Η αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας στην Ουκρανία και ανεξάρτητα του πως θα εξελιχθεί, είναι, παράλληλα με τον άλλο μεγάλο Μεταψυχροπολεμικό πόλεμο στην Μέση Ανατολή, ενδεχομένως η σοβαρότερη Μεταπολεμική κρίση. «Μεταπολεμική» και όχι μόνο Μεταψυχροπολεμική για δύο κυρίως λόγους:
Αφενός κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου επιτεύχθηκε η σταθεροποίηση των σχέσεων με τις συμφωνίες SALT/ABM. Περιορίστηκαν τόσο οι επιθετικοί διηπειρωτικοί πύραυλοι όσο και οι αμυντικοί πύραυλοι. Την δεκαετία του 1980, επιπλέον, αποσύρθηκαν οι πύραυλοι μικρού και μεσαίου βεληνεκούς από την Ευρώπη.
Αφετέρου, πολλές από τις συμφωνίες του Ψυχρού Πολέμου ξεπερνιούνται λόγω ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων ή παραμερίζονται σκόπιμα. Ταυτόχρονα, το διεθνές σύστημα είναι πολυπολικό και αποτελείται όχι μόνο από πολλές μεγάλες δυνάμεις αλλά και πολλές πυρηνικές δυνάμεις.
Τα προαναφερθέντα έχουν ως αποτέλεσμα διενέξεις και πολέμους όπως στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή όπου εμπλέκονται πολλές πυρηνικές δυνάμεις και παρεισφρέει ο κίνδυνος ένας συμβατικός πόλεμος να εξελιχθεί σε πυρηνικό. Αναμφίβολα, κίνδυνο πυρηνικού πολέμου είχαμε και στην κρίση της Κούβας αρχές της δεκαετίας του 1960. Όμως, οι αναλογίες, οι συσχετισμοί, ο αριθμός των πυρηνικών όπλων και πολλοί άλλοι παράγοντες ήταν διαφορετικοί. Ο πόλεμος της Ουκρανίας, επιπλέον, αφορά την γεωπολιτική αντιπαράθεση που εκκολάφθηκε κατά την διάρκεια των τριών Μεταψυχροπολεμικών δεκαετιών και που είτε άφησε ανοικτά πολλά ζητήματα ή εκκόλαψε νέα. Κυρίως, δημιούργησε ένα ρευστό και ασαφές γεωπολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη λόγω επέκτασης της Ατλαντικής Συμμαχίας στην Κεντρική Ευρώπη (και αυτό παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν αρχές του 1990 και παρά το γεγονός ότι η Μόσχα το είχε κάνει ρητό πως αυτό θέτει μείζονα ζητήματα ασφάλειας στην Ευρώπη).
Στο επίκεντρο των συζητήσεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο βρισκόταν το μέλλον της Ατλαντικής Συμμαχίας μετά την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας δημιουργώντας νέους στρατηγικούς συσχετισμούς. Όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στον πλανήτη ευρύτερα. Κυρίως, πολλοί πολιτικοί παράγοντες και οι σημαντικότεροι αναλυτές της στρατηγικής στην Δύση, υπογράμμιζαν την στρατηγική σημασία μιας θεσμικής, οικονομικής και πολιτικής προσέγγισης της Μόσχας από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Τόνιζαν την σημασία μιας τέτοιας προσέγγισης υπό το πρίσμα των υπό εξέλιξη πλανητικών στρατηγικών συσχετισμών λόγω ανόδου της ισχύος της Κίνας, Από καθαρά στρατηγική άποψη (κόστος/όφελος εναλλακτικών αποφάσεων) ήταν μια ορθολογιστική προσέγγιση αλλά τόσο η επέκταση του ΝΑΤΟ όσο και οι Αμερικανικές παρεμβάσεις στην Ουκρανία (πχ η «πορτοκαλί επανάσταση«) οδήγησαν σε αντίθετες αποφάσεις. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα για το οποίο πολλοί μιλούσαν ήταν η εκκόλαψη διλημμάτων ασφαλείας μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Ανεξάρτητα της έκβασης του πολέμου της Ουκρανίας τα γεγονότα μετά το 2022 επηρεάζουν δραστικά το πλανητικό σύστημα στρατηγικών ισορροπιών. Μεταξύ άλλων, οδήγησαν στην στρατηγική σύγκλιση Κίνας-Ρωσίας και στην ενδυνάμωση του BRICS, γεγονότα τα οποία είναι ήδη βαθύτατων στρατηγικών προεκτάσεων. Χαρακτηριστική είναι δήλωση του εκπροσώπου άμυνας της Κίνας Wu Qian όταν δήλωσε πως ο κινεζικός Στρατός είναι έτοιμος, μαζί με τον ρωσικό Στρατό, να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη στον κόσμο, κάνοντας ταυτόχρονα ξεκάθαρο ότι στην περίπτωση έναρξης μιας σύγκρουσης με την Ρωσία η Κίνα θα βρίσκεται στο πλευρό της Μόσχας (verbatim).
