Βασίλειος Κόντης και Δημήτρης Κόντης*
Ο κ. Τσαβούσογλου αναφέρθηκε ξανά στα νομικά επιχειρήματα των Τούρκων και τις επιστολές προς τον ΟΗΕ, τονίζοντας πως η Ελλάδα παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες αναφορικά με την αποστρατικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, οπότε και δεν μπορεί να εκφράζει δικαιώματα κυριαρχίας πάνω σε αυτά, όπως είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. Ποια ήταν όμως η πρώτη διεθνής σύμβαση που όριζε καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα νησιά το Αιγαίου και τί ίσχυσε τελικά; Οι απαρχές του ζητήματος βρίσκονται στον Ιταλό-τουρκικό πόλεμο του 1911-1912 και στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912.
Τον Απρίλιο του 1912, οι Ιταλοί σε μια επίδειξη δύναμης επιτέθηκαν με τον στόλο τους στα εξωτερικά οχυρά των Δαρδανελίων με κανονιοβολισμούς από μακρινή απόσταση. Η πρόθεση των Ιταλών ήταν απλά να εκφοβίσουν τους Τούρκους αλλά η αψιμαχία αυτή οδήγησε στην άμεση αντίδρασή τους με την ναρκοθέτηση και το κλείσιμο των Στενών για περίπου έναν μήνα. Αυτό οδήγησε σε τεράστιες οικονομικές απώλειες για τους Ρώσους και τους Βρετανούς. Οι μεν Ρώσοι ήταν πλήρως εξαρτημένοι από την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των Στενών για το σύνολο των εισαγωγών και των εξαγωγών τους, οι δε Βρετανοί ήταν οι πλοιοκτήτες που εξυπηρετούσαν το μεγαλύτερο κομμάτι του ρωσικού εμπορίου. Κατά την διάρκεια του Ιταλό-τουρκικού πολέμου οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα, κάτι που για τους Βρετανούς αποτελούσε μια εξαιρετικά ανησυχητική εξέλιξη για τα στρατηγικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Έτσι λοιπόν τον Ιούνιο του 1912 το Ναυαρχείο του Τσώρτσιλ έστειλε μία αναφορά στο Φόρεϊν Όφις για τα νησιά του Αιγαίου με την οποία ζητούσε από τον υπουργό των εξωτερικών Έντουαρτ Γκρέι τα εξής:
- Να βρεθεί τρόπος να εκδιωχτούν οι Ιταλοί από τα Δωδεκάνησα.
- Το διεθνές καθεστώς και οι συμβάσεις που ίσχυαν για τα τουρκικά Στενά να επεκταθούν και στα νησιά του Αιγαίου.
Το ξέσπασμα του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, οι επιτυχίες του Ελληνικού στόλου και του Ναυάρχου Κουντουριώτη και η σταδιακή απελευθέρωση των νησιών του ΝΑ Αιγαίου έθεσαν άμεσα τα δύο παραπάνω ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Μ. Δυνάμεων της εποχής. Το θέμα των Δωδεκανήσων συνδέθηκε από τους Βρετανούς με το θέμα του καθορισμού των Ελληνοαλβανικών συνόρων. Αναφορικά με τα νησιά η αρχική συμφωνία τον Δεκέμβριο του 1912 στο Λονδίνο ήταν πως όλα τα νησιά του Αιγαίου ανεξαρτήτως του μελλοντικού τους ιδιοκτησιακού καθεστώτος θα παρέμεναν ουδετεροποιημένα υπό την Αιγίδα των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων.
«Quel que soit le statu futur des îles de la Mer Egée, nous sommes d’avis qu’elles doivent être neutralisées sous la guarantie des Puissances.»
Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά την δεύτερη συνεδρίαση της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου και έλαβε χώρα στις 18 Δεκεμβρίου του 1912, είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της συνδιάσκεψης στην γαλλική γλώσσα και αποτελεί και την πρώτη διεθνή απόφαση αναφορικά με το στρατιωτικό καθεστώς των νησιών. Υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ αποστρατικοποίησης και ουδετεροποίησης. Το να μην μπορείς να έχεις ναυτικές βάσεις, στρατό ή οχυρωματικά έργα είναι περιορισμοί αποστρατικοποίησης. Η ουδετεροποίηση προϋποθέτει μια εγγυήτρια δύναμη. Οι Βρετανοί είχαν οραματιστεί και για το Αιγαίο ένα καθεστώς αέναης ουδετερότητας όπως ίσχυε για την Κέρκυρα και τους Παξούς από το 1864 υπό την εγγύηση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το καθεστώς αυτό θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των Μ. Δυνάμεων καθώς εξασφάλιζε την ελεύθερη διέλευση των Στενών και απέτρεπε τις Μ. Δυνάμεις από τον υπαρκτό πειρασμό, μια Μ. Δύναμη να καταλάβει έναν νησί του Αιγαίου για να το χρησιμοποιήσει ως ναυτική βάση στην Μεσόγειο. Όπως είχε επισημάνει και ο Γεώργιος Στρέιτ, τότε ακόμα πρέσβης στην Βιέννη και μετέπειτα υπουργός των εξωτερικών, η λύση αυτή θα ήταν επωφελής και για την Τουρκία, γιατί έτσι θα ουδετεροποιούνταν τα ύδατα της Μικρασιατικής ακτής, σε περίπτωση που η Τουρκία δεν μπορούσε να κατασκευάσει στόλο.
