του Αλέξανδρου Ιτιμούδη*
ΠΩΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η ΤΟΥΡΚΙΑ;
Κάτι που δεν κατονομάζεται συχνά στον δημόσιο διάλογο και στα κυρίαρχα ΜΜΕ, είναι ο τρόπος με τον οποίο πραγματικά η Τουρκία έχει επιλέξει να προωθήσει τις γεωστρατηγικές της επιδιώξεις τόσο απέναντι στην Ελλάδα, όσο και απέναντι γενικά στους κρατικούς και μη δρώντες της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου.
Από το 2016 και μετά, όταν δηλαδή συνέβη το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα στην Τουρκία, ο Ερντογάν έχει επιλέξει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της σκληρής αλλά και διπλωματικής ισχύος προς τις υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτό συνέβη κυρίως λόγω του διάχυτου φόβου απέναντι στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά και επίσης διότι η τουρκική ηγεσία αντιλήφθηκε πως στο σύγχρονο περιβάλλον δύναται κανείς να έχει γεωπολιτικά οφέλη, αξιοποιώντας το ευρύ φάσμα των «γκρίζων επιχειρήσεων».
Η ΜΙΤ συγκεκριμένα εδώ και αρκετά χρόνια απορροφά μεγάλο μέρος των κονδυλίων του τουρκικού προϋπολογισμού εκτοξεύοντας το μπάτζετ της από τα 3,8 δις λίρες το 2018, στα 32,7 δις μετά από δύο χρόνια. Μάλιστα πέρυσι ξόδεψε περίπου 1,3 δις σε επιχειρήσεις διαφόρων τύπων, ενώ απορρόφησε και 76,3 εκατομμύρια που προορίζονται για τις προμήθειες του τουρκικού στρατού. Παράλληλα, η ΜΙΤ σχεδιάζει να αποκτήσει δικό της πλοίο, τύπου κορβέτας, για ηλεκτρονική κατασκοπεία διαμέσου θαλάσσης, ενώ στα σχέδια είναι και η συμμετοχή της σε δορυφορικό πρόγραμμα υποκλοπών. Για να γίνει ακόμα πιο κατανοητή η αναβάθμιση της, να σημειωθεί πως το 2012 πραγματοποιήθηκε η μεταφορά της Διοίκησης Ηλεκτρονικών Συστημάτων που ήταν υπεύθυνη για τις ηλεκτρονικές υποκλοπές, από τον στρατό στις υπηρεσίες πληροφοριών της Τουρκίας, αλλάζοντας ταυτόχρονα και το όνομα σε Αρχηγείο Ηλεκτρονικής Κατασκοπείας.
Ποιος είναι ο λόγος που το καθεστώς Ερντογάν επέλεξε την αναβάθμιση των υπηρεσιών πληροφοριών, και πως αυτό επηρεάζει και την Ελλάδα; Η Τουρκία συνειδητοποίησε πως στο αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο δεν δύναται να αντιμετωπίσει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ούτε να καταφέρει συντριπτική ζημία στην Ελλάδα. Αυτό κατέδειξε και σε άρθρο του ο στρατηγός ε.α Λάζαρος Καμπουρίδης όσον αφορά την τουρκική άσκηση EFES , όπου ουσιαστικά απέδειξε πως ο τουρκικός στρατός δεν έχει ούτε αναβαθμισμένες ικανότητες, ούτε έχει να επιδείξει κάτι νέο στο πεδίο των επιχειρήσεων.
Έτσι οι Τούρκοι ιθύνοντες επέλεξαν να εμπλέξουν ακόμα πιο ενεργά την ΜΙΤ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως η Ελλάδα, όπως και όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, έχουν μια δυσκολία στο να καταδείξουν και να αναγνωρίσουν απειλές οι οποίες ενέχουν στοιχεία υβριδικότητας. Ως αποτέλεσμα η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα επέλεξε να εργαλειοποιήσει δύο βασικές παραμέτρους: τις μεταναστευτικές ροές και τις ψυχολογικές επιχειρήσεις εναντίον μερίδας του ελληνικού πληθυσμού και του πολιτικού συστήματος. Για να το κατορθώσουν αυτό, είναι προφανές που απαιτείται τεχνογνωσία που μόνο οι υπηρεσίες πληροφοριών δύνανται να παρέχουν.
Η Τουρκία παρόλα αυτά δεν σημαίνει πως έχει βγάλει τον στρατό εκτός των πλάνων της. Παρατηρείται όμως, πως τουλάχιστον στο επίπεδο της αντιπαράθεσης της με την Ελλάδα, έχει επιλέξει την συνδυαστική χρήση των μεθόδων της ΜΙΤ από κοινού με την χωροφυλακή, την οποία επίσης το καθεστώς Ερντογάν ελέγχει σε τεράστιο βαθμό. Ο στρατός, ειδικά μετά την αποδυνάμωση του από ανταλλακτικά και σε επίπεδο αεροπορίας, αναμένεται να χρησιμοποιηθεί επικουρικά και σε φάση υποστήριξης των υβριδικών επιχειρήσεων.
Στο επίπεδο των ψυχολογικών επιχειρήσεων, δυστυχώς η Ελλάδα δείχνει πως ακόμα προσπαθεί να προσαρμοστεί. Η Τουρκία έχει στοχεύσει επικοινωνιακά συγκεκριμένο μέρος της πολιτικής και ακαδημαϊκής ελίτ της χώρας, όπως και ένα κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού, προκειμένου να σπείρει σύγχηση και ηττοπάθεια, στην προσπάθεια της να δημιουργήσει τετελεσμένο.
