Για το βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα «Ταυτότητα – Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας» (μτφρ. Σταύρος Γαβαλάς, εκδ. Ροπή).
Του Γιώργου Σιακαντάρη
Ο Φράνσις Φουκουγιάμα είναι πολύ παρεξηγημένος. Θεωρείται πως η πρόβλεψή του για το τέλος της Ιστορίας με την παγκόσμια επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας απέτυχε παταγωδώς και κατατάσσεται από πολλούς στους συντηρητικούς διανοητές. Παρανοήσεις ή δογματικές προσεγγίσεις; Ό,τι και να είναι, ο Φουκουγιάμα είναι ένας εμβριθής κοινωνικός επιστήμονας και φιλόσοφος με βαθιές γνώσεις της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, ιδίως του Χέγκελ και του Ρουσσώ.
Ίσως η αδυναμία πολλών να διεισδύσουν σ’ αυτή του τη φιλοσοφική παιδεία, δεν τους επέτρεψε να αντιληφθούν ότι κατά τον Φουκουγιάμα αυτό που έγινε το 1989 με την πτώση του κομμουνισμού σηματοδότησε το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων για την πορεία του κόσμου και όχι το τέλος της πραγματικής Ιστορίας του κόσμου. Βεβαίως, αμφιλεγόμενο είναι ακόμη και αυτό το τέλος της ιδεολογικής διαμάχης, αλλά δεν είναι το ίδιο με τη μομφή που του αποδόθηκε ως υποστηρικτή του τέλους της αμφισβήτησης του καπιταλισμού. Μομφή που του προσάπτουν για να τονίσουν τις δήθεν συντηρητικές επιλογές του. Όποιος όμως έχει διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία του αλλά και το παρουσιαζόμενο, κάθε άλλο παρά ένα συντηρητικό στοχαστή θα βρει σ’ αυτά. Αν και βεβαίως υπάρχουν συντηρητικές ιδέες στο έργο του, ταυτοχρόνως αυτές συνυπάρχουν με ένα πλήθος ιδεών και θέσεων που μάλλον, με ευρωπαϊκά κριτήρια, σοσιαλδημοκρατικές θα μπορούσε κάποιος να τις χαρακτηρίσει.
Άνοδος Τραμπ και ομάδες συμφερόντων
Ο Φουκουγιάμα ξεκινά με τα αίτια της ανόδου του Τραμπ, τα οποία και αναζητεί στην παρακμή των αμερικανικών θεσμών, όπως αυτή εκφράζεται με τη σταδιακή κατάληψη του κράτους από ισχυρές ομάδες συμφερόντων. Ο Τραμπ είναι τόσο προϊόν όσο και συντελεστής αυτής της παρακμής. Ο Τραμπ, τονίζει πολύ σωστά, δεν εκπροσωπεί γενικά έναν αναπτυσσόμενο παγκοσμίως λαϊκισμό, αλλά τον εθνολαϊκισμό, τον εθνικιστικό λαϊκισμό ακριβέστερα. Βεβαίως το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ, ούτε όμως και τις χώρες με αυταρχικούς ηγέτες. Αφορά και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Και πού εντοπίζει αυτός τα αίτια αυτής της εξέλιξης; Στην πολιτική των ταυτοτήτων. Ας μην σπεύσουν όμως να χαρούν εδώ, και να τον θεωρήσουν δικό τους «άνθρωπο», όσοι θεωρούν τις ταυτότητες και τον αγώνα για τα δικαιώματα των μειονοτήτων αίτιο της κρίσης των δημοκρατιών. Ο Φουκουγιάμα δεν απορρίπτει γενικά την πολιτική της ταυτότητας, αλλά συγκεκριμένες στρεβλώσεις της. Συγκεκριμένα μάλιστα υποστηρίζει πως η γενικευμένη απόρριψη της ταυτότητας προσιδιάζει στη Δεξιά και αποτελεί παράγοντα κινητοποίησης και ανάπτυξης φαινομένων όπως το «πάρτι τσαγιού» (Tea Party) και ο τραμπισμός.
