ΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ*
Η δημόσια συζήτηση για την Τουρκία έχει εστιάσει δικαιολογημένα στις διμερείς σχέσεις, αφού υπάρχει διάχυτη ανησυχία για την πορεία τους. Εχει πλέον γίνει κατανοητό από όλους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ότι η Αγκυρα έχει υιοθετήσει μια αναθεωρητική πολιτική. Οι περισσότερες προτάσεις για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών έχουν ως κοινό άξονα τον μερικό εξευρωπαϊσμό της γειτονικής χώρας (π.χ. «δεύτερο Ελσίνκι»). Την περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ενωση βιώνει μια μεγάλη κρίση εσωστρέφειας, η ουσιαστική επαναπροσέγγιση με την ερντογανική Τουρκία συνιστά μάλλον ευσεβή πόθο. Στην πραγματικότητα, οι Βρυξέλλες αδυνατούν να τιθασεύσουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Η εμπλοκή της Ε.Ε. έχει νόημα μόνον ως μοχλός άσκησης πίεσης στην Αγκυρα‧ οι φυγόκεντρες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην ενωμένη Ευρώπη δεν επιτρέπουν τη συγκρότηση κοινής στρατηγικής. Υπό αυτά τα δεδομένα, προκύπτει αβίαστα το ερώτημα αν μπορεί τελικά η Αγκυρα να αλλάξει την πολιτική της έναντι της Αθήνας.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό καθηγητή Charles Hermann, τέσσερις παράγοντες μπορούν να εξηγήσουν τη ριζική αναδιαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας: βούληση του ηγέτη, παρέμβαση του βαθέος κράτους, μείζονες πολιτικοκοινωνικές αλλαγές στο εσωτερικό ή μεγάλες αλλαγές στο διεθνές και περιφερειακό σύστημα.
Η αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος επέτρεψε τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού προεδρικού συστήματος που οδηγεί στην «προσωπικοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής. Ο επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας δύναται να ορίσει τις στρατηγικές επιδιώξεις της τουρκικής διπλωματίας και να διαπραγματευτεί με ξένους ηγέτες. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να αγνοήσει τις διαχρονικές διεκδικήσεις της χώρας του στο Αιγαίο και στη Δυτική Θράκη ή να αλλάξει την τουρκική πολιτική στο Κυπριακό. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση της εθνικής κόκκινης γραμμής. Με εξαίρεση, ίσως, το φιλοκουρδικό κόμμα, το σύνολο του τουρκικού πολιτικού κόσμου ενστερνίζεται την ίδια επιθετική άποψη για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό.
Το τουρκικό βαθύ κράτος παραμένει ελεγχόμενο από την ηγεσία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και δεν πρόκειται να διαφοροποιηθεί από κεντρικές επιλογές. Εξάλλου, οι εναπομείναντες κεμαλικοί θύλακες μέσα στο στράτευμα και στο διπλωματικό σώμα είναι φορείς μιας κληρονομιάς που αποθεώνει το ιδεολόγημα της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης (Türk-İslâm Sentezi). Στα μάτια τους, η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη και ισχυρή για να ανέχεται την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο.
Οι πολιτικοκοινωνικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο εσωτερικό έχουν ωθήσει την Αγκυρα σε ακραίες κινήσεις υψηλού ρίσκου (π.χ. συνεχής υποστήριξη προς ισλαμιστικά κινήματα) που προμηνύουν τη σταδιακή ρήξη με τη Δύση. Η πολιτική και δημογραφική κυριαρχία της συντηρητικής Ανατολίας είναι μια εξέλιξη με κατακλυσμιαίες επιπτώσεις που ακόμα δεν έχει γίνει κατανοητή στην Ελλάδα. Την ώρα που η τουρκική κοινωνία ανακαλύπτει το ένδοξο ισλαμικό της παρελθόν, το πολιτικό σύστημα πρέπει να φαίνεται αντάξιο των μεγάλων προσδοκιών. Στη σημερινή Τουρκία, κανείς ηγέτης δεν μπορεί να επιβιώσει πολιτικά ως κήρυκας της ειρήνης απέναντι σε έναν θεωρούμενο ιστορικό εχθρό.
Με μεγάλη βεβαιότητα, η Τουρκία θα αλλάξει τη στάση της έναντι της Ελλάδας μόνο αν αναγκαστεί από εξωτερικούς παράγοντες. Η προσεκτική μελέτη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής καταδεικνύει ότι όταν η Αγκυρα βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν υπέρτερο αντίπαλο επωφελείται η Αθήνα. Η υπογραφή του Πρωτοκόλλου για τον Περιορισμό των Ναυτικών Εξοπλισμών με την Ελλάδα το 1930 ήταν απόρροια της ανασφάλειας που προκαλούσε η άνοδος της Ιταλίας στην κεμαλική Τουρκία. Στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, η επεκτατικότητα της Σοβιετικής Ενωσης εξηγεί την κοινή ένταξη στο ΝΑΤΟ και την από κοινού συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας. Ακόμη και η ύφεση της έντασης την περίοδο 1999-2011 συνδέεται μερικώς με εξωγενείς εξελίξεις‧ η επεμβατική πολιτική του προέδρου Πούτιν στη Μαύρη Θάλασσα επηρέασε σημαντικά τους τουρκικούς σχεδιασμούς.
Σε κάθε περίπτωση, ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας θα έχει διάρκεια. Η σύγχρονη βιβλιογραφία, όμως, μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση κρατών που επιδιώκουν την περιφερειακή ηγεμονία. Ο John Mearsheimer, στο μνημειώδες βιβλίο του «Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων», υποστηρίζει ότι η εξισορρόπηση αναθεωρητικών δυνάμεων γίνεται κυρίως μέσω της συγκρότησης συμμαχιών. Η δημιουργία τριγωνικών σχημάτων συνεργασίας με Αίγυπτο και Ισραήλ, η υπογραφή ρήτρας αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής με τα ΗΑΕ, η διοργάνωση στρατιωτικών ασκήσεων με ισχυρές χώρες (π.χ. Σαουδική Αραβία, Ινδία) και η εμβάθυνση της αμυντικής σχέσης με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία εντάσσονται σε μια ανομολόγητη στρατηγική ανάσχεσης της Τουρκίας. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής θα κριθεί από δύο παράγοντες: τη διατήρηση της στοχοπροσήλωσης του πολιτικού προσωπικού και την άρτια κατανόηση των διεθνοπολιτικών εξελίξεων. Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη.
* Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College London και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
“Καθημερινή”