Ο πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης «όρισε» την εθνική κυριαρχία στα 6 ναυτικά μίλια και «τελείωσε» εθνική δικαιοδοσία & δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα
Σε ερώτηση σχετικά με τις προκλήσεις της τουρκικής πλευράς στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και την υπογραφή του μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης, επέμεινε στην εκπεφρασμένη θέση της Ρωσίας περί ανάγκης σεβασμού «της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982».
«Συγκεκριμένα, το άρθρο 3 της Σύμβασης προβλέπει ότι κάθε κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια.
Την ίδια στιγμή, σε ορισμένες περιπτώσεις οι χώρες για κάποιους λόγους καθορίζουν τα χωρικά ύδατα μικρότερου εύρους. Και όταν προκύπτει το ζήτημα της οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ των όμορων χωρών, αυτό πρέπει να επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο», υπογράμμισε ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας, ο οποίος διαμήνυσε πως η «Ρωσία τάσσεται υπέρ της διευθέτησης οιονδήποτε διαφορών αποκλειστικά μέσω του πολιτικού διαλόγου, της εκπόνησης των μέτρων εμπιστοσύνης, της αναζήτησης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου».
Έτσι έχουμε το εξής οξύμωρο: Η Ρωσία να υποστηρίζει το δικαίωμά μας για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. ενώ ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης το αρνήθηκε το δικαίωμα αυτό δηλώνοντας ότι «υποχρέωση της κυβέρνησης είναι να υπερασπίζεται την ελληνική κυριαρχία, η οποία εκτείνεται στα 6 ναυτικά μίλια στη θάλασσα και στα 10 ναυτικά μίλια στον αέρα».
Με αυτό τον τρόπο ο κ. Μητσοτάκης έβαλε τέλος στη συζήτηση περί έμπρακτης υπεράσπισης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην ελληνική υφαλοκρηπίδα & τη δυνητική ΑΟΖ σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα το θέμα το ανοίγει η ίδια η Ρωσία η οποία και έχει υπογράψει το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και είναι σαφές πως ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση από την Τουρκία.
Παράλληλα, κλήθηκε να σχολιάσει τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, κίνηση που καταδικάστηκε εντόνως από το σύνολο της διεθνούς σκηνής.
Ο κ. Λαβρόφ έκανε λόγο για «μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO», με «εξαιρετική πολιτιστική και ιστορική αξία» το οποίο «ανήκει σε ολόκληρη την ανθρωπότητα». Όπως τόνισε, πρόκειται για ιερό τόπο για τους απανταχού Ορθόδοξους πιστούς, ένας ναός που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Ρώσους που επισκέπτονται κάθε χρόνο την Τουρκία.
«Τακτικά εκφράζουμε τη θέση μας για αυτό το ζήτημα στους Τούρκους εταίρους, ακόμα και στο ανώτατο και υψηλό επίπεδο. Οι εκπρόσωποι της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν κάνει μια σειρά από δηλώσεις για το καθεστώς του Ναού».
Επέμεινε πως η ρωσική πλευρά περιμένει από την Τουρκία «να δώσει την πρέπουσα προσοχή στα αισθήματα των Ορθόδοξων πιστών και να τηρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε για την εφαρμογή όλων των κανόνων και των όρων σε σχέση με το καθεστώς του μνημείου, θα εξασφαλίσει την πλήρη διατήρησή του και την προσβασιμότητα για τους τουρίστες και τους προσκυνητές».
Τέλος, επί του ιδίου ζητήματος σημείωσε πως αναμένονται τα αποτέλεσμα της αξιολόγησης της κατάστασης του ναού από την ομάδα παρατηρητών-εμπειρογνωμόνων του Κέντρου της Παγκόσμιας Κληρονομιάς UNESCO και του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS).
Ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας εκφράζει τη χαρά του «που μου δίνεται η ευκαιρία να επισκεφθώ ξανά την Ελλάδα» και αναφέρεται στην προηγούμενη επίσκεψή του στη χώρα μας, το 2016, η οποία «συνέπεσε με την υλοποίηση του άνευ προηγουμένου κλίμακας κοινού σχεδίου – του αφιερωματικού Έτους Ρωσίας – Ελλάδας».