Στο κομμάτι των μεταναστευτικών ροών, που και αυτές αξιοποιούνται και ενορχυστρώνονται από την ΜΙΤ, η Ελλάδα δείχνει πως έχει προσαρμοστεί περισσότερο, και με την βοήθεια των ενόπλων δυνάμεων χτίζει σταδιακά την αποτροπή της, εκμεταλλευόμενη την βιασύνη και την αλαζονεία των Τούρκων ιθυνόντων, στην προσπάθεια τους να προωθήσουν παράνομους μετανάστες με μεγάλη μαζικότητα προς τα ελληνικά σύνορα. Βέβαια, αποτελεί μεγάλο αγκάθι η παρουσία ισλαμικών πληθυσμών στην ελληνική ενδοχώρα, η οποία θα πρέπει να τύχει της ανάλογης αντιμετώπισης από τις αρχές ασφαλείας της Ελλάδας.
Το σίγουρο είναι πως η Τουρκία διαβλέποντας τον κατακερματισμό και την ευαισθησία των ευρωπαϊκών κρατών σε συγκεκριμένα ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας, επέλεξε ορθώς να συστηματοποιήσει τις κεκαλυμένες επιχειρήσεις της σε ευρωπαϊκά κράτη διαμέσου των υπηρεσιών πληροφοριών, ξέροντας πως το κλίμα την δεδομένη στιγμή δεν ευνοεί την συμβατική στρατιωτική προβολή ισχύος. Η αλήθεια ειναι πως η ΜΙΤ πραγματοποίησε πολλές πετυχημένες επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια, κάτι που πρέπει να προβληματίσει τους ευρωπαίους ετέρους της Ελλάδας.
Το συμπέρασμα που βγάινει είναι πως η Τουρκία σαφώς και δεν επιθυμεί την ευθεία στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ελλάδα. Ξέρει πως κάτι τέτοιο εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το ήδη εύθραυστο καθεστώ της. Ταυτόχρονα όμως, αφουγκράζεται την διεθνή ατμόσφαιρα και έχοντας αντιγράψει τις τακτικές των ρωσικών και ιρανικών υπηρεσιών, επιδιώκει την επιβολή τετελεσμένων μέσω μυστικών πρακτικών, διπλωματίας, εργαλειοποίησης πληθυσμών, ψυχολογικών επιχειρήσεων και πιθανώς στο μέλλον επιχειρήσεων δολιοφθοράς.
Αυτό που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι να σταματήσει αρχικώς να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως ένα κανονικό κράτος που διέπεται από αρχές δικαίου και εγκάρδιας συννενόησης. Δεν είναι δυνατόν ο αντίπαλος να αναβαθμίζει τις υπηρεσίες πληροφοριών του με όρους ενόπλων δυνάμεων, και την ίδια στιγμή στην Ελλάδα να αναλώνεται το πολιτικό σύστημα σε πρακτικές που υπβαθμίζουν το έργο και την συμβολή των ελληνικών υπηρεσιών. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η επιχειρησιακή αναβάθμιση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει καταρχήν τις επιχειρησιακές δραστηριότητες του αντιπάλου στο έδαφος της χώρας, και σε δεύτερη φάση να δώσει στην ηγεσία τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία, ώστε ηα τελευταία να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του έθνους εναντίον του εχθρού.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν έχει να αντιμετωπίσει μονάχα την στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας. Αντίθετα έχει να αντιμετωπίσει ένα πολυπλόκαμο σύστημα, που επιλέγει συνειδητά να κινητοποιήσει πόρους προς ενίσχυση των υπηρεσιών ασφαλείας, και που έχει κάνει στροφή προς την έμμεση επιχειρησιακή αντιπαράθεση. Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στον εσωτερικευμένο φόβο του Ερντογάν προς το στρατιωτικό καθεστώς της Τουρκίας, αλλά κυρίως στην ανάγνωση μιας λανθασμένης αντιμετώπισης απέναντι στην Τουρκία, τόσο από την Ελλάδα όσο και από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.
*Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης, είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, Γεωστρατηγικής Σύνθεσης και Σπουδών Άμυνας και Ασφάλειας.
Τα συνόψισε όλα ο κύριος Ιτιμούδης στις φράσεις του, που με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνη:
“..Δεν είναι δυνατόν ο αντίπαλος να αναβαθμίζει τις υπηρεσίες πληροφοριών του με όρους ενόπλων δυνάμεων, και την ίδια στιγμή στην Ελλάδα να αναλώνεται το πολιτικό σύστημα σε πρακτικές που υπβαθμίζουν το έργο και την συμβολή των ελληνικών υπηρεσιών. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι η επιχειρησιακή αναβάθμιση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει καταρχήν τις επιχειρησιακές δραστηριότητες του αντιπάλου στο έδαφος της χώρας, και σε δεύτερη φάση να δώσει στην ηγεσία τα κατάλληλα νοητικά εργαλεία, ώστε η τελευταία να κινητοποιήσει τις δυνάμεις του έθνους εναντίον του εχθρού.”
Χαίρομαι ειλικρινά που άνθρωποι της ποιότητας του είναι έτοιμοι να διαδεχθούν τους προηγούμενους, αποτελώντας την ελπίδα της Πατρίδας μας.