ΡΑΦΑΗΛ ΓΚΡΙΝΙΩΤΗΣ-DISHNICA: ΕΝΑΣ ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΠΥΓΜΑΧΙΑΣ

- Advertisement -

Ραφαήλ Γκρινιώτης (Rafail Grinjoti), ένας θρύλος που μεσουράνησε στο Μεσοπόλεμο και λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν έγινε όμως ευρύτερα γνωστός στην Ελλάδα. Αντίθετα ανέδειξε την πυγμαχία στη γειτονική Αλβανία και την έκανε ευρύτερα γνωστή στο κόσμο του αθλήματος.

Γεννήθηκε το 1900 στο χωριό Μετζέντε, νυν Κεφαλόβρυσο, των Ιωαννίνων, που τότε ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γονείς του ήταν ο Ευθύμης και η Μαρίνα, βλαχικής καταγωγής, οι οποίοι έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Ο Ευθύμης έζησε εκατόν πέντε χρόνια και η Κατίνα εκατόν οκτώ. Μετά το Μετζέντε ο Ευθύμης πήγε με την οικογένειά του στο Φράσερι και αργότερα στο χωριό Τσερβάν του Φίερι της Αλβανίας. Γι’ αυτό οι Αλβανοί ισχυρίζονται ότι ο Ραφαήλ γεννήθηκε στο Φίερι. Ο Ευθύμης μετά από φιλονικία με το γιο ενός Τούρκου μπέη που τον αποκάλεσε «παλιοβλάχο» και εκείνος του ανταπέδωσε με ένα «παλιοαλβανέ» και κατόπιν τον σκότωσε, αναγκάστηκε να πάρει την οικογένεια του και να καταφύγει στο χωριό Παναρίτι της Κορυτσάς, όπου βρήκε προστασία στον τοπικό μπέη. Αργότερα, το 1913 μετακόμισε στο χωριό Ντισνίτσα της Κορυτσάς και το 1923 στη Κορυτσά.

Μεγαλώνοντας ο Ραφαήλ ασχολούνταν με το κοπάδι των προβάτων της οικογένειας και από το 1918 μέχρι το 1921 το καλοκαίρι ανέβαινε στην Πίνδο και το χειμώνα κατέβαινε στο Λιτόχωρο. Κάποιος κάτοικος της περιοχής του Λιτοχώρου, ο Λεωνίδας Κότσας έδωσε στον Ραφαήλ και στο φίλο του, επίσης Βλάχο, Θανάση Μπόντα να φροντίζουν και τα δικά του πρόβατα. Όταν ο Ραφαήλ ζήτησε την αμοιβή του ο Κότσας αρνήθηκε και τότε ο Ραφαήλ τον χτύπησε, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να τον καταγγείλει στη χωροφυλακή. Για να σωθούν ο Ραφαήλ και ο Θανάσης κατέφυγαν στον γνωστό ληστή της περιοχής, τον περιβόητο Γιαγκούλα. Του εξήγησε τι έγινε και τότε ο Γιαγκούλας έστειλε μήνυμα, με έμπιστο του άτομο στον Κότσα, να καταβάλει τα χρωστούμενα στον Ραφαήλ και να του δώσει και του ιδίου ένα μεγάλο ποσό, ειδάλλως θα του ξεκλήριζε την οικογένεια. Αμέσως ο Κότσας ανταποκρίθηκε και πήρε ο Ραφαήλ τα δικά του χρήματα και το μερίδιο του ο Γιαγκούλας το μοίρασε σε διάφορες οικογένειες της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο λημέρι του Γιαγκούλα ο Ραφαήλ φωτογραφήθηκε από τον γνωστό Βλάχο κινηματογραφιστή Μίλτο Μανάκη.

Φωτογραφία του Ραφαήλ Γκρινιώτη από το Μίλτο Μανάκη

 

 

Όμως η ζωή στο λημέρι ήταν πολύ δύσκολη, καθώς υπήρχαν συνεχείς αψιμαχίες με τη χωροφυλακή. Μια νύχτα ο Ραφαήλ και ο Θανάσης έβγαλαν τα παπούτσια τους και με πολύ προσοχή για να μην κάνουν θόρυβο και τους αντιληφθεί κανείς από τη συμμορία του Γιαγκούλα, αλλά ούτε και η χωροφυλακή, έφυγαν κρυφά και πήραν το τρένο από την Κατερίνη για να καταλήξουν τελικά στη Φλώρινα. Από ‘κει με τα πόδια πέρασαν το βουνό πίσω από την Κρυσταλλοπηγή και μπήκαν στο αλβανικό έδαφος για να βγουν στο Μπιλίστι. Όμως τους συνέλαβαν οι αλβανικές αρχές, αλλά με ένα μπαξίσι έμειναν ελεύθεροι και ακολούθως έφτασαν στη Ντισνίτσα.

