«Η πρώτη ιδιότητα του υποκειμένου είναι να αυταπατάται», θα διακηρύξει τολμηρά ο Bataille. Το υποκείμενο στο οποίο αναφερόταν ο Γάλλος συγγραφέας δεν ήταν βεβαίως οι Αβορίγινες, οι Ζουλού ή οι φυλές του Αμαζονίου, αλλά το δυτικό υποκείμενο, το οποίο, συνειδητά ή ασυνείδητα, εκουσίως ή ακουσίως, είμαστε όλοι μας. Είναι αυτό που έχει κατηχηθεί να σκέπτεται και να αποφασίζει μόνο ρασιοναλιστικά για τα δρώμενα στον κόσμο μας, αφού μελετήσει, ταξινομήσει, αναλύσει, συγκρίνει, διασταυρώσει και ανακρίνει προηγουμένως όλα τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του ή αυτά που θα παραγάγει στη συνέχεια.
Αυτό όμως το κυρίαρχο δυτικό υποκείμενο, σε πείσμα σφοδρών ενστάσεων πολλών επιστημών/όνων και κυρίως της ψυχανάλυσης στον 20ό αιώνα, πασχίζει απεγνωσμένα, εδώ και τρεις τουλάχιστον αιώνες, να πείσει …ότι δεν έχει ασυνείδητο![1] Δηλαδή ότι δεν άγεται και φέρεται από προσωπικές γνώμες, ενστικτώδεις επιθυμίες και φιλοδοξίες, ευγενείς ή μη, συμφέροντα που τα μεταμφιέζει έντεχνα σε ενδιαφέροντα, συχνά πολύ ταπεινά, καθώς και ποικίλα ψυχολογικά συμπλέγματα. Υπακούει μόνο στα επιστημονικά data και σε έρευνες δημοσιευμένες σε έγκυρα διεθνή περιοδικά. Είναι εξάπαντος σοβαρό, υπεύθυνο, εμβριθές, αξιοπρεπές, συνετό, εχέφρον, μυαλωμένο, εντέλει αθώο και αγνό «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος» ανορθολογικού, σέρνοντας έτσι με αμέριμνο ενθουσιασμό όλον αυτόν τον διαβόητο χορό των συνωνύμων της καλβινιστικής αυτοδικαίωσης. Εμφανίζεται ως ένα υποκείμενο προκαταβολικά μη-αυταπατώμενο από φήμες και fake news. Πορεύεται στη ζωή μόνο με αποδείξεις και δεν θέλει να γνωρίζει παρά μόνο γεγονότα. Συμμορφώνεται μόνο σε διεθνείς οργανισμούς και πειθαρχεί μόνο σε «αυθεντίες» και «ειδικούς»[2], έχοντας έτσι πάντα καλυμμένα τα νώτα του, μήπως και παραδόξως αποδειχθεί ευάλωτο. Είναι μέλος επιστημονικών (και άλλων…) εταιρειών και καταξιωμένων ιδρυμάτων, έχει έντονη εντόπια και διεθνή παρουσία, προσκαλείται συχνά σε συνέδρια απ’ όπου αντλείται και η ιδιάζουσα συνεδριακή του λογική, χρηματοδοτείται αφειδώς από παγκόσμιους οργανισμούς που διείδαν, με εκείνο το εξαιρετικά εταστικό τους μάτι, την υπεραξία του. Βεβαίως στα τεχνολογικά ζητήματα και μόνο! Απωθεί συνήθως τα ηθικά ή άλλα διλήμματα (ή τα ενσωματώνει για να τα ουδετεροποιήσει ως βιοηθική). Είναι εξαρχής και ανενδοίαστα από τη «σωστή μεριά της ιστορίας», πρόθυμο επίσης διαρκώς να αποφαίνεται και ασυγκράτητα να τελεσιδικεί, επιτρέποντας, με ισχυρό όμως αντίτιμο, τις εκάστοτε εξουσίες να το χρησιμοποιούν προς όφελος πάντα της ανθρωπότητας… Είτε ευεργετεί είτε καταστρέφει, από το 17ο αιώνα και δώθε, το κάνει πάντα δήθεν ρασιοναλιστικά, χωρίς παρορμητισμούς, μόνο κατόπιν μελέτης και ενδελεχούς έρευνας. Σε αυτές βεβαίως δεν είναι διόλου απίθανο να συμμετέχουν ακόμη και οι μυστικές υπηρεσίες, εφόσον, ειδικά αυτές, είναι γνωστό ότι διακρίνονται εξαιρετικά για τον αλτρουισμό τους και την αφιλοκέρδειά τους, αφήνοντας σκόπιμα ένα άρωμα μυστηρίου να πλανιέται πάνω από αυτόν τον υπερβάλλοντα ρασιοναλισμό…
Κάθε διαφορετική άποψη, ακόμη και επιφύλαξη ή υποψία, απέναντι σε αυτό το béton armé της αυτο-επιβεβαιωτικής, στιβαρής και πάντα «ανθρωπιστικής» επιστημονικότητας έχει ήδη ταξινομηθεί με πλήρως απαξιωτικούς όρους μέσα στο λεξιλόγιο της πολιτικής της ορθότητας που τη συντροφεύει. Ολόκληρη λοιπόν η επιστήμη σε συσκευασία δώρου μας προσφέρεται από το κυρίαρχο δυτικό υποκείμενο, αυτό που ξέρει και φροντίζει πριν από μας για μας! Εντάξει, «όλα είναι θέμα χρήσης», λένε κάποια στιγμή υπαναχωρώντας οι θιασώτες της. «Με το μαχαίρι κόβεις το ψωμί και με το ίδιο σκοτώνεις»! (Πρβλ. το σύγχρονο αντίστοιχο: «και η ασπιρίνη έχει παρενέργειες», δηλαδή «παράπλευρες απώλειες», έννοια νομιμοποιημένη ήδη πλήρως στα πεδία των μαχών…). Όλα λοιπόν τα τεράστια ζητήματα που απασχολούν σήμερα την ανθρωπότητα (καταστροφή περιβάλλοντος, πυρηνικά και λοιπά όπλα, τρομοκρατία, κοινωνίες επιτήρησης, πείνα, υπερπληθυσμός κλπ.) είναι ζητήματα της χρήσης του μαχαιριού και μόνο… (Υπάρχει άραγε καλός χρήστης βιολογικών και «έξυπνων» όπλων;). Καμιά διαφοροποίηση λοιπόν (η οποία, σημειωτέον, διδάσκεται εντατικά σε όλα τα πανεπιστήμια…), καμιά υποψία ότι κάποια πράγματα ανάγονται σε άλλο είδος και κάποια μάλιστα σε άλλο γένος, καμιά επιφύλαξη ότι αυτό που ισχύει στο ελάχιστο δεν είναι αναγκαίο να συμβαίνει και στο μέγιστο, καμιά ένσταση ότι οι ποσότητες μετρούν, πάντα μετρούσαν, …από την εποχή του Τουταγχαμών. Καμιά! Δεν φταίει σε τίποτε λοιπόν η θεά επιστήμη μας, αυτό το θεσπέσιο, ουρανοκατέβατο δώρο, αλλά