Του Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected], www.kalkis.eu
Το πρώτο τρίμηνο του 2021, το δημόσιο χρέος της ζώνης του ευρώ ξεπέρασε το 100% (αυξήθηκε κατά 14,1% σε 12 μήνες) του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Τα έκτακτα μέτρα στήριξης της οικονομίας έχουν διευρύνει τα ελλείμματα και κατ’επέκταση τα χρέη. Αυτό είναι το résumé της ανάλυσης της Marie Charrel στις 23-7-2021 στον ηλεκτρονικό Le Monde με τίτλο : «Πανδημία Covid-19 : Τα ευρωπαϊκά δημόσια χρέη φτάνουν σε επίπεδα ρεκόρ» (Pandémie de Covid-19 : les dettes publiques européennes atteignent des records).
Είναι ένα θλιβερό αποτέλεσμα, το οποίο προκύπτει από την πανδημία Covid-19. Πράγματι στο τέλος του πρώτου τριμήνου, το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης έφτασε στο 100,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), ξεπερνώντας το 100% για πρώτη φορά, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat την Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021. Στη Γαλλία, όπου τα ποσά του χρέους ήταν γενικά υψηλά στις αρχές του έτους – η Agence France Trésor (το αντίστοιχο του δικού μας ΟΔΔΗΧ) τοποθετεί το δημόσιο χρέος της στο 118% του ΑΕΠ, έναντι 100, 8% ένα χρόνο νωρίτερα. Στη Γερμανία ήταν 71,2% του ΑΕΠ και στην Ισπανία 125,2%. Στην Ιταλία 160% και στην Ελλάδα 209%. Σύμφωνα δε με τα στοιχεία του ιστοτόπου www.sofokleousin.gr της 2ας Αυγούστου 2021, «νέα εκρηκτική αύξηση παρουσίασε το δημόσιο χρέος στο πεντάμηνο Ιανουαρίου –Μαΐου, λόγω των τεράστιων ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, στο τέλος του περασμένου Μαΐου το συνολικό χρέος της χώρας εκτοξεύτηκε στο ποσό των 387.527.000.000 ευρώ, έναντι 374.006.000.000 ευρώ, που ήταν τον Δεκέμβριο του 2020, καταγράφοντας αύξηση κατά 13.521.000.000 ευρώ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ το ακαθάριστο χρέος της χώρας διαμορφώθηκε στο 233% του ΑΕΠ, επίδοση που φέρνει την Ελλάδα πρώτη στην ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και δεύτερη στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία».
Αυτές οι αυξήσεις χρέους (ελληνικές και κοινοτικές) φυσικά συνδέονται με την ύφεση που προκλήθηκε από την κρίση υγείας. Η τελευταία διόγκωσε τα δημόσια ελλείμματα λόγω της μείωσης των εσόδων και, πάνω απ ‘όλα, λόγω των μέτρων έκτακτης ανάγκης και τόνωσης που εφαρμόστηκαν για τη στήριξη των οικονομιών. Στη Γαλλία π.χ., η εφαρμοσθείσα κυβερνητική γραμμή του Μακρόν «ανεξάρτητα του πόσο θα στοιχίσει» (« quoi qu’il en coûte ») διεύρυνε το έλλειμμα στο 9,2% του ΑΕΠ το 2020. (όταν στην Ελλάδα ήταν 8,2%). Η απρόβλεπτη δε εξέλιξη του Covid-19, με την μεταλλαγή δέλτα, δυσκολεύει τις προβλέψεις. Σύμφωνα με την γαλλική κυβέρνηση, το εν λόγω έλλειμμα εκτιμάται ότι θα σταθεροποιηθεί περίπου στο 9% σε ολόκληρο το 2021 (όταν στην Ελλάδα εκτιμάται από την CITI στο 5,8%). Ενώ το γαλλικό δημόσιο χρέος θα μπορούσε να μειωθεί ελάχιστα, περίπου στο 117,2% του ΑΕΠ. Όταν στην Ελλάδα, κατά τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις της CITI, προβλέπεται (;) μείωση του χρέους μας στο 200% του ΑΕΠ το 2021, το 2022 μείωση στο 191%, ενώ το 2023-2025 θα συνεχιστεί η αποκλιμάκωση φτάνοντας στο 159% !!! Πώς άραγε ;
Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι «η πανδημική διόγκωση του χρέους είναι πολύ μεγάλη, αλλά πρέπει να σχετικοποιηθεί, και να ξεκαθαριστεί ότι δεν έχει καμία σχέση με την αύξηση του χρέους που παρατηρήθηκε μετά την [οικονομική] κρίση του 2008», όπως λέει ο Jean–François Robin, διευθυντής έρευνας της Natixis. Πρώτον, επειδή είναι ευρέως γενικευμένη η αύξηση : δηλαδή όλες οι βιομηχανικές χώρες έχουν δει τους δείκτες χρέους τους να φουσκώνουν σε παρόμοιες διαστάσεις, κατά περίπου δεκαπέντε μονάδες. «Τούτο περιορίζει τους κινδύνους του {στιγματισμού}, δηλαδή το να στοχοποιηθεί μια χώρα από τους κερδοσκόπους επειδή το χρέος της έχει αυξηθεί πολύ περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες», προσθέτει ο Robin. Κάτι που συνέβη στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010, όταν οι κεφαλαιαγορές έκλεισαν για τη χώρα μας, επειδή την θεώρησαν ως μια χρεοκοπημένη χώρα.