«Έκτοτε η διοργάνωση των κοινών θεματικών Ετών έχει γίνει μια καλή παράδοση. Το 2017-2018 διοργανώθηκε με επιτυχία το Έτος Τουρισμού, το 2019-2020 – το κοινό Έτος Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Το 2021 σχεδιάζεται να διεξαχθεί το Έτος Ιστορίας, που συμπίπτει, και είναι συμβολικό αυτό, με τους εορτασμούς της επετείου των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης», είπε και σημείωσε πως οι επερχόμενες εκδηλώσεις θα αποτελέσουν ακόμη μία απόδειξη της στενής σχέση των δύο λαών. Παράλληλα, προσέθεσε την ευχαρίστησή του που στην Ελλάδα «θυμούνται το ρόλο που έπαιξε η Ρωσία στην ανάκτηση από την Ελλάδα της ανεξαρτησίας της και στη θεμελίωση της κρατικής υπόστασής της».
Χαρακτήρισε «πρόκληση» για τις οικονομίες των χωρών αλλά και τη διμερή εμπορική και επενδυτική συνεργασία τους, την πανδημία του κορονοϊού, που έχει μειώσει αισθητά τον όγκο των εμπορικών συναλλαγών.
«Έχουμε μπροστά μας στενή από κοινού δουλειά για την αποκατάσταση, τουλάχιστον, του προ κρίσης όγκου εμπορίου. Προσβλέπω στην εις βάθος συζήτηση αυτού του θέματος κατά τις επαφές με τους Έλληνες συναδέλφους», είπε και εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στους «Έλληνες φίλους», όπως χαρακτηριστικά είπε, για τη βοήθειά που έχουν προσφέρει όσον αφορά στον επαναπατρισμό των Ρώσων πολιτών.
Σχετικά με την εμπλοκή της Άγκυρας σε σειρά από εντάσεις (Ναγκόρνο Καραμπάχ, Συρία, Λιβύη…) ο επικεφαλής της ρωσικής διπλωματίας τόνισε πως Ρωσία και Τουρκία «εργάζονται για την διευθέτηση των συγκρούσεων σε όλες τις εστίες έντασης που αναφέρατε».
Ωστόσο, εξήγησε πως οι δύο πλευρές έχουν άλλες θέσεις όσον αφορά σε ορισμένες περιφερειακές αντιπαραθέσεις.
«Η ομαλοποίηση της κατάστασης στη Συρία αποτελεί ένα έμπρακτο παράδειγμα μιας καθαρά πραγματιστικής και ουσιώδους συνεργασίας Ρώσων και Τούρκων διπλωματών, στρατιωτικών και ειδικών υπηρεσιών, που βασίζεται στον αμοιβαίο υπολογισμό των συμφερόντων. Χάρη στις συνεννοήσεις μας, που επιτεύχθηκαν τόσο στο διμερές, όσο και στο τριμερές (με τη συμμετοχή του Ιράν) πλαίσιο, καταφέραμε να δημιουργήσουμε τον πλέον βιώσιμο σήμερα μηχανισμό διαλόγου – αυτόν της Αστάνα.
Η ενεργός συνεργασία των δυο χωρών μας ήταν αυτή που επέτρεψε να αποφασιστεί η παύση εχθροπραξιών στη Συρία, να καθοριστούν οι ζώνες αποκλιμάκωσης, καθώς και να συσταθεί η Συνταγματική Επιτροπή. Στις προβληματικές περιοχές της Συρίας, όπως το Ιντλίμπ και η περιοχή ανατολικά της Ευφράτης, πραγματοποιούνται κοινές ρώσο-τουρκικές περιπολίες, που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση εκεί της τάξης και της ασφάλειας. Η κοινή δουλειά για την εξουδετέρωση των τρομοκρατικών ομάδων δημιουργεί προϋποθέσεις για τη συνέχιση της πολιτικής διαδικασίας και της επιστροφής των Σύρων προσφύγων στην πατρίδα τους».