Εάν σταθούμε συνοπτικά στον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, πολλά λέγονται. Χρειάζεται προσοχή γιατί εν μέσω στρατηγικών κινήσεων που απαιτούν συνεκτίμηση πολλών παραγόντων, συχνά ουκ ολίγοι συνάγουν γραμμικά κινούμενα συμπεράσματα. Μεταξύ άλλων, θα μπορούσαν να αναφερθούν και τα εξής:
Ήδη από το 1963 κατά την διάρκεια της κρίσης της Κούβας συνειδητοποιήθηκε ότι μια πυρηνική σύγκρουση θα ήταν αυτοκαταστροφική για όλους τους εμπλεκόμενους. Όπως ήδη αναφέρθηκε, αρχές του 1970 υπογράφηκαν μεταξύ ΕΣΣΔ και ΗΠΑ οι συμφωνίες περιορισμού των πυρηνικών όπλων και απαγόρευσης συστημάτων αντί-πυραυλικής άμυνας (SALT και ABM). Επομένως έκτοτε έχουμε MAD (mutual assured destruction). Μάλιστα, έγινε γνωστό στην συνέχεια ότι μετά την υπογραφή των συμφωνιών το 1973 Κίνζιγκερ και ο Σοβιετικός συνάδελφός του Γκρομύκο υπέγραψαν μυστικό πρωτόκολλο να αποφύγουν να εμπλακούν σε συρράξεις που θα τους οδηγούσαν σε άμεση μεταξύ τους αντιπαράθεση στις περιφέρειες με αποτέλεσμα πιθανή έναρξη πυρηνικής αναμέτρησης
Ακόμη, προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας στο ΜΙΤ (Πανεπιστήμιο Μασαχουσέτης) έγινε μια έρευνα σταθμός στην οποία αναφερθήκαμε και σε άλλες παρεμβάσεις με αφορμή την αποβίωση του καθηγητή Κώστα Τσίπη. Τεκμηρίωσαν κάτι που ισχύει ακόμη και θα ισχύει για πολύ χρόνο ακόμη -ίσως και για πάντα-, ότι ακόμη και ένας μικρός αριθμός πυρηνικών εκρήξεων θα δημιουργούσε προϋποθέσεις τερματισμού της επίγειας ζωής όπως την γνωρίζουμε.
Όταν σταθμίζονται αυτά τα γεγονότα και διατυπώνονται εκτιμήσεις απαιτείται μεγάλη προσοχή. Αυτό γιατί η απόφαση εντός κράτους να χρησιμοποιήσει πρώτο πυρηνικά όπλα είναι μια πολύ ριψοκίνδυνη απόφαση για το ίδιο αλλά και για όλα τα άλλα κράτη. Σε κάθε περίπτωση, όταν ηγέτες της Ρωσίας αναφέρουν αυτό το ζήτημα το συνδέουν με την κρατική ασφάλεια του Ρωσικού κράτους και τις αποφάσεις των Δυτικών που όπως υποστηρίζουν την θέτουν σε κίνδυνο. Λογικά, οι ηγέτες και τα επιτελεία των μεγάλων δυνάμεων υποχρεωτικά αποφασίζουν και δρουν με όρους στρατηγικού ορθολογισμού. Αυτό, λογικά σημαίνει ότι αποκλείεται ο πυρηνικός πόλεμος.
Ένα τέτοιο συμπέρασμα/θέση, όμως, δεν σημαίνει ότι η κλιμάκωση των εκατέρωθεν απειλών δεν θα αυξήσουν επικίνδυνα την κατάσταση με ενδεχόμενο να οδηγήσουν στο αδιανόητο. Δηλαδή χρήση πυρηνικών όπλων, ενδεχομένως με μικρού βεληνεκούς πυραύλους, και έναρξη μιας κλιμάκωσης που ενδεχομένως να οδηγήσει σε πλανητικό πυρηνικό ολοκαύτωμα. Η στρατηγική ανάλυση θεωρεί ότι πάνω στην πλάστιγγα κόστους/οφέλους εναλλακτικών αποφάσεων λειτουργούν ορθολογιστικά για να μην κινηθούν με τρόπο που προκαλεί περισσότερο κόστος από ότι όφελος. Ενώ αυτό θεωρείται μια σωστή θεώρηση των διακρατικών σχέσεων και βασική αρχή της αποτρεπτικής στρατηγικής, χρήζει να συνεκτιμηθεί ότι όταν ο κίνδυνος να αρχίσει μια πυρηνική επίθεση υπερισχύει ως παράσταση, όλα πλέον είναι πιθανά.
Παραμένει γεγονός πως ενώ οξύνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία ο Αμερικανός πρόεδρος και άλλοι μιλούν διαρκώς για μέτρα πιο αποτελεσματικής αντίκρουσης της Ρωσικής προέλασης. Το αν θα συμμετέχουν και σε ποια κλίμακα και με τι είδους όπλα συμμετέχουν, είναι συνήθως θολό. Η κλιμάκωση της συμμετοχής πάντως, ενέχει μεγάλο ρίσκο, ιδιαίτερα εάν η Ρωσία εκτιμήσει ότι ηττάται ή ακόμη και καταρρέει. Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα του πόσο αυτό με όρους στρατηγικού ορθολογισμού είναι αδιανόητο, η κατευθείαν πολεμική αναμέτρηση μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων ήταν, είναι και θα είναι πάντα ανορθολογική και ακραία επικίνδυνη (εξ ου και το προαναφερθέν σύμφωνο Κίνζιγκερ -Γκρομύκο που πολλές δεκαετίες μετά δεν φαίνεται να συνεκτιμάται δεόντως).
