του Δημήτρη Κόντη*
Οι κακόπιστες τουρκικές ερμηνείες των διεθνών συνθηκών επανήλθαν στο προσκήνιο με τις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην Αρχηγού Πληροφοριών του Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας Ισμαήλ Χακί Πεκίν περί ύπαρξης 152 νησίδων και βραχονησίδων, των οποίων η κυριαρχία κατά την Τουρκία δεν έχει μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με συνθήκες, γνωστές και με το ακρωνύμιο EGAYDAAK. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Τουρκίας στην προσπάθειά της να δημιουργήσει γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο βασίζεται και στην φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε στις διακοινώσεις των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων του 1914.
Η Τουρκική πλευρά διατείνεται ότι στο Άρθρο 12 της Λωζάννης γίνεται ρητή αναφορά στην απόφαση των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων του 1914, με την οποία εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα μόνο τα νησιά εκείνα (του Βορειοανατολικού Αιγαίου), που βρίσκονταν ήδη υπό ελληνική κατοχή (toutes les îles de la Mer Egée actuellement occupées), όχι όμως και οι νησίδες και βραχονησίδες, για τις οποίες η απόφαση δεν κάνει λόγο.
Άρα αφού το Άρθρο 12 της Λωζάννης παραπέμπει ρητά στις διακοινώσεις του 1914, το καθεστώς κυριαρχίας όσων νησίδων και βραχονησίδων του Αιγαίου δεν αναφέρονται ρητά στη Συνθήκη αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα. Τούρκοι νομικοί συμπεραίνουν επίσης πως η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει με νομικά επιχειρήματα αν οι νησίδες αυτές θα πρέπει να ανήκουν στην κυριαρχία της Ελλάδας και όχι της Τουρκίας.
Μάλιστα το επίμαχο άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης, που επικυρώνει την απόφαση του 1914 ξεκινάει ως εξής
«Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου…»
Για να είμαστε ακριβείς, οι διεργασίες της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης είχαν ήδη ολοκληρωθεί από τις 11 Αυγούστου του 1913, όπου και δεν πάρθηκε καμία οριστική απόφαση. Η απόφαση των Έξι Δυνάμεων, όπως είναι γνωστή η απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου, επιδόθηκε μέσω δύο συλλογικών διακοινώσεων που περιείχαν διαφορετικά κείμενα: Η πρώτη υπογράφτηκε από τους πρεσβευτές των Έξι Δυνάμεων στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου του 1914 και η δεύτερη την επόμενη μέρα από τους πρεσβευτές των Έξι Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη. Δηλαδή η Απόφαση των Έξι Δυνάμεων αποτελείται από δύο ξεχωριστά κείμενα που πρέπει πάντα να εξετάζονται συνδυαστικά, ώστε να μην δημιουργούνται λανθασμένες εντυπώσεις και συμπεράσματα.
Αναφορικά με την φράση «occupées actuellement» χρησιμοποιήθηκε από τον Βρετανό υπουργό των Εξωτερικών Γκρέι για πρώτη φορά κατά τις τελευταίες συνεδριάσεις της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1913,
ώστε να γίνει η διάκριση μεταξύ των νησιών που τελούσαν υπό ελληνική κατοχή εν αντιθέσει με αυτά που τελούσαν υπό ιταλική κατοχή.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως η αρχική συμφωνία μεταξύ των Δυνάμεων ήταν πως όλα τα νησιά του Αιγαίου θα περνούσαν στην κατοχή της Ελλάδας, εκτός από την Ίμβρο και την Τένεδο που θα επιστρέφονταν στην Τουρκία και την Θάσο που θα αποδιδόταν στην Βουλγαρία. Το ξέσπασμα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου επέφερε την αλλαγή στην στάση της Ιταλίας, που πλέον δεν δεχόταν να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Έτσι η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών ομάδων νησιών παρέμεινε και στις συλλογικές διακοινώσεις της 13-14 Φεβρουαρίου 1914 από την στιγμή που τα Δωδεκάνησα δεν συμπεριλήφθηκαν στην απόφαση.
Είναι πολύ σημαντικό να τονιστεί πως ήδη από τη Διάσκεψη του Σαν Ρέμο του Απριλίου του 1920, οι Σύμμαχοι είχαν διαπιστώσει πως το νομικό καθεστώς των νησιών του ΒΑ Αιγαίου ήταν προβληματικό. Το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί από τον Ανρί Φρομαζό, τον πρόεδρο της συντακτικής επιτροπής της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων του 1919, ο οποίος και συμμετείχε στις προπαρασκευαστικές συζητήσεις για την σύνταξη του κειμένου της Συνθήκης των Σεβρών.