μόνο, ενδεχομένως πάντα, ο «κακός» επιστήμονας, ο «κακός» πολιτικός, στρατιωτικός ή επιχειρηματίας, κάποτε μπορεί και κάποιες «σκοτεινές δυνάμεις» (αλλά δεν είμαστε και συνωμοσιολόγοι!). Αυτοί οι «κακοί» όμως είναι πάντοτε έξω από την πόρτα μας, το διεθνή οργανισμό μας, την επιχείρησή μας, το ακαδημαϊκό μας ίδρυμα, το πολλαπλώς δικτυωμένο εργαστήριό μας, εντέλει την παρεούλα μας που φτιάχνει, αποκλειστικά με αλτρουισμό, την ιστορία του κόσμου! Μέσα σε αυτή την ιλαρή μέγγενη των συντεχνιακών αλληλ-εγγυοτήτων και των δημοσίων σχέσεων, που δημιουργούν όχι μόνο αλληλεξαρτήσεις συνεργασίας, αλλά και συναρτήσεις συν-ενοχής, οι «κακοί» είναι αόρατοι και πρέπει να μείνουν έτσι, γιατί συμφέρει… Γιατί ο δικός μας επιστημογόνος κόσμος είναι πάντα διαφανής, χωρίς σκιές, όλα γίνονται στο προσκήνιο, κάτω από ενδελεχή δημόσιο έλεγχο και όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι ηθικά, πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητοι, άρα αξιόπιστοι και έμπιστοι: «Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος»…
Ωθείται έτσι η ατομική και συλλογική απενοχοποίηση στα άκρα, απωθείται, με όλο το βαρύτατο ψυχαναλυτικό φορτίο αυτής της λέξης. Διότι ίδιον του νεωτερικού και μετανεωτερικού ανθρώπου είναι να μην αισθανθεί ποτέ του τον πειρασμό της ενοχής, να μην του λογαριαστεί καμιά αμαρτία ή «αστοχία», να μην περάσει ούτε απέξω από τη μετά-νοια. Από αυτόν μάλιστα τον πειρασμό είναι πανέτοιμος να προφυλαχθεί «κάνοντας δημόσια την αυτοκριτική» του, ρίχνοντας που και που κανένα δάκρυ, αλλά χωρίς να αναφέρει, δημόσια, λεπτομέρειες για τα σφάλματά του (ποια, πότε, πώς και γιατί…). Αρκεί μόνο να προβεί σε αυτό το αυτο-ακυρωτικό της ευθύνης του «ομιλητικό-συναισθηματικό ενέργημα». («Αλλά, κι αν ακολουθώ τυφλά πρωτόκολλα που έφτιαξαν αξιοσέβαστοι και πάντα άσφαλτοι διεθνείς οργανισμοί, εγώ φταίω;»). Είναι λοιπόν καλυμμένος και πάνω απ’ όλα… «ειλικρινής»[3]. Ο λόγος είναι ότι μόνο ενστερνιζόμενος την αυτοδικαίωσή του, μόνο όταν πειστεί αυτός ο ίδιος για την ειλικρίνεια και ανιδιοτέλειά του, καθώς και για τον άμωμο χαρακτήρα της επιστήμης του, θα μπορεί να τρέξει ιλιγγιωδώς στην οικειοποίηση του μέλλοντος, ανεμπόδιστος από «αμαρτωλά» βαρίδια, εφόσον «το μέλλον δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση» (M. Ferro). Όλα τα άλλα βεβαίως μπορούν να τεθούν, το μέλλον όμως (δηλαδή εμείς που το διευθύνουμε…), όχι!
Η ανασκαφή λοιπόν του «θεμελίου αθωότητας» του πολιτισμού μας είναι όρος sine qua non, σήμα κατατεθέν της κουλτούρας του και της πολιτικής του, εξού και η υπερβολική σήμερα διαστολή της ηθικής του. Το βασικό πρόταγμα είναι: είμαι προκαταβολικά, δικαιωματικά και υποχρεωτικά αθώος: εγώ, η επιστημονική μου ενασχόληση και η συντεχνία στην οποία ανήκω! Από εκεί και πέρα συζητάμε, ό,τι είναι να συζητήσουμε… Στη συνέχεια, μια Wiggish ιστοριογραφία (δηλαδή αυτή που πριμοδοτεί πάντα τα «επιτεύγματα» του παρόντος και του μέλλοντος από εκείνα του παρελθόντος) αναλαμβάνει να εκχερσώσει κάθε ιστορική αντίσταση στην υπεραξία αυτού που ζούμε τώρα και αυτού που σχεδιάζουμε για το αύριο και κυρίως …για το μεθαύριο.
Σε αυτήν λοιπόν τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων, στην οποία άλλοι ζουν και «προοδεύουν», αλλά επιβιώνουν, άλλοι ίσα που πατούν ακόμη πάνω στη γη και άλλοι σπεύδουν (ή τους ωθούν) να αποσυρθούν με τραγικό τρόπο, υπάρχει, όχι απλώς μια ιδέα ή έννοια, αλλά μια πραγματικά ενσαρκωμένη οντότητα που τα διαπερνά. Πρόκειται για το περίφημο «επιστημονικό φαντασιακό», αγκαλιά με όλες τις άλλες φαντασιακές ποιότητες που συγκροτούν (κατά Καστοριάδη) τις κοινωνίες μας, αλλά όμως είναι υπέρτερο όλων![4] Είναι η οντότητα με την οποία είναι κυριολεκτικά ζυμωμένος ο πολιτισμός μας, είναι η πεμπτουσία του, το DNA του. Τι εννοούμε όμως με αυτόν τον όρο; Εννοούμε εκείνη την εσωτερική αποδοχή από ολόκληρη πλέον την ανθρωπότητα ότι τα πάντα εξαρτώνται, καθορίζονται, υποτάσσονται σε μια νεφελώδη ιδέα που καθ’ ημέραν υλοποιείται στανικά στον κόσμο μας. Πρόκειται ακριβώς για τη «θεά επιστήμη», είδωλο σχετικά νέο, τριών μόλις αιώνων, που γεννήθηκε από έναν αρχικά σιωπηλό αναβρασμό κάποιων εξαιρετικά ανήσυχων, περίεργων για τα πάντα, περιθωριακών τότε και διαρκώς ανειρήνευτων ανθρώπων, που αποκλήθηκε αργότερα «Επιστημονική Επανάσταση» και εκείνοι «θεμελιωτές πατέρες» της. Αυτή η τρισαιώνια θεότητα δεν έχει πλέον κανέναν αντίζηλο. Όλες οι άλλες θεότητες, και ειδικά οι θρησκευτικές, είναι πάντα υπό διαπραγμάτευση, είναι μικρο-αφηγήσεις, που έρχονται και παρέρχονται και καλύτερα να εξοβελιστούν.