Ο ορισμός της ταυτότητας
Πριν περιγράψει πότε η πολιτική των ταυτοτήτων γίνεται προβληματική, αναλύει πρώτα το τι είναι αυτή η «ταυτότητα» και οι πολιτικές της. Αρχικά καταφεύγει στα τρία κατά τον Πλάτωνα μέρη της ψυχής: Την επιθυμία, τον λόγο και τον θυμό. Ο τελευταίος είναι η έδρα των κρίσεων για ό,τι έχει αξία. Θεωρεί πως το θυμοειδές αποτελεί σε μεγάλο βαθμό αυτό που είναι η έδρα της σημερινής πολιτικής της ταυτότητας. Αφού καταδυθεί στη πλατωνική- σωκρατική διάσταση του θυμού, διεισδύει με μεγάλη ακρίβεια στους τρόπους που ο Ρουσσώ, ο Καντ και κυρίως ο Χέγκελ αναλύουν την ανθρώπινη ταυτότητα, χωρίς να ξεχάσει και τη θρησκευτική της διάσταση, κυρίως μέσα στο έργο του Λούθηρου. Ο ίδιος θεωρεί πως σήμερα ο όρος υπερβαίνει τον αρχαιοελληνικό θυμό και εκφράζει τη διάκριση μεταξύ του πραγματικού εσωτερικού εαυτού και ενός εξωτερικού κόσμου με κοινωνικούς κανόνες και νόρμες, ο οποίος δεν αναγνωρίζει επαρκώς την αξιοπρέπεια και την αναγνώριση την οποία ο Χέγκελ έθεσε στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του. Και αυτός ο εσωτερικός εαυτός μπορεί να είναι το ξεχωριστό άτομο του Διαφωτισμού, αλλά και η εθνότητα, το έθνος, η φυλή, η θρησκεία, το φύλο, με άλλα λόγια μια ομάδα με κάποιο ξεχωριστό χαρακτηριστικό που ενώνει τα μέλη της. Η εσωτερική αίσθηση της αξιοπρέπειας αναζητεί την εξωτερική της αναγνώριση. Από αυτή την οπτική γωνία η ταυτότητα αποτελεί υπερπολύτιμη πλευρά του ανθρώπου ως υποκειμένου που αναγνωρίζεται ως τέτοιο. Όταν αυτό το υποκείμενο δεν βρίσκει πραγματικά ή θεωρεί πως δεν βρίσκει αυτή την αναγνώριση, δημιουργούνται προβλήματα. Η ταυτότητα όμως ως αίσθηση αναγνώρισης της αξιοπρέπειας του άλλου, όποιος και να είναι αυτός, αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο και για την «αξιοπρέπεια της δημοκρατίας». Η γενικευμένη απόρριψη της ταυτότητας είναι μια αντιδραστική θέση, όσο «φιλελεύθερη» και να θέλει να εμφανίζεται. «Ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς βασισμένο στα ατομικά δικαιώματα περιλαμβάνει στη νομοθεσία την έννοια της ίσης αξιοπρέπειας, αναγνωρίζοντας τους πολίτες ως ηθικούς δρώντες ικανούς να έχουν μερίδιο στην αυτοδιοίκησή τους» (σ. 83).
