του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ.
Το ερώτημα ποια δύναμη θα επικρατήσει στη Μέση Ανατολή, μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων δυνάμεων Τουρκίας και Ιράν, είναι πολύ σημαντικό και για τα ελληνικά συμφέροντα.
Διότι η γειτονική Τουρκία απειλεί ευθέως την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και μια ισχυροποίησή της στο μεσανατολικό χώρο θα της προσδώσει δύναμη και θα αυξήσει τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες της.
Εκεί που σκοντάφτει, είναι το μεγάλο πρόβλημα που έχει με τους Κούρδους, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και, κυρίως, το γεγονός ότι οι Κούρδοι ως πολεμική δύναμη στην περιοχή είναι επιλογή των ΗΠΑ για την επιτυχία των στόχων τους.
Η Τουρκία προσπαθεί να διακόψει αυτήν την σχέση αλλά, υπάρχει μια ιστορική μνήμη στις ΗΠΑ την οποία, φαίνεται, πως οι διαμορφωτές της αμερικανικής πολιτικής λαμβάνουν υπόψη.
Το 2003, η Τουρκία αρνήθηκε στις αμερικανικές δυνάμεις την είσοδο στο Ιράκ από το βορρά της χώρας, με αποτέλεσμα, η αμερικανική επιχείρηση να συναντήσει σημαντικά εμπόδια, να καθυστερήσει και να κοστίσει ακριβότερα. Οι ΗΠΑ, τότε, βοηθήθηκαν από τους Κούρδους. Το αποτέλεσμα ήταν η, οιονεί, κρατική κουρδική υπόσταση στο Βόρειο Ιράκ.
Στην πρόσφατη συριακή κρίση, η Τουρκία και πάλι αρνήθηκε στην, πρώτη φάση του πολέμου, τις αμερικανικές προτάσεις για την αντιμετώπιση του ISIS, μέχρι που η πορεία των πραγμάτων αντιστράφηκε και ο Ερντογάν, αφού παλινδρόμησε πότε με τους Ρώσους και πότε στην αναζήτηση διαφόρων άλλων συμμάχων, φαίνεται να καταλήγει, και πάλι, στην αμερικανική αγκαλιά.
Οι ΗΠΑ, δεν αρνούνται αυτήν την επάνοδο του ασώτου αλλά δεν είναι διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τη συνεργασία τους με τους Κούρδους η οποία ήταν αποτελεσματική και η οποία δεν τους δημιούργησε προβλήματα. Για την περιλάλητη εξωτερική πολιτική της Άγκυρας, το αποτέλεσμα και αυτής της συμπεριφοράς της θα είναι η ανάδυση μιας νέας κουρδικής οντότητας, αυτήν τη φορά στη Βόρειο Συρία.
Ο υπουργός άμυνας των ΗΠΑ ήταν σαφής στην τελευταία σύνοδο των ομολόγων του της Συμμαχίας. Είπε στους τούρκους ότι θα τους βοηθήσει στο θέμα του PKK αλλά, με διπλωματικό τρόπο απέκλεισε το αίτημα της Άγκυρας νε εγκαταλείψουν οι ΗΠΑ τους Κούρδους της Συρίας στην πολιορκία και, τελικά, την ανακατάκτηση της Ράκας, την οποία το Ισλαμικό κράτος χρησιμοποιεί ως πρωτεύουσά του.
Το pontos-news, τις τελευταίες ημέρες δημοσίευσε πολλά και αναλυτικά κείμενα- προσέγγισης της σχέσης του τριγώνου ΗΠΑ- Τουρκίας- Κούρδων. Η κατάληξη των σχετικών παρασκηνιακών ζυμώσεων ίσως να είναι, μετά το δημοψήφισμα στην Τουρκία, μια αλλαγή πολιτικής του Ερντογάν ως προς τους Κούρδους. Αν πετύχει το στόχο του στο δημοψήφισμα, ο πραγματιστής τούρκος πρόεδρος, δεν αποκλείεται να επαναπροσεγγίσει τους Κούρδους της Τουρκίας. Η πορεία από εκεί και πέρα είναι άδηλη. Οι Κούρδοι, πάντως, δεν θα αποδεχθούν κάτι λιγότερο από ένα είδος ομοσπονδοποίησης της Τουρκίας.