‘Όμως το καθεστώς πόλωσης και ο ανταγωνισμός που επικρατούσε μεταξύ της Τριπλής Συμμαχίας (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Ιταλία) και της Αντάντ στις αρχές του 1914 δεν επέτρεψαν στο να εφαρμοστεί η αρχική συμφωνία για την ουδετεροποίηση του Αιγαίου. Το στρατόπεδο της Τριπλής Συμμαχίας υποστήριζε ανοιχτά τους Τούρκους που δεν μπορούσαν να χωνέψουν πώς θα έχαναν την Μυτιλήνη και την Χίο, δύο νησιά που τα θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα της Ανατολίας. Έτσι οι Γερμανοί προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν την ανταλλαγή των δύο αυτών νησιών με τα Δωδεκάνησα που παρέμεναν στην κατοχή των Ιταλών, οι οποίοι όμως είχαν την υποχρέωση από την Συνθήκη του Ουσύ να τα επιστρέψουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όταν λοιπόν κοινοποιήθηκε η απόφαση των Μ. Δυνάμεων αναφορικά με τα νησιά του Αιγαίου τον Φεβρουάριο του 1914, καμία μεγάλη δύναμη από την πλευρά της Αντάντ δεν ήθελε να δεσμευτεί και να αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή για την ειρήνη στο Αιγαίο. Οι Γάλλοι είχαν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Οι Βρετανοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν την πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (είχαν στείλει βρετανούς αξιωματικούς και στις δύο χώρες για να αναλάβουν την αναδιοργάνωση των στόλων τους) και οι αρχικές φωνές των Ρώσων που προέτρεψαν τους Αγγλογάλλους να συνάψουν συμμαχία με τον Βενιζέλο και να σταλεί ο συμμαχικός στόλος στην Χίο σύντομα αποσιωπήθηκαν. Από την στιγμή που τα μέλη της Τριπλής Συμμαχίας δεν επιθυμούσαν καμία κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως άσκηση βίας έναντι των Τούρκων, τα μέλη της Αντάντ αποφάσισαν να μην εφαρμόσουν μονομερώς την απόφαση να δοθούν τα νησιά του ΝΑ Αιγαίου στην Ελλάδα (εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελόριζο) διακινδυνεύοντας έτσι τα συμφέροντά τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον της Τουρκίας θα έπρεπε να γίνει μόνο με την συμμετοχή και των έξι Μεγάλων Δυνάμεων σύμφωνα με την αρχή της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας, η οποία και τελούσε υπό οριστική κατάρρευση. Σε αντίθετη περίπτωση το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να εισπράξει η Αντάντ αποκλειστικά όλη την δυσαρέσκεια της Υψηλής Πύλης. Με αυτά τα λόγια, Ο Γκρέι έπεισε τους συμμάχους του και ικανοποίησε την ρωσική πλευρά που είχε και τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις.