Η δική της Μεγάλη Αφήγηση είναι όμως προκαταβολικά νομιμοποιημένη, με αποδείξεις, με επιχειρήματα αλλά …και χωρίς πλέον επιχειρήματα, εφόσον αυτή η Αφήγηση έγινε πλέον ενστικτώδης, στρογγυλοκάθισε στις δαιδαλώδεις στοές του ασυνειδήτου και κατέκλυσε την επικράτειά του. Αρκεί μόνο να δείξει κανείς τους ουρανοξύστες, τα κινητά τηλέφωνα, τις ΜΕΘ, τα ρομπότ και τις υπερταχείες και εμβρόντητη «σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία»! Και αν αυτή η Αφήγηση «λίγο καιρό ξαποσταίνει», ελαφρά μωλωπισμένη από κάποιες αλλόκοτες ή γραφικές, όπως αποκαλούνται, αντιδράσεις, πολύ γρήγορα «ξανά προς τη δόξα τραβά»! Έτσι, παρά το γεγονός ότι ευθύνεται πλήρως, αυτή πριν από ο,τιδήποτε άλλο, για τις σωματικές και ψυχικές εκατόμβες θυμάτων και τις ολοκληρωτικές καταστροφές της γεωγραφίας και του πολιτισμού αυτού του κόσμου στον 20ό αιώνα, αποτελεί μέγα «αμάρτημα» να της αποδοθεί κάποια, έστω μικρή, υπευθυνότητα γι’ αυτά. Τότε θα εγερθούν όλοι οι προ-πληρωμένοι υπήκοοι της θεότητας, οι άκρως βιοποριζόμενοι από αυτήν, να την υπερασπιστούν, αγανακτισμένοι για την μέγιστη ιεροσυλία που διαπράττει κάθε παρόμοια κατηγορία ή επιφύλαξη. «Μα πώς δεν το καταλαβαίνετε;», θα αναφωνήσουν. «Δεν φταίει η θεά μας», αυτό το υπέροχο, αγνό πλάσμα, που η τύχη, η ιδιόμορφη δημιουργικότητα κάποιων ανθρώπων ή και ο ίδιος ο Θεός (εδώ μπαίνει και η απαραίτητη θεολογική πιστοποίηση!), έριξε αίφνης στα πόδια μας, αλλά και πάλι κάποιοι «κακοί», κάποιοι αόρατοι «κακοί», που το τόσο καλό της θεάς τόσο κακώς το χρησιμοποιούν, που μας χαλάνε, για λίγο όμως μόνο, το αφήγημά μας!
Και έτσι παίζουν με τις λέξεις και οι λέξεις παίζουν μαζί τους και μεταξύ τους κι ο κόσμος χωρίζεται αταβιστικά, παιδιάστικα, σε «καλούς» και «κακούς», σε «κλέφτες» και «αστυνόμους» κι ύστερα ψάχνουμε ποιος έφερε πρώτος το διχασμό στις κοινωνίες μας… Ακόμη και οι πιο μορφωμένοι, κυρίως όμως αυτοί, που ενώ με τις εξαντλητικές επιστημονικές εξειδικεύσεις τους κατηχήθηκαν επί χρόνια να μην βλέπουν τα πράγματα μανιχαϊστικά (άσπρο-μαύρο), αλλά να ζητούν και να εκμεταλλεύονται τις αποχρώσεις, τις τονικές χροιές των πραγμάτων, αυτοί που χαίρονταν το πολύχρωμο παιχνίδι του φωτός με τη σκιά, των διλημμάτων με τις βεβαιότητες, είναι αυτοί ακριβώς που πριν από όλους, ολοπρόθυμοι, σαν έτοιμοι από καιρό, επείγονται να σβήσουν τις διαφορές, να ομογενοποιήσουν τα συμπεράσματα, να γενικεύσουν και μάλιστα νομοθετικά τις υποκειμενικές ή συντεχνιακές τους αναζητήσεις. Επειδή μάλιστα «ο ζήλος του οίκου της κατέφαγέ τους» ανυπομονούν να προσφέρουν θυσία τους λόγους, τον θυμό και τον ανεξάντλητο ιδρώτα τους στη μεγαλύτερη, ισχυρότερη και πλέον ανακουφιστική και εκμαυλιστική αυτή θεότητα που είδε ποτέ η ανθρωπότητα.
Πώς έφτασε όμως μέσα σε τρεις μόνο αιώνες να εδραιωθεί, να καρφωθεί κυριολεκτικά, πάνω στο θρόνο της αυτή η ανεπανάληπτη στην παγκόσμια ιστορία οντότητα; Μα βεβαίως με το καθημερινό, και όχι το κυριακάτικο, κατηχητικό! Εδώ και δυο αιώνες, με την εφαρμογή ιδίως της μαζικής εκπαίδευσης, ολόκληρος ο πληθυσμός εκπαιδεύεται στη λατρεία της, καταρτίζεται στην ιερή της γλώσσα, εναγκαλίζεται τη γραμματική και το συντακτικό της, κατηχείται στο να αναζητά, αποκλειστικά και απαράβατα, μέσα από τους διαύλους της τη θεραπεία «πάσης νόσου…», την ικανοποίηση κάθε φιλοδοξίας, την εκπλήρωση κάθε οράματος, χωρίζοντας το κόσμο σε επιστημονικό και μεταφυσικό, αναμένοντας, με τη σιωπηλή μάλιστα ανοχή όλων, ο πρώτος να κατακλύσει επιτέλους το δεύτερο. Σε όλα τα μαθήματα αυτής της εκπαίδευσης, όλων των βαθμίδων, ακόμη και στα θεωρητικά, τα οποία, ως φτωχοί και συμπλεγματικοί συγγενείς, αγωνιούν για την επιβεβαίωσή τους μόνο από τα τεχνικο-επιστημονικά μαθήματα και τους θιασώτες τους, εισάγεται η αποκλειστική ανάγκη της επιστημονικής μεθόδου, η υπόθεση, η παρατήρηση και ο πειραματισμός. Εξαίρεται επίσης η σπουδαιότητα των «ειδικών», των «αυθεντιών» και των ινστρουχτόρων, αυτών που μόνο ξέρουν για χάρη όλων ημών, αυτών δηλαδή που εξασκούν μέσα στην κοινωνία την «τυραννία των ειδικών», κατά τον Chr. Lash. Όλα τα άλλα είναι προκαταβολικά και χωρίς εξέταση δεισιδαιμονίες, φονταμενταλισμοί, γραφικότητες κλπ., κατά την τραγικά άγονη και αυτούσια, σύγχρονη μεταφορά των παλαιών προταγμάτων του Διαφωτισμού. Κι όταν ο 20ός αιώνας κατακλύστηκε από τη διαφήμιση και την αυτοδιαφήμιση, όταν εδραιώθηκε επιστημονικά πλέον η προπαγάνδα και η εργαλειοποίηση (E. Bernays), τα πράγματα προωθήθηκαν ιλιγγιωδώς και οι αντιστάσεις έγιναν περιθωριακές, ισχνές και, κάποτε, παράνομες, υποκείμενες σε αφ’ υψηλού μομφές για θεμελιοκρατία, οπισθοδρομικότητα, φαιδρότητα και, τελευταία, για καταιονισμό άγνωστων, στους πολλούς, εναέριων σωματιδίων!
