Της Δανάης Κουμανάκου Πρέσβη ε.τ.
Μια βαθύτερη προσέγγιση στις σχέσεις των δύο χωρών.
Όσοι ζήσαμε την διαδικασία διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας από την πρώτη μέρα, γνωρίζαμε ότι ένας από τους στόχους ήταν αργά ή γρήγορα να ακυρωθεί και ο τελευταίος ιστορικός της πυλώνας, η ένωση Σερβίας- Μαυροβουνίου. Αρχικά, η Ποτγκόριτσα ακολούθησε το Βελιγράδι στο μακρύ δρόμο του πολέμου, υπέμεινε τις κυρώσεις που επέβαλε ο ΟΗΕ ακόμα και τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ για το Κόσσοβο.
Όμως κάποια στιγμή, στο μυαλό του ισχυρότατου άνδρα της χώρας Μίλο Τζουκάνοβιτς γύρισε ένας διακόπτης. Η αντίστροφη μέτρηση για το βαλκανικό διαζύγιο ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και τα κίνητρα ήταν κυρίως οικονομικά, δευτερευόντως πολιτικά. Το Μαυροβούνιο έχοντας υιοθετήσει το μάρκο και στη συνέχεια το ευρώ για εθνικό του νόμισμα, ρεαλιστικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διέθετε πολύ λαμπρότερες προοπτικές να αναπτύξει την οικονομία του και να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ χωρίς να επωμισθεί -για μια ακόμα φορά- τα βάρη της Σερβίας. Ενώ λοιπόν οι δύο χώρες το 2003 επιβεβαίωσαν την επιθυμία τους για χαλαρή ένωση, το 2006 πάλι με δημοψήφισμα το Μαυροβούνιο αποφάσισε τον οριστικό διαχωρισμό του από την Σερβία, ανοίγοντας έτσι την πόρτα για την ένταξη του στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Πόσο, όμως, είναι εύκολος και ομαλός ένας χωρισμός όταν τουλάχιστον το 30% του πληθυσμού δηλώνουν Σέρβοι, η Σερβική εκκλησία έχει βαθύτατες ρίζες στην κοινωνία, την οικονομική και την πολιτική ζωή της χώρας και διαθέτει εκεί σημαντική περιουσία; Πόσο γρήγορα μπορεί να μεταβληθεί η δομή της καθημερινότητας των ανθρώπων, όταν στη Σερβία παραδοσιακά δραστηριοποιείται σε κάθε βαθμίδα μεγάλος αριθμός Μαυροβουνίων; Πόσο εύκολα καταργείται η κοινή πορεία εκατό και πλέον ετών, με την απόφαση της Βουλής στην Ποτγκόριτσα να κηρύξει άκυρη την πράξη του 1918 που ένωνε υπό τον Καραγιώργεβιτς τις δύο χώρες στο Βασίλειο της Σερβίας;
Η πιο πρόσφατη – αλλά όχι τελευταία- εξέλιξη στην καθοδική πορεία των σχέσεων Ποτγκόριτσας – Βελιγραδίου όπου η δημόσια κριτική του Σέρβου πρέσβη θεωρήθηκε –και δικαίως- επέμβαση στα εσωτερικά του Μαυροβουνίου αφού ασκούσε κριτική σε απόφαση του Κοινοβουλίου ήρθε στον απόηχο της εκδημίας του Μητροπολίτη Μαυροβουνίου και Παραθαλασσίας Αμφιλοχίου και λίγες μέρες μετά, του Πατριάρχη Σερβίας Ειρηναίου. Ο σέρβος διπλωμάτης κηρύχθηκε ανεπιθύμητος μέσα σε λίγες ώρες. Εκεί που όλα έδειχναν ότι το Βελιγράδι θα ανταπέδιδε ανάλογα, φαίνεται την τελευταία στιγμή να επικράτησαν ωριμότερες σκέψεις και πραγματοποιήθηκε μια έξυπνη στροφή. Η Σερβία ανακοίνωσε ότι δεν θα επέμενε στην απόφαση να προχωρήσει σε αντίμετρα και δήλωσε ότι επιθυμεί να τηρήσει στάση και πολιτική καταλαγής.
Η πρώτη ανάγνωση θα ήταν ότι η Σερβία κατάλαβε την ουσία του μυνήματός από την πλευρά των ευρωπαϊκών θεσμών, ότι το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών δεν χρειάζεται να επιβαρυνθεί και άλλο. Όμως η πραγματικότητα είναι ακόμα πιο σοβαρή και πολιτικά απείρως πιο σημαντική. Το επόμενο διάστημα πρόκειται να αναλάβει η νέα κυβέρνηση στο Μαυροβούνιο, ως αποτέλεσμα των εκλογών του Αυγούστου που έφεραν εκτός κυβερνητικής εξουσίας το κόμμα του προέδρου Τζουκάνοβιτς, μετά από 30 χρόνια στην εξουσία. Ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών δυνάμεων που την απαρτίζουν θεωρούνται φιλοσερβικές, προφανώς το Βελιγράδι επιθυμεί το ελάχιστο της έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών. Εξάλλου τους επόμενους μήνες η ιεραρχία της Σερβικής εκκλησίας έχει να λύσει τον γρίφο τόσο της εκλογής του επόμενου Πατριάρχη της αλλά και να εκλέξει τον διάδοχο του Μητροπολίτη Μαυροβουνίου. Δύσκολο και βαρύ το έργο της επιλογής. Ακόμα πιο δύσκολο όμως θα είναι για όποιους επιλεγούν, λαμβανομένου υπόψη ότι η Σερβική εκκλησία παραμένει βασικός θεσμός και δεσμός ανάμεσα στις δύο χώρες ενώ το ζήτημα του νόμου για την περιουσία της στο Μαυροβούνιο παραμένει επίκαιρο και ο χειρισμός του αποτελεί πρόκληση ηγεσίας για την επερχόμενη κυβέρνηση στην Ποτγκόριτσα αλλά και το Βελιγράδι που θα κληθεί να δείξει ανάλογα και ίσως σοφότερα αντανακλαστικά.