Ο Σάζανοφ, υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, είχε πει ανοιχτά στους Τούρκους πως γνώριζε τα σχέδιά τους, τα οποία φυσικά γνώριζαν και οι Βρετανοί: Οι Τούρκοι περίμεναν τα δύο καινούργια τους θωρηκτά τύπου Ντρέντνωτ που μόλις είχαν αγοράσει με γαλλικά δάνεια και βρίσκονταν σε διαδικασία επανεξοπλισμού σε βρετανικά ναυπηγεία, ώστε το καλοκαίρι του 1914 έχοντας αποκτήσει την υπεροπλία στο Αιγαίο, να επιχειρούσαν την ανακατάληψη των ελληνικών νησιών. Οι Ρώσοι είχαν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην περιοχή καθώς ένας νέος πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα έθετε σε κίνδυνο και πάλι την ελεύθερη ναυσιπλοΐα των Στενών. Τελικά επειδή θα ήταν παράλογο να ζητηθεί από την Ελλάδα να αποστρατικοποίησει τα νησιά χωρίς να λάβει εγγυήσεις για την ειρήνη στην περιοχή με δεδομένη την επιθετικότητα των Τούρκων, οι περιοριστικοί όροι της συλλογικής διακοίνωσης του 1914 σιωπηρά καταργήθηκαν δύο μήνες μετά από την κοινοποίηση της αρχικής απόφασης. Αυτή ήταν και η πρόταση του Σαν Τζουλιάνο, του υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας στους Τούρκους η οποία και υιοθετήθηκε άμεσα από την Γερμανική διπλωματία. Στην Γαλλική πρόταση του Μαρτίου του 1914 στο να δοθούν εγγυήσεις στην Ελλάδα αναφορικά με την ουδετερότητα των νησιών του Αιγαίου, η Γερμανική αντιπρόταση στην Αντάντ ήταν να μην δοθεί καμία εγγύηση στην Ελλάδα από τις Μ. Δυνάμεις αλλά να καταργηθούν οι όροι της αποστρατικοποίησης.
Αρχικά ο Γκρέι φοβήθηκε πως αυτή η διευκόλυνση ίσως έκανε κακό στην Ελλάδα, καθώς οι Τούρκοι ίσως να επιτίθονταν άμεσα προτού αυτή προλάβαινε να οχυρώσει τα νησιά. Τόνισε επίσης στους Ιταλούς πως σε αυτήν την περίπτωση οι Δυνάμεις θα έδειχναν σαν να ήταν παντελώς αδιάφορες ως προς το μέλλον των νησιών και των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Εν τέλη όμως από την στιγμή που οι Δυνάμεις δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν πώς θα εφαρμοζόταν η συλλογική απόφαση της Ευρώπης για την ουδετεροποίηση των νησιών αποφάσισαν σιωπηρά στην δεύτερη συλλογική διακοίνωση να καταργήσουν τις σχετικούς όρους περί αποστρατικοποίησης, με το να μην τους αναφέρουν καθόλου. Όλες οι υπόλοιπες υποχρεώσεις της Ελλάδας παρέμειναν σε ισχύ και επαναλαμβάνονται ρητά στην δεύτερη συλλογική διακοίνωση μαζί με την πρόσθετη υποχρέωση της ουδετεροποίησης των Στενών της Κέρκυρας, για την οποία πίεζαν οι Ιταλοί και ο Γκρέι την είχε συμπεριλάβει στην αρχική συμφωνία ήδη από τον Απρίλιο του 1913. Οι διαπραγματεύσεις διήρκησαν περίπου έξι εβδομάδες και οδήγησαν στο δεύτερο και τελευταίο συλλογικό σημείωμα των Μ. Δυνάμεων στις 24 Απρίλιου του 1914, όπου κάθε αναφορά σχετικά με οποιονδήποτε περιορισμό αποστρατικοποίησης ή ουδετεροποίησης απαλείφθηκε από το τελικό κείμενο.
Έτσι λοιπόν η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου δεν εφαρμόστηκε ποτέ ως προς τα νησιά αλλά ο Βενιζέλος οικειοθελώς απέσυρε τον Ελληνικό Στρατό από την Β. Ήπειρο κατά τα προβλεπόμενα H απόφαση για την νήσο Σάσον δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 10/6/1914, ενώ για τα Στενά της Κέρκυρας οι συζητήσεις που έγιναν δεν κατέληξαν πουθενά και διακόπηκαν με την έναρξη του ΆΠΠ. Το βασιλικό διάταγμα για την προσάρτηση των νησιών του Αιγαίου στο Βασίλειο της Ελλάδας δεν επικυρώθηκε ποτέ με την παρέμβαση των Βρετανών (για να μην δοθεί πάτημα στην Υψηλή Πύλη για επιθετικές ενέργειες) και οι Τούρκοι δεν χρειάστηκε ποτέ να δώσουν εγγυήσεις για την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Ίμβρου και της Τενέδου, γιατί δεν παραχωρήθηκαν στην Τουρκία και παρέμειναν κάτω από ελληνική διοίκηση μέχρι και το 1923 όπου και χάθηκαν οριστικά με την Συνθήκη της Λωζάννης. Το ίδιο ίσχυσε και για το Καστελόριζο που Ελλάδα και Γαλλία ζήτησαν να δεθεί η τύχη του με τα Δωδεκάνησα και το 1915 βρέθηκε υπό γαλλικό έλεγχο. Έτσι λοιπόν η Ελλάδα απέκτησε την de jure κυριαρχία των νησιών του ΝΑ Αιγαίου αρχικά με την Συνθήκη των Σεβρών και οριστικά με το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης, που επικύρωσε την απόφαση του 1914, η οποία και αποτέλεσε την νομική βάση ως προς το ζήτημα της κυριαρχίας.
