Η Κίνα βρίσκεται ξεκάθαρα σε γεωπολιτική αντιπαράθεση με τον δυτικό κόσμο, αλλά την ίδια στιγμή χρειάζεται τις δυτικές αγορές, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της οικονομίας της.
Πέντε χρόνια μετά την τελευταία του επίσκεψη στην Γηραιά Ήπειρο, ο Σι Τζινπίνγκ βρέθηκε σε μια πολύ διαφορετική Ευρώπη. Ταυτόχρονα, και ο ίδιος ο Κινέζος πρόεδρος έρχεται από μια πολύ διαφορετική χώρα. Μερικά μόνο παραδειγματα προς επίρρωσιν αυτής της διαπίστωσης.
To 2019, κατά την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου στη Ρώμη, η τότε κυβέρνηση της Ιταλίας προσυπέγραψε την Πρωτοβουλία για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road Initiative – BRI), κάτι που σημειώθηκε ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Πεκίνου. Ωστόσο, στα τέλη του περασμένου έτους η κυβέρνηση Μελόνι αρνήθηκε το ανανεώσει το σχετικό μνημόνιο συνεργασίας και η Ιταλία αποχώρησε από το εμβληματικό σχέδιο της Κίνας.
Η ευρωκινεζική συμφωνία περί επενδύσεων που υπογράφηκε στα τέλη του 2020 έχει παγώσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά την επιβολή κυρώσεων στην Κίνα (για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων) και τα αντίποινα του Πεκίνου. Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει έρευνες για τις κρατικές επιδοτήσεις που καταγγέλλεται πως λαμβάνουν οι κατασκευαστές ηλεκτρικών αυτοκινήτων και ιατρικού εξοπλισμού στην Κίνα. Επιπροσθέτως, εντείνεται συνεχώς ο έλεγχος που ασκούν οι κοινοτικές και εθνικές αρχές στη συμμετοχή κινεζικών επιχειρήσεων σε δημόσιους διαγωνισμούς εντός της ΕΕ.
Αλλά οι προστριβές μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας δεν περιορίζονται σε οικονομικά θέματα. Οι ευρωκινεζικές σχέσεις επιδεινώθηκαν αισθητά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, για την οποία η Κίνα ουδέποτε ανέλαβε τις ευθύνες της και παρεμπόδισε τη διερεύνηση των αιτίων της από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Στον μακρύ κατάλογο των διαφωνιών συγκαταλέγεται και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την οποία η Κίνα ουδέποτε καταδίκασε και προτίμησε την ανειλικρινή στάση μιας επιτήδειας ουδετερότητας, ενώ κατ’ουσίαν υποστηρίζει παντοιοτρόπως τη Ρωσία.
Η Κίνα βρίσκεται ξεκάθαρα σε γεωπολιτική αντιπαράθεση με τον δυτικό κόσμο, αλλά την ίδια στιγμή χρειάζεται τις δυτικές αγορές, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της οικονομίας της. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για την ηγεσία του μη εκλεγμένου Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, καθώς οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συνδέονται ευθέως με την πολιτική του νομιμοποίηση. Εξ ου και η υπερπαραγωγή προϊόντων, τα οποία η ίδια η κινεζική οικονομία αδυνατεί να απορροφήσει. Η ειρωνεία είναι ότι η πλημμύρα κινεζικών προϊόντων που κατακλύζουν την Ευρώπη απορρέει από την εξάντληση του επί τεσσάρων δεκαετιών κινεζικού αναπτυξιακού προτύπου και, τρόπον τινά, η Κίνα εξάγει στο εξωτερικό τα εγχώρια προβλήματά της.
Πίσω από την αβρότητα της γαλλικής διπλωματίας
Στη Γαλλία, πρώτο σταθμό της περιοδείας του Κινέζου προέδρου, ο Μακρόν επεφύλαξε στον εαυτό του το ρόλο του “καλού μπάτσου”, ενώ τον “κακό μπάτσο” ανέλαβε να παραστήσει η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέδειξε όλα όσα παρουσιάστηκαν και στην τελευταία σύνοδο κορυφής ΕΕ-Κίνας στο Πεκίνο τον περασμένο Δεκέμβριο. Εκτός από τη διαφωνία των Ευρωπαίων με την Κίνα στο θέμα της Ουκρανίας, η Φον ντερ Λάιεν τόνισε εκ νέου ότι η ΕΕ δεν θα διστάσει να λάβει δύσκολες αποφάσεις για την προστασία της ενιαίας αγοράς της και οι τελευταίες εξελίξεις επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό της.
