Φανταστείτε τις Δέκα Πληγές του Φαραώ, όπου σύμφωνα με τη Βιβλική αφήγηση, δέκα καταστροφικές συμφορές έπληξαν την Αίγυπτο και θα έχετε μια εικόνα του κόσμου τον περασμένο χρόνο. Μεταξύ των διαφόρων προβλημάτων αυτά που επηρέασαν την Ελλάδα ήταν, η πανδημία COVID-19, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο αντίκτυπός του στην παροχή τροφίμων και ενέργειας στις διεθνείς αγορές, ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων και η επίδρασή του στις αλυσίδες εφοδιασμού, η συρρίκνωση των κορυφαίων οικονομιών, κυρίως της Κίνας, των ΗΠΑ και της Ευρώπης, και η κλιματική κρίση.
Το 2023 ήλθε με όλες τις κρίσεις που σημάδεψαν το 2022 να συνεχίζονται. Τα φωτεινά σημεία το 2022 ήταν ελάχιστα. Ένα από αυτά ήταν η κατανόηση των περισσότερων παραγόντων στον παγκόσμιο στίβο ότι η διαχείριση του ανταγωνισμού μεταξύ τους απαιτεί υπευθυνότητα. Ελπίζεται ότι αυτή η κατανόηση θα οδηγήσει στην προώθηση λύσεων στα προβλήματα που απειλούν την ανθρωπότητα. Παρεμπιπτόντως, αυτή η αντίληψη του «ανεύθυνου ανταγωνισμού» είναι επίσης σχετική με τα ελληνοτουρκικά, λόγω κυρίως της στρατικοποίησης της πολιτικής από την πλευρά της Τουρκίας.
Ενώ ο Ελληνισμός αντιμετωπίζει μια στρατηγική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από περίπλοκες προκλήσεις, η στρατηγική που ακολουθείται για τις ιδιαίτερα σοβαρές απειλές λείπει και σε κάποιο βαθμό δεν ανταποκρίνεται καν στα συμφέροντα του κράτους.
Η Τουρκία αποτελεί τη σοβαρότερη εξωτερική απειλή για τον Ελληνισμό, τόσο στην επιδίωξή της για απόκτηση στρατιωτικής υπεροπλίας όσο και στην περιφερειακή της παρουσία που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, μια προσπάθεια να απειλήσει την Ελλάδα με εκτεταμένες παραβιάσεις και την ενεργοποίηση ενός έργου εκτόξευσης πυραύλων ακριβείας. Ο Ελληνισμός πιέζεται να αντιμετωπίσει μόνος του αυτές τις προκλήσεις και έχει αυξανόμενη ανάγκη να εμβαθύνει τον συντονισμό και τις ειδικές σχέσεις με τους εταίρους της ΕΕ, τις αμυντικές συνεργασίες και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ, ανεξάρτητα από το αν επιτευχθεί συμφωνία.
Το μεταναστευτικό ρεύμα αποτελεί μια ακόμη σοβαρή απειλή για την Ελλάδα όσον αφορά την ταυτότητά μας ως χριστιανικό και δημοκρατικό κράτος και τη νομιμότητά μας στη διεθνή σκηνή. Στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα, η κατάσταση ασφαλείας είναι ασταθής, αν και επί του παρόντος υπό έλεγχο, χάρη στην εντατική δραστηριότητα του Λιμενικού Σώματος των δυνάμεων της Frontex και του συντονισμού ασφαλείας με τις ευρωπαϊκές αρχές. Ωστόσο, η Τουρκία εργαλειοποιεί το πρόβλημα ενθαρρύνοντας ή προωθώντας παράτυπους μετανάστες. Έτσι στα ανατολικά μας χερσαία και θαλάσσια σύνορα η Ελλάδα συνεχίζει να διαχειρίζεται το ίδιο δίλημμα που παρουσιάστηκε εδώ και χρόνια: πώς να αντιμετωπίσει την επείγουσα ανάγκη σταθεροποίησης της ανθρωπιστικής κατάστασης, και να αποτρέψει την κλιμάκωση.
