Ένα απόγευμα σαν το πρώτο της ιστορίας βρίσκει στεριά η πυξίδα της ψυχής. Είναι Σάββατο και άνοιξη, δύοντας η χιλιετία στη Λάρισα των Πρωτόθρονων Πέτρου και Παύλου. Πριν τη Δαμασκό μια ποιητική φωνή του φίλου Αποστόλη ΄΄κι ανοίγουν μάτια ανθρώπων στην έκπληξη της ζωής΄΄.
Υπάρχει ενορία να βαστάζει δάκρυα; Να ποτίζει χαρίσματα; Να φωλιάζει όνειρα… Η εκκλησιά εκεί γλυκαίνει αδιόρατα. Είναι ενθουσιασμός ή η αισθητική του ναού που συλλαβίζεται; Η αυτόχθονη οικειότητα ή το αδόκητο καλωσόρισμα; Μπορεί κι όλα μαζί. Θαμώνας σε τόπους πολλούς σαν αυτήν τη θαλπωρή άλλη δε βρήκα.
Δημιουργός εκ του μηδενός και εμπνευστής ο π.Δημήτριος, βοηθοί του σμιλεμένοι στο βιβλίο του Αρνίου: Βασιλική, Αφροδίτη και Γιώργος (θωρεί από ψηλά), Πολυξένη, Θεόδωρος… Ανεκτίμητος στο πέρασμά του ο λευίτης του στρατού π.Παντελεήμων. Πρόσωπα και φιλίες καλλωπίζουν, φιλοκαλικές αφηγήσεις ανασταίνονται. Άβατο σε πιστούς και άπιστους ενοίκους της αυτάρκειας. Η κοινότητα διανθίζεται σε μοναστηριακά στολίδια, ιχνηλατώντας ακριτικές Θερμοπύλες. Γίνεται και το παρεκκλήσι του Άι – Σπυρίδωνος συντροφιά, υπόγεια μαζεύεται ξαστεριά, ολόιδια η Αγία Ταβιθά που ελεεί όπως η ανεπαίσθητη αναπνοή μας. ΄΄Να υπάρχεις μόνο για ν’ αγαπάς και στο βαθμό που αγαπάς΄΄.
Όλα όμως στροβιλίζονται στο σύμπαν. έτσι και οι άνθρωποι μετοικίζουν, γερνούν, φεύγουν. Μόνη ασάλευτη παραμένει η ενορία στην Ευχαριστιακή της προσδοκία. ΄΄Ναὶ, Ἔρχομαι ταχύ. ̓Αμήν, ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ΄΄ για τους αγαπημένους Σου. Για τον καθένα μας.
Βάσσος Ελευθέριος
Θεολόγος – φιλόλογος