26/07/2024
Η παρέμβαση των πέντε τουρκικών πολεμικών πλοίων, που υποχρέωσαν το ιταλικό επιστημονικό σκάφος να εγκαταλείψει τις εργασίες του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από την έμπρακτη επιβολή του δόγματος της “Γαλάζιας Πατρίδας”. Όπως είναι γνωστό, η Άγκυρα ισχυρίζεται (κόντρα στο διεθνές δίκαιο) ότι τα νησιά διαθέτουν μόνο χωρικά ύδατα έξι μιλίων, όχι υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Και σαν να μην έφθανε αυτό, οι Τούρκοι μας κάνουν και πλάκα: Μας ευχαρίστησαν δημοσίως επειδή αποδεχθήκαμε την δικαιοδοσία τους ανοικτά της Κάσου και έτσι απετράπη η κρίση! Με άλλα λόγια, προσέθεσαν και την πολιτική γελοιοποίηση, αποκαλύπτοντας όσα η Αθήνα επιχειρεί να υποβαθμίσει.
Η άτακτη υποχώρηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, όμως, δεν κρύβεται. Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από το μακράς διάρκειας επεισόδιο το καλοκαίρι του 2020, όταν το τουρκικό ερευνητικό σκάφος Oruc Reis πραγματοποιούσε σεισμικές έρευνες νοτίως του Καστελλορίζου. Η περιοχή εκείνη είναι δυνητικά ελληνική ΑΟΖ (με βάση την αρχή της μέσης γραμμής), ενώ στην τωρινή περίπτωση η θαλάσσια περιοχή ανοικτά της Κάσου είναι οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ. Για να υπογράψουμε, μάλιστα τη σχετική συμφωνία μερικής οριοθέτησης με την Αίγυπτο, η Ελλάδα είχε κάνει μεγάλη έκπτωση από την αρχή της μέσης γραμμής.
Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μερικής οριοθέτησης έρχεται σε σύγκρουση με το τουρκολιβυκό μνημόνιο και υπεγράφη ακριβώς για να το ακυρώσει στην πράξη. Μπορεί η πρώτη να είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και το δεύτερο να παραβιάζει κατάφωρα τους κανόνες του, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι τι εφαρμόζεται στην πράξη. Και λόγω της ελληνικής υποχωρητικότητας, αυτό που εφαρμόζεται στην πράξη είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Εξ’ ου και η αποχώρηση του ιταλικού επιστημονικού σκάφους από την ΑΟΖ της Κάσου. Όπως προανέφερα, όχι αδικαιολόγητα η Άγκυρα έσπευσε να μιλήσει δημοσίως για ελληνική αναγνώριση της τουρκικής δικαιοδοσίας, δηλαδή του τουρκολιβυκού μνημονίου.
Η Αθήνα, χωρίς να διαψεύσει ρητά τα περί αναγνώρισης της τουρκικής δικαιοδοσίας, δηλώνει “ουδέν πρόβλημα”, ότι το ιταλικό σκάφος ολοκλήρωσε τις εργασίες του. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, τα τουρκικά πολεμικά του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το τμήμα των εργασιών που είχε αρχίσει μόνο όταν ζήτησε άδεια από τις αρμόδιες τουρκικές αρχές. Δεν είναι σαφές με ποια μορφή έγινε αυτό, αλλά είναι σαφές ότι έγινε.
Αποτροπή κρίσης με υποχώρηση
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι η Αθήνα δεν αντιστάθηκε στην προσπάθεια της Άγκυρας να δηλώσει με την παρουσία πολεμικών πλοίων πως έξω από ελληνικά χωρικά ύδατα στα ανατολικά της Κρήτης-Κάσου-Καρπάθου είναι τουρκική υφαλοκρηπίδα και άρα για να μπορεί να κάνει εργασίες ανίχνευσης του βυθού το ιταλικό σκάφος έπρεπε να πάρει άδεια από τις τουρκικές κι όχι από τις ελληνικές αρχές. Η Άγκυρα, άλλωστε, έχει δείξει ότι κάθε φορά κάνει ένα βήμα, ώστε αφενός να εθίζει το διεθνές σύστημα στην αυθαιρεσία της, αφετέρου να υποχρεώνει την Αθήνα να αποδέχεται τα τετελεσμένα.