Στο εσωτερικό, η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια ιδιαίτερα σοβαρή απειλή ενόψει της κομματικής πόλωσης, των πολιτικών ρήξεων, των προεκλογικών εντάσεων και του εξτρεμισμού των αναρχικών και αλληλέγγυων αυτών δυνάμεων. Η διάβρωση της εμπιστοσύνης στους κυβερνητικούς θεσμούς και η υπονομευμένη δέσμευση προς το κράτος δημιουργούν κενά στην ετοιμότητα για σενάρια πολέμου πολλαπλών θεάτρων επιχειρήσεων και άλλων γεγονότων με μαζικές απώλειες. Αυτό το πεδίο είναι ιδιαίτερα δύσκολο, εν μέρει λόγω της έλλειψης μηχανισμών σε εθνικό επίπεδο για ολοκληρωμένη σκέψη σε μια σειρά θεμάτων που αφορούν κυρίως την ανθεκτικότητα και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τους και άλλων προκλήσεων εθνικής ασφάλειας.
Παράλληλα, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια μεταβαλλόμενη και περίπλοκη παγκόσμια και περιφερειακή πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από: τον αυξανόμενο ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, τον πολλαπλασιασμό των ακραίων καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής κρίσης, τις συχνές οικονομικές κρίσεις, τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις που πηγάζουν από την πανδημία και την αυξανόμενη ανησυχία για την ανθεκτικότητα των φιλελεύθερων δημοκρατιών.
Επιπλέον, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δημιουργεί εκτροπή της προσοχής από το Αιγαίο και τη Μεσόγειο περιορίζοντας την προσοχή των εταίρων και συμμάχων μειώνοντας την αλληλεγγύη τους στα συμφέροντα και τις ανησυχίες του Ελληνισμού, έναντι της Τουρκίας. Είναι επίσης προφανές ότι πολλές χώρες δεν επιθυμούν να χαθεί η ευρωτουρκική προσέγγιση.
Ως απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις και απειλές, είναι επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να διαμορφώσει μια στρατηγική που να περιλαμβάνει τα ακόλουθα βασικά στοιχεία, τα οποία ξεπερνούν τη ρητορική και μεταφράζονται σε δράση.
Αύξηση του συντονισμού και ενίσχυση των ειδικών σχέσεων με τους εταίρους και συμμάχους, διατηρώντας ταυτόχρονα διακριτικότητα και δημιουργία αμοιβαίας εμπιστοσύνης με δύο στόχους: τη μεγιστοποίηση της εθνικής ισχύος για τις πολιτικές κινήσεις σχετικά με μια συμφωνία οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών αποδεκτή από τον Ελληνισμό και την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης στρατιωτικής επιλογής έναντι της Τουρκίας. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να προέρχεται από μια σπονδυλωτή και ποικιλόμορφη προοπτική σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο και όχι από τη Νεοθωμανική προσέγγιση «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου».
Με αυτό το σκεπτικό στον πυρήνα της στρατηγικής μας για το 2023 συνεχίζει να βρίσκεται η ένταση μεταξύ της προφανούς πρόκλησης της Τουρκίας, η προσέγγιση της με τη Ρωσία, ο εκβιασμός που απευθύνει, εκμεταλλευόμενη τις ροές των μεταναστών και προσφύγων προς τα νησιά του Αιγαίου και τις μονομερείς ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο.
Το φλέγον ζήτημα παραμένει το δημογραφικό καθώς παρουσιάζεται γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Θα πρέπει επίσης να καταβληθούν προσπάθειες για εμφύσηση νέου περιεχομένου στην κοινή πλατφόρμα αξιών για την ελληνική κοινωνία, η οποία πρέπει να προσαρμοστεί ιδιαίτερα στη νεότερη γενιά. Ταυτόχρονα, πρέπει να βελτιωθεί η ετοιμότητα για αντιμετώπιση μαζικών απωλειών, τόσο στο πλαίσιο ενός πολυθεατρικού πολέμου όσο και σε σοβαρές φυσικές καταστροφές.
Σε μια ευρεία και μακροπρόθεσμη προοπτική, η Ελλάδα πρέπει να διαμορφώσει μια στρατηγική που να εστιάζει στις ακόλουθες προκλήσεις.
Η ανάγκη ανάπτυξης ολοκληρωμένων ικανοτήτων σκέψης και σχεδιασμού ενόψει των διεργασιών σε βάθος στη γεωστρατηγική διεθνή, περιφερειακή και εσωτερική ελληνική αρένα. Αυτό συνδυάζεται με την ανάγκη ενίσχυσης των στοιχείων ήπιας ισχύος που μπορούν να βοηθήσουν τον Ελληνισμό να προωθήσει τις πολιτικές του, ειδικά εκείνες που σχετίζονται με τη γνωστική επιρροή μέσω των κοινωνικών δικτύων και του κυβερνοχώρου. Η περιφερειακή και διεθνής συνεργασία στους τομείς της ενέργειας, της οικονομίας και της καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης μπορεί να βοηθήσει στην επίτευξη αυτού του στόχου.