Μετά την τριμερή αυτή συνάντηση, ο Εμμανουέλ Μακρόν επένδυσε στις κατ’ιδίαν συζητήσεις με τον Κινέζο ομόλογό του κατά την σύντομη απόδραση των δύο ηγετών στα χιονισμένα Πυρηναία. Ο Γάλλος πρόεδρος ανακοίνωσε πως ο Σι Τζινπίνγκ δεσμεύτηκε να σταματήσει η εξαγωγή προϊόντων και τεχνολογιών διπλής χρήσης προς τη Ρωσία, κάτι το οποίο ο Κινέζος πρόεδρος δεν συμπεριέλαβε στις δικές του δηλώσεις. Ούτως ή άλλως, ο έλεγχος του συνεχώς αυξανόμενου σινορωσικού εμπορίου, αξίας 240 δισ. δολαρίων το 2023, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Και, πάντως, δεν απέδωσαν οι προσπάθειες να πειστεί το Πεκίνο να ασκήσει πίεση στη Μόσχα, προκειμένου να σταματήσουν οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία – ένας στόχος των Ευρωπαίων που εξ αρχής δεν έμοιαζε ρεαλιστικός.
Η φορτωμένη με ακανθώδη θέματα ευρωκινεζική ατζέντα δεν εμπόδισε τη Γαλλία να υπογράψει 18 διμερείς συμφωνίες με την Κίνα. Μεταξύ άλλων, ο Μακρόν απέσπασε την υπόσχεση του ομολόγου του ότι δεν θα αυξηθούν οι δασμοί για τις εισαγωγές γαλλικού κονιάκ στην Κίνα. Σημαντικό θέμα για το Γάλλο πρόεδρο – έστω ως πολιτική πρωτοβουλία – είναι και η παγκόσμια εκεχειρία, την οποία συζήτησε με τον Σι Τζινπίνγκ, ενόψει των επικείμενων Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι.
Η «ατσάλινη φιλία» Σερβίας-Κίνας
Στη Σερβία, η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου ήταν προγραμματισμένη να συμπέσει με την 25η επέτειο του βομβαρδισμού του Βελιγραδίου από το ΝΑΤΟ. Εκείνη την εποχή πλήγμα υπέστη και η πρεσβεία της Κίνας, όπου σήμερα έχει χτιστεί μεγάλο κινεζικό πολιτιστικό κέντρο. Το πολιτικό μήνυμα ήταν σαφές: τόσο η Σερβία όσο και η Κίνα εναντιώνονται στην ατλαντική συμμαχία και, κατ’επέκταση, τη Δύση. Η Κίνα – όπως και η Ρωσία – υποστηρίζει το Βελιγράδι στην αντιπαράθεσή του με την Πρίστινα και δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο, ένα από τα σοβαρά εμπόδια στην ευρωπαϊκή πορεία της Σερβίας.
Σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παρουσία κινεζικών επιχειρήσεων στη χώρα, έχει καταστεί κλισέ οι σχέσεις Πεκίνου-Βελιγραδίου να χαρακτηρίζονται ως “ατσάλινη φιλία” μεταξύ των δύο λαών. Η φιλία αυτή έχει πολύ συγκεκριμένες οικονομικές, αλλά και στρατιωτικές, διαστάσεις.
Το Βελιγράδι έχει προβεί στην αγορά κινέζικου αμυντικού εξοπλισμού, όπως συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας και μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Πέρυσι η Σερβία υπέγραψε με την Κίνα συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών, η οποία τέθηκε σε ισχύ με την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου. Συγχρόνως, η Σερβία έχει προσελκύσει τις περισσότερες κινεζικές επενδύσεις σ’ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, έστω κι αν πρόκειται ως επί το πλείστον για έργα με κινεζικό δανεισμό.
Το χρέος της Σερβίας έναντι της Κίνας ανέρχεται κατ’εκτίμηση στα 4 δισ. ευρώ, με όρους που δεν ανακοινώνονται πάντα δημόσια. Την ίδια στιγμή, η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος αρωγός της Σερβίας, έχοντας χορηγήσει πάνω από 4 δισ. ευρώ για 1.500 έργα στη χώρα και προσφέροντας χαμηλότοκα δάνεια ύψους 7 δισ. ευρώ. Ωστόσο, τα εγχώρια ΜΜΕ συστηματικά αποσιωπούν την σχετική ειδησεογραφία, με αποτέλεσμα στη Σερβία να επικρατεί η εντύπωση πως ο μεγαλύτερος ευεργέτης της χώρας είναι η Κίνα.