Έτσι καλλιεργήθηκε σιγά-σιγά η θεοποίηση μιας εκδοχής που υπήρχε απλώς ανάμεσα στις άλλες, μιας μικρο-αφήγησης για τον κόσμο και την πορεία του, που θα μπορούσε να μην κυριαρχήσει, αλλά την εγκολπώθηκε ασμένως και εγκαίρως το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό καθεστώς για να βιοποριστεί, για να προωθήσει και κατοχυρώσει την ισχύ του, όντας πραγματικά «βούτυρο στο ψωμί του». Επικράτησε όμως επίσης, γιατί ακριβώς πήρε έναν «θρησκευτικό» χαρακτήρα, με τους ναούς της, το ιερατείο της, τις τελετουργίες της και κυρίως την καθημερινή κατήχηση του πληθυσμού, μάλιστα των παιδιών. Η παιδική ακριβώς ηλικία έγινε το προνομιακό πεδίο αυτής της μύησης στο «επιστημονικό φαντασιακό», εφόσον ως γνωστόν, οι αντιστάσεις εκεί είναι μικρότερες, οι ενστάσεις απέναντι στη φαντασμαγορία του αμελητέες και το πατερναλιστικό παραμύθι της επιστημονοκρατίας μπορεί ευκολότερα να απορροφηθεί (βλ. λ.χ. τι διαδραματίζεται σήμερα στα σχολεία με τη ρομποτική και τις πολυεθνικές εταιρείες που την προωθούν…). Η παιδαγωγική σήμερα έχει καταντήσει να είναι απλώς προαγωγός, ανενδοίαστη κατηχήτρια, αποκλειστικά αυτού του επιστημονικού φαντασιακού. Η κατασκευή του «μικρού επιστήμονα», του «μικρού ιστορικού»[5] ή, πιο πρόσφατα, του «μικρού φιλοσόφου»[6], είναι ενδείξεις του σύγχρονου προτάγματος για μια καταναγκαστική ωριμότητα των παιδιών, για τη σμίκρυνση του χρόνου της ανηλικιότητας, για τη δημιουργία ενός μικρομέγαλου που θα τα έχει κάνει σχεδόν όλα πριν καν ενηλικιωθεί, με αποκλειστικό σκοπό να προωθήσει ακόμη περισσότερο το «επιστημονικό φαντασιακό» των μεντόρων του. Μήπως επιστρέφουμε έτσι, παράδοξα, στις μεσαιωνικές αντιλήψεις για το παιδί ως «μικρογραφίας ενηλίκου»; Όμως, γι’ αυτό και μόνο υπονοούν ότι χρειάζεται η παιδαγωγική, γι’ αυτό και μόνο χρηματοδοτείται (όσο ακόμη θα χρηματοδοτείται…), μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμίως γενικευμένης σήμερα απαξίωσης όλων των ανθρωπιστικών επιστημών.
Έτσι, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν, τοιουτοτρόπως κατηχημένα, λαχταρούν πλέον μόνο επιστήμη, επιστήμη κι ό,τι να ’ναι και όπως να ’ναι, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς απορίες, χωρίς διλήμματα. Είναι ολοπρόθυμοι να δανείσουν την εργατικότητά τους, τον χρόνο τους, τον ζήλο και τον ιδρώτα τους, αρκεί να τους αποδεχθούν οι διάσημοι ξένοι οργανισμοί και τα ιδρύματα. Κι όταν αυτό κάποτε γίνει εφικτό (πάντα βεβαίως για τους ελάχιστους…), τότε οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί, ανεξαιρέτως, πυκνώνουν έξαφνα γύρω τους, υπερήφανοι τους εναγκαλίζονται, διακηρύσσοντας πανηγυρικά το προνόμιο που ανυπερθέτως απόκτησαν οι πάντες μέσα σε αυτή τη χώρα με την «επιτυχία» μερικών παιδιών της: το «επιστημονικό φαντασιακό» κατέκτησε μια ακόμη νίκη! Δοξάστε το!
Φαίνεται πως αν δεν υπήρχαν κάποιοι οικολόγοι να προβάλλουν, μαρτυρικά μάλιστα, τις ενστάσεις τους, να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου (αν και συχνά χωρίς και αυτοί να αμφισβητούν αυτό το «φαντασιακό» στην ουσία του, αλλά μόνο σε κάποιες από τις πρακτικές του), τότε η απορρόφηση όλων θα ήταν ήδη τετελεσμένη. Διότι η διάβρωση που έχει επιτελεστεί είναι τεράστια, κυριολεκτικά ενηχεί μέσα σε όλους τους θεσμούς, ακόμη και στους πιο πνευματικούς, ακόμη και σε αυτούς που πολεμούν την εξουσία ως αντι-εξουσιαστές (μονάδες ή ομάδες): όλοι συμπεριφέρονται σαν ναρκωμένοι από τον μακροχρόνιο κατηχητικό εθισμό, υποκύπτουν στην υπνοπαιδεία του, πρόθυμοι να υπηρετήσουν την παντοκρατορία του «επιστημονικού φαντασιακού». Ίσως δεν κατανοούν ότι ασκείται πάνω μας, συμβολικά και πραγματικά, ένας παν-ηγεμονικός λόγος, και, ενώ όλοι οι άλλοι ηγεμονικοί λόγοι παρελθόντος και παρόντος (ιδεολογικοί, πολιτικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί κλπ.) έχουν υποστεί και συνεχίζουν να υφίστανται ανηλεή κριτική και αμφισβήτηση, ο συγκεκριμένος βρίσκεται προκαταβολικά και κυριολεκτικά στο απυρόβλητο. Γι’ αυτό και αγανακτισμένος κάποτε ο Γερμανός φιλόσοφος της επιστήμης P. Feyerabent, παίρνοντας παράδειγμα από το χωρισμό εκκλησίας και κράτους στην Ευρώπη, θα φτάσει στο αιρετικό σημείο να εισηγηθεί τον χωρισμό επιστήμης και κοινωνίας, αλλά και επιστήμης και εκπαίδευσης, μια απαίτηση που θεωρούσε άκρως «αναγκαία για να αποκατασταθεί μια ισόρροπη εξέλιξη» όλων των πνευματικών παραδόσεων[7].