Ο Φρομαζό, με την ευκαιρία του καθορισμού της αποστρατικοποιημένης ζώνης των Στενών, παρατήρησε ότι το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων δεν είχε λάβει κάποια απόφαση αναφορικά με την μεταβίβαση της κυριαρχίας από την Τουρκία στην Ελλάδα των τεσσάρων νησιών των Στενών και της Μυτιλήνης. Ο Φρομαζό επίσης γνώριζε την ύπαρξη του μεγάλου αριθμού παρακείμενων νησίδων και βραχονησίδων που περιέβαλλαν τα πέντε αυτά νησιά, οι οποίες θα μπορούσαν να προσδιοριστούν μεταξύ δύο γεωγραφικών γραμμών. Η πρόταση του Φρομαζό έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Συμβούλιο υπό την προεδρία του Ιταλού πρωθυπουργού Φραντσέσκο Νίτι, στο οποίο συμμετείχαν επίσης μεταξύ άλλων ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ και ο Γάλλος πρωθυπουργός και μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας Αλεξάντρ Μιλιεράν.
Αντίστοιχες επισημάνσεις προς το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων είχαν γίνει την ίδια εποχή και από το Φόρεϊν Όφις. Ο Βρετανός διπλωμάτης Βάνσιταρτ προέτρεπε τον Βρετανό αντισυνταγματάρχη Χάνκυ να θέσει ενώπιων του Ανώτατου Συμβουλίου το ζήτημα των πολλών ανώνυμων νησίδων που βρίσκονται στην εγγύτητα όλων αυτών των διαφόρων νησιών (του Αιγαίου), οι οποίες και θα ήταν επιθυμητό να καλύπτονται από την φρασεολογία της υπό σύνταξη συνθήκης.
Από την τελική μορφή του άρθρου 84 των Σεβρών μπορούμε να διαπιστώσουμε πως η συντακτική επιτροπή δεν προχώρησε τελικά σε αυτόν τον τρόπο διατύπωσης κατά την απόδοση των νησιών του ΒΑ στην Ελλάδα.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι παρακείμενες νησίδες των νησιών του ΒΑ Αιγαίου παρέμειναν τουρκικές.
Το γεγονός πως η πρόταση του Φρομαζό έγινε ομόφωνα αποδεκτή από το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων στο Σαν Ρέμο, αλλά και η έκδηλη επιθυμία του προεδρεύοντος της Συνδιάσκεψης της Λωζάννης Λόρδου Κέρζον, πριν ξεκινήσουν οι προπαρασκευαστικές συζητήσεις, «όλα τα δικαιώματα της Τουρκίας στα νησιά του Αιγαίου να σβήσουν», καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία ιστορική βάση στα τουρκικά επιχειρήματα περί «γκρίζων νησιών» και «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.
Η κοινή γραμμή των Αγγλογάλλων, λίγες μέρες πριν οι αντιπροσωπίες τους αναχωρήσουν για την Λωζάννη, ήταν η Τουρκία να παραχωρήσει τα νησιά του Αιγαίου στους Συμμάχους, ώστε αυτοί έπειτα να αποφασίσουν για τον τρόπο διανομής τους, σε μια επανάληψη του άρθρου 5 της Συνθήκης του Λονδίνου του 1913. Ο τρόπος διανομής τους θα αποφασιζόταν εκ των υστέρων μεταξύ των συμμάχων, καθώς υπήρχε το ευαίσθητο θέμα των Δωδεκανήσων, όπου ο νεοαφιχθείς στην εξουσία Μουσολίνι δεν σκόπευε να τα παραχωρήσει στην Ελλάδα, όπως προέβλεπαν τα συμφωνηθέντα των Σεβρών (σύμφωνο Βενιζέλου-Μπονίν).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέδωσε μετά την ήττα της στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο την τύχη όλων των νησιών του Αιγαίου στις Έξι Μεγάλες Δυνάμεις, οριστικά και χωρίς όρους (definite and unconditional acceptance), όπως χαρακτηριστικά ερμηνεύτηκε το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου από το Φόρεϊν Όφις στις αρχές του 1914.
Η φράση «toutes les îles ottomanes de la mer Égée» περιλάμβανε εκτός από όλα τα νησιά και όλες τις νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου Πελάγους. Αυτό φαίνεται από την εναρκτήρια δήλωση του Ισμέτ Ινονού στην έκτη συνεδρίαση της Εδαφικής και Στρατιωτικής Επιτροπής στην Λωζάννη τον Νοέμβριο του 1922, όταν ο εκπρόσωπος της Τουρκίας ζήτησε την αποκατάσταση/επιστροφή όλων των μικρών νησίδων που βρίσκονταν μέσα στα τουρκικά χωρικά ύδατα, τα οποία εκείνη την περίοδο περιορίζονταν στα τρία (ναυτικά) μίλια σύμφωνα με τον εθιμικό κανόνα της εποχής.