Αυτά όλα, όμως, δεν αναιρούν το σημαντικό ρόλο της Τουρκίας στο μεσανατολικό χώρο και τη διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας, κυρίως, από το Ιράν, δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλη σημαντική δύναμη στην περιοχή.
Η Σαουδική Αραβία, όπως σημειώσαμε και στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης για τις τουρκοιρανικές σχέσεις, δεν μπορεί να διαδραματίσει αυτόν το ρόλο. Επιδιώκει να βρίσκεται στην κορυφή αλλά, η αντιπαλότητά της με το Ιράν, την κάνει να αναζητά τη συνεργασία της Τουρκίας.
Η αντιπαράθεση, λοιπόν, Τουρκίας και Ιράν, και η ανάδειξη από αυτήν του κυρίαρχου περιφερειάρχη της Μέσης Ανατολής, θα επηρεάσει το μέλλον της περιοχής. Από αυτής της πλευράς, η αρνητική συμπεριφορά προς το Ιράν της νέας αμερικανικής κυβέρνησης, και, προφανώς, και του Ισραήλ, ευνοούν την Τουρκία. Αλλά, το παιχνίδι είναι πολύπλοκο και χαοτικό, δεν έχει καμιά γραμμικότητα αν το δει κανείς συνολικά.
Η αντιπαράθεση Τουρκίας- Ιράν, έχει ιστορικό και θρησκευτικό χρονικό βάθος.
Το Ιράν είναι ο αναμφισβήτητος ηγέτης των σιιτών και η Τουρκία διεκδικεί τον ρόλο του επικεφαλής των Σουνιτών.
Οι θρησκευτικές ρίζες της, ανάγονται στην εκλογή του πρώτου Χαλίφη (διαδόχου), στον απόηχο του θανάτου του προφήτη Μωάμεθ το 632. Εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν σουνίτες ή σιίτες.
Όσοι υποστήριξαν ως πρώτο χαλίφη τον Αμπού Μπακρ τελικά έγιναν γνωστοί ως σουνίτες. Εκείνοι που υποστήριξαν το γαμπρό του Μωάμεθ Αλί ονομάστηκαν σιίτες..
Ο πρώτος ενδο-μουσουλμανικός εμφύλιος πόλεμος έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τρίτου χαλίφη, Ουθμάν Μπιν Αφάν, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους αντιφρονούντες το 656.
Ο δεύτερος εμφύλιος ξέσπασε το 680 με τη μάχη της Καρμπάλα, στη διάρκεια της οποίας στα στρατεύματα του χαλιφάτου κυριάρχησε η δυναστεία των Ομεαϋδών που σκότωσαν τον Χουσείν, εγγονό του Προφήτη, και πολλά μέλη της οικογένειάς του.
Ως τη στιγμή που άρχισε ο τρίτος εμφύλιος, το Ισλάμ, έπαψε να είναι ένα ενιαίο χαλιφάτο μέχρι που η δυναστεία των Αββασιδών της Βαγδάτης ανέτρεψε το καθεστώς των Ομεϋαδών της Δαμασκού – ό,τι απέμεινε από το οποίο, στη συνέχεια, δημιούργησε ένα αντίπαλο χαλιφάτο στην Ιβηρική Χερσόνησο. Με την ανάληψη του χαλιφάτου απο τους Αβασίδες, ο μουσουλμανικός κόσμος έπαψε να είναι μια μοναδική γεωπολιτική μονάδα.
Εκτός από τα ανταγωνιστικά χαλιφάτα, προέκυψαν πολλά ανεξάρτητα εμιράτα, ιμαμάτα και σουλτανάτα.,
Κάποια στιγμή υπήρχαν τρία μεγάλα ανταγωνιστικά χαλιφάτα – των Αββασιδών, των Ομεϋαδών και των Φετιμιδών.
Τα περισσότερα από αυτά ήταν σουνιτικές κατακτήσεις ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, οι σιίτες (που διασπάστηκαν επίσης σε πολλές υποσέκτες, όπως οι δωδεκαϊστές, (Twelvers), Ισμαηλίτες, Ζαγίντις και Αλεβίτες) ήταν σε θέση να κερδίσουν την εξουσία.
