Οι πολιτικοί και των δύο κυρίαρχων κομμάτων στις ΗΠΑ φαίνεται να πιστεύουν ότι η χώρα αντιμετωπίζει επικείμενες καταστροφές, οι οποίες μάλιστα απαιτούν μια ριζική επανεξέταση της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Κάνουν λάθος. Η χώρα αντιμετωπίζει σίγουρα σοβαρές προκλήσεις, ωστόσο τα θεμέλια της οικονομίας της είναι υγιή. Δεν απαιτούνται ριζοσπαστικές αναθεωρήσεις.
Η λαϊκιστική δεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά φαίνεται να συμφωνούν ότι η κυρίαρχη συναίνεση στην οικονομική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών – κεντρικός ρόλος για τις αγορές, φιλικότητα προς την παγκοσμιοποίηση, ελεύθερο εμπόριο και επιφυλακτικότητα έναντι της υπερβολικής ρύθμισης – ήταν κακή για τους Αμερικανούς. Αυτή η δικομματική ομοθυμία βασίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι οι τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν κακές για τον μέσο εργαζόμενο και συνολικά για τα νοικοκυριά.
“Σκούπα”
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το εκτελεστικό διάταγμα – “σκούπα” του προέδρου Τζο Μπάιντεν για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά. Περιέχει 72 πρωτοβουλίες, μερικές από τις οποίες θα λάβουν σίγουρα χειροκρότημα από τους συντηρητικούς λαϊκιστές. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα εφαρμόζει από εδώ και πέρα μεγαλύτερο έλεγχο στις προτεινόμενες συγχωνεύσεις τεχνολογικών εταιρειών.
Θα ενθαρρύνει επίσης την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC) να θεσπίσει κανόνες οι οποίοι θα περιορίζουν την ικανότητα των εταιρειών τεχνολογίας να συσσωρεύουν δεδομένα σχετικά με τους χρήστες των εφαρμογών και των προϊόντων τους και να θέτει περιορισμούς στη δύναμη μεγάλων διαδικτυακών πωλητών λιανικής όπως η Amazon, προκειμένου να μην “πνίγουν” μικρότερους ανταγωνιστές τους.
Αναγνωρίζει ακόμη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στην FTC τη νομική δυνατότητα “να αμφισβητήσουν προϋπάρχουσες βλαπτικές συγχωνεύσεις τις οποίες οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν αμφισβητήσει”. Κάτι τέτοιο “μυρίζει” αρκετά ριζοσπαστισμό, διότι η κυβέρνηση φαίνεται να απομακρύνει την αντιμονοπωλιακή πολιτική μακριά από το ανθεκτικό για δεκαετίες πρότυπο περί “ευημερίας των καταναλωτών”, το οποίο από καιρό ορίζει την μονοπωλιακή ισχύ ως την δυνατότητα αύξησης των τιμών πάνω από τα ανταγωνιστικά επίπεδα.
Αυτό το πρότυπο και όχι η πεποίθηση ότι το μεγάλο μέγεθος είναι απαραίτητα κακό για τον ανταγωνισμό στην αγορά, υποστηρίχθηκε εδώ και δεκαετίες από το κυρίαρχο ρεύμα και στα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα, αλλα και από τα δικαστήρια.
Πείραμα
“Είμαστε εδώ και 40 χρόνια εντός ενός πειράματος να αφήνουμε τις κολοσσιαίες εταιρείες να συσσωρεύουν ολοένα και περισσότερη δύναμη”, δήλωσε ο Μπάιντεν, αναφερόμενος στην υιοθέτηση του προτύπου ευημερίας των καταναλωτών όσον αφορά την πολιτική ανταγωνισμού. “Και τι έχουμε κερδίσει από αυτό; Λιγότερη ανάπτυξη, εξασθενημένες επενδύσεις, λιγότερες μικρές επιχειρήσεις”. Ο πρόεδρος κατέληξε: “Πιστεύω ότι το πείραμα έχει αποτύχει”
Όπως και με την αντιπάθεια προς τις εταιρείες τεχνολογίας, ο πρόεδρος θα βρει συμμάχους μεταξύ των συντηρητικών λαϊκιστών. Ο γερουσιαστής Josh Hawley, το ανερχόμενο Ρεπουμπλικανικό αστέρι από το Μιζούρι, έχει έτοιμο ένα νομοσχέδιο με το οποίο – εάν υιοθετείτο – θα απαγορεύονταν οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές από εταιρείες με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με τον Hawley, “ενώ οι κολοσσοί της τεχνολογίας, του τραπεζικού συστήματος, των τηλεπικοινωνιών και του φαρμάκου “καταπίνουν” περισσότερες εταιρείες και μεγαλύτερα μερίδια αγοράς, καταβροχθίζουν παράλληλα την ελευθερία και τον ανταγωνισμό μας. Οι Αμερικανοί καταναλωτές και εργαζόμενοι έχουν πληρώσει το τίμημα”.
Είναι τα πράγματα τόσο άσχημα; Ας λάβουμε ως παράδειγμα τις τεχνολογικές εταιρείες, οι οποίες θεωρούνταν τα “κοσμήματα” της αμερικανικής οικονομίας. Ρίχνουν ποταμούς χρήματος στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης (R&D), ελπίζοντας να δημιουργήσουν νέες και καλύτερες υπηρεσίες για τους καταναλωτές. Οι διαδικτυακές αγορές έχουν διευρύνει σημαντικά τις επιλογές των καταναλωτών, μειώνοντας σημαντικά τις τιμές.
