπτου, η οποία στις ταινίες του Κακογιάννη λειτουργεί ως ανατροπή (στη «Στέλλα» η ματαίωση του γάμου και στο «κορίτσι με τα μαύρα» ο πνιγμός των παιδιών). Στο «τελευταίο ψέμα» η ανατροπή μηδενίζει τις βεβαιότητες και οδηγεί στην επανεκκίνηση. Με αλλά λόγια λειτουργεί ως θαύμα, ως εσωτερική αλλαγή και λύτρωση. Η μοσχαναθρεμμένη κόρη επωμίζεται με θάρρος τον ρόλο της αφοσιωμένης μάνας, θυσιάζοντας όχι τον πλούσιο γαμπρό- που ούτως η άλλως δεν επέλεξε– αλλά τον έρωτα και το δικαίωμα στη χαρά! Η πιστή υπηρέτρια γίνεται φωνή της συνείδησης (με ξέχασες λέει στη Χλόη και την κοιτάει στα μάτια) όχι της δικαιωματικής απαίτησης (ας θυμηθούμε τον διάλογο με τον συμφεροντολόγο μπακάλη). Ο πατέρας, δεν χρησιμοποιεί τη γνωριμία του με τον πολιτευτή αλλά σιωπά και υπομένει (το βλέμμα του ηθοποιού Γιώργου Παππά αποτελεί ανεπανάληπτη μαρτυρία υπομονής).
Το ελληνικό τοπίο σε αυτή την ταινία (όπως και στο «κορίτσι με τα μαύρα») δεν είναι ειδυλλιακό. Δεν υποβάλλει κάποια ρομαντική διάθεση, δεν πλαισιώνει απλά τα γεγονότα. Αντίθετα συλλειτουργεί και καθορίζει. Η ελληνική ύπαιθρος παρουσιάζεται παρθενική, ανέγγιχτη απ’ τον αστικό πολιτισμό και γι αυτό απόλυτη, τραχιά και παγιδευτική. Είναι τόπος ερήμωσης και μαρτυρίου (το παιδί παίζει σε ένα τοπίο που παραμονεύει το κακό και ο θάνατος).
Το μεγαλύτερο θαύμα της ταινίας δεν είναι ωστόσο το σενάριο και η ιστορία. Είναι τα πρόσωπα. Ο Κακογιάννης πήρε ηθοποιούς της πρώτης γραμμής και τους μετέτρεψε σε τυπικούς χαρακτήρες, σε ακραιφνείς ενσαρκώσεις του ελληνικού πεπρωμένου: ο τόπος λιγοστός, ο ορίζοντας μακρύς, η ανάγκη της λύτρωσης μεγάλη. Το πάθος μιας τέτοιας λύτρωσης αλλοτριωμένο, δηλαδή χαμένο μέσα στα μεταπολεμικά αδιέξοδα της ανάληψης ρόλων εξουσίας. Η δεκτικότητα των ηθοποιών στο όραμα του σκηνοθέτη καταγράφει την πίστη των ανθρώπων μιας άλλης εποχής σε μια κοινή αλήθεια. Αυτή την αλήθεια νέμονταν στο σύνολο της η ανθρώπινη κοινωνία. Γιατί ήταν αυτή η αλήθεια κοινό κτήμα τόσο των διανοούμενων όσο και των απλών ανώνυμων ανθρώπων που στέκονταν με τα μάτια ορθάνοιχτα και την καρδιά παλλόμενη μπροστά στο αναμενόμενο θαύμα.
Αυτή την αλήθεια φαίνεται πως διάβαζαν οι παλιές γυναίκες, γι αυτό σφούγγιζαν με το μαντήλι τα άπλετα δάκρυά τους.