Οι αντιφάσεις των πολιτικών της ταυτότητας
Τι γίνεται όμως όταν η ισοθυμία της αναγνώρισης της ταυτότητας όλων αντικαθίσταται από την προνεωτερική μεγαλοθυμία, την αναγνώριση δηλαδή μόνο μιας ολιγάριθμης ελίτ σε βάρος άλλων ομάδων και ατόμων; Ας προσέξουμε εδώ. Υποστηρίζεται ορθώς πως το μείζον χαρακτηριστικό του λαϊκισμού είναι ο εκ μέρους του τονισμός της διάκρισης μεταξύ των ελίτ και του λαού. Μια διάκριση που ο γενικευμένος χαρακτήρας της γεννά περισσότερα προβλήματα απ’ όσο υποτίθεται ότι λύνει. Από την άλλη όμως η ολική άρνηση αυτής της διάκρισης γεννά εξίσου προβλήματα, αν και διαφορετικού μεγέθους και είδους. Αυτό ακριβώς αναδεικνύει ο «συντηρητικός» Φουκουγιάμα, εν αντιθέσει με κάποιους άλλους «προοδευτικούς» που κλείνουν και τα δυο τους μάτια –ή μόνο το ένα;– στην ύπαρξη και τη λειτουργία των ελίτ και στα προβλήματα ανισοτήτων. Ο Φουκουγιάμα όμως εδώ θέτει και ένα ερώτημα στο οποίο δεν απαντά επαρκώς. Δικαιούται καθένας την αναγνώριση της αξιοπρέπειάς του; Ακόμη και ένας εγκληματίας, ένας ναζί;
Εθνικισμός και πολιτικοποιημένη θρησκεία
Η πολιτική της ταυτότητας ή της αξιοπρέπειας οδηγεί σε δυο κλάδους. Ο ένας αφορά την παγκόσμια αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων και ο άλλος σε ισχυρισμούς συλλογικής ταυτότητας, όπου οι δυο κυριότερες είναι ο εθνικισμός και η πολιτικοποιημένη θρησκεία. Τι γίνεται όμως όταν αυτές οι δυο πλευρές αισθάνονται ή όντως είναι περιθωριοποιημένες; Και τι συμβαίνει όταν ένα έθνος ή μια πολιτικοποιημένη θρησκεία αισθάνεται παραγνωρισμένη ή ακόμη χειρότερα διολισθαίνει σε ένα αίτημα ανωτερότητάς της από άλλα έθνη και θρησκείες; Τότε και μόνο τότε η πολιτική των ταυτοτήτων γίνεται προβληματική, αφού το δημοκρατικό αίτημα της ισοθυμίας παραγκωνίζεται για χάρη του ολιγαρχικού αιτήματος της μεγαλοθυμίας. Τότε ο εθνικισμός και ο ισλαμισμός –το πολιτικό ισλάμ δηλαδή– «μπορούν να θεωρηθούν ως δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Και οι δυο πλευρές αποτελούν εκφράσεις μιας κρυμμένης ή καταπιεσμένης ομαδικής ταυτότητας, η οποία ζητάει πολιτική αναγνώριση» (σ.105). Και το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν δεν ζητά μόνο αναγνώριση, αλλά ζητά αναγνώριση πάνω από τους άλλους. Ο ισλαμισμός, κατά τον φιλόσοφο, ο οποίος συμφωνεί εδώ με τον Έρνεστ Γκέλνερ, πρέπει να κοιταχθεί μέσα από το πρίσμα της απαίτησης του εκσυγχρονισμού και της ταυτότητας. Τόσο ο εθνικισμός όσο και ο ισλαμισμός έχουν τις ρίζες τους στον εκσυγχρονισμό. Επομένως η ισλαμική τρομοκρατία δεν εξηγείται ούτε με την κατά Ολιβιέ Ρουά «ισλαμοποίηση του ριζοσπαστισμού» ούτε με την κατά Ζιλ Κεπέλ «ριζοσπαστικοποίηση του ισλαμισμού». Το πολιτικό ισλάμ είναι ζήτημα και της μη αναγνωρισμένης ταυτότητας και της πολιτικοποιημένης θρησκείας. Οι θρησκείες, όλες οι θρησκείες, αποτελούν στοιχεία της ταυτότητας.
Οι εθνικές ταυτότητες στο σύγχρονο κόσμο
Ο φιλόσοφος αναδεικνύει και τη σημασία της εθνικής ταυτότητας. Αυτή –κατ’ αυτόν– εξασφαλίζει φυσική ασφάλεια, είναι σημαντική για την ποιότητα της ζωής, διευκολύνει την οικονομική ανάπτυξη, προάγει την εμπιστοσύνη, διατηρεί δίκτυα που αμβλύνουν τις οικονομικές ανισότητες και τέλος κάνει δυνατή τη λειτουργία των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο στοιχείο ο Φουκουγιάμα είναι πολύ καχύποπτος απέναντι στο αίτημα για παγκόσμια διακυβέρνηση, εφόσον ακόμη δεν υπάρχουν θεσμοί δημοκρατικής νομιμοποίησης των υπερεθνικών θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζει και τις κριτικές του στη λειτουργία των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρά τα θετικά της εθνικής ταυτότητας δεν ξεχνά τους βίαιους δρόμους μέσα από τους οποίους νομιμοποιήθηκαν τα έθνη. Δρόμοι όπως ήταν είτε ο εκτοπισμός και οι εθνοκαθάρσεις πληθυσμών είτε η μετακίνηση των συνόρων. Βλέπει όμως και την άλλη πλευρά που είναι η αφομοίωση και οι αναδιαμορφώσεις επί το δημοκρατικότερο των εθνικών ταυτοτήτων. Σε τελική ανάλυση, είναι άλλο πράγμα η στηριγμένη στον Διαφωτισμό εθνική ταυτότητα και άλλο η στηριγμένη στη φυλή, στην εθνότητα και στη θρησκεία.
