της Ουρανίας Μπάγγου*
Το Κοριτσάκι αυτό γεννήθηκε γεροφτιαγμένο, με το σωστό σωματικό βάρος, έκλαψε αμέσως μόλις βγήκε από την κοιλιά της μάνας του. Όλα καλά. Κι ας ήταν ο πατέρας της βουτηγμένος στο χασίσι, κι ας μη πρόσεχε η μάνα της όσο την κυοφορούσε. Ούτε ξεκουραζόταν αρκετά, ούτε έτρωγε όπως πρέπει. Νέα γυναίκα όμως ήταν, μεγαλωμένη στο νησί της με τον αέρα τον πελαγίσιο και με τα ατελείωτα παιχνίδια στις γύρω ρούγες που μετουσίωναν το ψωμάκι της το πασπαλισμένο με την ζάχαρη σε αμβροσία των Θεών.
Γι’ αυτό και το παιδάκι της αυτό, το πέμπτο στη σειρά, είχε βγει τόσο καλοκαμωμένο. Είχε καλές καταβολές, αυτές που η φύση περνάει από γενιά σε γενιά, σαν μια σάρκινη σκάλα που άλλοτε εξυψώνει τον άνθρωπο και άλλοτε τον κατεβάζει χαμηλότερα. Γίνεται αυτό που λέμε, απ’ το αγκάθι βγαίνει ρόδο κι απ’ το ρόδο βγαίνει αγκάθι. Κι αυτό το Κοριτσάκι σαν δροσερό τριανταφυλλάκι ήταν.
Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα, για την μάνα του, και την οικογένειά της την έκανε στην πρωτεύουσα. Ήταν ο έρωτας που της ζάλισε το μυαλό κι ας ήταν μικρή στην ηλικία. Είχε πολλά παιδιά και η δικιά της μάνα και μόλις μεγάλωναν λίγο έπαιρναν το δρόμο τους. Και πήγε με τον “καλό” της στην μεγάλη πολιτεία που έχει πολλές δουλειές και πολύ υπηρετικό προσωπικό για να φροντίζει τους λεφτάδες. Εκεί μαζεύονται όλοι. Ο όμοιος με τον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα, έλεγαν οι γιαγιάδες μας. Ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιος έχει τα περισσότερα χρυσά και την μεγαλύτερη εξουσία.
Και οι φτωχότεροι από κάτω προσπαθούν να κάνουν ό,τι οι από πάνω και να επιδείξουν αυτά που έχουν. Και μερικοί πουλούν τρέλα, άλλοι αέρα κοπανιστό και άλλοι το ίδιο τους το κορμί. Ό,τι κάτσει.
Και η δικιά μας στην πρωτεύουσα έκανε ό,τι μπορούσε. Καθάριζε σκάλες, σβούρα γινόταν. Και τις ανέβαινε και τις κατέβαινε, ανάλογα με το σημείο από όπου ξεκινούσε κάθε φορά, την φώναζαν και από τα διαμερίσματα για διάφορα μικροθελήματα. Έτσι έπρεπε να κάνει, αφού ο άντρας της χωρίς τη δόση του δεν μπορούσε να ζήσει, τον λυπόταν που σερνόταν στα καταγώγια και στις πλατείες με τους χασισέμπορους και τα άλλα πρεζάκια. Μερικές φορές πήγαινε μαζί του για να τον γλυτώνει από καυγάδες κι από κακές συμπεριφορές. Ήταν στην ίδια ηλικία με εκείνη, τριάντα εφτά χρονών. Φαινόταν όμως πάνω από σαράντα πέντε και του έλλειπαν τα μισά δόντια. Μπορούσε, βέβαια, να σπέρνει παιδιά, πέντε, έξι, εφτά, οχτώ, ζωή να ‘χουν. Ήταν η συνεισφορά του στην οικογένεια, όπως έλεγε, χάρη σ’ αυτόν, από αυτά τα επιδόματα, ζούσαν όλοι και ήθελε να πηγαίνουν στο βιβλιάριο της τράπεζας κατ’ ευθείαν στο όνομά του. Αυτή ας δούλευε μόνο για το φαγητό και το ενοίκιο, εκείνος ό,τι χρειαζόταν το είχε από τα επιδόματα, δικά του παιδιά ήταν, τα δικαιούνταν. Μιλημένα-ξηγημένα.