Το πιο αξιοσημείωτο χαλιφάτο ήταν των Φατιμιδών (909-1171),το οποίο, στο απόγειο της δύναμής του κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αφρικής, του Λεβάντε και της δυτικής ακτής της Αραβίας. Στην Υεμένη, το Ιμαμάτο των Ζαίντι ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα και διατηρήθηκε ως τις αρχές του 1960.
Στην Περσία και τη Μεσοποταμία, το εμιράτο των Μπουγίντ ήταν ένα δωδεκαιστικό σιιτικό πολίτευμα που διήρκεσε από το 932 έως το 1055. Δεν υπήρχε τον 16ο αιώνα όταν η τρέχουσα θρησκευτική μάχης άρχισε να παίρνει μορφή.
Ήταν το πρώτο μισό του 1500 που η Αυτοκρατορία των Σαφαφιδών αναδείχθηκε ως μια δωδεκαιστική σιιτική πολιτεία στην Περσία και το οθωμανικό σουλτανάτο είχε εδραιωθεί στον αραβικό κόσμο.
Αυτές οι δύο δυνάμεις πολέμησαν μεταξύ τους, αλλά οι Οθωμανοί διατήρησαν το πάνω χέρι, επειδή ήταν σταθερά εδραιωμένοι στο σύγχρονο Ιράκ και τη Συρία.
Με την έναρξη της νεωτερικότητας, αυτά τα αυτοκρατορικά κράτη έπεσαν θύματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας. Ενώ οι Ευρωπαίοι σχεδίασαν τα σύνορα πολλών εκ των συγχρόνων εθνών- κρατών, αυτά τα μουσουλμανικά εδάφη είχαν τις δικές τους, σταθερές διαιρέσεις που απέρρεαν απο ενδο-μουσουλμανικές διαμάχες που διήρκεσαν σχεδόν 13 αιώνες.
Η Τουρκία και το Ιράν, πολέμησαν αδυσώπητα για την πρωτοκαθεδρία στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του 16ου, 17ου και 18ου αιώνα.
Νωρίτερα, η κύρια αντιπαράθεση στην περιοχή, ήταν μεταξύ του Βυζαντίου και της αυτοκρατορίας των Σασσανιδών (Ιράν), η οποία διήρκεσε αιώνες για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής.
Όλα έληξαν, δυστυχώς για τις δύο αυτές μεγάλες δυνάμεις, με την αραβική κατάκτηση.
Η αυτοκρατορία των Σασσανιδών ήταν ένας πρόδρομος του σημερινού Ιρανικού κράτους, όπως ακριβώς και οι μετέπειτα Σαφαφίδες.
Στον 21ο αιώνα ο ανταγωνισμός μεταξύ της Τουρκίας και του Ιράν έλαβε νέα μορφή και διεξάγεται με νέες μεθόδους.
Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι, φυσικά, ο συριακός πόλεμος. Και οι δύο δυνάμεις θέλουν να δουν ένα δορυφορικό καθεστώς επικεφαλής αυτής της χώρας του Λεβάντε. Ως αποτέλεσμα, υποστηρίζουν τις αντίθετες πλευρές του εμφυλίου πολέμου στη Συρία. Το Ιράν έχει βοηθήσει το καθεστώς Άσαντ με υλική βοήθεια, διπλωματική υποστήριξη και τη συμμετοχή στον πόλεμο με τη δορυφορική του οργάνωση Χεζμπολάχ και ομάδες Σιιτών μισθοφόρων, καθώς και από την ελίτ των δικών του στρατιωτικών δυνάμεων.
Ενώ, η Τουρκία έχει υποστηρίξει τις ανταρτικές δυνάμεις που προσπαθούν να ανατρέψουν τον πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ Άσαντ.
Ένας άλλος χώρος ανταγωνισμού τους, είναι το Ιράκ. Σε αυτή τη χώρα με σιιτική πλειοψηφία, η κυβέρνηση βρίσκεται υπο την πολύ ισχυρή επιρροή του Ιράν. Το βόρειο τμήμα της χώρας, ωστόσο, είναι μια περιοχή όπου υπάρχουν, εκτός των Κούρδων, τουρκμένοι, συγγενικό φύλο των Τούρκων.
