του Σπύρου Βούγια*
Στην πρώτη του δήλωση μετά την παρουσίαση του πρώτου βραβείου του
διεθνούς διαγωνισμού για την ανάπλαση του εμβληματικού άξονα της Αριστοτέλους,
ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, σα να ήθελε να προλάβει τα αναπόφευκτα σχόλια για τους
αμφίσημους νεωτερισμούς και τις επιδεικτικές προσπάθειες εντυπωσιασμού της πρότασης, είπε, σχεδόν απολογητικά, το αμίμητο: «…εδώ που τα λέμε,και η Αριστοτέλους
τα έχει τα χρονάκια της!».
Δεν επιθυμώ να σχολιάσω εδώ την προσωπική εμμονή του δημάρχου με το θέμα της αιώνιας νεότητας (το ελιξίριο της οποίας ο ίδιος προφανώς διαθέτει), που εκδηλώνεται συχνά με προσβλητικά σχόλια που απευθύνονταν μέχρι τώρα άλλοτε προς τους «γηρασμένους» πολιτικούς του αντιπάλους και άλλοτε προς τους «μπαγιάτηδες» Θεσσαλονικείς, που αδυνατούν (λόγω ηλικίας, οι δύσμοιροι) να κατανοήσουν τον δυναμισμό και τη φρεσκάδα των απόψεών του και να συμμεριστούν τον ενθουσιασμό και τη νεανική ενεργητικότητα της διοίκησης. Οφείλω να σταθώ όμως στη νέα ανιστόρητη αναφορά του στα «χρονάκια» της Αριστοτέλους, γιατί μοιάζει να συμβαδίζει και με την αρχιτεκτονική προσέγγιση της πρότασης που βραβεύτηκε στον σχετικό διαγωνισμό. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η ιστορία, ο χαρακτήρας, η φυσιογνωμία και η ταυτότητα ενός εμβληματικού έργου συγχέονται με τη διάρκεια της παρουσίας του και η κλασική του αντοχή και ανθεκτικότητα στο χρόνο νοούνται ως στασιμότητα, παλαιότητα, κόπωσηκαι γήρανση. Με αυτό το σκεπτικό, αναρωτιέμαι πώς θα χαρακτήριζε κανείς τα μεσαιωνικά κέντρα των Ευρωπαϊκών πόλεων που διατηρήθηκαν ως κόρη οφθαλμού, τα Ρωμαϊκά και τα αρχαία μνημεία ή (τηρουμένων των αναλογιών) ακόμηκαι την Ακρόπολη: αυτή κι αν έχει τα «χρονάκια» της κ. δήμαρχε.
Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, και το βασικό πρόβλημα και της ιδέας που βραβεύθηκε: λειτουργεί ανεξάρτητα από τις ιστορικές καταβολές και τις υποχρεωτικές «δεσμεύσεις» του πιο εμβληματικού άξονα της πόλης, που σχεδιάστηκε από τον ΕρνέστοΕμπράρ πριν 100 χρόνια και υλοποιήθηκεσε μεγάλο βαθμό αντέχοντας στο χρόνο και τις κάθε είδους πιέσεις. Αυτές περιγράφονταν, μάλιστα, πολύ αναλυτικά από τις υπηρεσίες του Δήμου, στο επιμελημένο τεύχος της προκήρυξης του διαγωνισμού, μαζί με τις πολλές και αναλυτικές απαιτήσεις για τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων.
Πριν, όμως, από έναν προκαταρκτικό σχολιασμό του πρώτου βραβείου, πρέπει να απαντηθούν κάποιες καίριες απορίες σε σχέση με τον ίδιο τον διαγωνισμό και την κριτική του επιτροπή: α) πώς εξηγείται ο τόσο μικρός αριθμός συμμετοχών (μόλις 13) για την ανάπλαση ενός τόσο σημαντικού άξονα και τις σχετικά υψηλές αμοιβές για τα βραβεία;
β) πώς εξηγείται η ελάχιστη συμμετοχή ξένων αρχιτεκτόνων σε έναν διαγωνισμό που ήταν,κατ’ όνομα μόνο, διεθνήςκαι πώς είναι δυνατό να μην υπάρχει ούτε ένας στις 6-7 συμμετοχές που πήραν βραβείο ή έπαινο και γ) γιατί στη σύνθεση της κριτικής επιτροπής δεν είχε οριστεί ούτε ένας ξένος αρχιτέκτονας; Να υπενθυμίσω οτι στον παράλληλα εξελισσόμενο διαγωνισμό για την ανάπλαση της ΔΕΘ, οι συμμετοχές ήταν πολλαπλάσιες, ο πρόεδρος και μέλη της επιτροπής ήταν διακεκριμένοι ξένοι αρχιτέκτονες και οι περισσότερες ομάδες συγκροτήθηκαν από ισχυρές συμπράξεις Ελληνικών και ξένων αρχιτεκτονικών γραφείων. Προσωπικά, σε όλη αυτή τη διαδικασία, μου δόθηκε η γενική αίσθηση και η εντύπωση πως δεν υπήρξε από το σύνολο των εμπλεκομένων η αναγκαία και έντονα βιωματική σχέση με τη Θεσσαλονίκη.