Το ισόγειο σπίτι τους ήταν μικρό και ό,τι κι αν γινόταν το έβλεπε και το άκουγε όλη η οικογένεια. Δεν κρύβονταν από τα παιδιά τους και τα δύο μεγαλύτερα είχαν περάσει τα δέκα οχτώ. Το “μαύρο” και η “άσπρη” ήταν στο τραπέζι της κουζίνας για πάσα ανάγκη και όταν τον έπιαναν οι κάψες το έκαναν εκεί που βρίσκονταν, στην κουζίνα, στο υπνοδωμάτιο, στο μπάνιο.
Και τί πείραζε κι αν τους έβλεπαν; παιδιά τους ήταν και έπρεπε να μαθαίνουν, αυτή ήταν η ζωή τους, αυτή είναι η ζωή όλων των ανθρώπων.
Και η δικιά μας έλεγε στην γειτόνισσα, αυτή την ψηλή την άχαρη, ότι ο άντρας της τις περισσότερες φορές ήταν καλός μαζί της και της έδινε κάποιες φορές να τραβήξει κι αυτή μια τζούρα. Όλα κι όλα, ήταν δεμένη οικογένεια, μόνο όταν είχε στέρηση επειδή δεν είχε πάρει την δόση του, της έδινε κανέναν φούσκο, όπως την άλλη φορά που της μαύρισε το μάτι. Η ψηλή συμφωνούσε κι εκείνη, γιατί στις βίζιτες που έκανε όλο κι έτρωγε καμιά μπουνιά, καμιά κλωτσιά, καμία μπάτσα. Σάμπως καλύτερα περνούσε κι αυτή μια με τον έναν και μια με τον άλλον; αλλά δεν πειράζει, δουλειά να υπάρχει να βγάζει το ψωμάκι της, έλεγε.
Ήταν κι εκείνος ο τύπος στην γειτονιά, Αφεντικό τον έλεγαν συνήθως, που στο τέλος είχε γίνει το όνομά του. Αυτός ο ίδιος της είχε προτείνει να του καθαρίζει το κατάστημά δυο φορές την εβδομάδα για να της δίνει κάτι τις. Κι ήταν γαλαντόμος και με τα παιδιά της, πότε μια πορτοκαλάδα, πότε μια σοκολατίτσα τα γλύκανε τα πιτσιρίκια που τον κοιτούσαν στα χέρια σαν τα σκυλάκια που κουνάνε την ουρά τους όταν πλησιάζει το αφεντικό. Ακόμα και το Κοριτσάκι απασχολούσε να τον βοηθάει με τα χαρτικά του, κάτω στην αποθήκη. Αυτήν, έτσι, τελείως φιλικά, σαν ευχαριστώ για την δουλειά της, γιατί έκανε όλο και κάποια εξτρά στο μαγαζί, της έπιανε τον κώλο. Και τι να πει; δεν το θέλω, δεν είναι σωστό; κι ο άντρας της το ίδιο δεν έκανε; ούτε την ρώταγε ποτέ τί της αρέσει κι αν το ήθελε, άντρας ήταν κι έκανε το κέφι του.