Η ανάγκη εμβάθυνσης των στρατηγικών συμμαχιών και των ειδικών σχέσεων με τους εταίρους και τους αμυντικούς συνεργάτες, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη για ανάπτυξη στους τομείς της τεχνολογίας, της επιστήμης, και της επιχειρηματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να σφυρηλατηθεί μια τολμηρή, ανανεωμένη σχέση με τη νεότερη γενιά της ελληνικής ομογένειας με έμφαση στις πολιτισμικές αξίες του Ελληνισμού.
Η ανάγκη εμβάθυνσης και ενίσχυσης των δεσμών με τη Γαλλία, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, καθώς και με άλλες μετριοπαθείς και ρεαλιστικές χώρες της περιοχής, χρησιμοποιώντας την πλατφόρμα των Αμυντικών Συμφωνιών για το χώρο της Μεσογείου. Αυτό θα βασίζεται σε διάφορους τομείς, όπως η πληροφόρηση, η αεράμυνα, η διαστημική και ψηφιακή συνεργασία.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, η συνεχής ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων θα πρέπει να ενθαρρυνθεί στο πνεύμα ενός πολυετούς προγράμματος, ιδιαίτερα της προσαρμογής του στην εποχή των πληροφοριών, των αυτόνομων συστημάτων και του κυβερνοχώρου. Ο πολιτικός διάλογος ασφαλείας θα πρέπει να προωθηθεί για να διαμορφωθούν επίκαιροι στρατηγικοί στόχοι για ένα πιθανό πόλεμο με την Τουρκία και άλλα περιορισμένα σενάρια σύγκρουσης.
Συμπεράσματα
Υπάρχουν δύο πιθανές προσεγγίσεις για τη στρατηγική του Ελληνισμού. Η μία είναι επιφυλακτική και σταθεροποιητική, δίνοντας έμφαση στο διάλογο, στις ρυθμίσεις και στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων και εξελισσόμενων απειλών, προκειμένου να εξουδετερωθούν ώστε να μην υλοποιηθούν. Η δεύτερη είναι προληπτική και αποτρεπτική και αντιμετωπίζει τις απειλές με το πνεύμα της ανάσχεσης, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο.
Προϋπόθεση για την επιλογή της σωστής προσέγγισης είναι μια συνεκτική εσωτερική βάση εντός της Ελλάδας, με έμφαση στην κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη και ανθεκτικότητα. Αντιλαμβανόμενοι το τέλος της ειρηνικής ρητορικής, της αφελούς υποκίνησης για μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και της αυξανόμενης απόστασης μεταξύ των ιδεολογικών ρευμάτων της ελληνικής κοινωνίας, ήρθε η ώρα για μια διαφορετική πολιτική.
Απαιτείται να δοθεί έμφαση στη δράση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και τους διεθνείς οργανισμούς, για την επούλωση των ρωγμών, για τη συγκέντρωση διαφορετικών προσεγγίσεων στο στρατόπεδο της συναίνεσης, για την ενίσχυση της αλληλεγγύης και της συνοχής για την έναρξη μιας οργανωμένης προσπάθειας για την ανάταξη των υφιστάμενων μηχανισμών κοινωνικής αντοχής και την οικοδόμηση νέων μηχανισμών.
Η συμπεριφορές του πολέμου και της πολιτικής είναι συνυφασμένες. Δεν μπορούν να χωριστούν με απλοϊκό τρόπο. Γι’ αυτό πρέπει να ήμαστε προετοιμασμένοι για κάθε πιθανό σενάριο. Σε όλα τα σενάρια, χρειάζεται η κυβέρνηση να διατηρήσει το συντονισμό και ένα κοινό σχέδιο δράσης με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και το διεθνή παράγοντα. Πρώτα απ’ όλα, είναι απαραίτητο να υπάρξει κατανόηση ότι η οποιαδήποτε επίλυση απαιτείται να είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου και ότι απορρίπτεται το ενδεχόμενο της ευθυδικίας, εφόσον η Τουρκία μας απειλεί με “casus belli”.