Το 1926 παντρεύτηκε την Αγγελική, κόρη του Παντελή Κοτσάκη (Bandi Kocaqi) από τη Μοσχόπολη, Βλάχα στην καταγωγή, με την οποία έκανα συνολικά δώδεκα παιδιά, από τα οποία επέζησαν οκτώ. Η Λουίζα (Luiza), η Αλεξάνδρα (Aleksandra), η Μαίρη (Meri), η Μαριγκούτσι (Mariguci), ο Λεωνίδας (Leonidha), ο Ηλίας (Ilia), ο Θεόδωρος (Theodor) και ο Ευθύμης (Thimi). Την ίδια χρονιά που παντρεύτηκε ξεκίνησε και την πυγμαχία. Αυτό είναι που τον καθιστά μοναδικό. Στην ηλικία των είκοσι έξι ετών ξεκινά μια μεγαλειώδη καριέρα, χωρίς να έχει καμία εμπειρία και καθοδήγηση από πριν. Έχει όμως δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, την τρομερή δύναμη του και την ελληνική ψυχή του. Αυτά τον ανέδειξαν ως έναν από τους καλύτερους πυγμάχους μεσαίων βαρών της Αλβανίας, αλλά και παγκοσμίως.

Η οικονομική ανάγκη και η μοίρα τον έφεραν αμέσως, μαζί με άλλους Κορυτσαίους μετανάστες, στην Αργεντινή για εργασία, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με το άθλημα που του άρεσε. Εκεί τον πρόσεξε ένας προπονητής του μποξ και του πρότεινε να συνεργαστούν και ο Ραφαήλ αποδέχθηκε την πρόταση, ενώ υιοθέτησε το όνομα του χωριού του και έγινε γνωστός ως Rafael Dishnica. Οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες καθώς ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται και να αθλείται, όμως είχε την συνδρομή των φίλων του από την Κορυτσά που τον βοηθούσαν στην προπόνηση. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί και το 1927 αναδείχθηκε πρωταθλητής Αργεντινής χωρίς καμία ήττα. Το επόμενο έτος αναδείχθηκε, σε αγώνα που έγινε με τον πρωταθλητή της Ουρουγουάης στο Μπουένος Άϊρες, πρωταθλητής της Λατινικής Αμερικής. Από ‘κει και πέρα έδωσε πολλούς αγώνες σε Χιλή, Ουρουγουάη, Κολομβία, Βραζιλία και Κούβα, όλους νικηφόρους και έγινε διεθνώς γνωστός για την αξία του. Το 1932 πήρε το καράβι της επιστροφής για την Ευρώπη μαζί με άλλους Κορυτσαίους, καταβάλλοντας ο ίδιος τα ναύλα της επιστροφής τους.

 

Στο λιμάνι του Μπουένος Άϊρες πριν το ταξίδι της επιστροφής

 

 

Φτάνοντας στην Αλβανία αρχίζει η επαγγελματική του καριέρα στην πυγμαχία εντός των τειχών και στην Ευρώπη. Αρχικά αντιμετωπίζει τον γνωστό πυγμάχο από την Κορυτσά Sotir Polena στην αίθουσα «Majestic» της πόλης και τον νικά, ενώ το 1936 δίνει τον πρώτο διεθνή αγώνα που πραγματοποιήθηκε στην Αλβανία με τον Γερμανό Arthur Winter στην αίθουσα «Gloria» των Τιράνων και νικά με νοκ-άουτ, προκαλώντας ντελίριο ενθουσιασμού στον κόσμο. Το διάστημα 1936-1938 έδωσε πάνω από 30 αγώνες με ξένους πυγμάχους με συνεχείς νίκες. Με τον πρωταθλητή Ρουμανίας Mihal Kovac, τον Ιταλό Mario Paluni, τους Γιουγκοσλάβους  V. Majlovic, Radomir Mihailovic και άλλους.