Κι όλα αυτά ήταν στενά δεμένα με την θρησκεία, άλλωστε ο Θεούλης είναι πανταχού παρών. Όλοι στην γειτονιά ήξεραν ότι το Αφεντικό πήγαινε συχνά-πυκνά στην εκκλησία για να προσφέρει τον οβολόν του. Ήταν και επίτροπος σε μια ενορία. Η προσφορά στον συνάνθρωπο και στην κοινωνία είναι το παν, έλεγε. Έχωνε το χρήμα στον Χριστό και την Παναγία σαν να ήταν ο γνωστός του περιφερειάρχης.
Δεν παρέλειπε, βέβαια, να έχει και συναναστροφές με τον καλό τον κόσμο. Ηθοποιοί, βουλευτές, αυτοί που τέλος πάντων επιπλέουν στον αφρό, ήταν γνωστοί και φίλοι του, με όλους έβγαινε φωτογραφίες και να! τα χαμόγελα, να! οι αγκαλιές, όλοι τους φαίνονταν πολύ ευχαριστημένοι αναμεταξύ τους.
Και με τις γυναίκες είχε επιτυχίες, όλο και κάποια υπέκυπτε στην επίθεση που της έκανε. Ήταν αρσενικό με τα όλα του. Σε ένα φίλο του ηθοποιό, που γύριζε στα νιάτα του ηρωικές ταινίες, είχε πει ότι δεν κρατιόταν με τίποτα, με όλες του σηκωνόταν, κι ας ήταν από οχτώ μέχρι ογδόντα οχτώ χρονών. Είχε, ρε μάγκα μου, το χάρισμα.
Δηλαδή, τα είχε στρώσει όλα καλά το Αφεντικό, οικογένεια, δουλειά, κοινωνικές σχέσεις, όλα μια χαρά. Αλλά έβαλε πάλι ο διάβολος την ουρά του, αυτός ο τρισκατάρατος, που δεν αφήνει κανέναν στην ησυχία του. Και πάλι μια γυναίκα μπήκε στην μέση, απ’ αυτές τις διαβολεμένες που λίγο παλιότερα μια πρόγονός τους έδιωξε τον Αδάμ από τον παράδεισο.
Το Κοριτσάκι μας, εν τω μεταξύ, είχε μεγαλώσει, τα δώδεκα κόντευε, και πήγε για λίγες μέρες διακοπές στην θεία του στο χωριό. Κι αυτή η χωριάτισσα έψαξε το κινητό του τηλέφωνο. Και της σηκώθηκε η τρίχα. Το Κοριτσάκι έβγαινε ραντεβού με μεγάλους άντρες με το αζημίωτο. Και είχε για προστάτη το Αφεντικό, αυτός τα κανόνιζε όλα και την αγαπούσε, λέει, πολύ, όλο αγάπη του την έλεγε. Η θεία, όμως, τα είχε πάρει στο κρανίο. Ή πηγαίνεις και τον καταδίδεις στην αστυνομία, είπε στην μάνα, ή θα πάω εγώ. Εδώ και τώρα, ούτε μέρα δεν περιμένω.
Και η μάνα πήγε. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μια καλή μάνα; κανένας γκρινιάρης, απ’ αυτούς που όλο ηθικολογούν, θα μπορούσε να πει ότι αν κοίταζε το παιδί της στα μάτια, αν έβλεπε πως κινούσε το σωματάκι του, αν παρακολουθούσε την συμπεριφορά του, την επίδοσή του στο σχολείο, τις απουσίες που έκανε, τις ώρες που απουσίαζε από το σπίτι, όλο και κάτι θα είχε καταλάβει. Αλλά δεν έγινε έτσι. Ήταν απασχολημένη με τις δουλειές που έτρεχε καθημερινά, με τον άντρα της και τα προβλήματά του, με την ανέχεια που τους ταλαιπωρούσε. Μάλλον τα είχε φορτώσει όλα στην θεία πρόνοια.
