Πώς οι ΗΠΑ “τρέχουν” για να προλάβουν την Κίνα στον Ειρηνικό
Απόδοση – επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανέλαβε πρόσφατα τη δέσμευση για μια εποχή “πρωτόγνωρου ανταγωνισμού” με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Για τη χώρα του, αυτό σημαίνει να είναι σε θέση να αμφισβητήσει το Πεκίνο για τα πρωτεία στο πεδίο του παγκόσμιου εμπορίου, να μπορεί να διαμορφώνει τους κανόνες του παιχνιδιού γύρω από τις εμπορικές συναλλαγές και την τεχνολογία και –αν η ένταση αγγίξει δυσθεώρητα επίπεδα– να μπορεί να πολεμήσει και να κερδίσει έναν “θερμό” πόλεμο με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να κατευθύνει κανείς ορθά τον κολοσσιαίο αμερικανικό στρατό, ο οποίος διαθέτει προσωπικό σχεδόν 2 εκατομμυρίων ανθρώπων –μοιρασμένων σε έξι κλάδους–, μακριά από τη Μέση Ανατολή και την αντιτρομοκρατία και να τον επικεντρώσει σε μια νέα περιοχή και σε διαφορετικές απειλές, 20 χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την επακόλουθη εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.
Τον Ιούνιο, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Λόιντ Τζέιμς Όστιν III, εξέδωσε οδηγία με στόχο τον αναπροσανατολισμό του υπουργείου προς μια κατεύθυνση ανταγωνισμού προς το Πεκίνο. Η κίνηση αυτή απηχούσε σημάδια μιας μεταστροφής η οποία είχε αρχίσει να διαφαίνεται και κατά τη θητεία των δύο προηγούμενων προέδρων των ΗΠΑ.
Απόσταση λόγων και πράξεων
Η Ουάσινγκτον, ωστόσο, είναι συχνά καλύτερη στο να διατυπώνει μεγάλες φιλοδοξίες παρά στο να τις κάνει πράξη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Πεντάγωνο, τον μεγαλύτερο μηχανισμό γραφειοκρατίας στον κόσμο. Οι προτεραιότητες των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σφυρηλατήθηκαν εν μέσω δύο δεκαετιών πολέμου στη Μέση Ανατολή και η πεπατημένη τους, όσον αφορά τις δαπάνες, είναι βαθιά συνδεδεμένη με την πολιτική αντιπαράθεση στο Κογκρέσο. Ακόμη και μέσα στους διαδρόμους του Πενταγώνου, οι αξιωματούχοι προειδοποιούν για μια “απόσταση μεταξύ λόγων και πράξεων” όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση της Κίνας. Αυτό το χάσμα παραμένει επίμονα, αν και η απόσυρση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν με εντολή Μπάιντεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της μεγαλύτερη τομή σε σχέση με τις ενέργειες των προκατόχων του, Μπαράκ Ομπάμα και Ντόναλντ Τραμπ, υπέρ μιας υπεσχημένης εδώ και καιρό νέας “κλίσης” προς την Ασία.
Τα μέλη του Κογκρέσου, τα οποία ανησυχούν για το θέμα, δεν μασούν τα λόγια τους. Ο βουλευτής Μάικ Γκάλαχερ, ρεπουμπλικάνος από το Ουισκόνσιν και μέλος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, αναφέρεται σε πιθανές απειλές οι οποίες εκτείνονται από μια κινεζική εισβολή στην Ταϊβάν έως τα κινεζικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη τα οποία το Πεντάγωνο εξακολουθεί να αγοράζει, παρά τους φόβους παράδοσης μυστικών εθνικής ασφάλειας στο Πεκίνο. “Αν θέλουμε να κερδίσουμε τον 21ο αιώνα, το Πεντάγωνο θα πρέπει να αρχίσει να μπαίνει σε ένα τέτοιο μονοπάτι και να πάρει τις σκληρές αποφάσεις οι οποίες απαιτούνται για να επικρατήσει επί του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας”, λέει ο Γκάλαχερ.
Οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ πρέπει να επικεντρώσουν το “αποτύπωμά” τους και την εφοδιαστική τους αλυσίδα στον Ειρηνικό Ωκεανό και να επενδύσουν σε τεχνολογίες οι οποίες να αποσκοπούν στην αποφυγή καταστροφικών πολέμων στη στεριά και στην αποτροπή των “εισβολών”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, της Κίνας: κυβερνοεργαλεία, τεχνητή νοημοσύνη, δορυφόροι, μικροτσίπ, καθώς και αυτόνομα και υπερηχητικά όπλα.