Τέλος, και όπως εξελίσσεται η κρίση υποχρεωτικά θα επανέλθουμε με νέα κείμενα, γεγονότα όπως διάφορες δηλώσεις Ρώσων ηγετών και οι ασκήσεις με πυρηνικά όπλα και μάλιστα με την Λευκορωσία στο παρελθόν, είναι πολιτική δημιουργίας αποτρεπτικών παραστάσεων. Για όποιον γνωρίζει το Αλφαβητάρι της πυρηνικής στρατηγικής δηλώσεις και παραστάσεις όπως αυτές έχουν τους εξής σκοπούς:
α) Να δημιουργήσουν παραστάσεις ισχύος που θα μεταφέρουν το μήνυμα στην Δύση και κυρίως στους Αμερικανούς και στην Γαλλία να μην κλιμακώσουν την συμμετοχή τους στην σύρραξη και να προειδοποιήσει ότι όσοι συμμετέχουν θα διατρέξουν τον κίνδυνο πυρηνικής αναμέτρησης με μια μεγάλη πυρηνική δύναμη που είναι η Ρωσία.
β) Εάν τελικά η Μόσχα εκτιμήσει –ορθά ή λανθασμένα είναι ζήτημα άλλης τάξης– ότι το γεωστρατηγικό διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο και θα αντέξει το κόστος των οικονομικών μέτρων της Δύσης, η παράσταση πυρηνικής ισχύος και αποτελεσματικότητας είναι ένα μήνυμα στην Δύση να μην κλιμακώσει με συμβατικά όπλα γιατί διατρέχει κίνδυνο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
γ) Ενδέχεται η Δύση να έδωσε παραστάσεις αδυναμίας ή και φυγόκεντρων στρατηγικών τάσεων εντός της Ατλαντικής Συμμαχίας. Εκτός από τις αντιφατικές κινήσεις των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια που εντείνονται ολοένα και περισσότερο αναδείχθηκε κάτι που γράφαμε από καιρό, ότι δηλαδή η ΕΕ είναι ένας νομικός γίγαντας και ένας στρατηγικός και πολιτικός νάνος, επιπλέον και ενας εξόχως διαιρεμένος συλλογικός οργανισμός, με κύριο ζήτημα το «Γερμανικό πρόβλημα», το οποίο υποβόσκει αδιάλειπτα στα θεμέλια των δυτικών συμμαχιών.
Εάν αυτή παράσταση μεταδίδεται στην Μόσχα, με όρους και πάλι στρατηγικών σκοπιμοτήτων –και γνωρίζοντας ότι ένας πυρηνικός πόλεμος είναι λογικά εκτός εικόνας– οι Ρώσσοι ηγέτες αναμενόμενα επιχειρούν να ενισχύσουν τις αποτρεπτικές παραστάσεις, στο πλαίσιο μιας ενδεχομένως παρμένης απόφασης υπεράσπισης της κρατικής της ασφάλειας (και ως προς αυτό τον σκοπό τα πυρηνικά όπλα είναι έσχατο μέσο και όλοι έχουν επίγνωση για αυτό).
Διανύοντας τη πιο κρίσιμη και αναμφίβολα ίσως την πιο ρευστή και επικίνδυνη φάση της Μεταπολεμικής εποχής η Ελλάδα απαιτείται να λειτουργεί και αποφασίζει με όρους στρατηγικού ορθολογισμού -στρατηγικός ορθολογισμός επαναλαμβάνεται: σημαίνει περισσότερο όφελος παρά κόστος στις αποφάσεις που υιοθετούνται-, αλλά και με πλήρη ετοιμότητα αντιμετώπισης μιας πιθανότατα πολύ μεγάλης περιφερειακής αστάθειας καθότι πλέον όλα είναι πιθανά. Ενώ δεν πρέπει να υποτιμούνται οι αναγκαίες και μη εξαιρετέες στρατηγικές αποφάσεις στο σύστημα συμμαχιών και θεσμών που η Ελλάδα συμμετέχει, για να θυμηθούμε τον Θουκυδίδη, σε κρίσιμες και οριακές στιγμές ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Οι παραστάσεις που μεταδίδει το Ελληνικό κράτος απαιτείται να είναι αξιόπιστες και αποτρεπτικές.
*Τα ζητήματα αυτά υπό το πρίσμα της διεθνούς πολιτικής και των ζητημάτων διεθνούς διακυβέρνησης βρίσκονται στον πυρήνα του βιβλίου: ΤΟ ΕΘΝΟΚΡΑΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ. Παθογένειες, αδιέξοδα, αίτια, πολιτικός στοχασμός. Μεταμοντέρνος εθνομηδενισμός versus Έθνος και Πολιτισμός.