Ένα κοκτέιλ περίπλοκων κανόνων
Δεύτερο επειδή τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά σήμερα : για τα δεκαετή ομόλογα τα επιτόκια δανεισμού της Γαλλίας κυμαίνονται γύρω στο 0%, όταν ξεπερνούσαν το 4% το 2008. «Τούτο αλλάζει εντελώς την κατάσταση», εξηγεί ο Eric Dor, οικονομολόγος σε μια μεγάλη εμπορική σχολή την Iéseg. «Το μέσο επιτόκιο δανεισμού είναι τώρα πολύ χαμηλότερο από το ποσοστό ανάπτυξης. Και υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δύσκολο να σταθεροποιηθεί το χρέος». Αναφορικά με την ελληνική πραγματικότητα εμφανίζεται ως εξής, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία που μας παρέσχε στις 2-8-2021 η Ελευθερία Κούρταλη στο www.capital.gr : «Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου σήμερα μόλις επέστρεψε στα ιστορικά χαμηλά του 0,56%, ενώ και όλες οι άλλες διάρκειες καταγράφουν συνεχώς νέα χαμηλά. Η απόδοση στο 5ετές πλέον διαμορφώνεται στο -0,199%, ενώ κάτω στο μόλις 0,697% κινούνται οι αποδόσεις του 15ετούς και στο 1,39% μόλις διαμορφώνεται η απόδοση του 30ετούς ομολόγου που εξέδωσε πρόσφατα ο ΟΔΔΗΧ. Παράλληλα, το 7ετές ομόλογο οδεύει ολοταχώς προς το μηδέν με την απόδοση να κινείται στο 0,11%, ενώ σε αρνητικά επίπεδα διατηρούνται οι αποδόσεις των 2ετών, 3ετών και 4ετών ελληνικών ομολόγων».
Έτσι, ενώ το επίπεδο του παγκόσμιου δημόσιου χρέους ήταν 95% του ΑΕΠ το 2020, έναντι 59% το 1995, τα επιτόκια που κατέβαλαν τα Κράτη μειώθηκαν κατά το ήμισυ, σε μονάδες του ΑΕΠ, κατά την ίδια περίοδο. «Με άλλα λόγια : η πτώση των επιτοκίων ήταν πιο σημαντική από την αύξηση του χρέους», συνοψίζει ο Jean–François Robin. Απομένει να δούμε, αν τα επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν μόνιμα χαμηλά. (κάτι που θα ήταν απίθανο κατά τη γνώμη μου). Αυτό θα εξαρτηθεί κυρίως από το πώς θα εξελιχθεί η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός. Βεβαίως, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε ελαφρά τους τελευταίους μήνες (1,9% τον Ιούνιο του 2021 στη ζώνη του ευρώ, έναντι 0,9% τον Ιανουάριο του 2021), λόγω των ανατιμήσεων σε ορισμένες πρώτες ύλες και της έλλειψης ορισμένων εξαρτημάτων πληροφορικής. Αλλά πολλά δείχνουν ότι αυτή η άνοδος είναι προσωρινή. Ειδικά επειδή δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι θα προκαλέσει έναν βιώσιμο κύκλο αύξησης των μισθών, το βασικό καύσιμο του πληθωρισμού. Πρόσφατα η ελληνική κυβέρνηση εξήγγειλε 2% αύξηση του βασικού μισθού από τον Ιανουάριο του 2022. Για την Ελλάδα η Citi προβλέπει σταδιακή αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων, η οποία και έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή το τελευταίο διάστημα, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. «Συγκεκριμένα εκτιμά ότι ο πληθωρισμός φέτος θα «κλείσει» στο 0,1% από -1,3% το 2020, το 2022 θα αυξηθεί στο 0,8% ενώ το 2024-2025 θα κινηθεί στο 1-1,1%».