Το πόσο καλά και πόσο γρήγορα μπορεί ο αμερικανικός στρατός να ενσωματώσει μη παραδοσιακές τεχνολογίες “πρόκειται να καθορίσει το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα μπορέσουν να διαμορφώσουν τους όρους ενός δρόμου προς το μέλλον”, σύμφωνα με την πρώην υφυπουργό Άμυνας αρμόδια για την Αμυντική Πολιτική των ΗΠΑ, Μισέλ Φλάρνοϊ. Κι αυτοί οι όροι “θα έχουν τεράστιο αντίκτυπο στο σύστημα εμπορικών συναλλαγών, στις αλυσίδες εφοδιασμού και στις χρηματοροές και όχι μόνον στο πεδίο των ενόπλων δυνάμεων”, προσθέτει η Φλάρνοϊ, η οποία υπηρέτησε στις κυβερνήσεις Μπαράκ Ομπάμα και Μπιλ Κλίντον.
Η πρόκληση γίνεται όλο και πιο πιεστική μέρα με την ημέρα. Για δύο δεκαετίες, το Πεκίνο εργάζεται στην ανάπτυξη αντιπυραυλικών δυνατοτήτων οι οποίες απειλούν πλέον την αμερικανική στρατιωτική υπεροχή στον Ειρηνικό. Πραγματοποιεί ουσιαστική πρόοδο προς την απόκτηση τρίτου αεροπλανοφόρου και την κατασκευή νέων σιλό πυραύλων στην έρημο της δυτικής Κίνας, ενώ ορισμένες αναφορές υποδηλώνουν ότι έχει ξεκινήσει να εκτελεί στρατιωτικές πτήσεις από διαμφισβητούμενης κυριαρχίας νησιά στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Το 2020, τα πολεμικά αεροσκάφη της Κίνας εισέβαλαν στο νότιο τμήμα της ζώνης ταυτοποίησης της αεράμυνας της Ταϊβάν συνολικά 87 ημέρες – περισσότερες από ό,τι τα προηγούμενα πέντε χρόνια αθροιστικά. Ο αριθμός αυτός έχει ήδη ξεπεραστεί μέσα στο 2021.
Άλλοι τρέχουν και άλλοι… καρκινοβατούν
Ορισμένοι κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων αποδείχθηκαν πιο ευέλικτοι από άλλους. Το Σώμα Πεζοναυτών αποεπενδύει πλήρως από τα τεθωρακισμένα του και δίνει έμφαση σε μικρές, διασκορπισμένες μονάδες, ικανές να λειτουργήσουν, εάν χρειαστεί, στις νησιωτικές αλυσίδες του Ειρηνικού. “Οι πεζοναύτες έπιασαν τον ταύρο από τα κέρατα”, λέει ο Ρόμπερτ Γουόρκ, πρώην αναπληρωτής υπουργός Άμυνας επί προεδρίας Ομπάμα. “Έφτιαξαν ένα σχέδιο προκειμένου να ανταγωνιστούν την Κίνα και να τη νικήσουν εάν χρειαστεί. Να το πράξουν μάλιστα όντας στην πρώτη γραμμή όπου αυτό τους ανατεθεί – και δεν ζητούν επιπλέον χρήματα. Κατά τη γνώμη μου, αποτελούν καθοδηγητικό φάρο μέσα στο υπουργείο Άμυνας όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να προσεγγίζονται οι νέες προοπτικές στο πεδίο των δαπανών”.
Ο στρατός ξηράς, αντίθετα, αντιμετωπίζει μια πιο δύσκολη πρόκληση. Μετά από δύο δεκαετίες εστίασης στην αντιμετώπιση του ανταρτοπολέμου και στον πόλεμο στην έρημο, πρέπει να αποδείξει ότι μια μεγάλη χερσαία δύναμη έχει ρόλο να παίξει σε ένα θέατρο επιχειρήσεων τύπου Ινδικού-Ειρηνικού, όπου παραδοσιακά έχουν προτεραιότητα οι αμφίβιες, αεροπορικές και ναυτικές δυνατότητες. Οι επιτελείς του στρατού αγοράζουν λιγότερα ελικόπτερα Apache, Black Hawk και Chinook υπέρ των προηγμένων ρομποτικών ελικοπτέρων, τα οποία μπορούν να πετάξουν δύο φορές πιο γρήγορα και για διπλάσια απόσταση σε σχέση με τα κλασικά ελικόπτερα, με το βλέμμα στραμμένο στις τεράστιες εκτάσεις της περιοχής του Ειρηνικού.
