Η «Κ» παρουσιάζει το πλαίσιο των αλλαγών σε πανεπιστημιακά τμήματα – Οι στόχοι του υπουργείου Παιδείας και οι αντιδράσεις
Με βάση έξι κριτήρια θα προχωρήσει η αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη της Ελλάδας, όπως παρουσιάζει σήμερα η «Κ». Μεταξύ αυτών είναι το διδακτικό προσωπικό, ο ρυθμός αποφοίτησης, η ζήτηση από τους υποψηφίους, η ποιότητα και η διεθνής αναγνώριση του παραγόμενου ερευνητικού έργου κάθε τμήματος. Το σχετικό έγγραφο από το υπουργείο Παιδείας αναμένεται να φτάσει εντός της προσεχούς περιόδου στα πανεπιστήμια, τα οποία έως τώρα κάνουν ότι δεν ακούν κάθε φορά που ακούγεται από τα υπουργικά χείλη η πρόταση για καταργήσεις και συγχωνεύσεις τμημάτων τους. Τα ιδρύματα είναι απρόθυμα να προχωρήσουν σε συγχωνεύσεις και καταργήσεις, που επιφέρουν αλλαγές στην εργασιακή και ακαδημαϊκή θέση των καθηγητών, ενώ αντιδράσεις θα υπάρξουν και από βουλευτές και τις τοπικές κοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι προς το παρόν δεν έχει υπάρξει κάποιο ΑΕΙ να προτείνει συγκεκριμένες κινήσεις, παρότι υπήρξε σχετικό αίτημα από το υπουργείο, καθώς λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής σε πολλά τμήματα έμειναν κενές θέσεις – συνολικά 17.762. Την ίδια στιγμή, υπάρχει υπερπληθώρα τμημάτων σε συγκεκριμένους τομείς.
1. Η επάρκεια του διδακτικού και βοηθητικού προσωπικού. Eχει φανεί πως πολλά νέα τμήματα ιδρύθηκαν χωρίς το απαραίτητο διδακτικό προσωπικό, ενώ ήδη τα ΑΕΙ έχουν αποψιλωθεί λόγω των λίγων διορισμών σε σχέση με τις συνταξιοδοτήσεις τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης.
2. Στην απόφαση σαφώς θα μετρήσει η διαθεσιμότητα των υποδομών. Σε αυτό το σκέλος τονίζεται ότι στην πλειονότητα των τμημάτων υπάρχουν τα κτίρια –γι’ αυτό άλλωστε έχουν φροντίσει οι τοπικές αρχές– αλλά ο εξοπλισμός πρέπει να ανανεώνεται.
3. Η γεωγραφική εγγύτητα συναφών τμημάτων. Το υπουργείο θέτει το κριτήριο διότι κρίνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια δημιουργήθηκαν τμήματα για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των πόλεων, αλλά αυτά είναι αποκομμένα και δεν είναι εύκολη η διεπιστημονική «συνομιλία» καθηγητών και φοιτητών ακόμη και τμημάτων που ανήκουν στην ίδια σχολή. Αυτό σε δεύτερο χρόνο μπορεί να συνδυαστεί με την εισαγωγή των υποψηφίων των Πανελλαδικών σε σχολές και όχι τμήματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η σχολή Οικονομίας και Διοίκησης του Διεθνούς Πανεπιστημίου, η οποία έχει από δύο τμήματα σε Σέρρες, Καβάλα, Θεσσαλονίκη και ένα στην Κατερίνη, καθώς και η Σχολή Οικονομικών Eπιστημών Δυτικής Μακεδονίας με τμήματα σε Κοζάνη, Γρεβενά και Καστοριά.
4. Η ζήτηση του τμήματος από τους υποψηφίους των Πανελλαδικών Εξετάσεων, ο ρυθμός αποφοίτησης –υπάρχουν τμήματα με ρυθμό στο 6%–, η απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας, η συμβολή τους σε αναπτυξιακούς στόχους και η ποιότητα και διεθνής αναγνώριση του παραγόμενου ερευνητικού έργου, είναι ορισμένα από τα ποιοτικά κριτήρια που θα μετρήσουν.
5. Η διασύνδεση της παρεχόμενης διδασκαλίας με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας, λαμβάνοντας υπόψη και τον αριθμό αντίστοιχων τμημάτων που λειτουργούν σε άλλες περιοχές της χώρας. Επίσης, θα ζητηθεί να αξιολογηθεί κατά πόσον το αντικείμενο ενός προπτυχιακού προγράμματος είναι τόσο εξειδικευμένο που μπορεί να είναι αντικείμενο μεταπτυχιακού.
