ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Ο τίτλος μας είναι οικείος. Αποκλείεται, κάποια στιγμή, στη ζωή μας να μην ρωτήσαμε με απειλητικό τόνο: ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για το ομώνυμο βιβλίο της δημοσιογράφου Ρεβέκκας Κοτσαρίδου. Είναι συνάδελφός μου και εργάστηκε αρκετά χρόνια στον «Αντέννα».
Ο συγγραφέας ενός μυθιστορηματικού βιβλίου νοιώθει όπως ο τερματοφύλακας πριν το πέναλτυ. Έχει την ίδια αγωνία. Θα αρέσει στον κόσμο; Και η αγωνία κορυφώνεται τη στιγμή της δημόσιας παρουσίασης. Τι θα πουν οι ομιλητές; Πως θα αντιδράσει ο κόσμος;
Με τη λογοτεχνία έχω ασχοληθεί, μόνο, ως αναγνώστης. Δεν θα έλεγα ότι είμαι σε θέση να παρουσιάσω ένα βιβλίο. Επέμενε, όμως, η συγγραφέας και βρέθηκα στο πάνελ της παρουσίασης του βιβλίου στον «Αρμό» Θεσσαλονίκης, μαζί με την επαγγελματία στο είδος, διότι είναι καθηγήτρια Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, κ. Σμαράγδα Μανταδάκη.
Το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο της κ. Κοτσαρίδου και εκδόθηκε από τον φίλο Γιώργο Χατζηϊακώβου που έχει τις εκδόσεις «Αρμός».
Ποια είναι η ιστορία του;
Εκτυλίσσεται στο χωριό του παγωτού, την αγαπημένη γενέτειρα του Τολτό (ήρωα του βιβλίου) όπου η φράση που κυριαρχεί είναι: ξέρεις ποιος είμαι εγώ;
Οι κάτοικοι του μικρού χωριού είναι οι άνθρωποι της κάθε μέρας μας. Οδηγούν νευρικά, τσακώνονται συχνά, αποκαλούν τον καλό μαθητή «φύτουλα» και «σπασίκλα».
Τα σπίτια τους είναι καθαρά, αλλά, πετούν τα σκουπίδια τους στους δημόσιους χώρους. Αυτοί που περιτριγυρίζουν τον Τολτό δεν είναι οι πιο ιδεώδεις συγχωριανοί, ή συμπολίτες, ή γείτονες που θα ήθελε να είχε κανείς.
Το χωριό είναι χωρισμένο σε ανατολικούς και δυτικούς, ανάλογα με την πολιτική τοποθέτηση.
Οι άνθρωποι είναι ευέξαπτοι, αγενείς, κακοδιάθετοι, βολεμένοι σε θέσεις δημοσίου όπου έχουν χρησιμοποιήσει κάποιο μέσο για να μπούν.
Μέσα σ αυτό το κλίμα κυριαρχεί μια αίσθηση ευδαιμονίας και ο ήρωας, ο Τολτό, ερωτεύεται τη Μαλένια. Ένα κορίτσι με φωτεινό πρόσωπο και λεπτή επιδερμίδα.
Το κορίτσι στέκεται μπροστά του και η ακτινοβολία της ομορφιάς της του υπόσχεται ευτυχία.
Το κορίτσι το πολιορκούν και άλλοι. Το πολιορκεί και ο αδελφός του Τολτό. Πρέπει να βιαστεί, να προλάβει. Αν κατάφερνε να της προσφέρει το αντικείμενο που ποθεί, το χρυσό χτενάκι, θα είχε κάποιες πιθανότητες.
Μα χρυσό χτενάκι δεν υπάρχει στο χωριό. Αυτό το πανάκριβο διακοσμητικό μπορεί να το συναντήσει μονάχα στην ιδανική πολιτεία.
Πρέπει γρήγορα να βρει χρήματα, να βγεί από τα όρια του χωριού και του εαυτού του.
Ο ήρωας πρέπει να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα, τους φόβους, τις αμφιβολίες, να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του την πατρίδα.
Θα περιπλανηθεί σε δάσος, θα γνωρίσει τους κινδύνους για να βρει το αντικείμενο που θα του εξασφαλίσει την εύνοια της αγαπημένης του.
Οι χαρακτήρες έχουν περίεργα ονόματα αλλά σίγουρα είναι αναγνωρίσιμοι τύποι της καθημερινής μας ζωής, της ελληνικής κοινωνίας.
Οι καταστάσεις που αντιμετωπίζουν είναι οικείες σε όλους μας.
Η υπερίσχυση του ατομικού έναντι του δημοσίου, η γραφειοκρατία, η αναξιοκρατία, η αδιαφορία για το συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον, η έλλειψη ανοχής για το διαφορετικό, η υποκρισία και η βία που χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις και από την άλλη η φιλία και ο έντονος έρωτας ως αντίδοτο στη μιζέρια και την κατάθλιψη αναδύονται από το βιβλίο.
Από το μυθιστόρημα προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα:
-Τι θα ήμασταν χωρίς τις εμμονές μας;
-Πως προσδιοριζόμαστε από τις επιλογές μας;
-Πως γίνεται να ζούμε με ψευδαισθήσεις είτε ατομικά είτε συλλογικά;
-Πως η παιδική μας ηλικία καθορίζει την υπόλοιπη ζωή μας;
Μπορούμε και πώς να υπερβούμε τα όριά μας και να χαράξουμε νέους δρόμους;
-Που βρίσκονται τα όρια της ιδιωτικής και που της δημόσιας σφαίρας;
-Πως συμβαίνει να ερωτευόμαστε και να παντρευόμαστε τον λάθος άνθρωπο;
Η συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις. Περιγράφει τους χαρακτήρες της και αφήνει τον αναγνώστη να απαντήσει ο ίδιος.
Περιορίζεται στο να κάνει το πορτραίτο των ηρώων της.
Το βιβλίο είναι μια αλληγορία, όπως το ερμήνευσα, της οικονομικής και αξιακής κρίσης που βιώνουμε.
Η συγγραφέας έχει το λογοτεχνικό χάρισμα.
Έχει μια εντυπωσιακή γλωσσική επάρκεια. Το λεξιλόγιο είναι πλούσιο. Συνυπάρχουν λόγιες και καθημερινές λέξεις.
Η κ. Κοτσαρίδου δείχνει να έχει αγάπη και πάθος για την ελληνική γλώσσα και τις δυνατότητές της.
Η γραφή και το ύφος εναλλάσσονται μεταξύ της αφήγησης ενός παραμυθιού και της περιγραφής ενός δυσάρεστου, καταθλιπτικού και καταπιεστικού γεγονότος.
Οι εικόνες εναλλάσσονται με κινηματογραφική ταχύτητα.
Το σκηνικό εναλλάσσεται συχνά.
Περιγράφονται χαρακτήρες γνώριμοι στη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Συναντούμε περιγραφές τρυφερές αλλά και σκληρές.
Και εκεί που πάμε να χαθούμε στην απαισιοδοξία, νασου το τέλος του βιβλίου που μας δίνει μια αίσθηση ελπίδας.