Πίσω στο 1914, οι Τούρκοι φυσικά και ικανοποιήθηκαν από τις εξελίξεις και αναγνώρισαν το δικαίωμα στην Ελλάδα να οχυρώσει τα νησιά απαλλάσσοντάς την από τις εγγυήσεις που ο Βενιζέλος ήταν υποχρεωμένος να δώσει σύμφωνα με την αρχική απόφαση των Μ. Δυνάμεων (13 Φεβρουαρίου 1914), ότι δηλαδή η Ελλάδα δεν θα τα χρησιμοποιήσει ως ναυτικές βάσεις και δεν θα μπορεί να τα οχυρώσει. Πλέον θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να καταλάβουν την Μυτιλήνη και την Χίο χωρίς να έρθουν αντιμέτωποι με μία «ναυτική επίδειξη» των Μ. Δυνάμεων, που θα ήταν υποχρεωμένες βάση της αρχικής απόφασης να εφαρμόσουν την ουδετερότητα στην περιοχή. Η δεύτερη συλλογική διακοίνωση που επιδόθηκε στον Βενιζέλο από τους πρέσβεις των έξι Μ. Δυνάμεων στην Αθήνα χαρακτηρίστηκε από Ιταλούς και Γερμανούς ως ανώδυνη και ακίνδυνη για τα συμφέροντα των Τούρκων στο Αιγαίο, ο δε βρετανός διπλωμάτης Σερ Άρθουρ Νίκολσον την χαρακτήρισε ως “a childish waste of time”. Έτσι λοιπόν ο Βενιζέλος έδωσε εντολή στα τέλη Απριλίου του 1914 στον Ιωάννη Μεταξά να οχυρώσει τα νησιά και παράλληλα ξεκίνησε ενέργειες για την περαιτέρω ενίσχυση του Ελληνικού Ναυτικού αφού πλέον τα χέρια των Τούρκων ήταν λυμένα. Όπως είχε πει και ο Χουσεΐν Χιλμί Πασάς, δύο φορές μεγάλος Βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, (Η Χίος και η Μυτιλήνη είναι) «απαραίτητες για την ασφάλεια της Μικράς Ασίας και δεν έχει σημασία αν δεν μπορούμε να έρθουμε άμεσα, μπορεί να περιμένουμε έξι μήνες ή έναν χρόνο… αλλά θα έρθουμε…»
Κλείνοντας θα θέλαμε να υπενθυμίζουμε στον κ. Τσαβούσογλου πως το 1914 οι Μ. Δυνάμεις επέδωσαν συνολικά δύο συλλογικά σημειώματα στην Αθήνα και όχι μόνο αυτό της 13 Φεβρουαρίου. Επίσης θα ήταν σκόπιμο να αναζητήσει τις οδηγίες του Σαΐντ Χαλίμ πασά, Μεγάλου Βεζίρη και υπουργού των εξωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνη την περίοδο, προς στους Οθωμανούς πρέσβεις αναφορικά με την επίσημη θέση της Αυτοκρατορικής Κυβέρνησης για την αποστρατικοποίηση. Η Τουρκία θα πρέπει άμεσα να σταματήσει να αμφισβητεί την Ελληνική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου και να σταματήσει να επικαλείται το ότι η Ελλάδα παραβιάζει ένα καθεστώς από το 1914 που δεν ίσχυσε ποτέ σύμφωνα και με την έκθεση του Φόρεϊν Όφις του 1981, ενός καθεστώτος που η τότε οθωμανική κυβέρνηση αγωνίστηκε με τους συμμάχους της για την κατάργησή του! Επίσης οι μεταγενέστερες διεθνείς συμβάσεις και το πνεύμα της τροποποιημένης αποστρατικοποίησης της Λωζάννης, όπως φαίνεται καθαρά από το πόρισμα της ειδικής επιτροπής υπό τον Γάλλο στρατηγό Μαξίμ Βεϋγκάν, ήταν η Ελλάδα να διατηρήσει την αμυντική της ικανότητα στα νησιά κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας και όχι αυτά να παραμείνουν ανοχύρωτα και ανυπεράσπιστα, ώστε να μπορεί ο κ. Ερντογάν σαν ένας νέος Χιλμί Πασάς να έρθει ξαφνικά ένα βράδυ. Από την στιγμή που τα νησιά του Αιγαίου δεν βρίσκονται σήμερα κάτω από ένα καθεστώς αέναης ουδετερότητας όπως είχαν οραματιστεί οι Βρετανοί το 1912 υπό την εγγύηση των Μ. Δυνάμεων και οι Η.Π.