6. Ο στρατηγικός σχεδιασμός των ίδιων των πανεπιστημίων.
Στην ανάγκη για έναν νέο ακαδημαϊκό χάρτη συμβάλλει και το γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί υπερπληθώρα τμημάτων με συναφές αντικείμενο σπουδών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, αυξήθηκαν τα τμήματα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας από ένα σε έξι, τα τμήματα Γεωπονίας από τρία σε δέκα, τα τμήματα Μηχανικών από 46 σε 71. Επίσης, υπάρχουν πολλά τμήματα Αθλητισμού σε σχέση με τις ανάγκες.
Hδη, στο πλαίσιο της αποτύπωσης των προβλημάτων, ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) Περικλής Μήτκας έχει ταξιδέψει σε πανεπιστήμια στο Αιγαίο, στη Θράκη, στη Δυτική Μακεδονία, ενώ έχει επισκεφθεί πόλεις όπως η Πάτρα, η Καλαμάτα, η Ζάκυνθος. Μάλιστα, πληροφορίες αναφέρουν ότι υπό αξιολόγηση θα περάσουν και ιστορικά ΑΕΙ της Αττικής που έχουν διαμορφωμένο χαρακτήρα και τμήματα. Οι τελικές αποφάσεις θα περάσουν και από την αξιολόγηση από την ΕΘΑΑΕ. Το υπουργείο Παιδείας προσβλέπει πως με την καλή προετοιμασία, τον διάλογο και τον σχεδιασμό θα «κάμψει» την απροθυμία των πανεπιστημιακών να προχωρήσουν σε συνενώσεις και καταργήσεις. Oπως τόνισε στην «Κ» υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Παιδείας, «πρόθεση είναι να γίνει ουσιαστικό έργο σε συνεργασία με τα ΑΕΙ, και όχι απλώς… μετονομασία τμημάτων».
Απόψεις
H διεθνοποίηση εντείνεται με γρήγορους ρυθμούς
Του ΖΗΣΗ ΜΑΜΟΥΡΗ*
Οπως όλα τα στοιχεία και οι αντικειμενικοί δείκτες αποδεικνύουν ότι τα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας μας βρίσκονται στην ακμαιότερη περίοδο της ιστορίας τους. Ο ενιαίος ακαδημαϊκός χώρος καλύπτει την ελληνική επικράτεια δίνοντας πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε μεγάλο αριθμό νέων ανθρώπων, τα προγράμματα σπουδών που παρέχονται καλύπτουν το σύνολο των σύγχρονων γνωστικών πεδίων, η έρευνα αναπτύσσεται με ρυθμούς και όρους υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικότητας και η κατάταξη των ιδρυμάτων στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης ανεβαίνει συστηματικά. Οπως δείχνουν όλα τα δεδομένα άριστων και πολυπληθών υποψηφιοτήτων για θέσεις πλήρωσης ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού, τα ελληνικά πανεπιστήμια προσελκύουν άριστους επιστήμονες, ελληνικής κυρίως καταγωγής, τόσο από την Ελλάδα όσο και από τον διεθνή χώρο. Και η διεθνοποίηση των ιδρυμάτων, με την υποστήριξη και της Πολιτείας, εντείνεται με γρήγορους ρυθμούς. Παρά τη συνεχιζόμενη δημόσια υποχρηματοδότηση, συνέπεια και της παρελθούσας οικονομικής κρίσης, και παρά τις δυσκολίες που επέφερε η πρόσφατη πανδημία, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα όχι μόνο διατήρησαν τον δυναμισμό τους αλλά, σύμφωνα με τις ανεξάρτητες εθνικές και διεθνείς αρχές αξιολόγησης, αναπτύχθηκαν και βελτίωσαν όλους σχεδόν τους δείκτες απόδοσης.
Σήμερα η κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις προκλήσεις και τα σύνθετα προβλήματα που αναδύονται πλανητικά και προσδιορίζονται πάντα βέβαια από τις περιφερειακές και τοπικές ιδιαιτερότητες: η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η περιβαλλοντική κρίση, η κρίση πόρων (ενέργεια και διατροφή), οι εντεινόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και οι παγκόσμιες μετακινήσεις πληθυσμών θα μας απασχολήσουν στα χρόνια που έρχονται και θα προσδιορίσουν σε μεγάλο βαθμό και την Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες.