Επιμύθιο
Σε όλα τα παραπάνω είναι βέβαιο ότι θα εγερθούν πολλές, γνωστές εξάλλου, ενστάσεις, που έχουν πάντα ως δεύτερο συνθετικό …το φόβο, την παντιέρα αλλά και το ταμπού της εποχής μας! Γιατί όμως απαξιώνεται τόσο πολύ ο φόβος; Η παράδοσή μας θεωρούσε πάντα ότι «ο φόβος φυλάει τα έρμα», του απέδιδε προφυλακτικές ιδιότητες και συνυπολογιζόταν ως φρόνηση, όχι ως φοβία. Όταν αυτή η παράδοση διερράγη, μέσα στην κοινωνία της χαλαρής ευημερίας που ζούσαμε, ενέσκηψε καταιγιστική η φοβο-φοβία των προηγούμενων «αμέριμνων», καταναλωτικών χρόνων, όπου όλοι και όλα έκραζαν να αποβάλουμε κάθε είδους φόβο ως στοιχείο ανωριμότητας, ως ψυχαναγκαστική φοβία, ως πλήρως ανεπίτρεπτο «σύνδρομο πανικού»! Την τελευταία όμως διετία της πανδημίας διανύσαμε ιλιγγιωδώς την απόσταση από τη φοβο-φοβία στην παν-φοβία, όπου τα πάντα μετέχουν του καθημερινού φόβου, που έγινε πλέον όπλο και ο ένας κατηγορεί τον άλλο ότι μόνο εκείνος, δήθεν, φοβάται! Ο φόβος ανέκτησε λοιπόν τα δικαιώματά του στις ζωές μας, αν και του επιτρέψαμε να τα παρατραβήξει… O tempora o mores…
Το ζήτημα όμως δεν είναι αν αμφισβητούμε την επιστήμη ως εργαλείο, εκδοχή, άποψη, δι-υποκειμενική αφήγηση, διευκόλυνση, ανακουφισμό κλπ., αν αποδεχόμαστε τα φάρμακα, τα αεροπλάνα, το διαδίκτυο και όλες τις τεχνολογικές υπεραξίες της εποχής μας, όπως θα σπεύσουν κάποιοι, επίσης έτοιμοι από καιρό, να κατηγορήσουν, και μάλιστα αγανακτισμένοι, προδίδοντας τη δέσμευσή τους. Ας το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα: αυτή η αμφισβήτηση σε καμιά περίπτωση δεν υφίσταται, ούτε το μπορεί αλλά ούτε και το θέλει! Αντίθετα, το ζήτημα είναι αν συνειδητοποιούμε την παρουσία και την τεράστια απορροφητική δυναμική του ίδιου του «επιστημονικού φαντασιακού» στις σύγχρονες κοινωνίες, αν αποδεχόμαστε ότι υπάρχει και κυριαρχεί παντού, σε όλους τους κλάδους και τα πεδία, σε όλους τους θεσμούς και τις εκδηλώσεις, και βεβαίως στο ασυνείδητο όλων των ανθρώπων, λειτουργώντας πλέον ως μοίρα και πεπρωμένο. Αν δηλαδή μπορούμε πλέον να συνειδητοποιήσουμε ότι μετά το τέλος των Μεγάλων Αφηγήσεων, το οποίο έφερε η μετανεωτερικότητα (J. Lyotar), σαλπίζοντας την παγκόσμια διασπορά των μικρο-αφηγήσεων, εγέρθηκε πλέον παντοδύναμη, κατακρημνίζοντας όλες τις άλλες, εκείνη η Αφήγηση την οποία ακριβώς γέννησε και προώθησε η νεωτερικότητα, δηλαδή η επιστημονική Μεγα-αφήγηση. Αν κατανοούμε επίσης ότι συνεισφέρει καθοριστικά και κατεπειγόντως στην παγκόσμια διαδικασία της «ομο-ηγεμονικο-ποίησης» (J. Derrida). Διότι η μόνη ίσως κληρονομιά που άφησε η νεωτερικότητα στη μετανεωτερικότητα, η πιο ισχυρή, η πιο ζηλώτρια, η αδιαπραγμάτευτη και αδυσώπητη, είναι αυτή η Μεγα-αφήγηση του «επιστημονικού φαντασιακού». Κάθε απλή επιφύλαξη απέναντι σε αυτή σε καθιστά αμέσως off-line, καταστρέφει τον βιοπορισμό σου, την εμπιστοσύνη σου, τη δυνατότητα να υπάρχεις, τη δυνατότητα να ελπίζεις σε μια επιτέλους «ανοιχτή ιστορία»[8].