Η Πολεμική Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό ταιριάζουν με μεγαλύτερη φυσικότητα στην περιοχή, ωστόσο αντιμετωπίζουν επίσης προκλήσεις: το Πολεμικό Ναυτικό παλεύει να διατηρήσει τον στόλο του και έχει αρνητικό ιστορικό όσον αφορά την κατασκευή νέων μοντέλων πλοίων, όπως τα αεροπλανοφόρα τύπου Ford. Η Πολεμική Αεροπορία, από την πλευρά της, βασίζεται στο “αόρατο” μαχητικό F-35 και σε ένα νέου τύπου όχημα ανεφοδιασμού, με αμφότερα να έχουν συναντήσει σημαντικές καθυστερήσεις, τεχνολογικά προβλήματα και αυξημένα κόστη.
Επιπλέον, υπάρχει ο σημαντικότερος περιορισμός για το υπουργείο Άμυνας: τα χρήματα. Ο προτεινόμενος προϋπολογισμός για τη δημοσιονομική χρονιά η οποία ξεκινά την 1η Οκτωβρίου θα είναι κατά 1,6% υψηλότερος από τα 704 δισεκατομμύρια δολάρια που αποδόθηκαν το τρέχον φορολογικό έτος – μείωση περίπου 0,4% σε πραγματικούς όρους προσαρμοσμένους ως προς τον πληθωρισμό. Ο Όστιν ανέφερε ότι πιστεύει πως ο στρατιωτικός προϋπολογισμός είναι επαρκής για να αντιμετωπίσει την πρόκληση μιας “ολοένα και πιο διεκδικητικής” Κίνας, ωστόσο οι ρεπουμπλικάνοι τον χαρακτήρισαν “ανεπαρκή”.
Όσο μάλιστα θα περνά ο καιρός, οι οικονομικές δυνατότητες θα καθίστανται ακόμη στενότερες. “Οι τρέχουσες προβλέψεις του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού του Κογκρέσου για τις δαπάνες είναι αύξηση 2% σε ετήσια βάση έως το 2026 και 1% κατ’ έτος από εκεί και πέρα. Τέτοια μεγέθη δεν καλύπτουν καν τον πληθωρισμό”, αναφέρει ο Γουόρκ.
Το Πεντάγωνο βρίσκεται έτσι ενώπιον ορισμένων δύσκολων επιλογών. Η Πρωτοβουλία Αποτροπής στον Ειρηνικό ύψους 5,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που δημιουργήθηκε πέρυσι για να διασφαλίσει ότι οι κατάλληλοι πόροι θα διατίθεντο πράγματι στην περιοχή, έχει γίνει εμβληματική για τον αγώνα του υπουργείου να προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά δεδομένα. Μέλη του Κογκρέσου και από τις δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις έχουν δηλώσει ότι το Ταμείο της Πρωτοβουλίας προχωρεί σε διπλοεγγραφές αγορών όπλων που ήταν ήδη προγραμματισμένες και ότι δεν επικεντρώνεται αρκετά στην πυραυλική άμυνα, στη συνεκπαίδευση με συμμάχους των ΗΠΑ και στις επιχειρήσεις στην περιοχή.
Η… αντιπολίτευση του Κογκρέσου
Οι στρατιωτικές προμήθειες είναι από τη φύση τους δομημένες έτσι που να προχωρούν αργά και συντηρητικά, προκειμένου να διατηρούνται μεγάλα και πολύπλοκα προγράμματα –όπως η αγορά αεροπλανοφόρων– εντός χρονοδιαγράμματος και προϋπολογισμού. Αυτό πιθανόν να μη συνεχίσει να λειτουργεί τόσο καλά στο μέλλον. “Περνά κανείς συνήθως χρόνια να καθορίζει και να γράφει στην πέτρα τις απαιτήσεις του και, στη συνέχεια, περνά κι άλλα χρόνια σε αυτή την αέναη και πολυσταδιακή διαδικασία”, λέει η Φλάρνοϊ. “Αν δείτε πολλές από τις δυνατότητες για τις οποίες μιλάμε, είτε πρόκειται για τεχνητή νοημοσύνη είτε για δίκτυα με δυνατότητες λογισμικού, έχουμε να κάνουμε με αναδυόμενες τεχνολογίες που αναπτύσσονται μέσω μιας ευέλικτης διαδικασίας ανάπτυξης και με αναπτυξιακούς κύκλους που ανοίγουν και κλείνουν ταχύτατα”.
Εκτός από το σφίξιμο του “ζωναριού” και τη δύναμη της αδράνειας εντός του Πενταγώνου, ένα άλλο εμπόδιο είναι οι προτεραιότητες του Κογκρέσου. Η αντικατάσταση παλαιών με νέα σχέδια αντιμετωπίζουν διαρκώς αντιπολίτευση στα δύο σώματά του, όπου βουλευτές και γερουσιαστές παραμένουν πιστοί στα παραδοσιακά προγράμματα όπλων, ανεξαρτήτως του πόσο παρωχημένα είναι αυτά. Τα παραπάνω σημαίνουν για τα μέλη του Κογκρέσου στρατιωτικές βάσεις, εξειδικευμένες μονάδες κατασκευής και θέσεις εργασίας στις εκλογικές τους περιφέρειες.