O ρόλος του δημόσιου πανεπιστημίου σε αυτό το πλαίσιο θα είναι να διασφαλίσει την πρόσβαση στη γνώση και στην εξειδίκευση σε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους ανθρώπους και την προετοιμασία ενός υψηλού επιπέδου επιστημονικού και ερευνητικού προσωπικού εξειδικευμένου σε ζητήματα και γνωστικά πεδία σχετικά με τα αναδυόμενα προβλήματα και τις προκλήσεις. Για να επιτελέσουν τον ρόλο τους τα ελληνικά ΑΕΙ χρειάζεται η αύξηση της επένδυσης δημοσίων πόρων, η αναβάθμιση του λυκείου, η διαρκής επικαιροποίηση των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, η ενίσχυση του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, η ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης και η στήριξη της έρευνας και των ερευνητικών κέντρων.
Η στήριξη των ιδρυμάτων στην εκπλήρωση του αναπτυξιακού, ερευνητικού και εκπαιδευτικού ρόλου τους, όπως αυτός ορίζεται και από το Σύνταγμα της χώρας, προϋποθέτει όμως και κάποιες άλλες αναγκαίες συνθήκες: θεσμική σταθερότητα και ενεργή συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στη χάραξη στρατηγικής, στη στοχοθεσία, στη διοίκηση, στη λήψη αποφάσεων και στη συστηματική υπηρέτηση στόχων και στρατηγικών.
Στην απαιτητική φάση δυναμικής ανάπτυξης που βρίσκονται σήμερα τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ έχουν ανάγκη από ένα νομοθετικό και θεσμικό μορατόριουμ που θα μας επιτρέψει να ασχοληθούμε με την ουσία των προκλήσεων που ανοίγονται μπροστά μας. Η σταθερότητα του πλαισίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αποδοτικής εργασίας και κάθε διατάραξή της αποτελεί τροχοπέδη. Η προάσπιση του συστήματος δημοκρατικής εκπροσώπησης και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των συλλογικών οργάνων διοίκησης μπορούν και διασφαλίζουν με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνική λογοδοσία και τη διαφάνεια της οικονομικής και διοικητικής λειτουργίας του πανεπιστημίου. Εξάλλου, η ενεργός συμμετοχή ενθαρρύνει και εμπεδώνει τη μέγιστη δυνατή κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του πανεπιστημίου. Η ενεργοποίηση του όλου της ακαδημαϊκής κοινότητας σε όλα τα επίπεδα οικονομικής και διοικητικής διαχείρισης, στρατηγικού σχεδιασμού, εκπαίδευσης και έρευνας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την πρόοδο και την ανάπτυξη των δημοσίων ΑΕΙ της χώρας στην επόμενη περίοδο.
* Ο κ. Ζήσης Μαμούρης είναι πρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθηγητής Γενετικής Πληθυσμών του Τμήματος Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός έχει και προϋποθέσεις
Της ΖΩΗΣ ΛΥΓΕΡΟΥ*
Μετά μία δεκαετία λιτότητας, που οδήγησε σε μείωση των προϋπολογισμών των ΑΕΙ και «πάγωμα» στις προσλήψεις, τα πανεπιστήμια έχουν σήμερα μία από τις χειρότερες αναλογίες διδασκόντων προς φοιτητές στην Ευρώπη (1:40), ένα γηρασμένο ακαδημαϊκό προσωπικό και μεγάλες ελλείψεις σε διοικητικό, χρήματα για έρευνα και υποδομές. Παράλληλα, ένα ασφυκτικό γραφειοκρατικό πλαίσιο δυσχεραίνει τη λειτουργία τους και εμποδίζει τη διεξαγωγή έρευνας. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί η συνένωση πανεπιστημίων και ΤΕΙ, που άλλαξε απότομα τον ακαδημαϊκό χάρτη και οδήγησε σε νέα τμήματα διασκορπισμένα σε όλη την επικράτεια. Πώς μπορούν να αντεπεξέλθουν τα ΑΕΙ στις προκλήσεις, ώστε να γίνουν η κινητήρια δύναμη για την οικονομία της γνώσης;
Πρώτα από όλα χρειάζεται ως κοινωνία να αποφασίσουμε τι είδους πανεπιστήμια θέλουμε. Πανεπιστήμια που θα παράγουν νέα γνώση μέσω της έρευνας, θα παρέχουν παιδεία και υψηλού επιπέδου γνώσεις και δεξιότητες στους νέους και θα στηρίζουν την ανάπτυξη της χώρας; Ή ιδρύματα που θα συντηρούν τις τοπικές οικονομίες μέσω της προσέλκυσης φοιτητών; Δυστυχώς, αυτά τα δύο δεν συνδυάζονται. Κατ’ αρχάς δεν έχουμε ως χώρα τους απαιτούμενους πόρους για να συντηρούμε υψηλού επιπέδου τμήματα σε πολλές πόλεις. Αλλά ακόμη και εάν διαθέταμε απεριόριστους πόρους, πανεπιστήμιο δεν σημαίνει απλώς ένα πρόγραμμα σπουδών με ικανούς διδάσκοντες και επαρκείς υποδομές. Πανεπιστήμιο σημαίνει βιβλιοθήκη, πολιτιστικές δράσεις, γυμναστήριο, φοιτητική μέριμνα, φοιτητικές ομάδες· σημαίνει έρευνα σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία· σημαίνει σεμινάρια και ημερίδες· σημαίνει πάνω από όλα δυνατότητα αλληλεπίδρασης και ανταλλαγής απόψεων που διευρύνει τους ορίζοντες και οδηγεί τη νέα γνώση και την καινοτομία. Αυτά δεν μπορούν να αναπαραχθούν σε ένα τμήμα απομονωμένο σε μια μικρή πόλη της Ελλάδας, όσα και αν επενδύσουμε.