Από την πλευρά της η Nadia Gharbi, οικονομολόγος της Pictet AM, προσθέτει ότι «η πολύ φιλική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας περιορίζει τους κινδύνους αύξησης των επιτοκίων». Υπό αυτές τις συνθήκες, εκτιμάει, ότι οι ανησυχίες βραχυπρόθεσμου χρέους είναι υπερβολικές. «Από την άλλη πλευρά, ανησυχώ πολύ περισσότερο για τις επικείμενες συζητήσεις σχετικά με τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες». Αντιμέτωπη με την πανδημία και την ανάγκη στήριξης των οικονομιών τον Μάρτιο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέστειλε το Σύμφωνο Σταθερότητας για μέχρι το τέλος του 2022. Το εν λόγω Σύμφωνο είναι ένα μείγμα περίπλοκων κανόνων που αναγκάζουν τα κράτη μέλη να διατηρήσουν το δημόσιο έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και να κατεβάσουν το χρέος τους κάτω από τον στόχο του 60% του ΑΕΠ. Εάν αυτοί οι κανόνες εφαρμοστούν ξανά ίδιοι και απαράλλαχτοι το 2023, πολλές χώρες (με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα) θα αναγκαστούν να επιβάλουν μέτρα λιτότητας για να μπορέσουν να επανέλθουν στα εσκαμμένα. «Με κίνδυνο να τσακίσουν την αναμενόμενη ανάκαμψη και να κάνουν το ίδιο λάθος με το 2011, όταν οι πολιτικές λιτότητας οδήγησαν τη ζώνη του ευρώ σε ύφεση», προειδοποιεί η Nadia Gharbi.
Περιορισμός της αύξησης των δημοσίων δαπανών
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πολλοί οικονομολόγοι, ειδικά στη Γαλλία, κάνουν εκστρατεία για μια αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας. Για παράδειγμα, αποκλείοντας τις μελλοντικές επενδύσεις από τον συν-υπολογισμό τους στο δημόσιο έλλειμμα. Ή εισάγοντας νέους κανόνες που εστιάζουν περισσότερο στις δημόσιες δαπάνες. Μια προοπτική που δύσκολα ενθουσιάζει τις πρωτεύουσες της βόρειας Ευρώπης, φοβούμενες ότι ορισμένα νότια κράτη θα εκμεταλλευτούν αυτή τη χαλάρωση για να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους νοικοκυρέματος. «Η τύχη του Συμφώνου Σταθερότητας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα των γερμανικών [ομοσπονδιακών] εκλογών το Σεπτέμβριο», ανέφεραν οι οικονομολόγοι της UBS, σε ένα σημείωμά τους για το θέμα που κυκλοφόρησε στις 21 Ιουλίου 2021. «Εάν οι Γερμανοί Πράσινοι είναι ανοιχτοί σε μια μεταρρύθμιση του Συμφώνου, κάτι που θα μπορούσε να διευκολύνει μια συμφωνία με τη Γαλλία και την Ιταλία, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι είναι αντίθετοι».
Εν τω μεταξύ, ορισμένες φωνές ανησυχούν ήδη ότι η Γαλλία, και πρωτίστως η Ελλάδα, μάλλον θα βρεθούν στην πλευρά των κακών μαθητών. «Θα ήταν περιπετειώδες να στηρίξουμε τη στρατηγική μας για τα δημόσια οικονομικά στην αιώνια διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων», προειδοποίησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, François Villeroy de Galhau, στις 9 Ιουλίου 2021.
Να γιατί δεν πρέπει να πανηγυρίζουμε στην Ελλάδα επειδή οι περίφημες αγορές μας δανείζουν ευχαρίστως και μάλιστα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
Αλλοίμονο αν η χώρα μας ξαναβρεθεί στιγματισμένη από τις αγορές για υπερβολικό χρέος, όπως το 2010. Σήμερα το χρέος μας είναι εν πολλοίς ρυθμισμένο, χάρη στους «κακούς» εταίρους μας. Επειδή όμως συνεχίζει να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς, δεν θέλει και πάρα πολύ για να ξαναβρεθούμε στο μάτι του κυκλώνα των παγκόσμιων κερδοσκόπων. Ιδιαίτερα, αν το πρόσθετο ελληνικό χρέος δεν χρησιμοποιηθεί με σύνεση, ιδίως για τη χρηματοδότηση της οικολογικής μετάβασης, της ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης, και της στήριξης του συστήματος υγείας, το οποίο υφίσταται πίεση από την πανδημία.