Αυτό λοιπόν είναι το θεμελιώδες ζήτημα, αυτό είναι το επίδικο πρόβλημα και αυτό και μόνο θα άξιζε να απαντηθεί: είναι πλέον η επιστήμη μια κοσμική, ειδωλολατρική θεότητα με οικουμενική ισχύ και αδαπάνητα μέσα επιβολής ή όχι; Αν όντως εντέλει είναι, πώς θα μπορούσε να αποδομηθεί το «επιστημονικό φαντασιακό» της, αφήνοντας ανέπαφες, όσο είναι δυνατόν, τις συγκεκριμένες ευεργετικές και μόνο χρήσεις της; Πώς θα μπορέσουν να διυλιστεί σε κάθε σημείο της πορείας του από τον κοινωνικό/επιστημονικό/πολιτικό έλεγχο πραγματικά ανεξάρτητων, και όχι αφειδώς χρηματοδοτούμενων αρχών, δηλαδή αυτών που είναι δεσμευμένες και συνδεδεμένες με ιδρύματα αφανών ή ημιδιαφανών δραστηριοτήτων; Είναι εφικτό να γίνει αυτός ο διαχωρισμός ή είναι πλέον πολύ αργά, εξαιρετικά αργά για τέτοιους ευσεβείς πόθους; Κι αν είναι τόσο αργά, ποια θα έπρεπε να είναι επιτέλους η στάση μιας δημοκρατικής κοινωνίας και των δημοκρατικών, πνευματικών ανθρώπων της απέναντι στον εμφανή πλέον αυταρχισμό του «επιστημονικού φαντασιακού», όπως απέδειξε περίτρανα η περίπτωση της πανδημίας και των συμπαρομαρτούντων της; Σε αυτήν λ.χ. απαγορεύτηκε απόλυτα ο, απλούστατος σε διοργάνωση, τηλε-διάλογος των ιατρικά αντιμαχομένων αφηγήσεων, με το απόλυτα επίσης φυσιολογικό αποτέλεσμα να φουντώσει ακόμη περισσότερο η καχυποψία για την ηγεμονική αυτή ιατρικο-πολιτική αφήγηση. Τι θα στοίχιζε άραγε μια τέτοια πλήρως δημοκρατική πρωτοβουλία, η οποία θα είχε και το ασύγκριτο ηθικο-πολιτικό-ιατρικό πλεονέκτημα να γελοιοποιήσει μια για πάντα εκείνους τους «ψεκασμένους», μειοψηφικούς, αντιρρησίες-επιστήμονες του περιθωρίου…; Γιατί λοιπόν οι ίδιοι οι κυβερνητικοί γιατροί δεν άδραξαν ασμένως αυτήν την ακαταμάχητη ευκαιρία να καταβαραθρώσουν δημοκρατικά και διαλεκτικά τους «απάνθρωπους δολοφόνους» αυτής της σύγχρονης τραγικής ιστορίας και δεν την απαίτησαν από τους πολιτικούς; Κι αν την απαίτησαν, γιατί δεν αποσύρθηκαν αμέσως, αν τους την αρνήθηκαν; Τι διακυβεύτηκε εκεί γύρω;
Κι ένας λόγος για κάποιους εκκλησιαστικούς παράγοντες
Τέλος, με κάθε σεβασμό, θα ήθελα να αρθρώσω μερικά ερωτήματα προς εκείνους τους εκκλησιαστικούς παράγοντες που σαν έτοιμοι από καιρό αποδείχθηκαν πολύ πρόθυμοι να υιοθετήσουν πλήρως το ως άνω «επιστημονικό φαντασιακό», στατιστικά μάλιστα ενημερωμένο (παρά την υπο-καταγραφή πολλών στοιχείων…). Είναι αυτοί που κατά τεκμήριο είχαν κληθεί να αντιστέκονται στον «συσχηματισμό» με την φανερή και αφανή εξουσία του κόσμου τούτου και μάλιστα μας προέτρεπαν σε αυτόν. Προέβαλαν από την αρχή της πανδημίας τον σαφή διαχωρισμό σε πνευματικά και ιατρικά ζητήματα, διαχωρισμό, ο οποίος είναι άγονος αλλά και εσφαλμένος. Κάθε πράγμα, κάθε ον, κάθε πράξη και διαδικασία στον κόσμο αυτό αποτελεί πρώτα πνευματικό-θεολογικό ζήτημα και στη συνέχεια υλικό, ενώ ο χωρισμός σε «ιερά» και «βέβηλα» εδάφη αποτελεί μέρος άλλης (χριστιανικής και όχι μόνο) παράδοσης. Όταν ούτε μια τρίχα δεν πέφτει από το κεφάλι μας, ούτε ένα σπουργίτι δεν πέφτει στη γη χωρίς να το θέλει ο Θεός, όταν οι ουρανοί, τα πουλιά ακόμη και οι βάτραχοι «διηγούνται δόξαν Θεού», όταν οι άγιοι αναφωνούν «πουλάκι ελέησον, χορταράκι ελέησον», όταν «η φύση συστενάζει και συνωδύνει άχρι του νυν» κλπ., τι άραγε απομένει απέξω που να είναι μόνο και αυστηρά ιατρικό και για το οποίο πρέπει να ερωτηθεί αποκλειστικά ο γιατρός; Πώς το πνευματικό στοιχείο σταματά στην πόρτα της κλινικής ή του ιατρείου; Από την άλλη μεριά, έχει άβατα η σύγχρονη δημοκρατία; Αλλά και ποιος γιατρός πρέπει να ερωτηθεί, όταν κυκλοφορούν τόσες διαφορετικές γνώμες και όταν επιπλέον όσοι έχουν, όχι «δεισιδαιμονική», αλλά επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη, αλλότρια της ηγεμονικής, καταδιώκονται ανηλεώς, χωρίς κανείς δημοκρατικός θεσμός να διαμαρτυρηθεί; Μήπως πρέπει να ερωτηθούν μόνο οι γιατροί οι εντεταλμένοι από την εκάστοτε, εφήμερη πάντα…, κυβέρνηση; Οι έχοντες τη σφραγίδα της; Μήπως ειδικά οι «χριστιανοί γιατροί»[9], οι οποίοι, όντας και οι ίδιοι πλήρως δικτυωμένοι στο ακαταμάχητο πλέγμα των συντεχνιακών αλληλ-εγγυοτήτων (όπως ήδη έχει αποκαλυφθεί), πρώτοι έσπευσαν να υπηρετήσουν το αφήγημα της πανδημίας και οδήγησαν εκατομμύρια ανθρώπους σε μια μονοδρομική κατεύθυνση ανελευθερίας, την οποία αναπαρήγαγαν όλοι οι υπόλοιποι;
Οι συγκεκριμένοι εκκλησιαστικοί άνδρες διακήρυξαν επίσης στεντορείως ότι «η επιστήμη είναι δώρο του Θεού στην ανθρωπότητα», «πρέπει να υπακούμε στους ειδικούς επιστήμονες» κλπ., φέρνοντας παραδείγματα από τη Σοφία Σειράχ, τον Μ. Βασίλειο, τη νοσοκομειακή περίθαλψη του Αγίου Νεκταρίου, την ευλογία σε γιατρούς άλλων σύγχρονων αγίων, συγχέοντάς τα με τη σύγχρονη επιστήμη. Θεωρούν ότι είναι ίδια είναι η επιστήμη των βοτάνων, των βδελών και των τεσσάρων χυμών του σώματος της προνεωτερικής εποχής με την επιστήμη των κρυφών και φανερών εργαστηρίων, των υπέρογκων χρηματοδοτήσεων, της παγκόσμιας προπαγάνδας και της επιτακτικής ειδωλοποίησης της νεωτερικής και μετανεωτερικής εποχής. Ίδια ήταν η επιστήμη της διαπροσωπικής και πνευματικής συνάφειας με την επιστήμη των δεικτών και των εργαλείων, με τα οποία η επιστήμη σήμερα διατείνεται ότι «βλέπει»[10]. Δεν μεσολάβησε τίποτε ανάμεσά τους, καμιά αλλαγή, καμιά ρήξη. Δεν λαβαίνουν καν υπόψη τους τη δυνατότητα να υφίσταται κάποια θεολογική, ιστορική, κοινωνιολογική ή σημειολογική διαφοροποίηση μέσα στο χρόνο, παίρνοντας τις λέξεις «τοις μετρητοίς» και υπακούοντας σε ανιστορικές, και εντέλει μη-επιστημονικές, προκαταλήψεις.