Δεδομένου ότι το 2021 είχε προηγηθεί αντίστοιχο επεισόδιο λίγο νοτιότερα, ήταν δεδομένο πως οι Τούρκοι θα επανέρχονταν στην πρώτη ευκαιρία. Το πρώτο ερώτημα είναι εάν με αφορμή την ανίχνευση του βυθού (για την πόντιση καλωδίου με σκοπό την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου) η Αθήνα ήταν προετοιμασμένη για τη δεδομένη τουρκική αντίδραση; Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν η έμμεση πλην σαφής εγκατάλειψη ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων αποτελεί πλέον τον τρόπο για να διατηρείται το “καλό κλίμα” στις διμερείς σχέσεις; Επειδή δεν υπάρχει κεραυνός εν αιθρία, υπενθυμίζουμε τη δήλωση Γεραπετρίτη το 2020 ότι η Ελλάδα θα υπερασπίσει στρατιωτικά τα χωρικά της ύδατα! Κατ’ αντιδιαστολή, δηλαδή, είχε σταλεί το μήνυμα πως έξω από τα έξι μίλια οι Τούρκοι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, γνωρίζοντας ότι δεν θα τους εμποδίσει το ελληνικό Ναυτικό.
Το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας”
Το δόγμα περί “Γαλάζιας Πατρίδας” επιδιώκει τη μετατροπή της Τουρκίας σε δεσπόζουσα δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Ο σφετερισμός των πιθανολογούμενων μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη θαλάσσια αυτή περιοχή είναι μία πτυχή αυτής της τουρκικής στρατηγικής. Η άλλη πτυχή είναι γεωπολιτική, η Τουρκία επιδιώκει να εξορίσει την Ελλάδα από την Ανατολική Μεσόγειο.
Για δεκαετίες, άλλωστε, η Ελλάδα απουσίαζε από την Ανατολική Μεσόγειο. Είχε αυτοεγκλωβισθεί στρατηγικά και επιχειρησιακά στο Αιγαίο, επειδή εκεί δεχόταν τότε την τουρκική επεκτατική πίεση. Το Καστελλόριζο ήταν ένα γεωγραφικά ακραίο μικρό νησιώτικο σύμπλεγμα. Στην Αθήνα το αντιλαμβάνονταν σαν μία νησιώτικη “απόφυση” του Αιγαίου στην Ανατολική Μεσόγειο, χωρίς να του αποδίδουν την κρίσιμη στρατηγική σημασία που έχει. Αλλά και η θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης δεν συγκέντρωνε ειδική προσοχή.
Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 εξώθησε την Αθήνα στο δόγμα “η Κύπρος είναι μακριά”! Πίσω από αυτό κρυβόταν η μικροελλαδική θεώρηση ότι “η Κύπρος είναι βαρίδι για την Ελλάδα”! Κάπως έτσι, η Ελλάδα είχε ουσιαστικά αποσυρθεί από την Ανατολική Μεσόγειο, όπου έτσι κι αλλιώς η παρουσία της ήταν υποτυπώδης. Αυτό το δόγμα-υπεκφυγή είχε εμποτίσει γενιές Ελλαδιτών πολιτικών, διπλωματών και αξιωματικών, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει για δεκαετίες η μονοδιάστατη αντίληψη για την εθνική ασφάλεια που συρρίκνωνε το ελληνικό ενδιαφέρον αποκλειστικά στο Αιγαίο.
Ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος
Η στρατηγική αυτή αναδίπλωση είχε βολέψει την Άγκυρα. Της είχε αφήσει ελεύθερο το πεδίο στην Ανατολική Μεσόγειο. Μία προσπάθεια να αντιστραφεί η διάχυτη αυτή αντίληψη είχε γίνει μετά το 1993 από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, με το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με σκοπό την αμυντική κάλυψη της ελεύθερης Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η προμήθεια του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300. Τότε, η Ελλάδα είχε αρχίσει να εδραιώνει μια αεροναυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ας σημειωθεί ότι την ίδια εκείνη περίοδο (1993-96) ο υπουργός Άμυνας Αρσένης είχε πραγματοποιήσει ανοίγματα προς Ισραήλ, Αίγυπτο και Συρία, στο πλαίσιο μίας πρωτοπόρας για εκείνη την εποχή στρατιωτικής διπλωματίας. Ήταν μία γεωπολιτικά ισορροπημένη πολιτική, συνέχεια των προνομιακών σχέσεων που είχε επιχειρήσει να διαμορφώσει με αραβικές χώρες ο Ανδρέας Παπανδρέου από τη δεκαετία του 1970, με βάση το δόγμα για τις τρεις διαστάσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ευρωπαϊκή, βαλκανική και μεσογειακή).
