της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ
Όταν την πρωτοάκουσα μου φάνηκε παράξενη και μάλλον σλάβικη. Δεν ήταν όμως «Ζλατίνα», το θηλυκό ας πούμε του Ζλάτιν, αλλά «σλατίνα», κάτι που παραπέμπει στο κολλώδες υλικό «σλάιμ» -που ευτυχώς έμεινε για πάντα και ξεχάστηκε στα χρόνια του δημοτικού- και στο αμερικανοφερμένο «λατίνα» αντί για το ελληνικό «λατινοαμερικάνα», για τις χυμώδεις γυναίκες που μοιάζουν της Τζένιφερ Λόπεζ κι εκείνες που ζωγράφιζε ένας παλιός ζωγράφος του 20ου αιώνα ονόματι Αλμπέρτο Βάργκας. Πρόσφατα έμαθα ότι ο ποιητής ανήκει στην αντιπαθή κατηγορία των τράπερ, μουσικών που ειδικεύονται στους αηδιαστικούς και πέρα από κάθε φαντασία βλακώδεις στίχους, χάρη στους οποίους έχουν πετύχει την πρώτη στα χρονικά ομόφωνη καταδίκη εκ μέρους κανονικών μουσικών, κριτικών και κοινού άνω των είκοσι.
Τα σκουπίδια της τραπ δεν εμφανίστηκαν από κάποια ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας. Τα έριξε με το ανατρεπόμενο το τικ τοκ, ο παντοδύναμος σαρωτής κάθε υπολείμματος παιδείας και καλού γούστου. Την αμερικάνικη σκουπιδοτράπ ξεπατικώνουν οι ψευτομουσικοί που βρήκαν και κάνουν. Ξέφραγο αμπέλι η ζωή των παιδιών, ορμάει το τικ τοκ και κάνει παιχνίδι. Ο αρχιτράπερ, ο μπόσης, το αφεντικό να πούμε στην Αμέρικα, είναι ένας χοντρουλός έγχρωμος τύπος που βρήκε τη ρεκλάμα του μ’ ένα κορίτσι που έγινε γνωστό από μια “sex tape”. Μετά της έλεγε τί να βάλει, ή καλύτερα τί να βγάλει, μέχρι που έφτιαξε και φίρμα ανύπαρκτων ρούχων και ομάδα συμβούλων για να ντύνει την πρώην “σεξτεϊπατζού” και νυν παγκόσμια περσόνα. Μετά την έβαλε να κάνει πλαστικές για να γίνει σαν τα κορίτσια του Βάργκας. Και μετά τη βαρέθηκε και την άφησε γιατί δεν ήξερε τί άλλο να κάνει. Στο μεταξύ όμως είχε βρει καινούρια μούσα. Πάλι τη ντύνει, την ξεντύνει και βάζει την ομάδα των συμβούλων να της φτιάχνει την εμφάνιση σε κάθε έξοδο μαζί του. Επιχειρηματικά κινήθηκε άριστα, γιατί η αντικαταστάτρια της σεξτεϊπατζούς έχει και πτυχίο αρχιτεκτονικής. Τα ρούχα πια τα μίκρυνε τόσο που είναι πια εσώρρουχα κι αυτά τσιγκουνεμένα. Μια φορά την έβαλε να βγει με το καλσόν. Μόνο. Και μια τελευταία να περπατάει μόνο με λεπτές κάλτσες. Αυτός χοντρουλός, όπως είπαμε, ντυμένος με πέτσινα και διαστημικές μπότες κι αυτή λεπτή, αλλά χυμώδης πια μετά από ένα γύρο πλαστικών, ξεβράκωτη, ξεστήθωτη και ξυποληταρία. Μάγκας ο μπόσης! Πουλάει τραγούδια και εσώρρουχα και η αρχιτεκτόνισσα πρωτοπορία και μπίζνες με την ομάδα του αρχιτεκτονικού της γραφείου. Ποιός εκμεταλλεύεται ποιόν σ’ αυτό το ρεζιλίκι; Tα κοριτσάκια έτρεχαν να μοιάσουν της Καρντάσιαν, τώρα τρέχουν να μοιάσουν της Σενσόρι. Δεν είμαστε πλέον στο στηθόδεσμο για μπλούζα, στη φούστα των δέκα πόντων με ενσωματωμένο εσώρρουχο, στο διάφανο κολάν, στη βερμούδα ποδηλάτη, στην ολόσωμη ελαστική φόρμα στο χρώμα του δέρματος για απόλυτο γυμνό αποτέλεσμα (αυτό το τελευταίο πρωί, πρωί, που τρέχεις για τις δουλειές σου). Είμαστε στην εποχή Σενσόρι και οι τράπερ ιμιτασιόν της ελληνικής σκηνής θα βρουν νέες ιέρειες, γυμνές στην κυριολεξία, εκτεθειμένες στο «φάτε μάτια ψάρια», στα σπασμένα γυαλιά και τα πετραδάκια του δρόμου και στα κρύα που θά’ ρθουν.
Η λέξη σλατίνα έχει πεθάνει. Η λήξη χρήσης της σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2023 (γιατί τότε ακριβώς θα σας γελάσω). Μη λυπάστε όμως. Αυτό που περιέγραφε η λέξη ζει, περπατάει, κουνιέται και βασιλεύει. Μόνο που οι χρήστες προτιμούν την πιο παραστατική «πουτάνα» για δημόσια χρήση και όταν βρίσκονται μεταξύ τους (αγοροπαρέες τουλάχιστον των πέντε) «δοχείο προορισμένο να δέχεται είδος σωματικού υγρού», που πολύ απασχολεί την παραπάνω ηλικιακή κατηγορία. Περιμένω κι ελπίζω στη μέρα, που τα κοριτσάκια που ακολουθούν άβουλα την αγοροπαρέα θα σηκώσουν το χέρι και θ’ αστράψουν ένα χαστούκι από εδώ μέχρι απέναντι και που θα είναι όλο δικό τους.