Είναι προφανές πως, αντί των πανηγυρισμών για την υποτίθεται «μεγάλη απήχηση» του διαγωνισμούθα έπρεπε να επικρατήσει σοβαρός προβληματισμός για το ενδεχόμενο να να κηρυχθεί άγονος, αφού ούτε ο αριθμός, ούτε η σύνθεση των συμμετοχών αλλά ούτε (σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες) και το γενικό επίπεδο των προτάσεων που κατατέθηκαν ήταν ικανοποιητικά.Γενικά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως, σε σύγκριση και με άλλους διαγωνισμούς αναπλάσεων του Δήμου Θεσσαλονίκης (πλατεία Ελευθερίας, Αγίας Σοφίας κ.ά), ο διαγωνισμός αυτός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, σε καμία περίπτωση πετυχημένος. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι οτι υπήρξε ενδεχομένως κάποια ισχυρή επιθυμία ή και πίεση να βγει οπωσδήποτε αποτέλεσμα στον διαγωνισμό, προκειμένου να διασωθεί η διοίκηση από ένα ακόμη ναυάγιο στις ατελέσφορες προσπάθειές της να προωθήσει στην πράξη έστω και ένα σοβαρό έργο στην πόλη.
Μιλώντας ειδικότερα για την βραβευμένη πρόταση, τα πρώτα σχόλια που παρουσιάστηκαν στο διαδίκτυο επικεντρώνονται αναγκαστικά στον εξωτισμό και τον αφελή οριενταλισμό του «δωματίου με τους φοίνικες» και στον «καθρέπτη» με τα νερά της πλατείας, που δημιουργεί αναγκαστικά συνειρμούς, σε σχέση με την εγκατάλειψη στην οποία βρίσκονται συνήθως αντίστοιχες κατασκευές στην πόλη. Και, βέβαια, σχολιάζεται ο προφανής παραλληλισμός με τους αντίστοιχους θεματικούς «κήπους» της νέας παραλίας, τους οποίους φαίνεται να αντιγράφει. Η κρίσιμη διαφορά όμως, είναι πως, ενώ στη νέα παραλία οι σχεδιαστές είχαν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν ελεύθερα σε έναν ανοιχτό καινούργιο χώρο, χωρίς το βάρος συγκεκριμένων ιστορικών δεσμεύσεων, οι συνθήκες επέβαλαν για την Αριστοτέλους τον σεβασμό σε σοβαρές και υποχρεωτικές δεσμεύσεις. Για παράδειγμα, ο επιπόλαιος, κατά τη γνώμη μου, κατακερματισμός της ενιαίας φυσιογνωμίας του άξονα, (που από την Εγνατία μέχρι τη θάλασσα σχεδιάστηκε από τον Εμπράρ με συνεχή πολεοδομικά, αρχιτεκτονικά και κτιριολογικά χαρακτηριστικά), αλλοιώνει τον ιστορικά ενιαίο χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ταυτότητά του και καθιστά τελικά την Αριστοτέλους σχεδόν μη αναγνωρίσιμη. Στην προσπάθειά τους δηλαδή οι αρχιτέκτονες, να σχεδιάσουν κάτι πιο ενδιαφέρον που θα εντυπωσίαζε (όπως και συνέβη) τους κριτές, προχώρησαν σε μια πολύ μεγάλη και τολμηρή επέμβαση, ένα παραμορφωτικό σχεδόν «λίφτιγκ», που ακυρώνει τελικά τα βασικά υφολογικά χαρακτηριστικά του άξονα και καθιστά την πλατεία Αριστοτέλους περίπου αγνώριστη. Σκέφτομαι υποθετικά πως, αν θα μπορούσε να μας παρακολουθήσει από κάπου ο ΕρνέστοςΕμπράρ, θα στριφογυρίζει πολύ ανήσυχος για τις εξελίξεις στο ζήτημα αυτής της ατεκμηρίωτης παρέμβασης στον ιστορικό του σχεδιασμό.
Αυτή η συζήτηση, όμως, θα κρατήσει καιρό και πρέπει να γίνει ανοιχτά και δημόσια, με την ψυχραιμία, την προσοχή και τη νηφαλιότητα που απαιτεί ο σεβασμός στην προσπάθεια των αρχιτεκτόνων που εργάστηκαν γι’ αυτήν. Αυτό όμως που δεν πρέπει να ξεχνά οπωσδήποτε κανείς, είναι πως την τελική ευθύνη για την απόφαση για την υλοποίηση του έργου και τις όποιες θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις του στην εικόνα και τη λειτουργία της πόλης, δεν την φέρουν οι συμμετέχοντες, ούτε η κριτική επιτροπή του διαγωνισμού, αλλά αποκλειστικά ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Σπύρος Βούγιας, Συγκοινωνιολόγος, Ομότιμος Καθηγητής ΑΠΘ