Ο Φουκουγιάμα είναι πολύ καχύποπτος απέναντι στο αίτημα για παγκόσμια διακυβέρνηση, εφόσον ακόμη δεν υπάρχουν θεσμοί δημοκρατικής νομιμοποίησης των υπερεθνικών θεσμών.
Τελικά, πότε η πολιτική των ταυτοτήτων γίνεται προβληματική; Όταν οδηγεί στην υποτίμηση του ζητήματος των ανισοτήτων, όταν υποτιμά τα προβλήματα των μεγαλύτερων ομάδων, όταν απειλεί την ελευθερία του λόγου και όταν όλα αυτά μαζί προκαλούν την άνοδο της ταυτότητας της Δεξιάς – αυτό τον όρο χρησιμοποιεί και όχι τον όρο ακροδεξιά. Στην ουσία όμως με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα μιλά για μια ακροδεξιά που οξύνει το πρόβλημα της «πολιτικής ορθότητας» για να επωφεληθεί απ’ αυτό και να καλύψει με το ιδεολογικό μανδύα της υπεράσπισης του έθνους τον ρατσισμό και τον εθνικισμό της. Ενώ, κατά τη γνώμη του, αντί οι ανισότητες να γίνουν το προνομιακό πεδίο της σοσιαλδημοκρατικής και της μαρξιστικής Αριστεράς (Αριστερά και όχι ασπόνδυλο Κέντρο θεωρεί τη σοσιαλδημοκρατία), στο βαθμό που αυτές επικεντρώθηκαν στα μειονοτικά ζητήματα και όχι στα οικονομικά προβλήματα των ευρύτερων συνόλων, οδήγησαν στο να καλυφθεί το κενό από τη «Δεξιά».
Ο Φράνσις Φουκουγιάμα κατέχει τον τίτλο Olivier Nomellini Senior Fellow στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών Freeman Spogli του Πανεπιστημίου Stanford. Έχει διδάξει στη Σχολή Ανωτάτων Διεθνών Σπουδών Paul H. Nitze του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και στη Σχολή Δημόσιας Πολιτικής του Πανεπιστημίου George Mason. Διετέλεσε ερευνητής στον Οργανισμό RAND και υποδιευθυντής του γραφείου πολιτικού σχεδιασμού του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Έχει γράψει πολλά άρθρα σχετικά με την πολιτική και οικονομική ανάπτυξη: Το έργο που τον έκανα διεθνώς γνωστό ήταν το «Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος». |
Δεν ασχολείται όμως μόνο με τις εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες. Ασχολείται και με το πρόβλημα του «αόρατου ανθρώπου». Αυτού που δεν του λείπουν τόσο ή μόνο οι πόροι, αλλά και η έλλειψη αναγνώρισης του ρόλου του στην κοινωνία. Πολλές φορές η απουσία πόρων εκλαμβάνεται ως απουσία αναγνωρισμένης ταυτότητας. Είναι αυτοί οι λευκοί άνδρες που αισθάνονται παραγνωρισμένοι από την αμερικανική φιλελεύθερη ελίτ που στηρίζουν ένα φαινόμενο σαν τον Τράμπ και τον τραμπισμό. Έτσι δεν αφήνει ανεξέταστη και τη σημασία της σχέσης ελευθερίας και ισότητας και τις αντιφάσεις που προκύπτουν από τη διόγκωση της μιας σε βάρος της άλλης. Οι προτάσεις του σχετικά με τη μετανάστευση εστιάζονται στους τρόπους με τους οποίους πρέπει να αποδίδεται η ιθαγένεια με πολιτικές επικεντρωμένες στην αφομοίωση όλων αυτών που μεταναστεύουν, όχι για να απολαύσουν νέους κόσμους, αλλά για να γλυτώσουν από τους αδυσώπητους δικούς τους. Εντέλει, δημοκρατία σημαίνει αναγνώριση της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων. Η αραβική Άνοιξη, ανεξάρτητα από το πώς κατέληξε, ήταν μια προσπάθεια για τον εκδημοκρατισμό της αξιοπρέπειας.