Οι καιροί, ωστόσο, δεν ευνοούσαν εκείνα τα διπλωματικά ανοίγματα να ριζώσουν και να αναπτυχθούν, δεδομένου ότι στη δεκαετία του 1990 το Ισραήλ διατηρούσε προνομιακές σχέσεις με την κεμαλική Τουρκία. Αλλά και η Αίγυπτος τηρούσε ισορροπίες, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα ενοχλούσε την Άγκυρα. Αλλά και ο χρόνος δεν ήταν αρκετός, με αποτέλεσμα εκείνα τα ανοίγματα να μετατραπούν σε παρένθεση.
Το τίμημα για την αποτροπή κρίσης
Η κυβέρνηση Σημίτη αφυδάτωσε και σταδιακά ακύρωσε το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και τη στρατιωτική διπλωματία του Αρσένη. Καθοριστικό ρόλο στο πολιτικό-ψυχολογικό επίπεδο έπαιξε και η κρίση στα Ίμια (αρχές 1996), η οποία επανεγκλώβισε την Ελλάδα στο Αιγαίο. Όταν, μάλιστα, λόγω και των ασφυκτικών πιέσεων της Δύσης (και του Ισραήλ) οι S-300, αντί να εγκατασταθούν στην Κύπρο, αποθηκεύτηκαν στην Κρήτη, ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος εκφυλίστηκε επιχειρησιακά.
Η επιστροφή της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο άρχισε να πραγματοποιείται πολύ αργότερα και μάλιστα με πρωτοβουλία των Ισραηλινών, λόγω του ρήγματος που είχε προκληθεί στις σχέσεις τους με την Τουρκία του Ερντογάν. Έτσι προέκυψαν οι τριγωνικές συνεργασίες Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος και τελευταία η συνεργασία Ελλάδα-Κύπρος-Ιορδανία. Και τα τρία αυτά γεωπολιτικά τρίγωνα είχαν διευκολυνθεί από την εχθρότητα του καθεστώτος Ερντογάν με το Ισραήλ και το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο. Δεν θα είχαν, ωστόσο, ευδοκιμήσει εάν δεν είχε μεσολαβήσει το αμερικανοτουρκικό ρήγμα. Δυστυχώς, όμως, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, τα εν λόγω γεωπολιτικά τρίγωνα έχουν σχεδόν αφυδατωθεί.
Προφανώς, η διπλωματία για την αποτροπή μίας κρίσης είναι αναγκαία, αλλά όχι εάν το τίμημα είναι να εγκαταλείπεις εμπράκτως νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα. Αλλά δεν είναι ούτε ικανή από μόνο της να ανασχέσει τον τουρκικό επεκτατισμό. Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα και μας το υπενθυμίζουν κραυγαλέα κάθε τόσο. Μπορεί να περάσαμε ένα σχετικά ήσυχο διάστημα, αλλά η τουρκική πίεση επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία και ασκείται σε πολλαπλά επίπεδα.
Στην κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλουν να αποδείξουν ότι είναι πραγματιστές κι όχι ιδεοληπτικοί, ότι βλέπουν κατάματα αυτό που διδάσκουν τα γεγονότα. Η εξαγορά του “καλού κλίματος” στις διμερείς σχέσεις με αντίτιμο ελληνικές υποχωρήσεις αφενός συσσωρεύει αρνητικά τετελεσμένα, αφετέρου μεταθέτει για λίγο χρονικά το πρόβλημα, δεν είναι λύση. Η τακτική αυτή έχει αποδειχθεί ότι ούτε καν τη θερμοκρασία δεν είναι ικανή να κρατήσει χαμηλά για πολύ χρόνο.