Αναφερόμενος στο θέμα της Λιβύης σημείωσε πως οι εμπειρογνώμονες που έχουν οριστεί από τις δύο πλευρές «συμβάλλουν στην ειρήνευση των αντιμαχόμενων πλευρών», ενώ, όπως συμπλήρωσε οι κοινές προσπάθειες οδήγησαν στην επανεκκίνηση των εργασιών της πετρελαϊκής βιομηχανίας.
«Συνεχίζουμε να εργαζόμαστε για την προσέγγιση των διαπραγματευτικών θέσεων των αντιμαχόμενων μερών με στόχο την έναρξη των πολιτικών μεταρρυθμίσεων με βάση τα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και τις αποφάσεις της Διάσκεψης του Βερολίνου».
Όσον αφορά τις εχθροπραξίες στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, ο Ρώσος ΥΠΕΞ επεσήμανε πως Μόσχα και Άγκυρα έχουν «τις δικές τους αποχρώσεις» στο ζήτημα. «Δεν κρύβουμε ότι δεν υποστηρίζουμε τη θέση ότι δήθεν είναι δυνατή και επιτρεπτή η στρατιωτική λύση αυτού του προβλήματος. Θεωρώντας και τους δυο λαούς, όσο τον αρμενικό, τόσο και τον αζέρικο, ως φίλους και αδελφικούς λαούς, δεν μπορούμε να συμμεριζόμαστε τέτοιες επιδιώξεις. Οι Πρόεδροι της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Γαλλίας ως επικεφαλής-συμπρόεδροι της Ομάδας του Μινσκ του ΟΑΣΕ τάχθηκαν ξεκάθαρα υπέρ της αποκλειστικά πολιτικής διευθέτησης. Η «τρόικα» των συμπροέδρων είναι αυτή που αποτελεί το κοινώς αναγνωρισμένο πλαίσιο διαμεσολάβησης με στόχο την εξεύρεση διεξόδου από αυτήν την παλιά σύγκρουση».
«Προσπαθούμε να πείσουμε τους Τούρκους εταίρους να ασκήσουν την επιρροή τους προς την υποστήριξη» της κατάπαυσης πυρός, ανέφερε, προσθέτοντας πως είχε «σειρά τηλεφωνικών επικοινωνιών με τον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου» επί του ζητήματος.
Ολοκληρώνοντας επ΄αυτού του ζητήματος ο Σεργκέι Λαβρόφ κάλεσε όλους τους «εξωτερικούς “παίκτες”» να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να αποφευχθεί μία κλιμάκωση στην περιοχή.
Στο ερώτημα για το άνοιγμα, από πλευράς Τουρκίας, της παραλιακής ζώνης στα Βαρώσια στην Αμμόχωστο της Κύπρου δήλωσε:
«Για σχόλια σχετικά με το στόχο και τη σημασία της απόφασης για το άνοιγμα της παραλίας στην περιοχή των Βαρωσίων, πρέπει να απευθυνθεί κανείς σ’ εκείνους που έλαβαν αυτήν την απόφαση», είπε, αρχικά, και έκανε λόγο για «βήμα που προκάλεσε τη σοβαρή ανησυχία μας».
Εξηγώντας τους λόγους είπε: «Πρώτον, είναι σε αντίθεση με μια σειρά Ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ: 414 (1977), 482 (1980), 550 (1984), 789 (1992) και 2483 (2019), και δεύτερον, οιεσδήποτε μονομερείς ενέργειες εμποδίζουν τη διαμόρφωση της εποικοδομητικής ατμόσφαιρας και δημιουργούν πρόσθετες επιπλοκές στην επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την οριστική διευθέτηση αυτού του παλιού προβλήματος».
Η Ρωσία, όπως δήλωσε, «παραμένει προσηλωμένη στις παραμέτρους επίλυσης, όπως αυτές είναι εγκεκριμένες από τα Ηνωμένα Έθνη, και είναι έτοιμη να συμβάλει στην εφαρμογή τους». Ενώ, τέλος, εξέφρασε την επιθυμία του να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όλες οι πλευρές καθώς αυτό «θα βοηθήσει τη σταθεροποίηση της κατάστασης, την εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας στην περιοχή».