“Περίμενα στην Ευζώνων. Στη στάση μαζί μου περίμεναν ο Γκάλης και ο Κούδας που κουβέντιαζαν σαν δυο παλιοί καλοί φίλοι. Σε λίγο ήρθε το λεωφορείο. Το οδηγούσε ο Σαββοπουλος. Ανεβήκαμε και οι τρεις.
– Βρε, καλώς τα παιδιά, είπε ανοίγοντας την πόρτα. Εγώ χάρηκα, γιατί κοντά στους «μεγάλους» ο Διονύσης χαιρέτησε και μένα. Προχώρησα στον διάδρομο και κάπου στη μέση τους είδα να κάθονται δίπλα δίπλα. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Ο Αναγνωστάκης είχε γυρίσει το πρόσωπο στο παράθυρο και παρατηρούσε τους ανθρώπους στον δρόμο. Λες και τους μέτραγε. Ο Χριστιανόπουλος καθόταν σταυροπόδι, είχε σταυρωμένα και τα χέρια. Το βλέμμα του, σχεδόν ανέκφραστο, ήταν καρφωμένο σε ένα ανύπαρκτο σημείο.
Στο βάθος του λεωφορείου, όρθιος κρατώντας τη χειρολαβή, ο Βασίλης Χατζηπαναγής διάβαζε τα αθλητικά στις πίσω σελίδες της «Θεσσαλονίκης».
Στη ΧΑΝΘ ανέβηκε η Λάσκαρη. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν. Έλαμψε η ομορφιά, άστραψαν τα νιάτα.
– Γεια σου Ζωίτσα! είπε ο οδηγός.
– Γεια σου Διονύση μου ! είπε η Ζωή.
Στις επόμενες στάσεις,
Διαγώνιο, Αγίας Σοφίας, Αριστοτέλους, η παρέα μεγάλωσε.
Επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο ο Νίκος Παπάζογλου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Κώστας Βουτσάς, ο Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Άκης Πετρεντζίκης, μια συμμαθήτρια μου από το δημοτικό, η Ζωζώ Σαπουντζάκη, ο Παύλος Ζάννας, ο Πασχάλης, ο Βασίλης Ζαφειρόπουλος, ο Γιάννης Δαλιανίδης, η Μαρινέλα με τον Τσιβιλίκα, ένα γκαρσόνι που θυμόμουν από το Όλυμπος Νάουσα, η Μαριώ, η Λιλή, ο καθηγητής που μας έκανε γεωμετρία στο φροντιστήριο, ο ιδιοκτήτης του σφαιριστήριου που παίζαμε μπιλιάρδο, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο κυρ Στέλιος που είχε το βιβλιοπωλείο στην Βελισσαρίου, ο Γιάννης ο Κυριακίδης και ο Ιεροκλής Μιχαηλιδης με τον Χρήστο Μητρέντζη.
Το λεωφορείο σχεδόν γέμισε. Όλοι οι επιβάτες έγιναν μια παρέα. Οι συζητήσεις φούντωσαν. Μιλούσαν δυνατά, γελούσαν, διαφωνούσαν, έκαναν πλάκα. Όλοι είχαν μια ιστορία να θυμηθούν, μια ιστορία για να γράψουν.
Στο δρόμο είχε κίνηση και πηγαίναμε αργά. Αυτό καθόλου δεν με χαλούσε. Με τέτοιους συνεπιβάτες ας πηγαίναμε και μέχρι Χαλκιδική.
Εν τω μεταξύ κόσμος συνέχεια ανέβαινε. Κανείς δεν κατέβαινε. Όλοι ήθελαν να πάνε μέχρι το τέρμα…
Όταν φτάσαμε στον σιδηροδρομικό Σταθμό ο Σαββόπουλος τράβηξε χειρόφρενο, έσβησε τη μηχανή και φώναξε:
– Τέρμα !
– Ρε Διονύση, καλά ήταν, δεν το πάμε άλλη μια φορά; είπε ο Βουτσάς.
– Ναι! ναί να γυρίσουμε τώρα προς τα πίσω, φώναξε η Μαριώ. Αυτή τη φορά από την Εγνατία συμπλήρωσε ο Χριστιανόπουλος, σχεδόν επιτακτικά.
Ο Σαββόπουλος τους κοίταξε, χαμογέλασε, έβαλε μπρος, έλυσε το χειρόφρενο κι άρχισε να φέρνει βόλτες το τιμόνι για να βγάλει πάλι το λεωφορείο στους δρόμους της πόλης.
Μπορεί να τύχει και εσείς, την ώρα που βρίσκεστε στο λεωφορείο, να κλείσετε τα μάτια και να ονειρευτείτε ότι οδηγός του είναι ο Σαββόπουλος και επιβάτες αυτοί κι άλλοι τόσοι γνωστοί και φίλοι Σαλονικιοί !
Μπορεί να τύχει και εσείς μια μέρα να πάρετε αυτό το παλιό μπλε λεωφορείο του ΟΑΣΘ αλλά να πείτε στον οδηγό να πάει από την Τσιμισκή. Να περάσετε από την Κιούκα, τα Τιτάνια τον Μπαράκο, τον Μπερμπεριάν και να με αφήσετε στην Διαγώνιο. Εγώ θα κατηφορίσω για το Ντορε.
Απο τη σελίδα του κ. Γ. Φυσικόπουλου στο fb