Στη συνέχεια, χρειάζεται στρατηγικός σχεδιασμός –μια προγραμματική συμφωνία μεταξύ ΑΕΙ και πολιτείας– που θα προδιαγράφει πού στοχεύει το κάθε ΑΕΙ και τον δρόμο για την επίτευξη των στόχων: τα μικρά και εφαρμόσιμα βήματα που θα ελέγχονται και θα αναθεωρούνται τακτικά, καθώς και τα κίνητρα για την επίτευξη των ενδιάμεσων βημάτων. Ηδη τα πανεπιστήμια έχουν ξεκινήσει να επεξεργάζονται τον στρατηγικό σχεδιασμό τους για την επόμενη τετραετία, ο οποίος θα συνδέεται με τη χρηματοδότησή τους. Ο στρατηγικός σχεδιασμός, όμως, για να λειτουργήσει απαιτεί ορισμένες προϋποθέσεις:
– Απαιτεί βάθος χρόνου και σταθερό νομοθετικό πλαίσιο. Οι νόμοι για την τριτοβάθμια εκπαίδευση τείνουν να αλλάζουν κάθε φορά που αλλάζει ο υπουργός, ενώ αλλαγές εφαρμόζονται χωρίς να δίνεται ο απαιτούμενος χρόνος για μετάβαση.
– Απαιτεί δέσμευση από την πολιτεία για τι ακριβώς θα παρέχει στα πανεπιστήμια σε πόρους και προσωπικό σε βάθος χρόνου. Κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν γίνεται από καμία κυβέρνηση. Για παράδειγμα, αν και τελειώνει ο Νοέμβριος, τα ΑΕΙ δεν γνωρίζουν εάν θα τους επιτραπεί να προκηρύξουν τις θέσεις ΔΕΠ που κενώθηκαν λόγω συνταξιοδότησης προ διετίας και θα χρειαστούν αλλά 1-2 χρόνια για να πληρωθούν, ενώ το έκτακτο προσωπικό συχνά αναλαμβάνει υπηρεσία όταν τελειώνει το εξάμηνο όπου θα δίδασκε.
– Χρειάζεται σεβασμός στην αυτονομία των ιδρυμάτων. Καθένα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία πρέπει να εκμεταλλευθεί για να βρει τη μελλοντική του ταυτότητα. Αυτό μπορεί να απαιτεί, μεταξύ άλλων, να κλείσουν τμήματα ή να μειωθούν οι εισακτέοι σε γνωστικά αντικείμενα.
– Χρειάζεται διαφάνεια και συντονισμός, ώστε ο προγραμματισμός κάθε ΑΕΙ να εξυπηρετεί τις ανάγκες της χώρας αλλά όχι μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Η εμπλοκή μιας ανεξάρτητης αρχής, όπως η ΕΘΑΑΕ, είναι ιδιαίτερα σημαντική.
– Θα χρειαστεί οι διοικήσεις των ΑΕΙ, και γενικότερα η πανεπιστημιακή κοινότητα, να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα πρόκληση, να μην την εκλάβουν ως άλλη μία γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά ως μια ευκαιρία να καθορίσουν με σοβαρότητα και συναίνεση το μέλλον του ιδρύματος αλλά και το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα.
Η μετάβαση των ελληνικών πανεπιστημίων σε νέα φάση ανάπτυξης είναι μεγάλο στοίχημα για όλους. Η προσωπική ευημερία των νέων ανθρώπων και η πορεία της οικονομίας εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το στοίχημα αυτό.
* Η κ. Ζωή Λυγερού είναι καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή Πατρών.
“Καθημερινή”