Στην πραγματικότητα, η μόνη σταθερή δυναμική – εκτός από τα αισθήματα των πολιτών που εύκολα όμως επηρεάζονται από στοχευμένες παρασκηνιακές παρεμβάσεις – είναι οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών. Αποτελούν σταθερό πυλώνα αλληλεξάρτησης κατά την διάρκεια της όλης αυτής πορείας και πρέπει να σηματοδοτήσουν την μετεξέλιξη της πολιτικής έντασης σε κάτι πιο χειροπιαστό, αναγκαίο και αμοιβαία επωφελές. Στον τομέα αυτό, οι δύο χώρες μπορούν να συμπληρώσουν η μια τις ανάγκες της άλλης, – με πρωταγωνιστή την Σερβία που έχει φυσικά βαρύνουσα θέση στο εμπορικό ισοζύγιο- χωρίς πιέσεις και παρεμβάσεις εξωγενών παραγόντων, με μόνο και αποκλειστικό γνώμονα την ανάπτυξη και την εξυπηρέτηση των πραγματικών αναγκών όλων των κατοίκων τους. Σε μια τέτοια προοπτική, η έμπρακτη συμβολή και η ενθάρρυνση των χωρών της περιοχής και φυσικά, μέσα σε αυτές αναφέρομαι κυρίως στην Ελλάδα θα αποκτήσει σημαντικό, σχεδόν στρατηγικό ρόλο γιατί μπορεί να βοηθήσει αποφασιστικά στην οριστική απομάκρυνση εκείνων των στοιχείων που έχουν ως στόχο την καθυστέρηση ή και ακύρωση των πολιτικών που θέλουν να φέρουν με ασφάλεια τα Δυτικά Βαλκάνια ως ισότιμα μέλη στην Ε.Ε.
Ίσως είναι δύσκολα κατανοητή η ένταση των εξελίξεων στον περιορισμένο χώρο που συμβαίνουν και ίσως να παρουσιάζουν σχετικό ενδιαφέρον για όσους αρέσκονται να παρακολουθούν τα μεγάλα παιγνίδια στην παγκόσμια σκακιέρα. Αλλά, για την περιοχή μας έχει τεράστια σημασία η πορεία αυτής της σχέσης, με τις καθυστερήσεις, τις ανατροπές της και την διαχείριση των δυνατοτήτων που παρουσιάζονται. Γιατί δείχνει με τον πιο χειροπιαστό τρόπο, πόσο οι σχέσεις μεταβάλλονται στο χρόνο, πώς οι ιστορικές αποφάσεις μεταβαίνουν και μεταλλάσσονται όπως και ότι χρειάζεται θάρρος για να κοιτάξει ένας λαός το μέλλον του, χωρίς όμως να αδικήσει κανέναν. Στην εξίσωση αυτή, που δείχνει εκ πρώτης όψεως σαν μια τοπική φασαρία και αντιδικία, είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι όλοι οι παγκόσμιοι παίκτες είναι ωσεί παρόντες, είτε απευθείας είτε δι’ αντιπροσώπων. Σίγουρα δεν έχουμε δει την οριστική κατάληξη του δύσκολου αυτού βαλκανικού διαζυγίου και ότι καταγράφεται και επισημαίνεται σήμερα, μπορεί αύριο να ανατραπεί με τον πιο αναπάντεχο τρόπο.
Πηγή Εφημερίδα “Μακεδονία”.
”Σίγουρα δεν έχουμε δει την οριστική κατάληξη του δύσκολου βαλκανικού διαζυγίου και ότι καταγράφεται και επισημαίνεται σήμερα ,μπορεί αύριο να ανατραπεί με τον πιο αναπάντεχο τρόπο” καταλήγει η επίτιμος πρέσβης κυρία Κουμανάκου -στην εξαιρετική ενημερωτική ανάλυσή της-,σε σύγκριση με τον κ.Κοτζιά ,που μας διαβεβαίωνε ,με περισσή οίηση ότι, με την βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα και δίκαια Συμφωνία των Πρεσπών ,που υπέγραψε ,έλυσε οριστικά το πρόβλημα , που καθυστερούσαν να λύσουν όλες οι ”φοβισμένες”προηγούμενες κυβερνήσεις από το 1991.
Τι να λένε τώρα ο ίδιος και όλοι οι υποστηρικτές αυτής της Συμφωνίας με τις”Βορειομακεδονικές”-Βουλγαρικές εξελίξεις και τις εξελίξεις Σερβίας-Μαυροβουνίου και άλλες που θα επακολουθήσουν ,όταν θα συμπέσουν τα συμφέροντα των εκτός Ε.Ε κρατών των Δυτικών Βαλκανίων με τα συμφέροντα των μεγάλων γεωπολιτικών κρατών ;