Κατά την επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ, ο πρόεδρος Αλεξάνταρ Βούτσιτς δήλωσε ότι η Σερβία θα προσχωρήσει στην “παγκόσμια κοινότητα κοινού μέλλοντος”, υιοθετώντας αυτό το νεφελώδες σύνθημα του Κινέζου προέδρου που αναφέρεται στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής – και σινοκεντρικής – τάξης πραγμάτων. Είναι φανερό ότι με την παγίως επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική του Βελιγραδίου και τους ολοένα και στενότερους δεσμούς με το Πεκίνο, ο Βούτσιτς διακινδυνεύει την πορεία της χώρας του προς την ΕΕ.
Δούρειος ίππος στην ΕΕ η Ουγγαρία;
Παρόμοια είναι και η θέση της Ουγγαρίας, τελευταίου σταθμού στην περιοδεία του Κινέζου προέδρου. Ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν έχει επανειλημμένα συγκρουστεί με τα όργανα της ΕΕ, αντιτίθεται στην υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία και διατηρεί φιλικές σχέσεις με τον Πούτιν. Και σ’αυτήν την περίπτωση, ο χρόνος της επίσκεψης του Σι Τζινπίνγκ έχει την δική του σημειολογία – η Ουγγαρία αναλαμβάνει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ το δεύτερο εξάμηνο του έτους, αμέσως μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές.
Το Πεκίνο ασφαλώς λαμβάνει υπόψη του το γεγονός ότι η κυβέρνηση του Όρμπαν έχει υπονομεύσει ή καθυστερήσει σημαντικές συλλογικές αποφάσεις της ΕΕ, όπως συνέβη με το πακέτο κρίσιμης βοήθειας στην Ουκρανία, αλλά και σε ό,τι αφορά κοινοτικές πολιτικές έναντι της Κίνας. Σημειωτέον, η Ουγγαρία υπήρξε η πρώτη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εντάχθηκε στην κινεζική πρωτοβουλία BRI το 2015.
Στο πλαίσιο της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής της, η Ουγγαρία φιλοδοξεί να καταστεί κερκόπορτα για την κινέζικη παρουσία στην ευρωπαϊκή βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκτός από την δημιουργία εργοστασίων σχετικά με την ηλεκτροκίνηση (οχήματα και μπαταρίες), συζητήθηκε η κατασκευή σιδηροδρόμων και πετρελαιαγωγού προς τη Σερβία, όπως και πιθανή συνεργασία με την Κίνα στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας.
Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας έχει κάνει συνειδητή επιλογή να προκρίνει δικές της εθνικές προτεραιότητες εις βάρος κοινοτικών κανόνων. Για την ακρίβεια, δεν είναι η μόνη χώρα που το πράττει αυτό, αλλά κανένα άλλο κράτος μέλος δεν το κάνει τόσο απροκάλυπτα και δεν διεκδικεί με τόσες αξιώσεις τον τίτλο του “Δούρειου ίππου” της Κίνας στην ΕΕ.
Εταίρος, ανταγωνιστής ή συστημικός αντίπαλος;
Εάν στη Γαλλία ο Σι Τζινπίνγκ επιδίωκε να αμβλύνει τις αυξανόμενες διαφωνίες μεταξύ της ΕΕ και της Κίνας σε πλήθος οικονομικών και γεωπολιτικών θεμάτων, στο Βελιγράδι και τη Βουδαπέστη ο ξεκάθαρος στόχος του ήταν να εκμεταλλευτεί τις – υπαρκτές – ρωγμές στην Γηραιά Ήπειρο. Η υποστήριξη που προσφέρει το Πεκίνο σε ανελεύθερα καθεστώτα, σε συνδυασμό με την “άνευ ορίων” εταιρική σχέση με τη Ρωσία του Πούτιν, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας των προθέσεων της κινεζικής ηγεσίας.
To 2019, η ΕΕ έδωσε στην Κίνα τον τριπλό ορισμό του “εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου”. Ενώ η εταιρική σχέση παραμένει πάντα απαραίτητη, π.χ. σε ό,τι αφορά την κλιματική κρίση ή την δημόσια υγεία, τις τελευταίες μέρες ο Σι Τζινπίνγκ αναμφίβολα θα διαπίστωσε ότι η ΕΕ έχει κινηθεί προς τον ανταγωνισμό και την αντιπαλότητα. Η θερμή υποδοχή, της οποίας έτυχε ο Κινέζος πρόεδρος στη Σερβία και την Ουγγαρία, όπως και οι αβρότητες της γαλλικής διπλωματίας, δεν αποκρύπτουν την συνολική επιδείνωση των ευρωκινεζικών σχέσεων..
* Πλάμεν Τόντσεφ, Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)