Οι μεγάλες φαρμακευτικές είναι κερδοφόρες. Δημιούργησαν επίσης όχι ένα αλλά πολλά εμβόλια, τα οποία είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά κατά μιας παγκόσμιας πανδημίας, γεγονός το οποίο λαμβάνει χώρα μία φορά ανά αιώνα, σε λιγότερο από έναν χρόνο. Οι δε “μεγάλοι” των τηλεπικοινωνιών επέτρεψαν σε εκατομμύρια Αμερικανούς να εργάζονται από το σπίτι τους, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες έσωζαν ζωές.
Υπερέκταση
Μερικές από τις 72 πρωτοβουλίες του προέδρου είναι αξιέπαινες, όπως οι προσπάθειες για ενίσχυση του ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, κυρίως για τους εργαζόμενους σε θέσεις εργασίας με χαμηλούς μισθούς. Φαίνεται λογικό τα ακουστικά βαρηκοΐας να μπορούν να πωλούνται άμεσα σε φυσικά καταστήματα, πρόνοια η οποία περιλαμβάνεται στο εκτελεστικό διάταγμα. Ωστόσο πολλές από τις πρωτοβουλίες Μπάιντεν αντιπροσωπεύουν μια σημαντική υπερέκταση του κράτους, μια προσπάθεια μικροδιαχείρισης της οικονομίας, η οποία θα καταλήξει σε βάρος της τελευταίας.
Ομοίως, επικροτώ τον Λευκό Οίκο για το αίτημα αυστηρότερης επιβολής της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας – ωστόσο αυτή η επιβολή θα πρέπει να καθοδηγείται από το πρότυπο ευημερίας των καταναλωτών.
Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να ακούσει το επιχείρημα ότι οι κολοσσοί των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μειώνουν την ευημερία των καταναλωτών καταστρέφοντας ανταγωνιστές ή ότι οι διαδικτυακοί πωλητές λιανικής ενδέχεται να διατηρούν τις τιμές χαμηλά έως ότου καταλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, οπότε και θα τις αυξήσουν.
Κατά την άποψή μου, οι εταιρείες τεχνολογίας περνούν το τεστ “ευημερίας των καταναλωτών” και απαιτείται αυστηρή ανάλυση για να καταλήξει κανείς σε συμπεράσματα. Ακόμη κι έτσι, το πρότυπο δεκαετιών δεν είναι ένα “ελευθέρας” για αντιανταγωνιστική συμπεριφορά. Το ριζοσπαστικό βήμα της απόρριψης του υπέρ της θεωρίας ότι “μεγάλο ίσον κακό” είναι περιττό και θα μπορούσε να οδηγήσει σε κινήσεις επιβολής με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια και σε καταναλωτές οι οποίοι θα αντιμετωπίζουν υψηλότερες τιμές ενώ θα απολαμβάνουν λιγότερο ποικίλα και χαμηλότερης ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες.
Κοινό project
Η “γραμμή” του εκτελεστικού διατάγματος είναι μέρος του ευρύτερου project, το οποίο μοιράζονται η λαϊκιστική δεξιά και η ριζοσπαστική αριστερά, για την μετατόπιση της οικονομικής πολιτικής από τον σεβασμό προς τα αποτελέσματα που έχει κάθε ακολουθούμενη πολιτική στο πεδίο της πραγματικής αγοράς.
Πολιτικοί και από τα δύο κόμματα υποστηρίζουν ότι το παιχνίδι είναι στημένο εναντίον των εργαζομένων και υπέρ των ελίτ. Το 2019, ο Hawley δήλωσε ότι το 70% των Αμερικανών δεν έχουν δει προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό αύξηση μισθού εδώ και 30 χρόνια. Το 2016, ο γερουσιαστής Bernie Sanders διακήρυξε ότι το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων έχει μειωθεί. “Για πολλούς, το αμερικανικό όνειρο έχει καταστεί εφιάλτης”, σημείωσε.
Τα στοιχεία, πάντως, λένε μια διαφορετική ιστορία. Κατά τις τρεις δεκαετίες, από το 1990 έως το 2019, οι προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό μισθοί για εργαζόμενους με μη εποπτικό ρόλο αυξήθηκαν κατά άνω του 33%. Κατά περίπου την ίδια περίοδο, το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 44%, μετά την αφαίρεση των φόρων και των άλλων εισφορών προς το κράτος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008, η ανησυχία για την εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε, ωστόσο ο δείκτης ανισότητας τον οποίο χρησιμοποιεί το ανεξάρτητο από κομματικές δεσμεύσεις Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου των ΗΠΑ έμεινε σταθερός ή και σημείωσε μείωση. Σύμφωνα με υπολογισμούς μου, περίπου το 75% των ατόμων στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους (40 έως 50 ετών) έχουν υψηλότερο εισόδημα νοικοκυριού σε σχέση με εκείνο που είχαν οι γονείς τους όταν βρίσκονταν στην ίδια ηλικία.
Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σημαντικές οικονομικές προκλήσεις. Έχουν ανάγκη από πιο αποτελεσματικές πολιτικές για να τις ξεπεράσουν. Ωστόσο το αμερικανικό όνειρο δεν είναι νεκρό. Αντιθέτως, ο λαϊκισμός από τα αριστερά και τα δεξιά θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή του, πιέζοντας για ριζικές αλλαγές δημοσίων πολιτικών, οι οποίες θα βασίζονται σε μια παραμορφωμένη κατανόηση των οικονομικών αποτελεσμάτων.
Στο εκτελεστικό του διάταγμα, ο Μπάιντεν φαίνεται να βαδίζει σε αυτό τον ολισθηρό δρόμο.