Ο Ραφαήλ Ντισνίτσα (αριστερά) αγωνιζόμενος

 

Ιδιαίτερης σημασίας για τον ίδιο ήταν οι αγώνες και οι επαφές με τους Έλληνες πυγμάχους, τους δικούς του ανθρώπους. Το 1936 αγωνίστηκε στο Παρίσι με τον Γιώργο Μίκουλη, τον οποίο και νίκησε. Κατά της διάρκεια της παραμονής του εκεί ο Ραφαήλ προπονούταν μαζί με τον Αντώνη Χριστοφορίδη που το 1938 αναδείχθηκε πρωταθλητής κόσμου στην κατηγορία μεσαίων βαρών. Ο Χριστοφορίδης έδειξε τον θαυμασμό του για ότι είχε επιτύχει ο Ραφαήλ και βλέποντας τα πενιχρά μέσα που είχε για να προπονείται, εξέφρασε την απορία του πως είναι δυνατόν ένας αθλητής παγκοσμίου εμβελείας να αγωνίζεται με σχισμένα παπούτσια.

Τον Μάρτιο του 1937 στην αίθουσα «Ολύμπια» της Αθήνας αντιμετώπισε τον πρωταθλητή Γιάννη Μυλοποταμιτάκη, ο οποίος πριν τον αγώνα είχε δηλώσει ότι σε τρεις γύρους θα είχε τελειώσει με τον Ραφαήλ. Η διαφορά στα κιλά ήταν σημαντική, ο Μυλοποταμιτάκης ζύγιζε 85 κιλά και ο Ντισνίτσα 74. Όμως ο αγώνας διάρκεσε 15 γύρους και νικητής αναδείχθηκε στα σημεία ο Μυλοπταμιτάκης, προκαλώντας την αντίδραση του κοινού, που θεώρησε ότι ο Ραφαήλ αδικήθηκε. Ο Μυλοποταμιτάκης αναγνώρισε την αξία του αντιπάλου του και τον κάλεσε για γεύμα στο σπίτι του και έτσι ξεκίνησε η φιλία τους.

Γιάννης Μυλοποταμιτάκης

 

Με τον Μυλοποταμιτάκη έμελλε να συναντηθούν αργότερα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Έλληνας πυγμάχος υπηρετούσε ως αξιωματικός στον ελληνικό στρατό και έτυχε να είναι επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος που προήλαυνε στην μόλις απελευθερωμένη Κορυτσά. Έξω από την πόλη το τμήμα έτυχε να συναντήσει τον Ραφαήλ που επέστρεφε με το κάρο του από το χωράφι. Ο Μυλοποταμιτάκης τον αναγνώρισε αμέσως και έδωσε εντολή στο τμήμα να σταματήσει και απευθύνθηκε  στον Ραφαήλ λέγοντας «για έλα εδώ εσύ!». Κατέβηκε από το άλογο του και μόλις τον προσέγγισε ο Ραφαήλ κατάλαβε ποιος ήταν ο αξιωματικός που του μίλησε. Οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν και συζήτησαν τα νέα τους. Την ίδια ημέρα ο Ραφαήλ ανταπέδωσε στο σπίτι του τη φιλοξενία του Μυλοποταμιτάκη στην Αθήνα.

Στην Αλβανία ο Ραφαήλ βιοποριζόταν με το μποξ, όμως η έλευση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου περιόρισε τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης του και έτσι το 1943 μετακόμισε στα Τίρανα, όπου το επόμενο έτος ανέλαβε προπονητής πυγμαχίας στο Klub Sport Tirana (KST) και στην εθνική ομάδα πυγμαχίας της Αλβανίας. Το 1946 σημάδεψε το τέλος της αγωνιστικής του καριέρας.  Αγωνίστηκε με τον Ali Kastrati, μέλος της ομάδας του στρατού PARTIZAN, με καταγωγή από το Κόσοβο, και τον νίκησε. Όμως ο Kastrati δήλωνε δεξιά και αριστερά ότι ο Ραφαήλ δε νίκησε, παρά τις περί του αντιθέτου αποδείξεις. Έτσι για να εξαλειφθεί κάθε αμφιβολία ο Ραφαήλ δέχθηκε να αγωνιστεί  μέσα σε μόλις τέσσερις ημέρες πάλι με τον Κastrati, παρά το ότι οι δικοί του εξέφρασαν αντιρρήσεις. Ο τελευταίος όμως είχε βάλει μέσα στο γάντι του ένα κομμάτι σίδερο και τον χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού, προκαλώντας του κάταγμα. Ο Ραφαήλ έπεσε σε κώμα για έξι μήνες και κανείς δεν ήξερε αν θα ζήσει, όμως η γερή του κράση και η δυνατή ψυχή του τον επανέφεραν, αλλά πλέον οι αγώνες ήταν γι’ αυτόν παρελθόν. Όταν συνήλθε επέστρεψε στην Κορυτσά.