Πολύ πυκνή και ιδιαιτέρως κατατοπιστική η εισαγωγή του Αναπληρωτή Καθηγητή Πολιτικής Φιλοσοφίας και Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου, ο οποίος εστιάζει στις απαραίτητες για την ορθή κατανόηση του έργου του Φουκουγιάμα φιλοσοφικές βάσεις του (Πλάτων, Χέγκελ, Αλεξάντερ Κοζέβ). Σημαντική και η παρατήρησή του για το κατά πόσο τα τόσο σύνθετα φαινόμενα που ο φιλόσοφος αναλύει μπορούν να εξηγηθούν στη βάση ενός «μονοδιάστατου χαρακτηριστικού» όπως «οι ταυτότητες και οι πολιτικές τους». Κατά τη γνώμη μου υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο μονομέρειας. Ο Φουκουγιάμα, αν και σωστά επισημαίνει τα όρια που έθετε στη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά ο κανόνας της δημοσιοοικονομικής πειθαρχίας, υπερτονίζει την προσκόλληση της –ως υποκατάστατο αυτού του κανόνα– στις πολιτικές της ταυτότητας και της πολυπολιτισμικότητας. Είναι όμως η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας να υπερβεί τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» με νέες φορολογικές πολιτικές προοδευτικής κλίμακας σε παγκόσμιο επίπεδο και η υστέρησή της στο να συμβάλλει στην «ανακάλυψη» θεσμών παγκόσμιας δημοκρατικής λογοδοσίας το πρόβλημά της και όχι ο εκ μέρους της ενστερνισμός της πολιτικής των ταυτοτήτων.
Είναι αυτοί οι λευκοί άνδρες που αισθάνονται παραγνωρισμένοι από την αμερικανική φιλελεύθερη ελίτ που στηρίζουν ένα φαινόμενο σαν τον Τράμπ και τον τραμπισμό.
Ο μεταφραστής διευκολύνει τον αναγνώστη να μη χάσει ούτε μια λέξη από την πλούσια προβληματική του συγγραφέα. Όμορφη και πολύτιμη εκδοτική προσπάθεια.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένας άλλος παράγοντας που προκάλεσε τη μετατόπιση της εστίασης στην ταυτότητα ήταν η αυξανόμενη δυσκολία σχεδιασμού πολιτικών που θα προκαλούσαν κοινωνιοοικονομική αλλαγή μεγάλης κλίμακας… Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, η οποία αντίθετα με τους μαρξιστές δεχόταν τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως πλαίσιο, είχε διαφορετικό πρόγραμμα, επεδίωκε να επεκτείνει το κράτος πρόνοιας για να καλύψει περισσότερους ανθρώπους με περισσότερα είδη κοινωνικής προστασίας. Και στις δυο εκδοχές της, τη μαρξιστική και τη σοσιαλδημοκρατική, η Αριστερά ήλπιζε να αυξήσει την κοινωνικοοικονομική ισότητα με τη χρήση της κρατικής εξουσίας… Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά έφτασε σε κάποιο είδους αδιέξοδο: οι στόχοι της προσέκρουσαν στην πραγματικότητα των δημοσιονομικών περιορισμών κατά τη διάρκεια της ταραχώδους δεκαετίας του 1970…. Οι μειωμένες φιλοδοξίες για μεγάλης κλίμακας κοινωνικοοικονομική μεταρρύθμιση συνέκλιναν με το γεγονός ότι, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η Αριστερά ενστερνίστηκε την πολιτική της ταυτότητας και την πολυπολιτισμικότητα». (σ. 168-170).