Με τη αναμενόμενη επιχείρηση απελευθέρωσης της Μοσούλης και του υπόλοιπου τμήματος του Βορείου Ιράκ απο το Ισλαμικό Κράτος, η Τουρκία επιθυμεί να αποκτήσει επιρροή στην μετα-ISIS περιοχή της Μοσούλης, και να αποτρέψει την ιρανική επιρροή στην κυβέρνηση της Βαγδάτης της.
Η προσπάθεια επηρεασμού της οργάνωσης Χαμάς, η οποία ελέγχει τη Λωρίδα της Γάζας, είναι ένα άλλο παράδειγμα των τουρκικών και ιρανικών περιφερειακών πολιτικών.
Και οι δύο δυνάμεις προσπαθούν να κρατήσουν τη Χαμάς ως μικρό στρατηγικό εταίρο.
Οι προσπάθειες της Τουρκίας βασίζονται στην υπαγωγή της Χαμάς στο διεθνές δίκτυο της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία έχει στενούς δεσμούς με το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ της Τουρκίας.
Η Τεχεράνη επικαλείται και χρησιμοποιεί τα κοινά τους συμφέροντα στη βάση του γεγονότος ότι το Ισραήλ είναι ο κοινός εχθρός τόσο του Ιράν όσο και της Χαμάς.
Τον τελευταίο καιρό, μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική γωνία έχει προστεθεί στην ιρανο-τουρκική στρατηγική δυναμική – η γεωπολιτική της περιοχής του Περσικού Κόλπου. Έχει γίνει τόπος ανταγωνισμού μεταξύ του Ιράν και των τοπικών αραβικών εθνών για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γαλλία είναι επίσης παρούσες στον Κόλπο, με στόχο να αποφευχθεί οποιαδήποτε αλλαγή του τοπικού στάτους κβο υπέρ του Ιράν.
Τώρα η Τουρκία επιδιώκει να γίνει ένας άλλος παίκτης του Κόλπου, με μια μεγάλη τουρκική στρατιωτική βάση που ιδρύθηκε στο Κατάρ. Στη βάση αυτή βρίσκονται 3.000 χερσαίες τουρκικές δυνάμεις, καθώς και αεροπορικές και ναυτικές μονάδες, εκπαιδευτές και ειδικές δυνάμεις.
Μένει να δούμε κατά πόσο η σημαντική τουρκική στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή ζωτικής σημασίας για τα ιρανικά συμφέροντα θα επηρεάσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων.
Με τους μεγάλους πληθυσμούς τους, τις οικονομίες και τους στρατούς τους, το Ιράν και η Τουρκία δεν έχουν ισότιμους περιφερειακούς αντιπάλους εκτός από την μεταξύ τους αντιπαράθεση.
Η Αίγυπτος έχει μεγάλο πληθυσμό, αλλά τα διαρθρωτικά, οικονομικά και κοινωνικά της προβλήματα είναι πάρα πολύ βαθιά.
Η Σαουδική Αραβία έχει μεγάλους οικονομικούς πόρους, αλλά δεν θα μπορέσει να συναγωνιστεί το Ιράν ή την Τουρκία στρατιωτικά.
Το Ισραήλ, ενώ είναι πολύ ισχυρό στο στρατιωτικό επίπεδο και είναι και πυρηνική δύναμη, δεν μπορεί να ασκήσει πέρα από τα σύνορά του, το είδος της επιρροής του Ιράν και της Τουρκίας.
Είναι αλήθεια ότι ούτε το Ιράν ούτε η Τουρκία είναι εξαιρετικά σταθερές, πολιτικά, χώρες. Και οι δύο θα μπορούσαν να βιώσουν πολύ σοβαρές εσωτερικές αναταραχές στο μέλλον.
Ένα μεγάλο μέρος των περιφερειακών διεθνών εξελίξεων στη Μέση Ανατολή θα καθοριστεί πιθανότατα από τον ανταγωνισμό τους.