Επιπλέον, γιατί πολλοί εκκλησιαστικοί άνδρες, αγόμενοι μάλιστα, όπως δηλώνουν, από τους ίδιους τους «χριστιανούς γιατρούς», δεν είναι συνεπείς στον διακηρυγμένο τους διαχωρισμό πνευματικού-ιατρικού και καταφεύγουν σε έναν συναισθηματικό, πνευματικό, ηθικό (ακόμη και οικονομικό) εκβιασμό των «αποστατών» εκ του ποιμνίου τους, ακολουθώντας κατά πνεύμα και κατά γράμμα τους εκβιασμούς των πολιτικών, των δημοσιογράφων και των εντεταλμένων γιατρών; Γιατί επιμένουν, με απόλυτους μάλιστα όρους, στην «αμαρτία» που φέρουν όσοι αντιστέκονται, ή είναι απλώς καχύποπτοι στην προπαγάνδα ή, επιτέλους, φοβούνται (έγινε και ο φόβος…αμαρτία!), κραδαίνοντας πρώτοι το μαστίγιο των απειλών, των ποινών και τη γελοιοποίηση των αδελφών τους «υπέρ ων Χριστός απέθανεν»; Γιατί αναφέρονται τόσο εξαναγκαστικά «στον λόγο που θα δώσουν στο Θεό» οι εκάστοτε αντιρρησίες, στην ευθύνη των «δολοφονιών» (!) που άθελά τους διαπράττουν, στην εκκλησιαστική σχισματικότητα που τους κατέχει, και πολλές άλλες εύλαλες αντιπράξεις που ακούμε καθημερινά;
Ας μου επιτρέψουν να θεωρήσω ότι δεν κατανοούν πως, αναπαράγοντας αστόχαστα τα ρασιοναλιστικά επιχειρήματα του φύρδην-μύγδην σύγχρονου περιβάλλοντος (το οποίο μες στην τελευταία μάλιστα διετία άλλαξε επίσημα πολλές γνώμες, οι οποίες παρουσιάζονταν κάθε φορά ως νομιμοποιημένες…) με τεράστια και αδικαιολόγητη κάποτε οργή (!), θα έρθει φυσιολογικά η στιγμή που, κατά απόλυτη συνέπεια, θα τραβηχτούν όλα αυτά τα επιχειρήματα στα άκρα, με τραγικό αποτέλεσμα να πέσουν στην παγίδα και να πληγούν οι ίδιοι αλλά κυρίως ο θεσμός που υπηρετούν. Δεν γνωρίζουν άραγε ότι ο πνευματικός αυτός θεσμός είναι προγραμματικά πλήρως αλλότριος του κακοχωνεμένου και εφήμερου αυτού, στατιστικού και εργαστηριακού, ρασιοναλισμού, είναι θεσμός δηλαδή πλήρης «δεισιδαιμονιών», κατά τις εκτιμήσεις βεβαίως των παλαιών και σύγχρονων ρασιοναλιστών, που θα αδράξουν ασμένως την ανέλπιστη ευκαιρία που τους προσφέρθηκε;
Οι εκκλησιαστικοί αυτοί παράγοντες, για λόγους αποκλειστικά πολεμικής, μεγεθύνουν επίσης και γενικεύουν μεμονωμένες περιπτώσεις αταβιστικής, αγριεμένης ή ακόμη και χυδαίας αντίδρασης στις εντολές τους από κάποιους αντιρρησίες. Παραβλέπουν όμως το γεγονός ότι εξαιτίας της τεράστιας ψυχολογικής πίεσης που υφίστανται άπαντες, πίεσης που εκβάλλει με τρόπους όχι πάντα «νηφάλιους» και «συνετούς» (και το βλέπουμε στην καθημερινή, σπαραξικάρδια ειδησεογραφία…), είναι αναμενόμενες τέτοιου είδους εκτροπές. Αντί λοιπόν να εναγκαλιστούν αυτούς τους, ορθά ή εσφαλμένα (ποιος, αλήθεια, ξέρει τι θα αποδειχθεί στο τέλος, όταν λ.χ. βυθιζόμαστε ολοένα στις νέες μεταλλάξεις και στις ακατάπαυστες «αναμνηστικές» δόσεις;…) διεγερμένους «αποστάτες», αντί να προσπαθήσουν να κατανοήσουν βαθύτερα τις όποιες, επιστημονικές ή ανορθολογικές, αντιρρήσεις τους, ακόμη και τις καταφανώς, κατ’ αυτούς, «ανόητες», αντί να επιμείνουν στην πειθώ και μόνο σε αυτήν (εφόσον δεν είναι…πνευματικό το ζήτημα!), εκείνοι έχουν έτοιμη τη …δανεισμένη από τον ρασιοναλισμό ερμηνεία της «δεισιδαιμονικής» και «μεσαιωνικής» συμπεριφοράς των αντιδρώντων και εκτρέπονται πλέον οι ίδιοι σε απειλές και επιτίμια, «δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ»… Ίσως δεν κατανοούν όμως ότι με τον τρόπο αυτό πολώνουν ακόμη περισσότερο το ήδη διχαστικό κλίμα, με αποτέλεσμα, όσοι αντιδρούν, να στρέφονται όχι μόνο εναντίον της πολιτικο-υγειονομικής ηγεμονίας, αλλά και εναντίον της υπηρετούσας την πρώτη εκκλησιαστικής εξουσίας, με απρόβλεπτες συνέπειες, όταν ειδικά η ίδια η παγκόσμια κοινότητα ραγδαίως και αποφασιστικά αφίσταται της παράδοσής μας (κραδαίνοντας μάλιστα ως ακαταμάχητο όπλο τις ίδιες τις ρασιοναλιστικές αιτιάσεις…). Τους ωθούν εκτός Εκκλησίας, τους αποκόβουν ως αποσυνάγωγους, τους ωθούν να ανταλλάξουν την εμπιστοσύνη τους, ρίχνοντάς τους στην πρόθυμη αγκαλιά, όχι μόνο του «γεροντισμού», αλλά και ποικίλων σεκτών που χαιρέκακα παραμονεύουν… Υπάρχει επίγνωση άραγε των προβλεπόμενων, τραγικών αποτελεσμάτων αυτού του εκκλησιαστικού «αφορισμού» όλων των μη-«συνετών», μη-«λογικών», των μη-υποταγμένων στη σύγχρονη θεότητα της επιστημονικοκρατίας πιστών, όταν μάλιστα αριθμητικά ελάχιστοι από αυτούς είναι «χυδαίοι», «φαιδροί», «δεισιδαίμονες», «μεσαιωνόπληκτοι», «ψεκασμένοι», «φονταμενταλιστές» κλπ., όπως με εξαιρετική ευκολία γενικεύονται οι μεμονωμένες, υπάρχουσες εξάλλου σε όλους τους χώρους και τις εποχές, περιπτώσεις; Σε κάθε περίπτωση, αν με τη Γαλλική Επανάσταση ήρθε στο προσκήνιο «η ιδέα των απρόβλεπτων συνεπειών, η ιδέα ότι άλλες είναι οι βουλές των ανθρώπων και άλλα τα κελεύσματα της απόκρυφης πραγματικότητας…» (I. Berlin), αν η ίδια η Ελληνική Επανάσταση, που γιορτάζουμε ποικιλοτρόπως φέτος, ανέδειξε, για άλλη μια φορά, την τεράστια σημασία των μειοψηφιών στην ιστορική εξέλιξη, μήπως θα έπρεπε όλοι μας, μπρος στην ιλιγγιώδη κάθοδο της ομο-ηγεμονικο-ποίησης του σύγχρονου κόσμου, να στοχαστούμε περισσότερο πάνω στον στίχο του δικού μας Δ. Σαββόπουλου, «Οι μειοψηφίες/τάγματα ξυπόλητα/σκαρφαλώνουν μέσα/σε σκοτάδια απόλυτα»;