Επιπλέον, πρέπει να επιτευχθεί μια παράλληλη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΕ που να θεσπίζει μια κοινή πολιτική κατά της μεταναστευτικής δραστηριότητας της Τουρκίας καθώς και μια συντονισμένη απάντηση λήψης μέτρων, εφόσον η Τουρκία συνεχίσει να είναι αναθεωρητική, εις βάρος του Ελληνισμού. Ταυτόχρονα, είναι επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί μια αξιόπιστη στρατιωτική επιλογή εναντίον της Τουρκίας και να υπάρξει συμφωνία σχετικά με τους όρους στρατιωτικής δράσης ως έσχατη λύση για να αποτραπεί η Τουρκία να προχωρήσει σε αμφισβήτηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Ως μέρος της στρατιωτικής μας ανάπτυξης και των επιχειρησιακών σχεδίων για την άμυνα και την επίθεση, η Ελλάδα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για την πιθανότητα ενός πολυμέτωπου πολέμου από τον Έβρο έως το Καστελόριζο. Είναι απαραίτητο να διαχειριστούμε τις προσδοκίες του λαού σχετικά με τη φύση ενός μελλοντικού πολέμου, το κόστος και τα πιθανά αποτελέσματα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να ξεκινήσει πολιτικές και στρατιωτικές προσπάθειες για την πρόληψη του πολέμου και να εκμεταλλευτεί πλήρως άλλες εναλλακτικές λύσεις για την προώθηση των στρατιωτικών στόχων του Ελληνισμού ιδιαίτερα στο θαλάσσιο περιβάλλον.
Το δίλημμα δεν είναι πόλεμος ή ειρήνη, αλλά η σαφήνεια στη πρόκληση της αποτροπής που πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες ενέργειες. Το κυριότερο βήμα είναι η Ελλάδα να διατυπώσει τη πολιτική της βούληση με σαφήνεια, τι επιθυμούμε να εφαρμοστεί και πως θα εκτελεστεί, στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η αποτροπή είναι επιτυχημένη όταν ο αντίπαλος, υπολογίζει πάντα κινδύνους και αντίποινα, απώλεια ευκαιριών και περιορισμούς. Όταν μια αποτρεπτική απειλή είναι ασαφής, οι αντίπαλοι αφήνονται στις δικές τους στρατηγικές και προκαταλήψεις για να καθορίσουν το εύρος, την πρόθεση και την αξιοπιστία της.
Είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε την εξωτερική διάσταση των εθνικών προκλήσεων ασφάλειας, χωρίς να υπονοούμε την ψευδαίσθηση ότι οι εσωτερικές προκλήσεις έχουν εξαφανιστεί ιδιαίτερα την εκλογική περίοδο. Η πιθανότητα ότι θα αντιμετωπίσουμε μια εξωτερική πρόκληση το 2023 δεν είναι χαμηλή. Η Τουρκία έχει προσπαθήσει επανειλημμένα με ποικιλία προκλήσεων και είναι πιθανό η Άγκυρα να λάβει επιθετική δράση βάσει της εκτίμησης ότι η διεθνής αντίδραση, ιδιαίτερα η Νατοϊκή θα είναι εξισορροπητική.
Ούτε το μεταναστευτικό πρόβλημα έχει εξαφανιστεί και η αποδυνάμωση της τουρκικής μόχλευσης και επιρροής, υπό τη σκιά των ευρωπαϊκών μέτρων, δεν θα μπορούσε πραγματικά να αποτρέψει τη Τουρκία, κάτι που είναι επικίνδυνο για την Ελλάδα. Έτσι, ενώ η αποτροπή είναι το ζητούμενο η στρατηγική σύγχυση αυτήν τη στιγμή και σε αυτό το πλαίσιο, η αποτυχία διαμόρφωσης και ενημέρωσης της έννοιας της ασφάλειας και των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών, καθώς και η τεχνολογική αναβάθμιση και η ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων απαιτεί οι ομάδες προβληματισμού και η κοινωνία των πολιτών να παραμένουν ενήμεροι παρέχοντας στο επαγγελματικό και πολιτικό σύστημα και στους πολίτες ιδέες, γνώσεις και προτάσεις πολιτικής που αντιμετωπίζουν καλύτερα τις απειλές και εκμεταλλεύονται ευκαιρίες για ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας του Ελληνισμού.