Α. συνεχίζουν την πολιτική των Βρετανών του 1914 περί ίσων αποστάσεων στο Αιγαίο εμμένοντας στην εφαρμογή το «Δόγματος Λουνς», Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ την δεκαετία του 1970, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να στρατικοποιεί τα νησιά του Αιγαίου, εφαρμόζοντας το δικό της δόγμα: «Ό,τι απειλείται δεν αποστρατικοποιείται.»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Παρακάτω δίνεται η απάντηση των Μ. Δυνάμεων της 24ης Απριλίου του 1914 αναφορικά με τις εγγυήσεις που ζήτησε ο Βενιζέλος για τα νησιά του Αιγαίου ως προϋπόθεση ώστε η Ελλάδα να δεχόταν τους όρους της αποστρατικοποίησης της συλλογικής διακοίνωσης της 13ης Φεβρουαρίου του 1914. Παραθέτουμε το Βρετανικό κείμενο που υπογράφει ο πρέσβης της Μ. Βρετανίας στην Αθήνα Φράνσις Έλιοτ. Η διακοίνωση επιδόθηκε μέσω identic note (κάθε χώρα επέδωσε ξεχωριστή νότα αλλά με το ίδιο περιεχόμενο)
Το αρχικό κείμενο της τελευταίας παραγράφου (βασισμένο στην πρόταση των Γάλλων)
En ce qui concerne les îles de la Mer Égée attribuées à la Grèce, le Gouvernement se déclare prêt comme ceux des autres Puissances à user de toute son influence auprès de la Sublime Porte pour que le Gouvernement Hellénique ne puisse pas être troublé dans la possession de ces Îles et que la décision collective de l’Europe touchant leur neutralisation soit respectée par le Gouvernement Ottoman.
Όσον αφορά τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους που αποδίδονται στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη, όπως και εκείνες των άλλων Δυνάμεων, να χρησιμοποιήσει όλη της την επιρροή με την Υψηλή Πύλη έτσι ώστε η Ελληνική Κυβέρνηση να μην μπορεί να ενοχλείται στην κατοχή αυτών των Νησιών και ότι η συλλογική απόφαση της Ευρώπης ως προς την ουδετεροποίησή τους να γίνεται σεβαστή από την Οθωμανική Κυβέρνηση.
Το τελικό κείμενο της τελευταίας παραγράφου που κοινοποιήθηκε από τις Έξι Δυνάμεις στην Ελλάδα
En ce qui concerne enfin les îles de la mer Egée attribuées à la Grèce, le Gouvernement de Sa Majesté se déclare prêt, comme ceux des autres Puissances, à user de son influence amicale auprès de la Sublime Porte pour que le Gouvernement Hellénique ne soit pas troublé dans la possession de ces îles et que la décision collective de l’Europe soit respectée par le Gouvernement ottoman.
Τέλος, όσον αφορά τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους που αποδίδονται στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητας δηλώνει έτοιμη, όπως και των άλλων Δυνάμεων, να χρησιμοποιήσει τη φιλική επιρροή της με την Υψηλή Πύλη, ώστε η Ελληνική Κυβέρνηση να μην ενοχλείται στην κατοχή της σε αυτά τα νησιά και να γίνει σεβαστή η συλλογική απόφαση της Ευρώπης από την Οθωμανική Κυβέρνηση.
Η φράση «touchant leur neutralisation» αφαιρέθηκε από το τελικό κείμενο ύστερα από την προτροπή της Τριπλής Συμμαχίας, όπως και οι αλλαγές του «ne puisse» σε «ne soit» και το « toute son influence» σε «influence amicale».
- Ο Βασίλειος Κόντης είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ.
- Ο Δημήτριος Κόντης είναι ανεξάρτητος ερευνητής με σπουδές σε διεθνή οικονομικά.
Φυσικά και αναφερόμαστε στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου ΒΑ και όχι ΝΑ λοιπόν, ειναι τα 8 νησιά που αναφέρονται και στην συνθήκη της Λωζάννη τα τέσσερα νησιά κοντά στην είσοδο των Στενών και τα τέσσερα νησιά κοντά στα παραλια της Μ.Ασίας. Δ.Κ.