Διάφοροι ιθύνοντες του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβανίας (ΚΚΑ) του είπαν να ξεχάσει ό,τι έγινε και σε αντάλλαγμα του πρότειναν να τον στείλουν να εργαστεί στην πρεσβεία στο Βουκουρέστι. Αυτός περήφανα το αρνήθηκε, χωρίς να ζητήσει κάποιο άλλο αντάλλαγμα.

Το αλβανικό κράτος ουσιαστικά τον πέταξε στα αζήτητα. Τον διόρισε καθαριστή στο κλειστό γυμναστήριο της πόλης, όπου και παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Όμως οι Κορυτσαίοι του εμπιστεύθηκαν την προπόνηση των πυγμάχων της ομάδας PUNA και πιο μετά της SKENDERBEU. Αργότερα ανέλαβε και τις ακαδημίες, από όπου ξεπήδησαν ταλαντούχοι πυγμάχοι και πρώτα από όλα οι γιοι του Ηλίας, Θεόδωρος και Ευθύμης. Ο Ηλίας στέφθηκε πρωταθλητής Αλβανίας δύο φορές, το 1960 και το 1961 και ο Θεόδωρος μία, αλλά νίκησε με νοκ-άουτ. Ιδιαίτερη χαρά για την οικογένεια Γκρινιώτη ήταν το ότι η δεύτερη φορά του Ηλία συνέπεσε την ίδια ημέρα με τη ανακήρυξη σε πρωταθλητή του Θεόδωρου. Ο Ευθύμης ανακηρύχθηκε το 1963 πρωταθλητής pionir, δηλαδή των λεγόμενων πρωτοπόρων νέων του ΚΚΑ.

 

Με τους γιους του Θεόδωρο και Ευθύμη και νεαρούς πυγμάχους στη Κορυτσά το 1992

Όμως η μοίρα δεν είχε τελειώσει με τα χτυπήματα στην οικογένεια Γκρινιώτη.  Στο μυαλό του γιου του Θεόδωρου, που βίωνε έντονα την έλλειψη ελευθερίας στην Αλβανία, μπήκε η ιδέα να ξεφύγει από την καταπίεση του κομμουνιστικού καθεστώτος και να καταφύγει στην Ελλάδα. Με τον καιρό αυτό έγινε διακαής πόθος και πλέον τίποτε δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Τελικά το τόλμησε το 1962, όμως στάθηκε άτυχος και συνελήφθη από την αλβανική αστυνομία. Καταδικάστηκε και οδηγήθηκε στις τρομερές φυλακές του Μπουρέλι, όπου κρατούνταν οι αντιφρονούντες σε άθλιες συνθήκες. Αυτό υπήρξε μεγάλο χτύπημα για την οικογένεια, που πλέον είχε μπει για τα καλά στο στόχαστρο των αρχών ασφαλείας. Ο Θεόδωρος άντεξε τις κακουχίες λόγω της γερής του κράσης και βοήθησε και άλλους κρατουμένους να επιβιώσουν. Τελικά, αποφυλακίστηκε το 1986.

Ο απολογισμός του Ραφαήλ Γκρινιώτη-Ντισνίτσα στους διεθνείς αγώνες που έδωσε είναι εντυπωσιακός. Σε εβδομήντα αγώνες μέσα σε είκοσι χρόνια καριέρας στη Νότια Αμερική και στην Ευρώπη (Γαλλία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα) είχε 60 νίκες με νοκ-άουτ, 5 νίκες στα σημεία, 2 νίκες με τεχνικό νοκ-άουτ και 2 ήττες στα σημεία, ενώ έναν αγώνα τον κέρδισε στα χαρτιά, διότι ο αντίπαλός του, ο Ράντομιρ Μιχαήλοβιτς από τα Σκόπια, δεν προσήλθε να αγωνιστεί.