Πολλά και επείγοντα είναι τα ερωτήματα που θα μπορούσε να θέσει κανείς. Θα αφήσουμε άραγε την απαισιοδοξία να μας τυλίξει απέναντι σε ένα αδυσώπητο «επιστημονικό φαντασιακό» που, επιπλέον, προδίδει τις ίδιες τις αρχές της επιστήμης, ως άρνησης των απαράβατων βεβαιοτήτων, ως διαρκούς και επίμονης αμφισβήτησης, αλλά και τις αρχές της δημοκρατικής ισηγορίας; Είναι άραγε ζήτημα ευφυΐας ή μωρίας, όπως συχνά και αποπλανητικά προβάλλεται; Ποιος εντέλει μπορεί, δικαιούται και υποχρεούται να το πει; Και ποιοι θα μπορούσαν, θα ήθελαν ή θα έπρεπε να ακούσουν;
Σημειώσεις
[1] Έτσι, ο Claude Levi-Strauss προσπάθησε με το έργο του να δείξει, όχι απλώς «ότι οι άνθρωποι σκέπτονται με μύθους, αλλά πώς οι μύθοι λειτουργούν στα μυαλά των ανθρώπων, χωρίς εκείνοι να το ξέρουν»… Claude Levi-Strauss, The Raw and the Cooked: Introduction to a Science of Mythology: I, trans. J. Weightman and D. Weightman, New York: Harper and Row, 1969, p. 12.
[2] «Για την υπόλοιπη κοινωνική ομάδα το γεγονός ότι ξέρει πως ορισμένοι ξέρουν έχει τεράστια σημασία, γιατί ξέρει πως μπορεί να τους έχει εμπιστοσύνη∙ γι’ αυτήν δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο αν μια θεωρία έχει γερά θεμέλια όσο το γεγονός ότι είναι η ίδια σε θέση να εμπιστεύεται έναν ειδήμονα… Αυτό έχει αποφασιστική σημασία για τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων και των προλήψεων…». Veyne Paul, «Η εννοιολόγηση στην ιστορία», στο: Ζακ Λε Γκοφ-Πιερ Νορά, Το έργο της Ιστορίας, μετ. Κλαίρη Μιτσοτάκη, Αθήνα: Ράππας, 1975, τόμ. Α΄, σ. 108.
[3] Α. Σμυρναίος, «Ειλικρινισμός»: η σύγχρονη παθολογία της αυτο-λατρείας», Αντίφωνο, 3.9.2020.
[4] «Όλη η κοινωνική δομή είναι θεμελιωμένη στην πίστη ή στην εμπιστοσύνη. Κάθε εξουσία εγκαθίσταται πάνω σ’ αυτές τις ψυχολογικές ιδιότητες. Μπορούμε να πούμε ότι ο κοινωνικός κόσμος, ο δικαστικός κόσμος, ο πολιτικός κόσμος είναι ουσιαστικά κόσμοι μυθικοί, δηλαδή κόσμοι που οι νόμοι, οι βάσεις, οι σχέσεις που τους συνιστούν δεν έχουν δοθεί, προταθεί, από την παρατήρηση των πραγμάτων, από μια διαπίστωση, από μια άμεση αντίληψη· αλλά, αντίθετα, αποκτούν από μας την ύπαρξή τους, τη δύναμή τους, τη δράση ώθησης και καταναγκασμού…». Πωλ Βαλερύ, Επιλογή από το έργο του, μετ. Χαρά Μπανάκου-Καραγκούνη, Αθήνα: Στιγμή, 2007, σ. 47.
[5] Α. Σμυρναίος (2020), Η Ιστορία ως επιπτύχωση: Από μια ιστοριογραφία βουλιμική σε μια υδροκεφαλική Διδακτική της Ιστορίας, Αθήνα: Γρηγόρης, σσ. 134-138.
[6] Α. Σμυρναίος (2020), «Φιλοσοφώντας για και με τα παιδιά: όταν η φιλοσοφία συναντά την ιστορία και την παιδαγωγική», στο Ludwig Duncker-Χρήστος Γκόβαρης (επιμ.), Φιλοσοφώντας με παιδιά στο Δημοτικό Σχολείο: Θεωρία και Παραδείγματα, Αθήνα: Διάδραση, 2020, σσ. 81-99.
[7] Paul Feyerabent (2006), Ενάντια στη Μέθοδο. Για μια αναρχική θεωρία της γνώσης, μετ. Γρ. Καυκαλάς, Γ. Γκουνταρούλης, Αθήνα: Σύγχρονα Θέματα, σσ. 268-269.
[8] π. Νικόλαος Λουδοβίκος (2020), Η ανοικτή ιστορία και οι εχθροί της. Η άνοδος του βελούδινου ολοκληρωτισμού, Αθήνα: Αρμός.
[9] Α. Σμυρναίου, «Ο ‘χριστιανός επιστήμονας’: στοχασμοί πάνω σε μια υβριδική ετερότητα», Αντίφωνο, 18.2.2021.
[10] «Να βλέπεις, στην επιστήμη του καιρού μας, σημαίνει, σχεδόν αποκλειστικά, να ερμηνεύεις ενδείξεις οι οποίες έχουν παραχθεί από εργαλεία». Paolo Rossi (2004), H γένεση της σύγχρονης επιστήμης στην Ευρώπη, μετ. Παναγιώτης Τσιαμούρας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 53.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο (1980) του Γιάννη Σπυρόπουλου.
σωστά και ωραία.
Ένα πράγμα όμως είναι το επιστημονικό “φαντασιακό” ως κατήχηση στον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό και άλλο πράγμα το απολιτικό, αγγλοσαξονικό επίσης, “φαντασιακό” του διαίρει και βασίλευε. Και τα δύο, ωστόσο, ανήκουν στο βαρβαρικό Κοινωνικό Φαντασιακό που αφήσαμε να κυριαρχήσει αποδεχόμενοι τη μυθική-μεταφυσική-θεολογική ταύτιση της “ορθολογικότητας” με τον ελληνικό Λόγο.