του Σπύρου Θεοδωρόπουλου
Σήμερα, ήταν μια από τις πιο ζεστές μέρες του φετινού καλοκαιριού. Γυρνώντας το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη περπάτησα για λίγο το ιστορικό της κέντρο. Η εικόνα γνωστή εδώ και μήνες: τα δέντρα μαραζωμένα, τσιμεντωμένα, άρρωστα, σκιά ούτε για δείγμα, ένα τοπίο εφιαλτικό. Επιστρέφοντας σπίτι έφερα στο μυαλό μου μια πάγια εικόνα της παιδικής μου ηλικίας: να βγαίνω στο μπαλκόνι και να βλέπω την οδό Φιλίππου, πνιγμένη σχεδόν στις ακακίες και στο βάθος τη Ροτόντα. Νομίζω πώς όποτε λείπω για καιρό από τη Θεσσαλονίκη και τη φέρνω στο νου μου, όλο κάπως έτσι τη σκέφτομαι, σκιερή, πράσινη με βυζαντινούς ναούς επιβλητικούς όπου στρέψεις το μάτι σου. Θυμάμαι μια φράση του Ιωάννου από την πρωτεύουσα των προσφύγων: «Οπότε συλλογίζομαι την πόλη μας, όλο την Αγίου Δημητρίου και την Εγνατία φέρνω στο μυαλό μου (…) Τις σκεπάζω, λοιπόν, με δέντρα και προχωρώ» κι έπειτα ένα άλλο κείμενο του, που γράφει πώς αν αφαιρέσεις τους βυζαντινούς ναούς από τη Θεσσαλονίκη, είναι σα να τη σκοτώνεις. Ίσως μια εικόνα αντίστοιχη με τη δική μου να χε κι εκείνος κατά νου. Σκέφτομαι ξανά τη σημερινή εικόνα της πόλης: η Καμάρα και η Ρωμαϊκή αγορά χορταριασμένες, τα αρχαία της Αγίας Σοφίας και σύντομα και της Βενιζέλου ατάκτως ερριμμένα πλάι σε διαφημιστικές μαρκίζες παγωτατζίδικων, τα δέντρα του ιστορικού κέντρου χρόνια πια είδος προς εξαφάνιση.
Αναρωτιέμαι, τελικά πόση λιγότερη Θεσσαλονίκη έχουμε σε σχέση με λίγα χρόνια πριν και πόση θα μας απομείνει σε λίγα χρόνια από σήμερα. Νιώθω διαισθητικά, πώς η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Δε ξέρω ποιες δυνάμεις, ή ποιες αποφάσεις οδήγησαν μια κοσμόπολη αιώνων να μετατραπεί μέσα σε έναν αιώνα σε μια μίζερη κλειστή επαρχία, ή, ακόμα πιο πρόσφατα, μια πόλη που για δεκαετίας καμωνόταν τη πρωτεύουσα των Βαλκανίων, να είναι σήμερα σε θέση χειρότερη από πόλεις όπως το Σεράγεβο, που πριν 20 χρόνια είχαν διαλυθεί στα εξ’ων συνετέθησαν. Ίσως κι όλας, αυτή η ανάλυση να πρέπει να γίνει από άλλους, πιο διαβασμένους, πιο αποστασιοποιημένους και λιγότερο συναισθηματικούς ως προς το ζήτημα από εμας. Το μόνο που ξέρω, είναι πώς φέτος επιστρέφοντας από τις διακοπές μου, ήταν η πρώτη φορά, που ένιωσα ότι δε μου έλειψε καθόλου η πόλη.
Κλείνοντας, μ’ ένα τετράστιχο ενός παλιού μας ποιητή, που συχνά πυκνά μουρμουρίζω, σκαρφαλώνοντας στη πάνω πόλη : « Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι, πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή / θ ’αποκριθεί: Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω τη διαδρομή». Αγαπώ πολύ αυτό το τετράστιχο γιατί αφ’ ενός συμπυκνώνει αυτή τη μελαγχολική αισιοδοξία που είναι συνυφασμένη με το συλλογικό ψυχισμό της πόλης μας, κι αφ’ ετέρου «πιάνει» αυτό το απροσδιόριστο ψυχικό απόθεμα που τόσα χρόνια, δι ελέου και φόβου, τη κράτησε όρθια. Πολύ φοβάμαι πώς σιγά, σιγά το απόθεμα αυτό εξαντλείται. Ίσως είναι καιρός να το πάρουμε απόφαση πώς τη διαδρομή δε τη ξέρουμε απ’ έξω και πώς πρέπει να την επανεφεύρουμε.
Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ετών 27
Γκρεμίσαμε τα παλιά τείχη και φτιάξαμε νέα για να ζούμε πλέον
μέσα σε αυτά!
Αρκεί να συγκρίνεις μια φωτογραφία των τειχών της Θεσσαλονίκης στα 1860 και μια σημερινή της Λεωφόρου Νίκης …
…. Μόνο που αυτή τη φορά , επεκτείναμε τα τείχη σ’όλη την πόλη.
῾Ο συγγραφέας τοῦ ἄρθρου, μέ ζωντανή τή μνήμη τοῦ ἱεροῦ, τῆς φύσης καί τῆς κρυφῆς, ἐκ γενετῆς αἱμορραγίας, πού νιώθουν οἱ ποιητές, τά ἀναζητᾶ στήν σημερινή πόλη, ὅπου εἶναι ὅλα αὐτά ἐγκαταλελειμμένα. Ἐγκαταλελειμμένα ὄχι μόνο στίς μεγάλες πόλεις, ἀλλά καί στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς.
Στήν ῾Ελλάδα τοῦ σήμερα, ποῦ δίνουμε σημασία στό πράσινο καί στή φύση γενικά; ῾Ιερή ἡ φύση καί ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἀνίερη ὡς πρός αὐτήν.
῾Ο ᾿Ελύτης βρῆκε τή διαδρομή στή φύση.
¨ Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου.
Το ‘κοψα και το ‘φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος.
Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα, που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. ¨
Θαυμάζουμε τήν φύση, ὁ τουρισμός ἀναπτύσσεται χάρη σέ αὐτήν τήν πανέμορφη φύση γύρω μας, ἀλλά δέν τήν φροντίζουμε. Τά ἀστικά κέντρα δέν προσφέρουν πιά ὅ,τι πρόσφεραν ὅταν ὀργανώθηκαν. Τό διαδίκτυο καί τά νέα μέσα ἐπιτρέπουν ἕναν ἄλλο τρόπο ζωῆς, σέ μικρές περιοχές, πιό φιλικές στόν ἄνθρωπο, ὅπως τά χωριά ἤ στά νησιά, πού κατοικοῦντο ἀπό μερικές χιλιάδες ἀνθρώπους, πλήρως ὀργανωμένα μέ τοπική οἰκονομία, μόλις 50-100 χρόνια πρίν. Τί θά γίνουν οἱ πόλεις; Σέ μιά δημοκρατία, αὐτός ὁ προγραμματισμός θά ἦταν ζητούμενο.
Τά ἱερά, τά ἀρχαῖα καί τά βυζαντινά μέ τήν αὐθεντικότητά τους θυμίζουν τήν διαδρομή, σέ ὅσους ἔχουν ἀκόμα μνῆμες καί διατηροῦν τίς ρίζες τους. ᾿Εγκαταλείπονται οἱ ἐκκλησίες καί τό ἱερό πνεῦμα καί τό ἱερό ἔργο πάνω στά ὁποῖα ἑδραιώθηκαν, ξεχνιῶνται, διαστρεβλώνονται, καταστρέφονται, ἀπό ´ ἐπιστημονικές ´ ἐπιφανειακές προσεγγίσεις.
Καί ό ἔρωτας; Αὐτή ἡ αἰώνια ἀναζήτηση πού χαράζει τήν διαδρομή καί τήν ζωντάνια γύρω μας, φαντάζει σέ πολλούς μιά τυπική διαδικασία, ἕνα κόψε-ράψε, χωρίς τά πρόσωπα, χωρίς τήν μυρωδιά, τίς ματιές, τίς αἰσθήσεις.