Τάση µεταστροφής υπέρ του καθεστώτος Πούτιν ακόμα και από επικριτές του προέδρου της Ρωσίας, λόγω της αίσθησης μετατροπής του πολέμου σε ανταγωνισμό Μόσχας – ΝΑΤΟ, διαβλέπει η Τζούλι Νιούτον, διδάσκουσα στην Οξφόρδη και διευθύντρια του Κονσόρτσιουμ Πανεπιστημίων (Οξφόρδη, Χάρβαρντ, Κολούμπια, HSE, Sciences Po και MGIMO της Μόσχας)
Τάση µεταστροφής υπέρ του καθεστώτος Πούτιν ακόμα και από επικριτές του προέδρου της Ρωσίας, λόγω της αίσθησης μετατροπής του πολέμου σε ανταγωνισμό Μόσχας – ΝΑΤΟ, διαβλέπει η Τζούλι Νιούτον, διδάσκουσα στην Οξφόρδη και διευθύντρια του Κονσόρτσιουμ Πανεπιστημίων (Οξφόρδη, Χάρβαρντ, Κολούμπια, HSE, Sciences Po και MGIMO της Μόσχας).
Οι άνθρωποι αυτοί, σημειώνει η κ. Νιούτον, έχουν παραμείνει στη Ρωσία, επικρίνουν το καθεστώς για τον πόλεμο, αλλά θέλουν να κρατήσουν τη δουλειά τους και να αποφύγουν τη φυλακή, «οπότε είναι σιωπηλοί». «Μπορεί να μπεις στη φυλακή για 10-15 χρόνια μόνο αν πεις δημόσια τη λέξη “πόλεμος”», σημειώνει η κ. Νιούτον. Ωστόσο παρατηρεί ότι «ο αριθμός των Ρώσων διανοουμένων που είναι εναντίον του πολέμου αρχίζει να μειώνεται, καθώς έχουμε ένα είδος διεύρυνσης αυτού του πολέμου».
Οπως λέει, «υπήρξε μια άνοδος στον αριθμό των υποστηρικτών του πολέμου από πολλούς Ρώσους, καθώς πιστεύουν ότι δεν πρόκειται πλέον για την “ειδική στρατιωτική επιχείρηση” του Πούτιν, αλλά για το πώς τα έθνη του ΝΑΤΟ προσπαθούν να αποδυναμώσουν τη Ρωσία». Γι’ αυτόν τον λόγο, σημειώνει η κ. Νιούτον, «πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να δείξουμε ότι η αντιπαράθεση της Δύσης δεν είναι με τον ρωσικό λαό, αλλά με τον Πούτιν και το καθεστώς του».
Κατά την ίδια, μετά το 1990 οι Ρώσοι «ένιωθαν ότι δεν είχαν πραγματική θέση και φωνή, ακόμη και στην αυλή τους. Και αυτή η αίσθηση του αποκλεισμού από το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. που πιέζει προς τα ανατολικά επιδείνωσε αυτή την ιστορική –κατά μία έννοια– αντίληψη για την απειλή». Αποκορύφωμα, σημειώνει, ήταν οι βομβαρδισμοί του Βελιγραδίου το 1999 και αργότερα η δεύτερη εισβολή στο Ιράκ, που δημιούργησε στους Ρώσους την αίσθηση ότι η Δύση αλλάζει τα σύνορα χωρών διά της βίας.
Οι δημοσκοπήσεις
Η ειδική ρωσολόγος, καθηγήτρια της Οξφόρδης Τζούλι Νιούτον μιλάει στην «Κ» για τις νέες ισορροπίες που δημιουργεί ο πόλεμος.