Το αίτημα του Ινονού, που φανερώνει ότι οι Τούρκοι είχαν χάσει όλα τα δικαιώματά τους στα νησιά του Αιγαίου, έγινε αποδεκτό από τους Συμμάχους και ενσωματώθηκε στο άρθρο 12 της Λωζάννης. Ο γενικός κανόνας είχε προβλεφθεί αρχικά στο άρθρο 30 των Σεβρών και πέρασε επίσης στο άρθρο 6 της Λωζάννης.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ο λόγος που στο άρθρο 15 της Λωζάννης γίνεται πλήρης ονομαστική απαρίθμηση των Δωδεκανήσων, καθώς και ειδική αναφορά στις εξαρτώμενες αυτών νησίδες. Η απάντηση είναι και πάλι καθαρά ιστορικού χαρακτήρα, καθώς το άρθρο 15 της Λωζάννης είναι διατυπωμένο με τον ίδιο τρόπο, όπως το άρθρο 122 των Σεβρών. Κατά τη Συνδιάσκεψη των Παρισίων το 1919-1920, η ισχύουσα συμφωνία (Τιττόνι-Βενιζέλου) ήταν πως τα νησιά που αναφέρονταν στο άρθρο 122 θα περνούσαν άμεσα με την υπογραφή της τελικής συνθήκης από την ιταλική στην ελληνική κυριαρχία. Η εκτεταμένη διατύπωση επιλέχτηκε, ώστε το άρθρο 122 να αποτελέσει έναν ισχυρό τίτλο για την ελληνική κυριαρχία στα Δωδεκάνησα, που πλέον ήταν ένα ιταλο-ελληνικό και όχι ιταλο-τουρκικό ζήτημα.
Η ιστορική εξήγηση αναφορικά με την απαρίθμηση μόνο συγκεκριμένων νησιών στα άρθρα 84 των Σεβρών και 12 της Λωζάννης είναι, διότι αυτά ήταν και τα νησιά, των οποίων η κυριαρχία αμφισβητήθηκε έντονα από τους Νεοτούρκους το 1913-1914. Η Θάσος και η Γαύδος, για παράδειγμα, δεν ενέπιπταν στα κριτήρια που έθετε το τουρκικό μνημόνιο του Νοεμβρίου του 1913, ότι ήταν δηλαδή απαραίτητες για την ασφάλεια της Τουρκίας, εν αντιθέσει με τα τέσσερα νησιά των Στενών (Ίμβρος, Τένεδος, Λήμνος, Σαμοθράκη) και τα τέσσερα «νησιά της Μικράς Ασίας» (Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Ικαρία), όπως τα αποκαλούσαν οι Τούρκοι, τα οποία ανέκαθεν βρίσκονται στο επίκεντρο της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Αυτά είναι και τα νησιά που αναφέρονται ονομαστικά στις διεθνείς συνθήκες.
Είναι εμφανές πως το ζήτημα της ρητής αναφοράς των παρακείμενων νησίδων και βραχονησίδων καθώς και των μικρότερων νησιών του Αιγαίου, δεν βρισκόταν ψηλά στην ατζέντα των Συμμάχων το 1920, καθώς το ενδιαφέρον τους για το Αιγαίο περιοριζόταν στον καθορισμό του καθεστώτος της ουδετεροποιημένης ζώνης των Στενών. Ο Βενιζέλος ενδιαφερόταν περισσότερο να πείσει τους Συμμάχους να εξαιρεθεί η Μυτιλήνη και οι 140,000 κάτοικοί της από το εξαιρετικά περιοριστικό αυτό καθεστώς που απαγόρευε μέχρι και την κατασκευή δρόμων χωρίς την έγκριση των Συμμάχων, ενώ τα μεγάλα συμφέροντα της Ελλάδας βρίσκονταν στην Μικρά Ασία.
Οι νησίδες στο Αιγαίο δεν είχαν τότε την ίδια σημασία με σήμερα, καθώς η έννοια της της «ΑΟΖ» της εποχής αναφερόταν κυρίως στα δικαιώματα σχετικά με την αλιεία, ενώ τα τρία ναυτικά μίλια είχαν αντικαταστήσει για τις περισσότερες χώρες τα εθιμικά θαλάσσια σύνορα του πεδίου κανονιοβολής από τις ακτές. Οι μεταγενέστερες συμβάσεις και αλλαγές στο Δίκαιο της Θάλασσας, η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Αιγαίο στα έξι μίλια και η έννοια της σημερινής ΑΟΖ, φυσικά και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από τους νομοθέτες των Σεβρών και Λωζάννης. Οι αλλαγές στο δίκαιο της θάλασσας είναι αυτές που θα εξήπταν τον τουρκικό αναθεωρητισμό και το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».
*Ο Δημήτριος-Μερκούριος Κόντης είναι ερευνητής και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Νησιά του ΒΑ Αιγαίου: Επτά Απαντήσεις στον Τουρκικό Αναθεωρητισμό» που κυκλοφορεί σύντομα από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου.
Μην μπλέξεις με γιατρούς και δικηγόρους λέει ο λαός. Καλύτερα να μένουν μακριά οι νομικοί από τα εθνικά θέματα, αλλιώς θα δούμε πολλές Πρέσπες ακόμα.