Ρίξτε μια ματιά στην ιστορία του αεροσκάφους υποστήριξης εναέριων μέσων Α-10 στην Αριζόνα. Ο γερουσιαστής Μαρκ Κέλι, δημοκρατικός, παλεύει για να σώσει τα αεροπλάνα από το να καταλήξουν στο “νεκροταφείο”, όπως έκαναν και οι ρεπουμπλικάνοι προκάτοχοί του, Μάρθα Μακσάλι και Τζον Μακέιν. Το πολιτικό προπύργιο του A-10 είναι η Τούσον, όπου η αεροπορική βάση Davis-Monthan χρησιμεύει ως η κύρια βάση εκπαίδευσης για πιλότους αεροσκαφών υποστήριξης. Οποιεσδήποτε περικοπές στον στόλο θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην τοπική οικονομία.
Ο Κέλι και η έτερη δημοκρατική γερουσιαστής της πολιτείας, Κίρστεν Σίνεμα, καθώς και αρκετοί βουλευτές από την Αριζόνα, εισήγαγαν ψήφισμα στη Γερουσία και τη Βουλή των ΗΠΑ με το οποίο ζητούν να κηρυχθεί το Α-10 “κρίσιμο συστατικό στοιχείο της εθνικής ασφάλειας της Αμερικής”.
Οι άγνωστοι “Χ”
Τα σχέδια του Όστιν θα μπορούσαν, επίσης, να ανατραπούν από αυτό που ο παλαιός προκάτοχός του, Ντόναλντ Ράμσφελντ, αποκαλούσε “άγνωστα των αγνώστων” – γεγονότα διαταραχής ισορροπιών που “χτυπούν” χωρίς προειδοποίηση. Πριν από περισσότερες από δύο δεκαετίες, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο νεότερος είχε χαρακτηρίσει την Κίνα “στρατηγικό ανταγωνιστή”, μoνάχα για να περάσει στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος της προεδρίας του επικεντρωμένος σε πολέμους στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Τώρα, καθώς τα αμερικανικά στρατεύματα εγκαταλείπουν το Αφγανιστάν, η επανεμφάνιση μιας τρομοκρατικής απειλής από τη χώρα αυτή αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να παρασυρθούν εκ νέου στο ίδιο μονοπάτι.
Οι βετεράνοι στην Ουάσινγκτον έχουν ξαναδεί το έργο. “Έχει υπάρξει μια προσπάθεια στροφής προς τον Ειρηνικό εδώ και αρκετά χρόνια, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ομπάμα. Ωστόσο, η κατάσταση στο Αφγανιστάν, η κατάσταση στο Ιράκ, τώρα τα προβλήματα στην Αϊτή – είναι δύσκολο, πρακτικά, να επικεντρωθεί κανείς γρήγορα και ορμητικά στον Ειρηνικό”, λέει ο γερουσιαστής Τζακ Ριντ, δημοκρατικός από το Ρόουντ Άιλαντ και πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της ομοσπονδιακής Γερουσίας των ΗΠΑ. “Υπάρχει κινητικότητα”, λέει ο Ριντ για το Πεντάγωνο του Μπάιντεν, “ωστόσο νομίζω ότι και οι ίδιοι θα παραδέχονταν ότι θα μπορούσαν να κινούνται γρηγορότερα”.
Άλλοι είναι πιο αισιόδοξοι, επισημαίνοντας ότι οι ΗΠΑ, σε αντίθεση με την Κίνα, δεν χρειάζεται να τα κάνουν όλα μόνες τους. “Η έμφασή μας δεν μπορεί να είναι σε μια λογική ότι πρέπει να οικοδομήσουμε μόνοι μας έναν στρατό ώστε να κερδίσουμε τον επόμενο πόλεμο με την Κίνα”, λέει ο βουλευτής Άνταμ Σμιθ από την πολιτεία της Ουάσινγκτον, πρόεδρος της Επιτροπής Ενόπλων Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων. “Η εστίασή μας πρέπει να είναι στον τρόπο με τον οποίο θα δημιουργήσουμε ένα περιφερειακό δίκτυο συνεργασιών προκειμένου να αποτρέπουμε αποτελεσματικότερα την Κίνα από το να κάνει τα πράγματα που δεν θέλουμε να πράττει”.
capital.gr
Όταν στη μία μεριά υπάρχει μια χώρα με 1.400.000.000 πληθυσμό και στην άλλη μία χώρα με το 1/5 περίπου του πληθυσμού της πρώτης και ένα παιδί του δημοτικού καταλαβαίνει, ποια με μαθηματική ακρίβεια θα κυριαρχήσει στο μέλλον.