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ είναι συγγραφέας και δρ Κοινωνιολογίας. Τελευταίο βιβλίο του, η μελέτη «Το πρωτείο της δημοκρατίας – Σοσιαλδημοκρατία μετά τη σοσιαλδημοκρατία» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
ΦΡΑΝΣΙΣ ΦΟΥΚΟΥΓΙΑΜΑ
Ο ίδιος ο εισηγητής της ελληνικής έκδοσης Γ.Ευαγγελόπουλος, επισημαίνει ότι το βιβλίο απλώς φωτίζει κάπως μια διάσταση του προβλήματος αλλά σίγουρα δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα σχετικά με τις «πολιτικές των ταυτοτήτων».
Όπως όλες οι κριτικές, η κριτική του Φουκουγιάμα περιορίζεται στη φιλοσοφία της δυτικής σκέψης, δηλαδή την γερμανική = τον ιδεαλισμό (υπάρχει Πνεύμα της Ιστορίας).
Κατά συνέπεια, ο Φουκουγιάμα είναι υποχρεωμένος να θεμελιώνει τα επιχειρήματά του στην άποψη για τη Συνείδηση του Υποκειμένου σαν μια νίκη του «δούλου»-Αυτοσυνείδηση απέναντι στον «αφέντη»-βιολογική συνείδηση.
Επιπλέον, όπως τονίζει ο ΓΕ, με το αυθαίρετο δεδομένο ότι η λέξη-κλειδί στη χεγγελιανή φιλοσοφία είναι η Αναγνώριση σαν κινητήρια δύναμη της Ιστορίας, ο Φουκουγιάμα μεταφέρει την υποτιθέμενη σχέση κυριαρχίας-υποτέλειας από το επίπεδο του Υποκειμένου στο επίπεδο της Ανθρωπότητας. Θεωρεί επομένως απειλή τη διεκδίκηση αναγνώρισης των ταυτοτήτων.
Ο Γ. Ευαγγελόπουλος, με τα λόγια του Π. Κονδύλη, τονίζει ότι είναι σοβαρό λάθος να συγχέεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, το ψυχικό μέρος του Θυμού/Βούλησης/Κρίσης με την ζωική Επιθυμία προκειμένου να μεταφέρεται η ανάλυση στο επίπεδο της Ιστορίας της Ανθρωπότητας. Παραγνωρίζεται έτσι το γεγονός ότι η Ανθρωπιά είναι ένα ζητούμενο που κερδίζεται με τη «θυσία του ζωικού στοιχείου».
Ο Φουκουγιάμα υποστηρίζει ότι οι “κακές” δυνάμεις του εθνικισμού και της θρησκείας δεν εξαφανίζονται επειδή οι «φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν είχαν πλήρως επιλύσει το πρόβλημα του θυμού».Για τον ελληνικό όμως θυμό δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Δεν καταλαβαίνει ότι πρόκειται για το ψυχικό μέρος που διαθέτει ο άνθρωπος προκειμένου να μπορεί να μετατρέπει τα Πάθη σε Αρετές.
Νομίζει ότι ο Θυμός είναι «πόθος για αναγνώριση της αξιοπρέπειας προκειμένου να επιτευχθεί η ισοτιμία μεταξύ όσων διεκδικούν αυτή την αναγνώριση και εκείνων οι οποίοι ήδη την απολαμβάνουν».
Αυτό που συμβαίνει με τον Φουκουγιάμα είναι αυτό που συμβαίνει με τον καθένα που αγνοεί τι εστί ο ΝΟΥΣ, το θεϊκό στοιχείο μέσα στον άνθρωπο.
Κανένας Δυτικός δεν μπορεί να αρθεί στο ψυχικό επίπεδο των Αρετών αφού, όπως το θέτει ο Αριστοτέλης, παραμένει «φτωχός στις διανοητικές αρετές» (Σοφία-Φρόνηση), με αποτέλεσμα να περιορίζει τον θυμό στην επιθυμία για εξουσία.
Οι Δυτικοί παραμένουν σκέτα έμβια που είναι μόνο “ένθυμα”, όχι και “διανοητικά”. Παραμένουν συνεπώς «φαύλοι» αφού παραμένουν “απολίτευτοι” (αγνοούν το επίπεδο-τρόπο ύπαρξης της Κοινωνίας), αφού δεν θέλουν να ξέρουν ότι «από τον Θυμό γεννιέται η Αγάπη». Πόσω μάλλον το πώς…