Η πορεία μέχρι το 2014 και την εισβολή στο Ντονμπάς και στην Κριμαία, και το 2022 και τον ανοιχτό πόλεμο κατά της Ουκρανίας δεν ήταν γραμμική, ούτε και αναπόφευκτη και ούτε βεβαίως κάποιος ανάγκασε τον Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, αναφέρει η κ. Νιούτον. Επισημαίνει, δε, ότι «υπάρχει σχέση ανάμεσα στις επιδόσεις του Πούτιν στις δημοσκοπήσεις και τις αποφάσεις του να πάει σε πόλεμο – αυτό έχει καταγραφεί. Αλλά πιστεύω ότι οι παράγοντες που ωθούν την εξωτερική πολιτική του Πούτιν καμιά φορά υποβαθμίζονται. Πρόκειται για ένα περίπλοκο μείγμα της εσωτερικής φύσης του καθεστώτος, ασφάλειας και γεγονότων δράσης – αντίδρασης σε όλη την πορεία του».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, κατά την κ. Νιούτον, δείχνει ότι το ΝΑΤΟ είναι μεγάλος νικητής, καθώς, όπως λέει, «δεν είναι πια εγκεφαλικά νεκρό». Στην ερώτηση της «Κ» περί της ευρωπαϊκής αυτονομίας απαντάει λέγοντας ότι «ο Μακρόν ταπεινώθηκε ποικιλοτρόπως από τον Πούτιν, το επιχείρημα περί ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που εκπροσωπεί ο Μακρόν αδυνάτισε. Η αμερικανική προσέγγιση πράγματι δικαιώθηκε».
Ωστόσο, απαντώντας και στο ερώτημα της «Κ» για τη θέση της Γερμανίας σε όλα αυτά σημειώνει ότι το Βερολίνο με όλες τις τεράστιες αλλαγές στις οποίες προχωρεί αποτελεί «τον πιο θετικό παράγοντα που συνεισφέρει περισσότερο στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία». Και διερωτάται τι θα κάνει τελικά η Ευρώπη αν η επιστροφή του Τραμπισμού μετατραπεί από φόβος σε πραγματικότητα. «Ο αμερικανικός απομονωτισμός είναι μια πραγματική απειλή. Ολοι οι πολιτικοί της Ε.Ε. ανησυχούν γι’ αυτό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν νομίζω ότι η ώθηση για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία είναι νεκρή. Πρέπει να εξεταστεί πολύ προσεκτικά. Είναι πολύ δύσκολο για την Ευρώπη να πει ότι δεν χρειάζεται πλέον το ΝΑΤΟ, όλα πρέπει να συντονιστούν μεταξύ της Ε.Ε. και των πυλώνων του ΝΑΤΟ».
Στο ερώτημα της «Κ» περί του πόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί πλήγμα στην πολυπολικότητα αναφέρει ότι πράγματι «υπάρχουν πολλοί που λένε ότι ο κόσμος έχει επιστρέψει στη διπολικότητα μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας που πρωτοστατούν, και όλες οι άλλες χώρες παραμένουν πίσω τους. Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ πιο περίπλοκο από αυτό». Εκτιμά ότι παρά τις διαφορετικές απόψεις για τον πόλεμο, κάθε χώρα στον πλανήτη δεν επιλέγει πλευρά κατ’ ανάγκη με βάση μια ανάλυση «άσπρο – μαύρο». «Μιλάμε περισσότερο για μια σειρά από δίκτυα που είναι πολύ ρευστά. Υπό αυτή την έννοια είναι πιο πολυκεντρικό το σύστημα. Δεν βρίσκω πολύ χρήσιμη την έννοια της διπολικότητας», σημειώνει.
Οι «κόκκινες γραμμές»
Η κ. Νιούτον διστάζει να κάνει μια πρόβλεψη για το τέλος του πολέμου, λέγοντας ότι οι Ουκρανοί παίρνουν πλέον επιθετικές θέσεις στο πεδίο, ενώ στη Δύση οι εκπρόσωποι του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ πασχίζουν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους. «Αλλά καθώς οι ΗΠΑ έχουν συνεισφέρει περισσότερα από 50 δισ. δολάρια σε αυτή την προσπάθεια, γίνεται όλο και περισσότερο ο πόλεμος της Αμερικής, ο πόλεμος του ΝΑΤΟ και ο Πούτιν θα αρχίσει να το βλέπει έτσι».
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό, ρωτήθηκε η κ. Νιούτον. Και απάντησε ότι «ο Πούτιν είπε μην περάσετε την κόκκινη γραμμή για την κλιμάκωση, γιατί όταν το κάνετε, όλα μπορούν να συμβούν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε πού είναι οι κόκκινες γραμμές και ο Πούτιν δεν ξέρει πού είναι οι κόκκινες γραμμές γι’ αυτόν. Επομένως αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο έδαφος – προσπαθούμε να μαντέψουμε ο ένας τις προθέσεις του άλλου και γνωρίζουμε ότι εάν προκύψει μια αίσθηση υπαρξιακής απειλής για τη Ρωσία, το ρωσικό πυρηνικό δόγμα είναι νόμιμο να χρησιμοποιηθεί».
“Καθημερινή”