Η ζωή του Ραφαήλ Γκρινιώτη-Ντισνίτσα μοιάζει με παραμύθι. Μια εντυπωσιακή πορεία χωρίς ανάλογο τέλος. Από μικρός στη φτώχεια και στην ανέχεια έμαθε να στηρίζεται στις δυνάμεις του για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Αν και δεν έλαβε υψηλή μόρφωση μορφώθηκε κοινωνικά μόνος του και πάντοτε περιβαλλόταν από αξιοπρεπείς ανθρώπους που του αναγνώριζαν το υψηλό κοινωνικό του στάτους, όπως ο Γεώργιος Σεφέρης κατά τη διάρκεια της θητείας του ως προξένου στην Κορυτσά. Μιλούσε αλβανικά, ελληνικά, ισπανικά, ιταλικά και βλαχικά και πάντοτε ένιωθε άνετα στον κοινωνικό του περίγυρο, ο οποίος ανεξάρτητα από τη θέση του τον θαύμαζε γι’ αυτό που ήταν. Ωστόσο το αλβανικό κράτος παρά το γεγονός ότι το δόξασε, επέδειξε εμπάθεια απέναντί του και δεν του έδωσε την αξία που του έπρεπε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μόνο το 2002 έδειξε έμπρακτα την αναγνώριση του όταν συμπληρώθηκαν, κατ’ αυτό, εκατό χρόνια από τη γέννησή του με έκθεση που πραγματοποιήθηκε στη Κορυτσά.

Ο Ραφαήλ Γκρινιώτης-Ντισνίτσα απεβίωσε στην Κορυτσά το 1992, μόλις είχε πέσει το κομμουνιστικό καθεστώς. Μεγάλη του επιθυμία ήταν να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην Ελλάδα και κυρίως στον Όλυμπο, το βουνό των θεών, όπου για κάποιο διάστημα έζησε και ο ίδιος, για να ξαναθυμηθεί από κοντά σημαντικά κομμάτια της ζωής του, αλλά δεν πρόλαβε. Όμως, είναι σίγουρο ότι η ψυχή του, εκτός από την Κορυτσά, κάπου εκεί θα γυρίζει.

Π.Σ.

 

 

spot_img

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μαρτυρία Θεοδώρου Γκρινιώτη, αντιστασιακού-φυλακισμένου 24 χρόνια μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Βησσαρίων Τζιοβάνη.
    Συνέντευξη που δόθηκε στον πάτερ Ελευθέριο Καρακίτσιο, στις 14/4/1999, και συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στο βιβλίο του με τίτλο: ”Ορθόδοξοι Ιερείς και Διάκονοι που επέζησαν του Άθεου Καθεστώτος στην Αλβανία (1945-1990). Αυθεντικές μαρτυρίες από την Βόρειο Ήπειρο”. Θεσ/νικη 2001. Βλ. (κείμενο συνέντευξης & φωτογραφίες) σελ. 416-426.
    Σημείωση: Ο Θεόδωρος Γκρινιώτης (ως Dhori Gërnjoti τον αναφέρουν στα αλβανικά) είναι γιός του πυγμάχου Ραφαήλ Γκρινιώτη.
    Η συνέντευξη είναι πολυσέλιδη, θα παραθέσω μόνο μερικά σημεία:
    ”Θ. Γκρινιώτης: Εγώ ήθελα να περάσω στην Ελλάδα στα 1962.
    – Θέλω λεπτομέρειες. Που σας πιάσανε;
    Θ. Γκρινιώτης: Εδώ στην Αλβανία, μαζί με άλλους πέντε.
    – Πότε;
    Θ. Γκρινιώτης: Το 1962.
    – Πόσο χρονών ήσουν τότε;
    Θ. Γκρινιώτης: 19 ετών, έπρεπε να πάω στρατιώτης.
    – Πότε γεννηθήκατε;
    Θ. Γκρινιώτης: Το 1943.
    – Τα παιδιά πως ξεκίνησαν να φύγουν όλοι;
    Θ. Γκρινιώτης: Όλοι ένιωθαν Έλληνες. Είχαμε την ίδια ρίζα.
    [ ] – Που ακριβώς σας πιάσαν;
    Θ. Γκρινιώτης: Στην Βίλιστα. Μετά μας δίκασαν 15 χρόνια φυλακή. Εμένα παρ’ ότι ήμουν ο μικρότερος με θεώρησαν αρχηγό της ομάδας. Και το λέω τώρα: ήμουνα, είχα θάρρος, πείσμα να φύγω στην Ελλάδα να γίνω ελεύθερος.
    [ ] – Θεόδωρε θα τα γράψω σε βιβλίο, θέλω με ειλικρίνεια να μιλάς.
    Θ. Γκρινιώτης: Όλα είναι αλήθεια, είμαστε τόσοι άνθρωποι εδώ.’

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

Διαβάστε ακόμα

Stay Connected

2,900ΥποστηρικτέςΚάντε Like
2,767ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
37,400ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Advertisement -

Τελευταία Άρθρα