Κι όταν όλα μαθεύτηκαν παρά έξω, τα πήραν οι τηλεοράσεις και βούιξε ο τόπος. Και τί δεν της έσουραν. Είπαν ότι αυτή έδωσε το Κοριτσάκι στο Αφεντικό για να το κάνει ό,τι θέλει. Βρήκαν και κάποια μηνύματα στο τηλέφωνο που το πίεζε να φέρει λεφτά στο σπίτι. Και την προφυλάκισαν κι αυτή και το Αφεντικό και δυο τρεις άλλους που εκμεταλλεύονταν το παιδάκι. Και η ανάκριση είχε πολύ υλικό ακόμα.
Συμμέτοχοι στην εκμετάλλευση του παιδιού άντρες από όλες τις τάξεις, αν και κάποιοι καιροσκόποι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν με την σειρά τους τα απεχθή γεγονότα ακόμα και για κομματικούς λόγους. Μήπως, η κακότητα των ανθρώπων έχει δημοκρατικά κριτήρια και τους διαπερνά όλους; ή είναι μια πανάρχαια καταβολή που χρησίμευσε για να επιβληθεί ο άνθρωπος στην φύση, αλλά τώρα πια είναι ένα βρωμερό κατάλοιπο, που είναι δύσκολο να το αποβάλουμε; αν απαντηθεί ποτέ αυτό το ερώτημα.
Και η μάνα στην φυλακή τώρα, σκεφτόταν με το μικρό της το μυαλό σε τί έφταιξε κι αν θα μπορούσαν να διορθωθούν τα πράγματα.
Δεν ήξερε, φυσικά, ότι στην σύνοδο της Macon στην Γαλλία, το 585 μ.Χ. αποφασίστηκε ότι και οι γυναίκες έχουν ψυχή. Μέχρι τότε ήταν αμφίβολο, οι γυναίκες ήταν απλώς μηχανές για να γεννούν παιδιά, σιχαμερές μηχανές αλλά αναγκαίες. Σ’ αυτή την ζωή κάποιος πρέπει να κάνει και την βρώμικη, την σκληρή δουλειά. Αν και το να γεννάς παιδιά είναι από μόνο του μεγαλείο.
Στην Ελλάδα μόλις το 1953 έγινε βουλευτίνα η Ελένη Σκούρα, εν μέσω πολλών αντεγκλήσεων, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Ακόμα και μια επιφανής γυναίκα, η Μαρίκα Κοτοπούλη, είπε ότι θα πάνε να ψηφίσουν μόνο οι άσχημες. Δεν είναι λίγοι- και λίγες- που ακόμα και σήμερα τις γυναίκες τις βλέπουν σαν διακοσμητικά αντικείμενα.
Κι αυτό το Κοριτσάκι, κυρίως αυτό το Κοριτσάκι, και η μάνα του έχουν στις πλάτες τους φορτωμένες τις παθογένειες, την αμορφωσιά και τις προκαταλήψεις αιώνων.
Θα τις βοηθήσουμε να τις σηκώσουν ή θα τις αφήσουμε να καταρρεύσουν;
*Η Ουρανία Μπάγγου είναι γιατρός.
Γιατρός η κυρία αρθρογράφος- δερματολόγος- αφροδιοσιολόγος γράφει το βιογραφικό της- καλώς προτείνει στην τελευταία ερωτηματική της φράση της βοήθεια ΜΑΣ στην μητέρα και κόρη ,της γνωστής υποθέσεως .
Μήπως όμως τώρα είναι αργά γιατί η όποια ”ασθένειά τους είναι αθεράπευτος;;;.
Πρόληψη από τους περίοικους και άλλους γνωστούς δεν μπορούσε να γίνει και εγκαίρως;;;.
Πάντα η κοινωνία -μικρή ή μεγάλη- γνωρίζει τι γίνεται ,αλλά αδιαφορεί και το ο αφήνει να εξελιχθεί και μετά ”πέφτει από τα σύννεφα”.
Το ίδιο γεν έγινε και με την Κιβωτό του Κόσμου ;;;.
[…] anixneuseis.gr […]